Regina Bou, Η κοιλιά


Foto by Michael Stocks 

Με ονόμασαν Λουδοβίκο. Η μοίρα μου ήταν προδιαγεγραμμένη με ένα τέτοιο όνομα. Θα ήμουν αιωνίως ο στόχος χλευασμού, ειρωνείας, και ηλίθιων ερωτήσεων. Άντεξα τη γελοιότητα των ανθρώπων μέχρι που έκλεισα τα δώδεκα μου χρόνια.

 

Ήταν η στιγμή που αποφάσισα να κλειστώ για πάντα στο υπόγειο του σπιτιού μου. Παρήγγειλα στους δικούς μου να μου αφήνουν φαγητό δυο φορές την ημέρα έξω από την πόρτα και να με προμηθεύουν βιβλία όσο πιο συχνά μπορούσαν. Δε με ενδιέφερε τίποτα άλλο. Ο πατέρας μου ήταν βέβαιος πως ήμουν σχιζοφρενής και υποστήριζε με πραγματική μανία πως έπρεπε να με κλείσουν σε κάποιο ίδρυμα. Η μητέρα μου στύλωσε τα πόδια της και δήλωσε πως αν έφευγα εγω από το σπίτι θα έφευγε και εκείνη. Πολύ σύντομα τα βιβλία άρχισαν να μη μου φτάνουν, παρόλο που είχαν γεμίσει κάθε γωνιά του υπογείου. Φρόντισα να διώξω το κρεβάτι μου και κοιμόμουν πάνω σε αυτά. Μετά από λίγο καιρό το ίδιο έγινε και με τις δυο καρέκλες. Δύο ψηλές στίβες βιβλία τις αντικατέστησαν. Δεν ξέρω αν ένοιωθα ευτυχισμένος ή ασφαλής κλεισμένος εκεί μέσα, αλλά δε με απασχολούσε καθόλου, αρκεί η σχεδόν καθημερινή μου πια τροφοδότηση με βιβλία να μη σταματούσε. Παράγγελνα συνεχώς καινούρια και ενημερωνόμουν για τις νέες εκδόσεις από έναν υπολογιστή τον οποίο χρησιμοποιούσα μόνο και μόνο για αυτό το σκοπό. Γρήγορα άρχισαν να με ενοχλούν και τα ρούχα μου. Τα υφάσματα άρχισαν να μου προκαλούν διάφορες αλλεργίες. Αποφάσισα να τα αντικαταστήσω με σελίδες βιβλίων τις οποίες φορούσα σκόρπιες στο κορμί μου, περνώντας τις  σαν επωμίδες ψηλά στα μπράτσα μου, σαν περικνημίδες γύρω από τις γάμπες μου ή σα σαλιάρες γύρω από το λαιμό μου. Το επόμενο βήμα ήταν το φαγητό. Έπαψα να τρώω κανονικό φαγητό καθώς αποφάσισα να τρέφομαι μόνο με σελίδες βιβλίων. Ήμουν πεπεισμένος πως η βρώση βιβλίων θα είχε μια συγκεκριμένη επίδραση επάνω μου. Και εδώ ακριβώς είναι που θέλω να πω μερικά πράγματα τα οποία θα δείξουν πως πραγματικά είχα δίκιο. Η επίδραση των βιβλίων ήταν όντως πολύ συγκεκριμένη.

 

Διάλεγα τα βιβλία που θα έτρωγα. Όλα ήταν αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έσκιζα τις σελίδες με μεγάλη προσοχή, τις τσάκιζα αργά σε τέσσερα ή έξι ολόισια κομμάτια, ή τις τύλιγα σε ρολά, τις έβαζα μέσα στο στόμα μου και περίμενα μέχρι να ποτιστούν καλά με το σάλιο μου. Τότε και μόνο άρχιζα τη μάσησή τους. Όποιος δεν το έχει κάνει, δεν ξέρει τι χάνει. Η απόλυτη γαστριμαργική απόλαυση βρίσκεται στη Δίκη του Κάφκα ή στον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκυ. Τα υψηλά νοήματα κάθε σελίδας πολτοποιούνται στην πιο τέλεια υφή, σαν την πιο ακριβή σως τρούφας και ύστερα χαϊδεύουν τον ουρανίσκο υπαινικτικά, υποσχόμενα τον παράδεισο μιας θάλασσας από γεύσεις τυπογραφείου και μυρωδιές μελανιού, σωταρισμένου με ένα τσικ γλυκερά μπαχαρικά. Όμως δε με ενδιέφερε τόσο η στοματική απόλαυση, η γεύση δεν είναι καν αίσθηση για έναν άνθρωπο σαν εμένα, παρά μόνο μια ιδέα δυσκολοπροσδιόριστη και αδιάφορη. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν το εύρος και το βάθος των ιδεών που κατάπινα στην κοιλιά μου. Είχα αποφασίσει να κάνω την κοιλιά μου ναό του σώματός μου. Θα μπορούσα να την εξελίξω σε μεγαλύτερο βαθμό από τον εγκέφαλό μου και να της δώσω τέτοιες δυνατότητες που δεν είχε ποτέ καμία άλλη κοιλιά στον κόσμο. Θα μπορούσε να γίνει ένας τεράστιος ναός, αντάξιος των μεγαλύτερων και ομορφότερων ναών στον κόσμο.

 

Όταν έφαγα το Θάνατο στη Βενετία αισθάνθηκα ξεκάθαρα το θαύμα που συντελέστηκε στο βάθος του στομαχιού και των εντέρων μου. Ήταν μια πέψη που έμοιαζε με έργο τέχνης. Για πρώτη φορά αισθάνθηκα την ανάγκη να χαϊδέψω την κοιλιά μου βγάζοντας μικρούς αστείους λαρυγγισμούς για να εκφράσω τη θαυμάσια εκείνη απόλαυση την οποία είχα νοιώσει να επεκτείνεται αστραπιαία σε κάθε εγκεφαλικό μου κύτταρο, κάνοντας το να δονείται σαν χορδή που είναι έτοιμη να λυγίσει από την γλυκύτητα της νότας. Η λεπτή γλώσσα του Μανν ήταν η νότα για μένα, αυτό το κομψοτέχνημα γλυπτικής των λέξεων και εννοιών, η ηθική του αισθητισμού,  ανακίνησε κάτι που υπήρχε ήδη εντός μου, ήταν σα να ανακάλυψα ένα είδος εκλεκτικής συγγένειας ανάμεσα στην απομόνωση που είχα επιλέξει και στην εγκεφαλική κομψότητα των προτάσεων που μόλις είχα διαβάσει. Η απομόνωσή μου ήταν το ίδιο κομψή, μια πράξη λεπτότητας που ελάχιστοι μπορούσαν να κατανοήσουν, ίσως κανένας. Καταβρόχθισα με πραγματική ευχαρίστηση όλα τα υπόλοιπα έργα του Μανν. Μασούσα τις σελίδες αργά και λίγες λίγες για να παρατείνω τη χαρά της χώνεψης και να επιτείνω την αποτύπωση κάθε ίχνους πέψης στον εγκέφαλό μου. Επόμενοι μεγάλοι σταθμοί της καταβρόχθισης  ήταν η ευφυής ειρωνεία του Γκόμπροβιτς, τα παράδοξα ιντερμέδια του Μαρκές και το αόρατο του Μπόρχες. Άρχισα να γίνομαι αυτό που κατάπινα.

 

Για να το θέσω καλύτερα, η κοιλιά μου άρχισε να γίνεται αυτό που έτρωγα. Ο εγκέφαλος είχε μετατοπιστεί στην κοιλιακή μου κοιλότητα ή πολύ πιθανόν να υπήρχε πάντα εκεί δίχως να το γνωρίζω. Έφτασε όμως η στιγμή που όχι μόνο το γνώρισα αλλά το δέχτηκα και ως κάτι το απόλυτα φυσικό. Θυμάμαι μια μέρα που η μητέρα μου χτύπησε συνθηματικά -ως συνήθως- την πόρτα μου, σημάδι πως ήταν μόνη της και ήθελε να με δει. Άνοιξα ιδιαίτερα εκνευρισμένος καθώς με είχε διακόψει την ώρα που ξέσκιζα το σκληρό εξώφυλλο του Κόκκινου Γέλιου. Προσπάθησα να καθαρίσω με τη γλώσσα τα κομματάκια που είχαν κολλήσει στα δόντια μου σαν ενοχλητικά λαχανόφυλλα, αλλά ήταν άσκοπο, το βιβλίο ήταν σε κάκιστη έκδοση με χοντρό σα ρολό τουαλέττας φύλλο. Η μητέρα μου με κοίταζε αποσβολωμένη, μα τι ήθελε, δε φτάνει που με επισκεπτόταν όποτε της έκανε κέφι, έπρεπε να ανεχτώ και τους περίεργους μορφασμούς της; 

 

"Θεέ μου'' ψιθύρισε. Αντί για απάντηση μούγκρισα σα ζώο -με ευχαριστούσε να την ταράζω- και της έκανα νόημα να βγει έξω. ''Η κοιλιά σου'' έκανε με φρίκη και έδειξε με το χέρι της.

 

Ευχαριστημένος σα γιγαντιαίος βάτραχος χάιδεψα την κοιλιά μου και την αισθάνθηκα ολοστρόγγυλη και απαλή, σαν τσιτωμένο δερματάκι μωρού. Η αίσθηση της τεντωμένης επιδερμίδας ήταν ανακουφιστική και οικεία. ''Η κοιλιά σου'' επέμεινε η μητέρα μου στριγγλίζοντας αυτή τη φορά. Στάθηκα μπροστά της κι εκείνη τρέμοντας έπιασε τα μπράτσα μου για να με οδηγήσει προς το μοναδικό παράθυρο της πίσω πόρτας. Αν και ήταν σκοτεινά έφεγγε αρκετά ώστε να μπορέσω να δω το είδωλό μου στο θολό τζάμι. Μια γιγαντιαία γυαλιστερή κοιλιά καταλάμβανε σχεδόν όλο το σώμα μου, τεράστια και αφύσικη σα λουστραρισμένο αερόστατο. Το κεφάλι μου και τα πόδια μου έδειχναν γελοιωδώς αδύνατα, ήμουν σαν αστείο καρτούν. Ρεύτηκα μεγαλειωδώς, η γεύση του τυπωμένου χαρτιού πλημμύρισε τον οισοφάγο μου, και ξαναμούγκρισα κτηνωδώς.

 

''Ασε με,  πρέπει να φάω  Μπέρνχαρντ τώρα. Όμως συνέχιζε να με κρατάει σφιχτά βιδωμένο μπροστά από την τζαμαρία.

 

''Παράτα με'' ούρλιαξα εκτός εαυτού, ''Ηλίθια γυναίκα! Εχεις ακούσει ποτέ  σου για τον Μπέρνχαρντ; Τον αρχιτέκτονα των μεγάλων προτάσεων και της σπειροειδούς σκέψης; Σου λέει κάτι αυτό υποανάπτυκτο ον; Σήμερα γευματίζω Μπέρνχαρντ! Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Φτηνό αμόρφωτο υποκείμενο! Παράτα με!'' 

 

''Κοίτα!'' ούρλιαξε ξανά η μητέρα μου ''Κοίτα!''.

 

Ούρλιαζε τόσο δυνατά που αναγκάστηκα να μην κουνηθώ. Μέσα μου λαχάνιαζα, ένοιωθα σα ζώο σε υπερένταση, τα σάλια μου έτρεχαν από το σαγόνι μου πάνω στο στήθος μου, οι μύξες γέμιζαν το στόμα μου και ήθελα να τη σκοτώσω. Τη μισούσα. Ποιος της είχε δώσει το δικαίωμα να εισβάλλει έτσι στο δικό μου μέρος και να καταστρέφει τη γαλήνη των αερίων μου και των μηρυκασμών μου; Ναι, ήθελα να τη βρίσω αισχρά και μετά να τη σκοτώσω. Ο εγκέφαλός μου όμως δεν είχε φτάσει ακόμη σε τέτοιο επίπεδο θάρρους και τελειότητας. Τελειότητα θα σήμαινε να καταστήσω τον εαυτό μου ικανό να μην ενδιαφέρεται για τίποτα. Απολύτως τίποτα. Αλλά εγώ ενδιαφερόμουν ακόμη για τα βιβλία. Η μητέρα μου ήταν ο μόνος προμηθευτής μου. Είχα αρκετά ίχνη δειλίας μέσα μου για να το σκεφτώ αυτό. Ξανακοίταξα το είδωλό μου, πλησίασα πιο κοντά και παρατήρησα προσεκτικά την κοιλιά μου. Μου φάνηκε πως διέκρινα ένα περίεργο σχήμα πάνω της. Μπορούσα να το πιάσω με τα χέρια μου. Ήταν ένα αυτί. Ένα αυτί μέσα στην κοιλιά μου που πρόδιδε την παρουσία του σαν ανάγλυφος λοφίσκος σε χάρτη. ''Ω'' έκανα μόνο. Κοφτά.  Από εκείνη την ημέρα η μητέρα μου κατέβαινε πιο αραιά κάτω στο υπόγειο και όταν κατέβαινε φρόντιζε να μη με πλησιάζει. Κάτι στο βλέμμα της είχε αλλάξει. Με κοιτούσε με φόβο ή με αδιαφορία. Δεν μπορούσα να αποφασίσω τι ήταν αυτό που έβλεπα στο πρόσωπό της και ως συνήθως δε με απασχολούσε καθόλου.

 

Εν τω μεταξύ το αυτί μεγάλωσε και έγινε δύο αυτιά. Μετά ήρθε και μια μύτη και ένα στόμα και όλα όσα μπορεί να υπάρχουν σε ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Ένα ολόκληρο κεφάλι στριφογυρνούσε μέσα στην κοιλιά μου, ανήσυχο, νευρικό, αδηφάγο για περισσότερες λέξεις. Το άκουγα να μου μιλάει τα βράδια και ύστερα και τα πρωινά. Μια ακατάπαυστη φλυαρία που άρχισε να μου προκαλεί ένα αδιόριστο εκνευρισμό και να μου προκαλεί τρέμουλο στο στήθος.

''Σήμερα απαιτώ να με ταΐσεις ακριβώς 540 σελίδες αλλά τις θέλω να είναι γραμμένες σε συγκεκριμένο στυλ. Κανόνισε εσύ, γνωρίζεις τι μου αρέσει. Θα σε παρακαλέσω να μην κάνεις λάθος γιατί ξέρεις πως θα προκαλέσεις ιδιαιτέρως δυσάρεστες στομαχικές διαταραχές. Το στομάχι είναι ευαίσθητο όργανο νεαρέ. Θέλει σπέσιαλ μεταχείριση και όχι ό,τι να'ναι. Και τρίψιμο. Τρίψε με.''

 

Βαριεστημένος αναγκαζόμουν να περιφέρω το χέρι μου κυκλικά πάνω από το ψηλότερο σημείο της κοιλιάς μου εκεί όπου βρίσκονταν το μέτωπο ή η αρχή του ρινικού οστού.'' Με τόσες απαιτήσεις και τόση φλυαρία δεν ήταν περίεργο που το μίσος ξέσπασε μέσα μου. Ξαφνικό και ανεξέλεγκτο.

 

''Θα σε σκοτώσω'' είπα μια μέρα στο κεφάλι μέσα μου.

 

''Μπα'' απάντησε ειρωνικά ''Και ποιον θα έχεις να σε ταΐζει πανύβλακα;''

 

Αναδημοσίευση από: πρόχειρο

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails