Ιάκωβος Ανυφαντάκης, Summertime in Prague

Good ol' Prague - Photo by B.T. 

Στην Joanna

«Summertime in Prague
I was a fool I could not see
you were the only one
now I long for»
Παναγιώτης Καλαντζόπουλος

 

 

Μια ιστορία: Τις νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί, κλεινόταν στο μπάνιο με τα βιβλία της και διάβαζε ώς το πρωί. Τις νύχτες που δεν μπορούσε να κοιμηθεί άκουγε τις σελίδες της να γυρνάνε αργά και κοιμόταν αμέσως. Ένα πρωί τού είπε ότι άκουσε πυροβολισμούς στο δρόμο. Λίγο πιο πριν ή λίγο μετά -δεν θυμόταν- μια κραυγή. Ο δρόμος ήταν έρημος εκείνο το πρωί. Παραμέρισε τις κουρτίνες, είδε ένα κάρο να στρίβει αργά το δρόμο, στο πίσω κάθισμα βρίσκονταν τρεις ανέμελοι τουρίστες. Η βροχή είχε σταματήσει λίγη ώρα νωρίτερα.

 

Πώς να πεις μια ιστορία; Στη γέφυρα του Καρόλου άνοιξε τα χέρια σαν να ήθελε να πετάξει. Αυτός. Δεν σήκωσε τα χέρια της και δεν πέταξαν. Όταν ανέβηκαν στο μνημείο του μετρονόμου άφησε τα πόδια να κρέμονται στο κενό. Αυτός. Έμεινε όρθια πίσω του, κοιτούσε ένα αγόρι που όλο έπεφτε από το ποδήλατο. Στο μουσείο του Κάφκα ένιωσε να ασφυκτιά. Αυτός. Την είδε που στάθηκε μπροστά σε μια βιτρίνα: μέσα το απόφθεγμα έλεγε για την αδυναμία να γράψουν και την αδυναμία να μη γράψουν. Όταν γύρισαν στο δωμάτιο πρόσεξε ότι το σημάδι στο σώμα της που είχε κουβαλήσει στην Πράγα έσβηνε και την ακολούθησε στο κρεβάτι.

 

Το βράδυ σημείωσε λίγα γράμματα σε ένα χαρτί και πάλευε να σχηματίσει λέξεις με αυτά. Κάθε λέξη που έβρισκε την έβαζε σε μια λίστα. Εκείνη ξύπνησε. Ήρθε κοντά του. Οι κουρτίνες ήταν λεπτές και η σιλουέτα της φαινόταν από το δρόμο. Παρατήρησε ότι οι περισσότερες από τις λέξεις είχαν κι άλλα γράμματα, πέρα από τα έξι που είχε γράψει. Μια, μάλιστα, δεν είχε κανένα από αυτά τα έξι. «Ναι», απάντησε αυτός απογοητευμένος. «Έχεις δίκιο». Τσαλάκωσε το χαρτί, το πέταξε στα σκουπίδια. Την ακολούθησε στο κρεβάτι. Όταν σηκώθηκε το επόμενο πρωί ήταν ακόμα στο καλάθι, το έβγαλε και το έκρυψε στην τσέπη του. Ίδια ιστορία.

 

Κάθε μια ώρα στην παλιά πλατεία ένας τρομπετίστας ανέβαινε στο πιο ψηλό παράθυρο του Δημαρχείου και έπαιζε ένα εμβατήριο. Του είπε ότι στην Κρακοβία υπάρχει ανάλογο έθιμο: ο τρομπετίστας ανεβαίνει να παίξει το εμβατήριο, αλλά σταματάει πάντα στη μέση, όπως ένας άλλος τρομπετίστας, αιώνες πριν που σκοτώθηκε όσο ειδοποιούσε την πόλη για την επίθεση των Μογγόλων. Ζήλεψε που ήξερε την ιστορία. Προσπάθησε να φανταστεί την πλατεία στην Κρακοβία και εκείνη να κοιτάει ψηλά αγγίζοντας έναν άντρα ή μικρά παιδικά χέρια. Αυτή. Δεν σήκωσε καθόλου το κεφάλι να δει τον τρομπετίστα της Πράγας αφού ήξερε ότι δεν θα τον θυμόταν ξανά. Καμιά ιστορία.

 

Θυμήσου την ιστορία: O Μολδάβας έτρεχε πάντα προς τη ίδια πλευρά. Εριξε το βραχιόλι της μέσα στο νερό. Το κρατούσε στο χέρι του και το άφησε επίτηδες. Παρακολούθησαν και οι δυο την αργή τροχιά του και το μικρό πίδακα που σήκωσε σαν να ήταν κάτι ασήμαντο. Δεν του έβαλε τις φωνές, δεν του είπε ποιος της το είχε χαρίσει. Τον κοίταξε θυμωμένη και έφυγε προς την Παλιά Πόλη. Δεν την ακολούθησε. Ήταν ένα ακόμα μνημείο της Πράγας, ένα που ήξερε μόνο εκείνος. Σε τριάντα, σαράντα χρόνια, όταν κανείς από τους δυο τους δεν θα ζει, αυτό θα είναι ακόμα εκεί για να θυμίζει το καλοκαίρι στην Πράγα. Κοίταζε τα θολά νερά και από κάτω φανταζόταν το βραχιόλι.

 

Ξανά. Είχαν δανειστεί τα σώματά τους από άλλα δάχτυλα, άλλες αγκαλιές τα σκέπαζαν πριν λίγες μέρες. Στις κοιλότητές τους είχαν ταξιδέψει κι άλλοι άνθρωποι. Ό,τι είναι δικό σου τώρα, δεν ήταν δικό σου πριν και θα είναι κάποιου άλλου αργότερα. Εραστές, σύζυγοι, παιδιά. Δεν είχαν γνωρίσει την Πράγα ακόμα. Η Πράγα δεν είχε καταστραφεί ποτέ, Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν την άγγιξαν, προτίμησε να παραδοθεί στον Χίτλερ παρά να χαθούν τα υπέροχα κτίριά της, μια πόλη-μουσείο, δεκατέσσερις αιώνες σε κάθε βήμα και τα στενά λιθόστρωτα κάτω από τα πόδια σου ποιος ξέρει από πότε. Θα ήταν τόσο διαφορετικά τα πράγματα αν είχαν συναντηθεί στη Δρέσδη, το Κόβεντρι, τη Χιροσίμα ή το Βερολίνο. Η ίδια ιστορία.

 

Και κάθε μεσημέρι όταν περπατούσαν στο δρόμο έβρεχε. Έβρεχε ακόμα κι αν ήταν μέσα στο δωμάτιο. Άλλη μια ιστορία.

 

Μέρα δεύτερη. Μέρα τρίτη. Μέρα τέταρτη. Δεν μετρούσαν τις μέρες. Οι μέρες περνούσαν. Το πόδι από το άγαλμα στη γέφυρα του Καρόλου, «το δεξί πόδι», όπως τόνισε αυστηρά ο γελαστός ξεναγός, συνέχιζε να αποχρωματίζεται. Ουρές από τουρίστες περίμεναν να το αγγίξουν και να κάνουν μια ευχή. Αν άγγιζαν κατά λάθος το αριστερό πόδι θα γέμιζαν κακοτυχία. Και όποιος έτριβε το παιδί στο κέντρο του αγάλματος θα γυρνούσε πάλι στην Πράγα. Ήταν στην Πράγα, δεν είχαν άλλη ευχή. Το να πάνε πάλι στην Πράγα δεν αποτελούσε ευχή. Πόσες φορές μπορείς να πεις μια ιστορία;

 

Πώς να πεις μια ιστορία; Στο βυθό του Μολδάβα υπάρχει βυθισμένο ένα βραχιόλι. Με πόσους τρόπους; Στο παλιό δημαρχείο ένας τρομπετίστας έπαιζε κάθε ώρα. Πόσες ιστορίες; Στην Κρακοβία ένας τρομπετίστας πέθανε την ώρα που ειδοποιούσε για την επίθεση. Παλιά ιστορία. Το σημάδι που κουβαλούσε στο σώμα της έσβησε. Καμιά ιστορία. Ένας άντρας πέθανε έξω από το δωμάτιό τους. Το τέλος μιας ιστορίας. Πες μια ιστορία. Μην πεις μια ιστορία. Θυμάσαι την ιστορία; Η ιστορία δεν τελειώνει




Το διήγημα του Ιάκωβου Ανυφαντάκη «Summertime in Prague» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην Εφημερίδα των Συντακτών τον Ιούνιο του 2014, ανοίγοντας το θερινό παράρτημα «Καλοκαίρι, μια συνάντηση» στο «Ανοιχτό βιβλίο», το οποίο επιμελείται ο Μισέλ Φάις. Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1983 και σπούδασε Κοινωνική Θεολογία στην Αθήνα. Είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με αντικείμενο τη μνήμη του ελληνικού Εμφυλίου και γράφει κριτική βιβλίου στην Εφημερίδα των Συντακτών. Διηγήματά του έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Hotel Μετανάστευση, Β΄Διαγωνισμός Δημήτρης Βικέλας), έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά (Εντευκτήριο, Πλανόδιον, The Books' Journal) καθώς και στον συλλογικό τόμο Είμαστε όλοι μετανάστες (εκδόσεις Πατάκη, 2007). Το 2013 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, η νουβέλα Αλεπουδες στην πλαγιά από τις εκδόσεις Πατάκη.


© Ιάκωβος Ανυφαντάκης

Αλέξανδρος Κ., Η επιστροφή

La viuda y sus hijos, Foto by Alejandro Álvarez

 

Αν ήταν άλλος στη θέση του, τη μέρα που θα γύριζε θα άρχιζε από το σπίτι των δικών του. Της μάνας του και του πατέρα του το σπίτι. Από κει θα άρχιζε πρώτα. Κι ύστερα θα περνούσε από τ' άλλα σπίτια, με τη σειρά. Των στενών φίλων και των κοντινών συγγενών. Κι ύστερα, όταν θα τους έχει δει και θα τους έχει μιλήσει και θα έχει απαντήσει στις  ερωτήσεις τους, πού χάθηκε όλα αυτά τα χρόνια και τι έκανε και πώς ζούσε και άμα παντρεύτηκε και γιατί δεν παντρεύτηκε και γιατί ποτέ δεν πήρε ένα τηλέφωνο ή γιατί ποτέ δεν έγραψε ένα γράμμα πέρα από κείνη την κάρτα, τον τρίτο μήνα που έφυγε, με τις ευχές, τότε μπορεί ν' αρχίσουνε να του λένε πόσο έχει αλλάξει, κι αυτός δεν θα καταλαβαίνει τι του λένε, και μπορεί να του δείξουνε φωτογραφίες, να δει να θυμηθεί, και τότε θα θυμηθεί, και στις φωτογραφίες που θα του δείχνουνε, να δει να θυμηθεί, μπορεί να του δείχνουνε επίμονα με το δάχτυλο, σαν να 'ναι μωρό παιδί, κι εκείνους που θα 'χουνε φύγει πια, όλους τους πεθαμένους, και τότε θ' ακουστεί ένας αναστεναγμός, κι ύστερα κι άλλος ένας, και θα αρχίσουνε τα κλάματα, και κάποιες λέξεις θα μείνουνε μισές κι άλλες θ' αργούνε να τελειώσουνε, και μύτες θ' ακούγονται να ρουφάνε μύξες και χέρια θα σηκώνονται να σκουπίσουνε τα μάτια που θα τρέχουνε ή τις μύτες, κι ένα χέρι θα χτυπήσει μία πλάτη τρεις φορές, κι ένα άλλο θα αγκαλιάσει δύο ώμους, κι ένα σώμα θα πεταχτεί όρθιο να τρέξει στην κουζίνα, να φέρει ένα ποτήρι νερό, μισό, να το δώσει σ' ένα χέρι που θα τρέμει και που θα σηκώσει το ποτήρι στο στόμα, να πιει, για να το δώσει πάλι πίσω μετά, δύο γουλιές λειψό, στο χέρι που του το έφερε μισό και που θα περιμένει. Κάπως έτσι θα περνούσαν οι ώρες, και κάποια στιγμή θα νύχτωνε η μέρα που θα γύριζε, αν ήταν άλλος στη θέση του. Κι ύστερα θα ξημέρωνε και θα είχε επιστρέψει.


 

 

Το διήγημα «Η επιστροφή» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο 21o τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού για την ποίηση poema και αναδημοσιεύτηκε στο blog To Koskino. Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι μεταξύ άλλων μεταφραστής και συγγραφέας. Ως Αλέξανδρος Κ. άρχισε να δημοσιεύει για πρώτη φορά κείμενά του στη Logotexnia21 τον Δεκέμβριο του 2009. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά (δε)κατα και ΝΗΣΙΔΕΣ, στην Εφημερίδα των Συντακτών, στο διαδικτυακό περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες ο αναγνώστης και στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τον πολιτισμό diastixo.gr. Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2013 το πρώτο του βιβλίο, με τον τίτλο Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων.

Ηλίας Νίσαρης, Το ομιλούν κοστούμι


The_Invisible_Man_III_by_AGRAF

 

Μόνο στο γεγονός ότι ήταν ακόμα αγουροξυπνημένος μπορούσε να αποδώσει ο Αλφρέδος Γ. το ότι δεν έβλεπε καθαρά το δεξί του χέρι, εκείνο το καταραμένο πρωινό της 23ης Ιουνίου 2013, που η ζωή του άλλαξε για πάντα. Άλλη λογική εξήγηση δεν έβρισκε – κι άλλωστε, τα χέρια δεν ξεθωριάζουν έτσι απλά. Κατορθώνοντας με αυτόν τον συλλογισμό να ξορκίσει την αρχική του τρομάρα, σηκώθηκε ράθυμα από το κρεβάτι του, όπως είχε κάνει κάθε μέρα της βαρετής ζωής του μέχρι τότε, και κίνησε για το μπάνιο. Εκεί, ήλθε αντιμέτωπος με το είδωλό του στον καθρέφτη και βρήκε πως αυτό – όπως ήταν αναμενόμενο – φαινόταν καθαρά και πως η πρότερη θολούρα στα μάτια του είχε φυσικά περάσει. Όταν, όμως, σήκωσε εκ νέου το δεξί του χέρι, προκειμένου να πλύνει τα δόντια του, είδε πως, σε αντίθεση με το υπόλοιπο σώμα του, το άκρο αυτό ήταν ακόμα ξεθωριασμένο, σαν ένα παλιό σκίτσο με μολύβι που, με το πέρασμα του χρόνου, είχε αρχίσει πια να μη φαίνεται τόσο καθαρά. Αμέσως ο μεσήλικας υπάλληλος καταλήφθηκε από πανικό, ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο για εκείνον, που είχε περάσει όλη του τη ζωή σε απόλυτη – μέχρι παρεξηγήσεως – ψυχραιμία. Δεν ήξερε τι να κάνει, τι να πει, πώς να πάει στη δουλειά του.

 

Αποφάσισε να μπαντάρει το χέρι του με γάζες. Ήταν κι αυτό μια κάποια λύσις. Έπειτα φόρεσε το κοστούμι του – ένα είδος ρουχισμού που φορούσε σχεδόν κάθε μέρα της ζωής του, ακόμα κι όταν δεν πήγαινε στη δουλειά – και πήρε τον δρόμο για το γραφείο. Στους συναδέλφους του – οι οποίοι σπάνια του έδιναν σημασία, αλλά που είχαν παραξενευτεί από την παρουσία της γάζας στο δεξί χέρι του Αλφρέδου Γ. – έδωσε την εξήγηση πως είχε παρουσιάσει ένα δερματολογικό πρόβλημα, το οποίο τον υποχρέωνε να έχει το χέρι του καλυμμένο. Αυτή η απάντηση φάνηκε να τους αρκεί, κι έτσι ο Αλφρέδος Γ. μπόρεσε να ξεφορτωθεί κάποιο από το άγχος του (ένα αίσθημα επίσης πρωτόγνωρο για εκείνον).

 

Η μέρα κύλησε όπως κυλούσαν όλες οι μέρες για το μεσήλικα υπάλληλο: μέσα σε απόλυτη σιωπή και προσήλωση στα καθήκοντά του – τόσο πολύ που ο Αλφρέδος Γ. ξεχνούσε για μεγάλα χρονικά διαστήματα το πρόβλημα του ξεθωριασμένου χεριού. Μόνο όταν επέστρεψε στο σπίτι του, έστρεψε όλη του την προσοχή στο παράξενο αυτό φαινόμενο – και τότε ήταν που καταλήφθηκε από ακόμα μεγαλύτερο, ακόμα βαθύτερο πανικό: βγάζοντας τις γάζες, είδε πως το χέρι του είχε εξαφανιστεί τελείως, είχε σβήσει σαν λεκές μετά από πλύσιμο. Θεέ μου, γιατί εμένα;! Εμένα που πάντα τα έκανα όλα σωστά, που δεν πείραξα ποτέ κανέναν, που δεν ενόχλησα, που δεν προσέβαλα, που δεν έμπηξα, που δεν έδειξα! Γιατί;

 

Απάντηση, φυσικά, δεν έλαβε. Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για την ύπαρξη του Θεού, μπορούσε, όμως, να είναι βέβαιος πως το πρόβλημά του ήταν υπαρκτό: το χέρι του είχε γίνει αόρατο. Το ένοιωθε, το κουνούσε, αισθανόταν το βάρος του, αλλά δεν μπορούσε να το δει. Ξανάβαλε τη γάζα, και προσπάθησε να ηρεμήσει, μέσα στην απόλυτη ησυχία του μικρού του διαμερίσματος. Δεν είχε σύζυγο, δεν είχε ερωμένη, δεν είχε φίλους – είχε μόνο τη δουλειά του και τα κοστούμια του, τα μόνα πράγματα στα οποία ήταν αφοσιωμένος. Αποκοιμήθηκε μετά από πολλή προσπάθεια.

 

Το επόμενο πρωί, καινούριο ξεθώριασμα: αυτή τη φορά, το δεξί του πόδι. Πανικός από την αρχή κι επιστράτευση ακόμα περισσότερων γαζών. Έπειτα σκέφτηκε πως το πόδι θα καλυπτόταν από το παντελόνι. Πήγε στη δουλειά προσπαθώντας να μην το σκέφτεται. Το άλλο πρωί είδε πως είχε ξεθωριάσει η δεξιά πλευρά του στήθους του και, μέχρι να έρθει το βράδυ, είχε σβήσει εντελώς.

 

Με το πέρας μιας εβδομάδας, είχε σβήσει σχεδόν ολόκληρος. Ευτυχώς που υπήρχαν και τα κοστούμια του, κι έτσι μπορούσε να κρύψει το ξεθώριασμα. Μόνο το πρόσωπό του φαινόταν πια, το άκαμπτο, ανέκφραστο πρόσωπό του. Τα χέρια του ήταν καλυμμένα από γάζες, τα πέλματά του από παπούτσια, όλο το υπόλοιπό του σώμα από τα κοστούμια του. Μόνο το πρόσωπό του απέμενε πια ορατό, με όλη του την κενότητα έκφρασης και το μονίμως κλειστό του στόμα.

 

Μα τελικά εξαφανίστηκε κι αυτό και ο Αλφρέδος Γ. κυκλοφορούσε πια καλυμμένος από γάζες (στα χέρια και το κεφάλι) και από κοστούμια, προκειμένου να φαίνεται. Είχε γίνει ο περίγελως της εταιρείας. Πάντα τον κουτσομπολεύανε που δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ, αλλά το θέαμα που παρουσίαζε πλέον ήταν άνω ποταμών. Δεν μπορούσαν να σταματήσουν να ασχολούνται μαζί του. Ο μόνος λόγος που δεν τον διώχνανε ήταν πως ήταν τόσο αναθεματισμένα παραγωγικός.

 

Ίσως τα προβλήματά του να σταματούσαν εκεί, αν η εταιρεία δεν προσελάμβανε έναν καινούριο διευθυντή στο τμήμα όπου εργαζόταν ο Αλφρέδος Γ. Αυτός ο άνθρωπος, που αρεσκόταν να το παίζει αυστηρός για να τον φοβούνται, δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος με το θέαμα του ανθρώπου του καλυμμένου από γάζες. Ένα πρωί κάλεσε τον Αλφρέδο Γ. στο γραφείο του και απαίτησε να δει τι πραγματικά κρυβόταν κάτω από τις γάζες. Ο Αλφρέδος Γ. σάστισε. Παρακάλεσε τον καινούριο του διευθυντή, έφτασε στο σημείο να τον ικετεύει, αλλά ο άλλος ήταν ανένδοτος. Έτσι ο Αλφρέδος Γ. αναγκάστηκε να υπακούσει, αποκαλύπτοντας το τίποτα που κρυβόταν κάτω από το καμουφλάζ του.

 

-Μάλιστα, έκανε ο καινούριος διευθυντής και, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πόσο παραγωγικός ήταν ο αόρατος υπάλληλός του, αποφάσισε να τον κρατήσει στην εταιρεία.

 

Έπειτα από αυτό, ο Αλφρέδος Γ. έπαψε να είναι αντικείμενο κοροϊδίας, κι έγινε αντικείμενο θαυμασμού και δέους. Όλοι στην εταιρεία περνούσαν από το γραφείο προκειμένου να τον δουν, προκειμένου να δουν αυτό το στητό κοστούμι χωρίς περιεχόμενο, αυτό το ομιλούν κοστούμι, αυτόν τον άνθρωπο που ήταν και δεν ήτανε εκεί. Άρχισαν να τον καλούν σε πάρτυ, σε δεξιώσεις μεγαλοστελεχών. Έπειτα, η περίπτωσή του έγινε γνωστή και πέρα από τα γραφεία της εταιρείας, κι ο Αλφρέδος Γ. βρέθηκε σε τηλεοπτικά στούντιο και σε φωτογραφίσεις – όλα αυτά, βέβαια, χωρίς να τα πολυθέλει, καθώς, πάνω από όλα ήταν αφοσιωμένος στη δουλειά του. Η σιωπή του παρέμενε παροιμιώδης.

 

Και έτσι κύλησε η ζωή του για κάποιες ακόμα εβδομάδες. Φαινόταν πια να αντλεί κάτι σαν ευχαρίστηση από την καινούρια του κατάσταση, όταν ξαφνικά τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα. Ξυπνώντας κάποιο πρωί για να πάει στη δουλειά του, φόρεσε ένα κοστούμι. Μόνο που βάζοντάς το πάνω στο αόρατο σώμα του, έπαψε να το βλέπει και αυτό. Ήταν σαν να είχε εξαφανιστεί και αυτό, μαζί με το σώμα που καλούνταν να ντύσει. Βγάζοντάς το από πάνω του, ο Αλφρέδος Γ. είδε και πάλι μπροστά του το κοστούμι. Μα ξαναβάζοντάς το στο σώμα του για δεύτερη φορά, το είδε να εξαφανίζεται εκ νέου. Η αορατότητά του είχε προφανώς μεταδοθεί πλέον σε ό,τι άγγιζε, σε ό,τι έπιανε, σε ό,τι φορούσε. Τώρα πια ήταν απόλυτα αόρατος.

 

Δοκίμασε παρ’ όλα αυτά να πάει στη δουλειά του. Φτάνοντας εκεί, τους άκουσε να αναρωτιούνται γιατί δεν είχε έρθει ακόμα. Όταν τους φώναξε πως ήταν εκεί, οι συνάδελφοί του τρομοκρατήθηκαν, λες και τους είχε επισκεφτεί φάντασμα. Δεν έβλεπαν πια ούτε κοστούμια ούτε γάζες ούτε τίποτα. Άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι. Ο Αλφρέδος Γ. τους παρακαλούσε να μείνουν, αλλά εκείνοι δεν καταλάβαιναν τίποτα. Πρώτα έφυγαν τρομαγμένοι, αλλά μετά επανήλθαν, οπλισμένοι με θάρρος, και κατάφεραν να τον διώξουν. Ο Αλφρέδος Γ. δεν μπορούσε πια να πάει στη δουλειά του, τη δουλειά που αγαπούσε τόσο πολύ. Δεν μπορούσε, όμως, και να γυρίσει σπίτι του. Δεν χρειαζόταν πολλή σκέψη προκειμένου να καταλάβει πως, αφού δεν μπορούσε να δουλέψει, δεν μπορούσε και να συντηρήσει το σπίτι του.

 

Πήρε, λοιπόν, τους δρόμους. Ζούσε κλέβοντας – χάρη στο γεγονός πως οι υπάλληλοι στους φούρνους και τα φαγάδικα δεν μπορούσαν να τον δουν. Παράλληλα η μοναξιά του, η απόλυτη πλέον μοναξιά του, η κατάντια του, τον έκανε να αναλογιστεί όλα όσα είχε ζήσει και είχε κάνει μέχρι τότε. Μετά από εβδομάδες σκέψης, κατάλαβε τελικά. Κατάλαβε πως είχε σφάλει σε όλα. Δεν ήξερε ποια λέξη ταίριαζε περισσότερο στο μπλέξιμό του: τιμωρία ή φυσική εξέλιξη; Ήταν φυσικό κι επόμενο να εξαφανιστεί από προσώπου γης, να περνάει πια εντελώς μα εντελώς απαρατήρητος. Αν είχε μιλήσει, αν είχε ανοίξει το ρημάδι του όλες εκείνες τις φορές που έπρεπε, δεν θα βρισκόταν πια σε αυτή την κατάσταση: Αν είχε δώσει μια ανθρώπινη απάντηση τότε που η ερωμένη του, η μόνη ερωμένη που είχε ποτέ, του είχε πει πως τον αγαπούσε, αν είχε πει κάτι παραπάνω από ένα καλημέρα στους συναδέλφους του στη δουλειά, αν είχε ανοίξει το στόμα του όταν τα αφεντικά διώξανε άδικα μια νεαρή συνάδελφό του, αν είχε υπερασπιστεί εκείνο το παιδί στο από πάνω διαμέρισμα που το χτύπαγε ο πατέρας του, αν είχε πει όχι όταν του ζήτησαν να βγάλει τους επιδέσμους, τώρα δεν θα είχε σβήσει.

 

Και τώρα πια τι μπορούσε να κάνει; Τι άλλο από το να στοιχειώνει τους δρόμους. Ο άνθρωπος που είχε μείνει σιωπηλός όλη του τη ζωή, τώρα είχε μόνο τη φωνή του, προκειμένου να αποδείξει πως υπήρξε – πως υπάρχει ακόμα. Στις γειτονιές της πόλης του, οι περαστικοί ακούνε συχνά τη φράση: «Μιλήστε! Μιλήστε! Μακάρι να είχα μιλήσει κι εγώ όταν έπρεπε». Γυρνάνε γύρω-γύρω και δεν βλέπουν κανένα. Νομίζουν πως παράκουσαν. Μα κάποιος υπάρχει εκεί. Κάποιος που δεν μπορεί πια να σωπαίνει.



Ο Ηλίας Νίσαρης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο) γεννήθηκε στο Χολαργό το 1980. Τον Απρίλιο του 2013 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Ελληνική ασφυξία από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα όπως η Metropolis Press και το Fractal Press. Διατηρεί το blog www.eliasnisaris.blogspot.com. Αυτόν τον καιρό δημοσιεύεται σε συνέχειες η αστυνομική του νουβέλα Το μυστικό του Μορντεχάι στη σουρεαλιστική επιθεώρηση πολιτισμού Τα Νέα του Βελγίου.

 

© Ηλίας Νίσαρης

Robert Walser, Στάχτη, βελόνα, μολύβι και πυρείο


Asche 

Έγραψα κάποτε μια πραγματεία περί στάχτης, η οποία μου χάρισε διόλου μικρή αναγνώριση και στην οποία έφερνα στο φως κάθε λογής άκρως παράξενα, μεταξύ άλλων και την παρατήρηση ότι η στάχτη δεν διαθέτει την παραμικρή αξιόλογη ανθεκτικότητα. Όντως, γι’ αυτό το φαινομενικά τόσο αδιάφορο αντικείμενο μπορεί κανείς πραγματοποιώντας ελάχιστη μονάχα περαιτέρω εμβάθυνση, να πει αρκετά πράγματα καθόλου αδιάφορα, όπως π.χ. τα εξής: αν φυσήξει κανείς τη στάχτη, δεν υπάρχει το παραμικρό σε αυτήν που να αρνείται να σκορπίσει στη στιγμή. Η στάχτη είναι η ταπεινοφροσύνη, η ασημαντότητα και η αναξιότητα η ίδια, και το πιο ωραίο: είναι η ίδια διαποτισμένη από την πίστη ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτε. Μπορεί κανείς να είναι πιο σαθρός, πιο αδύναμος και πιο μίζερος από τη στάχτη; Μετά βίας μάλλον. Υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να είναι πιο υποχωρητικό και ανεκτικό από αυτήν; Πιθανότατα όχι. Η στάχτη δεν γνωρίζει χαρακτήρα, και η απόσταση που τη χωρίζει από κάθε είδος ξύλου είναι μεγαλύτερη κι από εκείνην ανάμεσα στην καταρράκωση και την έπαρση. Εκεί που υπάρχει στάχτη δεν υπάρχει ουσιαστικά τίποτε απολύτως. Βάλε το πόδι σου πάνω σε στάχτη, και δεν θα αισθανθείς καλά-καλά ότι έχεις πατήσει πάνω σε κάτι. Ναι, ναι, έτσι είναι, και δεν νομίζω πως πλανώμαι ιδιαιτέρως όταν τολμώ να έχω την πεποίθηση ότι δεν χρειάζεται παρά να ανοίξει κανείς τα μάτια του και να κοιτάξει γύρω του πολύ προσεκτικά, για να δει πράγματα που αξίζει να τα παρατηρήσει με κάποια εγκαρδιότητα και φροντίδα.

 

Υπάρχει π.χ. η βελόνα, η οποία ως γνωστόν είναι αιχμηρή όσο είναι και ωφέλιμη, κι η οποία δεν ανέχεται να την μεταχειρίζεται κανείς άγαρμπα, γιατί όσο μικροσκοπική κι αν είναι, μοιάζει εντούτοις να έχει συναίσθηση της αξίας της. Σε ό,τι αφορά δε το ταπεινό μολύβι, τούτο είναι αξιοπρόσεκτο, μιας και είναι βέβαια και με το παραπάνω γνωστό πώς ξύνει και ξαναξύνει κανείς τη μύτη, μέχρι που δεν μένει πια τίποτε άλλο να ξύσει, οπότε και το πετάει στην άκρη, έτσι άχρηστο που έχει γίνει από χρήση άσπλαχνη, και τότε ούτε που περνάει απ’ το μυαλό κανενός να του πει μια λεξούλα αναγνώρισης κι ευγνωμοσύνης για το πλήθος των υπηρεσιών που του παρείχε. Του μαύρου μολυβιού αδερφός είναι το μελανί μολύβι, κι όπως έχει ήδη ειπωθεί εδώ κι εκεί, τα δύο αξιολύπητα μολύβια έχουν αγάπη αδελφική το ένα για το άλλο, έχοντας δημιουργήσει μεταξύ τους μια τρυφερή και βαθιά φιλία για όλη τους τη ζωή. Αυτά λοιπόν είναι ήδη τρία, όπως σίγουρα θα λεχθεί γενικά, εξόχως ασυνήθιστα, αξιοσημείωτα κι ενδιαφέροντα αντικείμενα, καθένα από τα οποία κάποτε, δηλαδή σε κάποια κατάλληλη περίσταση, θα ήταν εξίσου πρόσφορο για συγκεκριμένου είδους διαλέξεις.

 

Και τι να πει ο αναγνώστης ως προς το πυρείο ή σπίρτο, το οποίο είναι ένα εξίσου αξιαγάπητο όσο και λεπτεπίλεπτο, χαριτωμένο και ιδιόρρυθμο πλασματάκι, το οποίο κείτεται με υπομονή, ευπρέπεια και φρονιμάδα μαζί με πλήθος συντρόφους του μέσα στο σπιρτόκουτο, όπου μοιάζει να ονειρεύεται ή να κοιμάται. Όσο ησυχάζει μέσα στο κουτί το πυρείο, αχρησιμοποίητο και ανενόχλητο, αναμφίβολα δεν διαθέτει ακόμη κάποια ιδιαίτερη αξία. Προσμένει εκεί τρόπον τινά όλα όσα είναι να ’ρθουν. Μια μέρα ωστόσο το βγάζει κάποιος από το σπιρτόκουτο, το πιέζει στην επιφάνεια τριβής ή ανάφλεξης, τρίβει πάνω της το φτωχό, καλοσυνάτο κεφαλάκι του μέχρις ότου το κεφαλάκι να πάρει φωτιά, και τότε πια το πυρείο ανάβει και καίγεται. Αυτό είναι το μεγάλο γεγονός στη ζωή του πυρείου, το οποίο, εκεί που εκπληρώνει τον σκοπό της ύπαρξής του και προσφέρει ανιδιοτελώς τις υπηρεσίες του, πρέπει να πεθάνει τον δια πυράς θάνατο. Δεν είναι συγκινητικό αυτό; Το σπίρτο πρέπει να καεί με τρόπο ελεεινό, να αφανιστεί με τρόπο αξιοθρήνητο, εκεί που επιδεικνύει την ευάρεστη ωφέλειά του, εκεί που ξυπνάει από την αδράνεια, την απραξία και την αχρηστία, εκεί που δείχνει τι αξίζει, εκεί που φλέγεται από τον ζήλο του να υπηρετήσει και να κάνει το καθήκον και το χρέος του. Εκεί που το πυρείο χαίρεται που βρίσκει τον προορισμό του, πεθαίνει κιόλας, κι εκεί που ξεδιπλώνει τη σπουδαιότητά του, πέφτει κιόλας νεκρό. Η χαρά της ζωής του είναι ο θάνατός του κι η αφύπνισή του είναι κιόλας το τέλος του. Εκεί που αγαπάει και υπηρετεί, καταρρέει κιόλας ξέψυχο.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μαριάννα Χάλαρη




Λίγα λόγια για τον Ρόμπερτ Βάλζερ

(και το κείμενο Στάχτη, βελόνα, μολύβι και πυρείο)

 

Robert Walser Ο Ρόμπερτ Όττο Βάλζερ (Robert Otto Walser) γεννήθηκε το 1878 στην πόλη Μπιλ (Biel / Bienne) της Ελβετίας, κι ήταν το έβδομο από τα συνολικά οχτώ παιδιά που έφερε στον κόσμο το ζεύγος Άντολφ και Ελίζα Βάλζερ. Δεν ολοκληρώνει τη σχολική του εκπαίδευση, καθώς η οικογένειά του αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Μεγαλώνοντας αλλάζει διαρκώς τόπους κατοικίας κι εξασκεί διάφορα επαγγέλματα, από υπάλληλος γραφείου μέχρι υπηρέτης σε πύργο, ενώ είχε κάνει και μια εκπαίδευση ως τραπεζοϋπάλληλος· επίσης, ήθελε πολύ να γίνει ηθοποιός, μα δεν το κατόρθωσε.

Η λογοτεχνική του παρουσία ξεκινά την περίοδο 1898-99, με κάποια ποιήματά του σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ το πρώτο του βιβλίο (Fritz Kochers Aufsätze) κυκλοφορεί το 1904. Το 1905 εγκαθίσταται στο Βερολίνο, όπου θα γράψει πλήθος σύντομων πεζών, αλλά και τα τρία μυθιστορήματά του που εκδόθηκαν όσο ήταν ακόμη εν ζωή: Geschwister Tanner (1907, στα ελληνικά Τα Αδέλφια Τάννερ, μετάφραση Βασίλης Πατέρας, εκδ. Ροές, 2014), Der Gehülfe (1908, σε ελληνική μετάφραση Ο Παραγιός, μετάφραση Ιάκωβος Κοπερτί, εκδ. Ηριδανός, 1992) και Jakob von Gunten (1909, ελληνική έκδοση Γιάκομπ φον Γκούντεν: …αυτό το όνειρο που ονομάζουμε ανθρώπινη ζωή…, μετάφραση Βασίλης Πατέρας, εκδ. Ροές, 2012). Το 1913 επιστρέφει στην Ελβετία, όπου συνεχίζει την συγγραφή πεζών μικρής έκτασης, τα οποία δημοσιεύονται στον τύπο αλλά και σε συλλογές. Από το 1924 ως το 1933 γράφει με πολύ πιο αργούς ρυθμούς, ενώ τα κείμενα που δουλεύει εκείνη την περίοδο βλέπουν το φως της δημοσιότητας αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του. Τα χειρόγραφα των κειμένων αυτών είναι γραμμένα με μολύβι πάνω σε χαρτάκια παντός είδους, και σε μια τόσο μικροσκοπική, δυσανάγνωστη γραφή, ώστε για αρκετό καιρό υπήρχε η άποψη ότι πρόκειται περί κάποιου είδους κωδικοποίησης. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια από τον θάνατό του μέχρι να γίνει αντιληπτό ότι τα κείμενα αυτά είναι απλώς «κρυμμένα» πίσω από μια μορφή συντομογραφίας, και ακολούθως να διαβαστούν και να εκδοθούν.

Το 1929, έπειτα από μια σοβαρή ψυχική κρίση, ο Βάλζερ εισάγεται στην ψυχιατρική κλινική του Βάλνταου, όπου διαγνώσθηκε πως πάσχει από σχιζοφρένεια, ενώ παράλληλα η συγγραφική του δραστηριότητα μειώνεται σταθερά. Το 1933 μεταφέρεται στο ψυχιατρικό ίδρυμα του Χέρισαου παρά τη θέλησή του, όπου θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του. Σε αυτό το διάστημα δεν θα γράψει τίποτε πια. Στις 25 Δεκεμβρίου 1956 πεθαίνει από καρδιακή ανακοπή κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου στο χιόνι.

Την εκτίμησή τους για το έργο του είχαν εκφράσει κατά καιρούς σπουδαίοι συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Φραντς Κάφκα, ο Χέρμαν Έσσε, ο Ρόμπερτ Μούζιλ, αλλά και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο Ελίας Κανέττι και ο Β. Γκ. Ζέμπαλντ. Ο τελευταίος μάλιστα είχε αφιερώσει στον Βάλζερ ένα εξαιρετικό κείμενο με τον τίτλο Le promeneur solitaire, στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων και στο κείμενο που παρατίθεται εδώ, εγκωμιάζοντάς το και εκφράζοντας την άποψη πως «όμοιό του δεν υπάρχει σε ολόκληρη τη γερμανική λογοτεχνία του 20ού αιώνα, ούτε καν στον Κάφκα». Το κείμενο του Ρόμπερτ Βάλζερ «Στάχτη, βελόνα, μολύβι και πυρείο» αποτελεί μετάφραση του «Asche, Nadel, Bleistift und Zündhölzchen», το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1915 στο περιοδικό Die Ähre. Η παρούσα μετάφραση έγινε από την έκδοση των Απάντων του συγγραφέα (Sämtliche Werke in Einzelausgaben, hrsg. Jochen Greven, Suhrkamp, 1985-86).


Μαριάννα Χάλαρη

 

Η Logotexnia21 ευχαριστεί τη Μαριάννα Χάλαρη για τη μετάφραση αυτού του πεζού κειμένου του Ρόμπερτ Βάλζερ και για το επίμετρο. Δείτε στη βιβλιοnet τα βιβλία του Ρόμπερτ Βάλζερ που κυκλοφορούν στα Ελληνικά.


© Marianna Chalari

Γιάννης Καλογερόπουλος, Διαπραγματεύσεις

Αυτοπροσωπογραφία, λαδοπαστέλ σε καμβά, 160Χ120cm, Νίκος Γυφτάκης

 

Λοιπόν, ας διαπραγματευτούμε. Υπάρχει αρκετός χώρος για όλους μας, νομίζω. Έχω την κάθε καλή διάθεση να συμβιώσουμε, ή και να αγαπηθούμε ακόμα. Όχι, ε; Ακούω τότε. Τι προτείνετε εσείς; Μια στιγμή, μια στιγμή, όχι όλοι μαζί, σας παρακαλώ, δεν μπορώ να σας καταλάβω. Μη. Σταματήστε, σας λέω, μη φωνάζετε, τουλάχιστον όχι όλοι μαζί. Θέλετε μήπως να φύγω; Θα μου απαντήσετε; Γιατί μιλάτε ψιθυριστά; Δεν είναι καθόλου ευγενικό εκ μέρους σας αυτό, τυγχάνει να είμαι ο οικοδεσπότης εδώ, έχω το δικαίωμα να... Όχι, όχι, συγγνώμη, συγχωρέστε με, δεν το εννοούσα. Δεν ξέρω πώς τόλμησα να ξεστομίσω κάτι τέτοιο, πιστέψτε με, πραγματικά δεν ξέρω, δεν είχα πρόθεση, ζητώ συγγνώμη.

 

Ας κάνουμε μια νέα αρχή. Συμφωνείτε; Ας πούμε λοιπόν ότι εγώ ζητάω να μένω μόνος μου δύο ώρες την ημέρα, τι θα λέγατε εσείς; Και ίσως λιγάκι ακόμα το βράδυ. Θυμάστε παλιότερα που ερχόσασταν επίσκεψη μόλις νύχτωνε; Γιατί γελάτε; Δεν υπήρξα καλός οικοδεσπότης; Έκανα κάτι που σας πείραξε; Το αλκοόλ ίσως; Ή μήπως ο καπνός; Τις άλλες μου παρέες πάντα τις απέφευγα, ήξερα πως σας ενοχλούσαν, ακόμα και αν κάποιος απ' αυτούς με ζητούσε, εγώ δεν απαντούσα, δεν άνοιγα την πόρτα, όσο επίμονα και αν χτυπούσε το κουδούνι. Προσπαθούσα πάντα να έχω τον κατάλληλο φωτισμό, την καλύτερη μουσική μόνο για σας. Όχι, αυτό που λέτε δεν είναι αλήθεια, δεν το έκανα για μένα, για εσάς το έκανα, πιστέψτε με.

 

Σταματήστε, σας παρακαλώ, να τριγυρνάτε στο χώρο, καθήστε λίγο ακίνητοι σε ένα σημείο, ζαλίζομαι. Καθήστε, δεν μπορεί, θα βρούμε μια λύση που να μας ικανοποιεί όλους. Ας δείξουμε λίγη καλή διάθεση. Ας συζητήσουμε, πάντα βοηθάει ο διάλογος. Πείτε μου εσείς... Τι επιθυμείτε; Πείτε μου να ξέρω, να δω αν μπορώ να το αντέξω. Δεν σας συμφέρει ο αφανισμός μου. Το ξέρω ότι σας αρέσει η παρέα μου, με έχετε ανάγκη και το ξέρετε. Μη φωνάζετε όμως, σας παρακαλώ, ας προσπαθήσουμε να συμπεριφερθούμε πολιτισμένα, μη φωνάζετε. Αρκετά! Μπορώ και εγώ να φωνάξω. Με ακούτε τώρα, ε; Δεν το περιμένατε αυτό από μένα, είδατε όμως πως μάλλον δεν με ξέρετε καλά;

 

Πάμε πάλι από την αρχή. Ακόμα μια φορά. Ας ελπίσουμε πως θα είναι η τελευταία. Πού είχαμε μείνει; Α, ναι! Στο αίτημά μου για δύο ώρες μοναξιά την ημέρα. Τι είναι δύο ώρες μπροστά στις εικοσιτέσσερις; Μου αρκούν, θαρρώ. Και εσείς δεν χρειάζεται να φεύγετε, θα μπορούσατε ίσως να πηγαίνετε στο δίπλα δωμάτιο και να ξεκουράζεστε ή, ίσως, ακόμα καλύτερα, στην κουζίνα, όπου θα φροντίζω πάντα να υπάρχει αρκετό φαγητό και ποτό για εσάς. Μπορούμε να το δοκιμάσουμε ίσως στην αρχή και, αν όλα πάνε καλά, που είμαι βέβαιος πως όλα θα πάνε καλά, το κρατάμε, αλλιώς ξεκινάμε τις διαπραγματεύσεις από την αρχή, ακόμα μια φορά.

 

Εγώ είμαι αισιόδοξος. Όλα θα πάνε καλά. Προτείνω να πιούμε σε αυτό. Σε μια καινούρια αρχή συμβίωσης. Ας πιούμε λοιπόν. Τι θα λέγατε να βάζαμε και λίγη μουσική να χορέψουμε; Σκεφτείτε το, επιστρέφω αμέσως, σερβιριστείτε μόνοι σας.

 

Να με πάλι, ετοίμασα κάτι πρόχειρο να τσιμπήσουμε. Μια στιγμή όμως, πού πήγαν όλα τα ποτά; Ήταν γεμάτη η κάβα, το θυμάμαι. Μην τα πετάτε στο πάτωμα, θα γεμίσει ο τόπος γυαλιά, προσέξτε, σας παρακαλώ, το χαλί, κι εσείς εκεί, μην πατάτε στους τοίχους με τα παπούτσια, μην κρεμιέστε από τα φώτα. Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ. Είχαμε συμφωνήσει, νομίζω, να κάνουμε μια νέα αρχή, μην επιστρέψουμε στα παλιά, σας παρακαλώ, όχι πάλι. Ας ξεχάσουμε εν τη γενέσει του το όλο θέμα, σαν να μην έγινε τίποτα ποτέ. Σας παρακαλώ.

 

Δεν καταλαβαίνετε, βλέπω. Συνεχίζετε, δεν σας νοιάζει καθόλου πώς με κάνετε να νιώθω. Ε, λοιπόν βαρέθηκα. Ναι, βαρέθηκα. Δεν σας αντέχω άλλο. Δε σέβεστε τίποτα. Κουράστηκα να προσπαθώ μόνο εγώ για όλους μας, είναι πια πάνω από τις δυνάμεις μου, κάποτε το έβρισκα ενδιαφέρον, μου έδινε ένα κίνητρο, αλλά φαίνεται πως όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Δεν με νοιάζει πια. Εγώ θα κάτσω εδώ στη γωνία μου και κάντε ό,τι καταλαβαίνετε εσείς. Δεν με νοιάζει πια. Αδιαφορώ. Κουράστηκα. Δεν είστε άξιοι πια ούτε για την παρατήρησή μου, θα αράξω εδώ πέρα και δεν δίνω δεκάρα για κανέναν σας, αφού έτσι το θέλετε. Αδιάφοροι εσείς; Αδιάφορος και εγώ. Να δούμε ποιος θα επικρατήσει στο τέλος. Ή εσείς ή εγώ. Όλοι μας, πάντως, αποκλείεται. Θα έχουμε απώλειες, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

 

Δεν ιδρώνει το αυτάκι σας βλέπω, δεν σας νοιάζει, συνεχίζετε την γιορτούλα σας εσείς. Καλά λοιπόν, κι εγώ θα κάτσω εδώ στη γωνία μου. Μπα, τι ακούω; Κουδούνι ήταν αυτό; Έχουμε επισκέψεις; Κουδούνι ήταν. Το ακούσατε και εσείς, μην προσπαθείτε να το κρύψετε, βλέπω τον τρόμο στο βλέμμα σας. Ποιος να είναι άραγε; Μόνο αν ανοίξουμε την πόρτα θα μάθουμε, ναι, μόνο αν ανοίξουμε την πόρτα, είναι ο μόνος τρόπος, κάντε στην άκρη, σας παρακαλώ, αφήστε με να φτάσω ως εκεί, δεν με ρίχνετε τόσο εύκολα πια. Είμαι αποφασισμένος, θα ανοίξω την πόρτα, δεν είναι σωστό να αφήνουμε κάποιον, που είχε την ευγενή καλοσύνη να μας επισκεφθεί, να περιμένει έξω μες στο κρύο. Αλήθεια, τι καιρό να έχει εκεί έξω; Λέτε όντως να κάνει κρύο; Δεν έχετε και εσείς την περιέργεια να μάθετε; Όχι; Μα, θα δείτε, θα είναι τόσο όμορφα, θα μάθουμε τα νέα από τον έξω κόσμο. Ούτε που να το σκέφτεστε, δεν υπάρχει περίπτωση να μην ανοίξω, εσείς είχατε την ευκαιρία σας και την χάσατε. Εγώ ήμουν καλός μαζί σας αλλά εσείς δεν το εκτιμήσατε. Τώρα είναι η σειρά μου. Ανοίγω, λοιπόν.

 

Πάνω στην ώρα, να πω καλημέρα;


 

 

Ο Γιάννης Καλογερόπουλος γεννήθηκε το 1983 στην Πάτρα. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Γράφει για ό,τι βλέπει, διαβάζει και ακούει στο blog No14me. Έχει συνεργαστεί  με το mixtape.gr και με το ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση Bookstand. Κάθε Σάββατο η εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα» φιλοξενεί τη στήλη του για το βιβλίο, Αφορμή, στο ένθετο «Διαδρομές». Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να δείτε κάποιες αναδημοσιεύσεις από το blog του, No14me. Η Logotexnia21 τον ευχαριστεί για τις «Διαπραγματεύσεις», το πρώτο κείμενο που υπογράφει ως Γιάννης Καλογερόπουλος. Η φωτογραφία που συνοδεύει τις «Διαπραγματεύσεις» είναι αυτοπροσωπογραφία του Νίκου Γυφτάκη.


© Γιάννης Καλογερόπουλος

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails