Ηλίας Νίσαρης, Το ομιλούν κοστούμι


The_Invisible_Man_III_by_AGRAF

 

Μόνο στο γεγονός ότι ήταν ακόμα αγουροξυπνημένος μπορούσε να αποδώσει ο Αλφρέδος Γ. το ότι δεν έβλεπε καθαρά το δεξί του χέρι, εκείνο το καταραμένο πρωινό της 23ης Ιουνίου 2013, που η ζωή του άλλαξε για πάντα. Άλλη λογική εξήγηση δεν έβρισκε – κι άλλωστε, τα χέρια δεν ξεθωριάζουν έτσι απλά. Κατορθώνοντας με αυτόν τον συλλογισμό να ξορκίσει την αρχική του τρομάρα, σηκώθηκε ράθυμα από το κρεβάτι του, όπως είχε κάνει κάθε μέρα της βαρετής ζωής του μέχρι τότε, και κίνησε για το μπάνιο. Εκεί, ήλθε αντιμέτωπος με το είδωλό του στον καθρέφτη και βρήκε πως αυτό – όπως ήταν αναμενόμενο – φαινόταν καθαρά και πως η πρότερη θολούρα στα μάτια του είχε φυσικά περάσει. Όταν, όμως, σήκωσε εκ νέου το δεξί του χέρι, προκειμένου να πλύνει τα δόντια του, είδε πως, σε αντίθεση με το υπόλοιπο σώμα του, το άκρο αυτό ήταν ακόμα ξεθωριασμένο, σαν ένα παλιό σκίτσο με μολύβι που, με το πέρασμα του χρόνου, είχε αρχίσει πια να μη φαίνεται τόσο καθαρά. Αμέσως ο μεσήλικας υπάλληλος καταλήφθηκε από πανικό, ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο για εκείνον, που είχε περάσει όλη του τη ζωή σε απόλυτη – μέχρι παρεξηγήσεως – ψυχραιμία. Δεν ήξερε τι να κάνει, τι να πει, πώς να πάει στη δουλειά του.

 

Αποφάσισε να μπαντάρει το χέρι του με γάζες. Ήταν κι αυτό μια κάποια λύσις. Έπειτα φόρεσε το κοστούμι του – ένα είδος ρουχισμού που φορούσε σχεδόν κάθε μέρα της ζωής του, ακόμα κι όταν δεν πήγαινε στη δουλειά – και πήρε τον δρόμο για το γραφείο. Στους συναδέλφους του – οι οποίοι σπάνια του έδιναν σημασία, αλλά που είχαν παραξενευτεί από την παρουσία της γάζας στο δεξί χέρι του Αλφρέδου Γ. – έδωσε την εξήγηση πως είχε παρουσιάσει ένα δερματολογικό πρόβλημα, το οποίο τον υποχρέωνε να έχει το χέρι του καλυμμένο. Αυτή η απάντηση φάνηκε να τους αρκεί, κι έτσι ο Αλφρέδος Γ. μπόρεσε να ξεφορτωθεί κάποιο από το άγχος του (ένα αίσθημα επίσης πρωτόγνωρο για εκείνον).

 

Η μέρα κύλησε όπως κυλούσαν όλες οι μέρες για το μεσήλικα υπάλληλο: μέσα σε απόλυτη σιωπή και προσήλωση στα καθήκοντά του – τόσο πολύ που ο Αλφρέδος Γ. ξεχνούσε για μεγάλα χρονικά διαστήματα το πρόβλημα του ξεθωριασμένου χεριού. Μόνο όταν επέστρεψε στο σπίτι του, έστρεψε όλη του την προσοχή στο παράξενο αυτό φαινόμενο – και τότε ήταν που καταλήφθηκε από ακόμα μεγαλύτερο, ακόμα βαθύτερο πανικό: βγάζοντας τις γάζες, είδε πως το χέρι του είχε εξαφανιστεί τελείως, είχε σβήσει σαν λεκές μετά από πλύσιμο. Θεέ μου, γιατί εμένα;! Εμένα που πάντα τα έκανα όλα σωστά, που δεν πείραξα ποτέ κανέναν, που δεν ενόχλησα, που δεν προσέβαλα, που δεν έμπηξα, που δεν έδειξα! Γιατί;

 

Απάντηση, φυσικά, δεν έλαβε. Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για την ύπαρξη του Θεού, μπορούσε, όμως, να είναι βέβαιος πως το πρόβλημά του ήταν υπαρκτό: το χέρι του είχε γίνει αόρατο. Το ένοιωθε, το κουνούσε, αισθανόταν το βάρος του, αλλά δεν μπορούσε να το δει. Ξανάβαλε τη γάζα, και προσπάθησε να ηρεμήσει, μέσα στην απόλυτη ησυχία του μικρού του διαμερίσματος. Δεν είχε σύζυγο, δεν είχε ερωμένη, δεν είχε φίλους – είχε μόνο τη δουλειά του και τα κοστούμια του, τα μόνα πράγματα στα οποία ήταν αφοσιωμένος. Αποκοιμήθηκε μετά από πολλή προσπάθεια.

 

Το επόμενο πρωί, καινούριο ξεθώριασμα: αυτή τη φορά, το δεξί του πόδι. Πανικός από την αρχή κι επιστράτευση ακόμα περισσότερων γαζών. Έπειτα σκέφτηκε πως το πόδι θα καλυπτόταν από το παντελόνι. Πήγε στη δουλειά προσπαθώντας να μην το σκέφτεται. Το άλλο πρωί είδε πως είχε ξεθωριάσει η δεξιά πλευρά του στήθους του και, μέχρι να έρθει το βράδυ, είχε σβήσει εντελώς.

 

Με το πέρας μιας εβδομάδας, είχε σβήσει σχεδόν ολόκληρος. Ευτυχώς που υπήρχαν και τα κοστούμια του, κι έτσι μπορούσε να κρύψει το ξεθώριασμα. Μόνο το πρόσωπό του φαινόταν πια, το άκαμπτο, ανέκφραστο πρόσωπό του. Τα χέρια του ήταν καλυμμένα από γάζες, τα πέλματά του από παπούτσια, όλο το υπόλοιπό του σώμα από τα κοστούμια του. Μόνο το πρόσωπό του απέμενε πια ορατό, με όλη του την κενότητα έκφρασης και το μονίμως κλειστό του στόμα.

 

Μα τελικά εξαφανίστηκε κι αυτό και ο Αλφρέδος Γ. κυκλοφορούσε πια καλυμμένος από γάζες (στα χέρια και το κεφάλι) και από κοστούμια, προκειμένου να φαίνεται. Είχε γίνει ο περίγελως της εταιρείας. Πάντα τον κουτσομπολεύανε που δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ, αλλά το θέαμα που παρουσίαζε πλέον ήταν άνω ποταμών. Δεν μπορούσαν να σταματήσουν να ασχολούνται μαζί του. Ο μόνος λόγος που δεν τον διώχνανε ήταν πως ήταν τόσο αναθεματισμένα παραγωγικός.

 

Ίσως τα προβλήματά του να σταματούσαν εκεί, αν η εταιρεία δεν προσελάμβανε έναν καινούριο διευθυντή στο τμήμα όπου εργαζόταν ο Αλφρέδος Γ. Αυτός ο άνθρωπος, που αρεσκόταν να το παίζει αυστηρός για να τον φοβούνται, δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος με το θέαμα του ανθρώπου του καλυμμένου από γάζες. Ένα πρωί κάλεσε τον Αλφρέδο Γ. στο γραφείο του και απαίτησε να δει τι πραγματικά κρυβόταν κάτω από τις γάζες. Ο Αλφρέδος Γ. σάστισε. Παρακάλεσε τον καινούριο του διευθυντή, έφτασε στο σημείο να τον ικετεύει, αλλά ο άλλος ήταν ανένδοτος. Έτσι ο Αλφρέδος Γ. αναγκάστηκε να υπακούσει, αποκαλύπτοντας το τίποτα που κρυβόταν κάτω από το καμουφλάζ του.

 

-Μάλιστα, έκανε ο καινούριος διευθυντής και, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πόσο παραγωγικός ήταν ο αόρατος υπάλληλός του, αποφάσισε να τον κρατήσει στην εταιρεία.

 

Έπειτα από αυτό, ο Αλφρέδος Γ. έπαψε να είναι αντικείμενο κοροϊδίας, κι έγινε αντικείμενο θαυμασμού και δέους. Όλοι στην εταιρεία περνούσαν από το γραφείο προκειμένου να τον δουν, προκειμένου να δουν αυτό το στητό κοστούμι χωρίς περιεχόμενο, αυτό το ομιλούν κοστούμι, αυτόν τον άνθρωπο που ήταν και δεν ήτανε εκεί. Άρχισαν να τον καλούν σε πάρτυ, σε δεξιώσεις μεγαλοστελεχών. Έπειτα, η περίπτωσή του έγινε γνωστή και πέρα από τα γραφεία της εταιρείας, κι ο Αλφρέδος Γ. βρέθηκε σε τηλεοπτικά στούντιο και σε φωτογραφίσεις – όλα αυτά, βέβαια, χωρίς να τα πολυθέλει, καθώς, πάνω από όλα ήταν αφοσιωμένος στη δουλειά του. Η σιωπή του παρέμενε παροιμιώδης.

 

Και έτσι κύλησε η ζωή του για κάποιες ακόμα εβδομάδες. Φαινόταν πια να αντλεί κάτι σαν ευχαρίστηση από την καινούρια του κατάσταση, όταν ξαφνικά τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα. Ξυπνώντας κάποιο πρωί για να πάει στη δουλειά του, φόρεσε ένα κοστούμι. Μόνο που βάζοντάς το πάνω στο αόρατο σώμα του, έπαψε να το βλέπει και αυτό. Ήταν σαν να είχε εξαφανιστεί και αυτό, μαζί με το σώμα που καλούνταν να ντύσει. Βγάζοντάς το από πάνω του, ο Αλφρέδος Γ. είδε και πάλι μπροστά του το κοστούμι. Μα ξαναβάζοντάς το στο σώμα του για δεύτερη φορά, το είδε να εξαφανίζεται εκ νέου. Η αορατότητά του είχε προφανώς μεταδοθεί πλέον σε ό,τι άγγιζε, σε ό,τι έπιανε, σε ό,τι φορούσε. Τώρα πια ήταν απόλυτα αόρατος.

 

Δοκίμασε παρ’ όλα αυτά να πάει στη δουλειά του. Φτάνοντας εκεί, τους άκουσε να αναρωτιούνται γιατί δεν είχε έρθει ακόμα. Όταν τους φώναξε πως ήταν εκεί, οι συνάδελφοί του τρομοκρατήθηκαν, λες και τους είχε επισκεφτεί φάντασμα. Δεν έβλεπαν πια ούτε κοστούμια ούτε γάζες ούτε τίποτα. Άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι. Ο Αλφρέδος Γ. τους παρακαλούσε να μείνουν, αλλά εκείνοι δεν καταλάβαιναν τίποτα. Πρώτα έφυγαν τρομαγμένοι, αλλά μετά επανήλθαν, οπλισμένοι με θάρρος, και κατάφεραν να τον διώξουν. Ο Αλφρέδος Γ. δεν μπορούσε πια να πάει στη δουλειά του, τη δουλειά που αγαπούσε τόσο πολύ. Δεν μπορούσε, όμως, και να γυρίσει σπίτι του. Δεν χρειαζόταν πολλή σκέψη προκειμένου να καταλάβει πως, αφού δεν μπορούσε να δουλέψει, δεν μπορούσε και να συντηρήσει το σπίτι του.

 

Πήρε, λοιπόν, τους δρόμους. Ζούσε κλέβοντας – χάρη στο γεγονός πως οι υπάλληλοι στους φούρνους και τα φαγάδικα δεν μπορούσαν να τον δουν. Παράλληλα η μοναξιά του, η απόλυτη πλέον μοναξιά του, η κατάντια του, τον έκανε να αναλογιστεί όλα όσα είχε ζήσει και είχε κάνει μέχρι τότε. Μετά από εβδομάδες σκέψης, κατάλαβε τελικά. Κατάλαβε πως είχε σφάλει σε όλα. Δεν ήξερε ποια λέξη ταίριαζε περισσότερο στο μπλέξιμό του: τιμωρία ή φυσική εξέλιξη; Ήταν φυσικό κι επόμενο να εξαφανιστεί από προσώπου γης, να περνάει πια εντελώς μα εντελώς απαρατήρητος. Αν είχε μιλήσει, αν είχε ανοίξει το ρημάδι του όλες εκείνες τις φορές που έπρεπε, δεν θα βρισκόταν πια σε αυτή την κατάσταση: Αν είχε δώσει μια ανθρώπινη απάντηση τότε που η ερωμένη του, η μόνη ερωμένη που είχε ποτέ, του είχε πει πως τον αγαπούσε, αν είχε πει κάτι παραπάνω από ένα καλημέρα στους συναδέλφους του στη δουλειά, αν είχε ανοίξει το στόμα του όταν τα αφεντικά διώξανε άδικα μια νεαρή συνάδελφό του, αν είχε υπερασπιστεί εκείνο το παιδί στο από πάνω διαμέρισμα που το χτύπαγε ο πατέρας του, αν είχε πει όχι όταν του ζήτησαν να βγάλει τους επιδέσμους, τώρα δεν θα είχε σβήσει.

 

Και τώρα πια τι μπορούσε να κάνει; Τι άλλο από το να στοιχειώνει τους δρόμους. Ο άνθρωπος που είχε μείνει σιωπηλός όλη του τη ζωή, τώρα είχε μόνο τη φωνή του, προκειμένου να αποδείξει πως υπήρξε – πως υπάρχει ακόμα. Στις γειτονιές της πόλης του, οι περαστικοί ακούνε συχνά τη φράση: «Μιλήστε! Μιλήστε! Μακάρι να είχα μιλήσει κι εγώ όταν έπρεπε». Γυρνάνε γύρω-γύρω και δεν βλέπουν κανένα. Νομίζουν πως παράκουσαν. Μα κάποιος υπάρχει εκεί. Κάποιος που δεν μπορεί πια να σωπαίνει.



Ο Ηλίας Νίσαρης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο) γεννήθηκε στο Χολαργό το 1980. Τον Απρίλιο του 2013 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Ελληνική ασφυξία από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα όπως η Metropolis Press και το Fractal Press. Διατηρεί το blog www.eliasnisaris.blogspot.com. Αυτόν τον καιρό δημοσιεύεται σε συνέχειες η αστυνομική του νουβέλα Το μυστικό του Μορντεχάι στη σουρεαλιστική επιθεώρηση πολιτισμού Τα Νέα του Βελγίου.

 

© Ηλίας Νίσαρης