Ιάκωβος Ανυφαντάκης, Summertime in Prague

Good ol' Prague - Photo by B.T. 

Στην Joanna

«Summertime in Prague
I was a fool I could not see
you were the only one
now I long for»
Παναγιώτης Καλαντζόπουλος

 

 

Μια ιστορία: Τις νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί, κλεινόταν στο μπάνιο με τα βιβλία της και διάβαζε ώς το πρωί. Τις νύχτες που δεν μπορούσε να κοιμηθεί άκουγε τις σελίδες της να γυρνάνε αργά και κοιμόταν αμέσως. Ένα πρωί τού είπε ότι άκουσε πυροβολισμούς στο δρόμο. Λίγο πιο πριν ή λίγο μετά -δεν θυμόταν- μια κραυγή. Ο δρόμος ήταν έρημος εκείνο το πρωί. Παραμέρισε τις κουρτίνες, είδε ένα κάρο να στρίβει αργά το δρόμο, στο πίσω κάθισμα βρίσκονταν τρεις ανέμελοι τουρίστες. Η βροχή είχε σταματήσει λίγη ώρα νωρίτερα.

 

Πώς να πεις μια ιστορία; Στη γέφυρα του Καρόλου άνοιξε τα χέρια σαν να ήθελε να πετάξει. Αυτός. Δεν σήκωσε τα χέρια της και δεν πέταξαν. Όταν ανέβηκαν στο μνημείο του μετρονόμου άφησε τα πόδια να κρέμονται στο κενό. Αυτός. Έμεινε όρθια πίσω του, κοιτούσε ένα αγόρι που όλο έπεφτε από το ποδήλατο. Στο μουσείο του Κάφκα ένιωσε να ασφυκτιά. Αυτός. Την είδε που στάθηκε μπροστά σε μια βιτρίνα: μέσα το απόφθεγμα έλεγε για την αδυναμία να γράψουν και την αδυναμία να μη γράψουν. Όταν γύρισαν στο δωμάτιο πρόσεξε ότι το σημάδι στο σώμα της που είχε κουβαλήσει στην Πράγα έσβηνε και την ακολούθησε στο κρεβάτι.

 

Το βράδυ σημείωσε λίγα γράμματα σε ένα χαρτί και πάλευε να σχηματίσει λέξεις με αυτά. Κάθε λέξη που έβρισκε την έβαζε σε μια λίστα. Εκείνη ξύπνησε. Ήρθε κοντά του. Οι κουρτίνες ήταν λεπτές και η σιλουέτα της φαινόταν από το δρόμο. Παρατήρησε ότι οι περισσότερες από τις λέξεις είχαν κι άλλα γράμματα, πέρα από τα έξι που είχε γράψει. Μια, μάλιστα, δεν είχε κανένα από αυτά τα έξι. «Ναι», απάντησε αυτός απογοητευμένος. «Έχεις δίκιο». Τσαλάκωσε το χαρτί, το πέταξε στα σκουπίδια. Την ακολούθησε στο κρεβάτι. Όταν σηκώθηκε το επόμενο πρωί ήταν ακόμα στο καλάθι, το έβγαλε και το έκρυψε στην τσέπη του. Ίδια ιστορία.

 

Κάθε μια ώρα στην παλιά πλατεία ένας τρομπετίστας ανέβαινε στο πιο ψηλό παράθυρο του Δημαρχείου και έπαιζε ένα εμβατήριο. Του είπε ότι στην Κρακοβία υπάρχει ανάλογο έθιμο: ο τρομπετίστας ανεβαίνει να παίξει το εμβατήριο, αλλά σταματάει πάντα στη μέση, όπως ένας άλλος τρομπετίστας, αιώνες πριν που σκοτώθηκε όσο ειδοποιούσε την πόλη για την επίθεση των Μογγόλων. Ζήλεψε που ήξερε την ιστορία. Προσπάθησε να φανταστεί την πλατεία στην Κρακοβία και εκείνη να κοιτάει ψηλά αγγίζοντας έναν άντρα ή μικρά παιδικά χέρια. Αυτή. Δεν σήκωσε καθόλου το κεφάλι να δει τον τρομπετίστα της Πράγας αφού ήξερε ότι δεν θα τον θυμόταν ξανά. Καμιά ιστορία.

 

Θυμήσου την ιστορία: O Μολδάβας έτρεχε πάντα προς τη ίδια πλευρά. Εριξε το βραχιόλι της μέσα στο νερό. Το κρατούσε στο χέρι του και το άφησε επίτηδες. Παρακολούθησαν και οι δυο την αργή τροχιά του και το μικρό πίδακα που σήκωσε σαν να ήταν κάτι ασήμαντο. Δεν του έβαλε τις φωνές, δεν του είπε ποιος της το είχε χαρίσει. Τον κοίταξε θυμωμένη και έφυγε προς την Παλιά Πόλη. Δεν την ακολούθησε. Ήταν ένα ακόμα μνημείο της Πράγας, ένα που ήξερε μόνο εκείνος. Σε τριάντα, σαράντα χρόνια, όταν κανείς από τους δυο τους δεν θα ζει, αυτό θα είναι ακόμα εκεί για να θυμίζει το καλοκαίρι στην Πράγα. Κοίταζε τα θολά νερά και από κάτω φανταζόταν το βραχιόλι.

 

Ξανά. Είχαν δανειστεί τα σώματά τους από άλλα δάχτυλα, άλλες αγκαλιές τα σκέπαζαν πριν λίγες μέρες. Στις κοιλότητές τους είχαν ταξιδέψει κι άλλοι άνθρωποι. Ό,τι είναι δικό σου τώρα, δεν ήταν δικό σου πριν και θα είναι κάποιου άλλου αργότερα. Εραστές, σύζυγοι, παιδιά. Δεν είχαν γνωρίσει την Πράγα ακόμα. Η Πράγα δεν είχε καταστραφεί ποτέ, Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν την άγγιξαν, προτίμησε να παραδοθεί στον Χίτλερ παρά να χαθούν τα υπέροχα κτίριά της, μια πόλη-μουσείο, δεκατέσσερις αιώνες σε κάθε βήμα και τα στενά λιθόστρωτα κάτω από τα πόδια σου ποιος ξέρει από πότε. Θα ήταν τόσο διαφορετικά τα πράγματα αν είχαν συναντηθεί στη Δρέσδη, το Κόβεντρι, τη Χιροσίμα ή το Βερολίνο. Η ίδια ιστορία.

 

Και κάθε μεσημέρι όταν περπατούσαν στο δρόμο έβρεχε. Έβρεχε ακόμα κι αν ήταν μέσα στο δωμάτιο. Άλλη μια ιστορία.

 

Μέρα δεύτερη. Μέρα τρίτη. Μέρα τέταρτη. Δεν μετρούσαν τις μέρες. Οι μέρες περνούσαν. Το πόδι από το άγαλμα στη γέφυρα του Καρόλου, «το δεξί πόδι», όπως τόνισε αυστηρά ο γελαστός ξεναγός, συνέχιζε να αποχρωματίζεται. Ουρές από τουρίστες περίμεναν να το αγγίξουν και να κάνουν μια ευχή. Αν άγγιζαν κατά λάθος το αριστερό πόδι θα γέμιζαν κακοτυχία. Και όποιος έτριβε το παιδί στο κέντρο του αγάλματος θα γυρνούσε πάλι στην Πράγα. Ήταν στην Πράγα, δεν είχαν άλλη ευχή. Το να πάνε πάλι στην Πράγα δεν αποτελούσε ευχή. Πόσες φορές μπορείς να πεις μια ιστορία;

 

Πώς να πεις μια ιστορία; Στο βυθό του Μολδάβα υπάρχει βυθισμένο ένα βραχιόλι. Με πόσους τρόπους; Στο παλιό δημαρχείο ένας τρομπετίστας έπαιζε κάθε ώρα. Πόσες ιστορίες; Στην Κρακοβία ένας τρομπετίστας πέθανε την ώρα που ειδοποιούσε για την επίθεση. Παλιά ιστορία. Το σημάδι που κουβαλούσε στο σώμα της έσβησε. Καμιά ιστορία. Ένας άντρας πέθανε έξω από το δωμάτιό τους. Το τέλος μιας ιστορίας. Πες μια ιστορία. Μην πεις μια ιστορία. Θυμάσαι την ιστορία; Η ιστορία δεν τελειώνει




Το διήγημα του Ιάκωβου Ανυφαντάκη «Summertime in Prague» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην Εφημερίδα των Συντακτών τον Ιούνιο του 2014, ανοίγοντας το θερινό παράρτημα «Καλοκαίρι, μια συνάντηση» στο «Ανοιχτό βιβλίο», το οποίο επιμελείται ο Μισέλ Φάις. Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1983 και σπούδασε Κοινωνική Θεολογία στην Αθήνα. Είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με αντικείμενο τη μνήμη του ελληνικού Εμφυλίου και γράφει κριτική βιβλίου στην Εφημερίδα των Συντακτών. Διηγήματά του έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Hotel Μετανάστευση, Β΄Διαγωνισμός Δημήτρης Βικέλας), έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά (Εντευκτήριο, Πλανόδιον, The Books' Journal) καθώς και στον συλλογικό τόμο Είμαστε όλοι μετανάστες (εκδόσεις Πατάκη, 2007). Το 2013 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, η νουβέλα Αλεπουδες στην πλαγιά από τις εκδόσεις Πατάκη.


© Ιάκωβος Ανυφαντάκης