Robert Walser, Στάχτη, βελόνα, μολύβι και πυρείο
Έγραψα κάποτε μια πραγματεία περί στάχτης, η οποία μου χάρισε διόλου μικρή αναγνώριση και στην οποία έφερνα στο φως κάθε λογής άκρως παράξενα, μεταξύ άλλων και την παρατήρηση ότι η στάχτη δεν διαθέτει την παραμικρή αξιόλογη ανθεκτικότητα. Όντως, γι’ αυτό το φαινομενικά τόσο αδιάφορο αντικείμενο μπορεί κανείς πραγματοποιώντας ελάχιστη μονάχα περαιτέρω εμβάθυνση, να πει αρκετά πράγματα καθόλου αδιάφορα, όπως π.χ. τα εξής: αν φυσήξει κανείς τη στάχτη, δεν υπάρχει το παραμικρό σε αυτήν που να αρνείται να σκορπίσει στη στιγμή. Η στάχτη είναι η ταπεινοφροσύνη, η ασημαντότητα και η αναξιότητα η ίδια, και το πιο ωραίο: είναι η ίδια διαποτισμένη από την πίστη ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτε. Μπορεί κανείς να είναι πιο σαθρός, πιο αδύναμος και πιο μίζερος από τη στάχτη; Μετά βίας μάλλον. Υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να είναι πιο υποχωρητικό και ανεκτικό από αυτήν; Πιθανότατα όχι. Η στάχτη δεν γνωρίζει χαρακτήρα, και η απόσταση που τη χωρίζει από κάθε είδος ξύλου είναι μεγαλύτερη κι από εκείνην ανάμεσα στην καταρράκωση και την έπαρση. Εκεί που υπάρχει στάχτη δεν υπάρχει ουσιαστικά τίποτε απολύτως. Βάλε το πόδι σου πάνω σε στάχτη, και δεν θα αισθανθείς καλά-καλά ότι έχεις πατήσει πάνω σε κάτι. Ναι, ναι, έτσι είναι, και δεν νομίζω πως πλανώμαι ιδιαιτέρως όταν τολμώ να έχω την πεποίθηση ότι δεν χρειάζεται παρά να ανοίξει κανείς τα μάτια του και να κοιτάξει γύρω του πολύ προσεκτικά, για να δει πράγματα που αξίζει να τα παρατηρήσει με κάποια εγκαρδιότητα και φροντίδα.
Υπάρχει π.χ. η βελόνα, η οποία ως γνωστόν είναι αιχμηρή όσο είναι και ωφέλιμη, κι η οποία δεν ανέχεται να την μεταχειρίζεται κανείς άγαρμπα, γιατί όσο μικροσκοπική κι αν είναι, μοιάζει εντούτοις να έχει συναίσθηση της αξίας της. Σε ό,τι αφορά δε το ταπεινό μολύβι, τούτο είναι αξιοπρόσεκτο, μιας και είναι βέβαια και με το παραπάνω γνωστό πώς ξύνει και ξαναξύνει κανείς τη μύτη, μέχρι που δεν μένει πια τίποτε άλλο να ξύσει, οπότε και το πετάει στην άκρη, έτσι άχρηστο που έχει γίνει από χρήση άσπλαχνη, και τότε ούτε που περνάει απ’ το μυαλό κανενός να του πει μια λεξούλα αναγνώρισης κι ευγνωμοσύνης για το πλήθος των υπηρεσιών που του παρείχε. Του μαύρου μολυβιού αδερφός είναι το μελανί μολύβι, κι όπως έχει ήδη ειπωθεί εδώ κι εκεί, τα δύο αξιολύπητα μολύβια έχουν αγάπη αδελφική το ένα για το άλλο, έχοντας δημιουργήσει μεταξύ τους μια τρυφερή και βαθιά φιλία για όλη τους τη ζωή. Αυτά λοιπόν είναι ήδη τρία, όπως σίγουρα θα λεχθεί γενικά, εξόχως ασυνήθιστα, αξιοσημείωτα κι ενδιαφέροντα αντικείμενα, καθένα από τα οποία κάποτε, δηλαδή σε κάποια κατάλληλη περίσταση, θα ήταν εξίσου πρόσφορο για συγκεκριμένου είδους διαλέξεις.
Και τι να πει ο αναγνώστης ως προς το πυρείο ή σπίρτο, το οποίο είναι ένα εξίσου αξιαγάπητο όσο και λεπτεπίλεπτο, χαριτωμένο και ιδιόρρυθμο πλασματάκι, το οποίο κείτεται με υπομονή, ευπρέπεια και φρονιμάδα μαζί με πλήθος συντρόφους του μέσα στο σπιρτόκουτο, όπου μοιάζει να ονειρεύεται ή να κοιμάται. Όσο ησυχάζει μέσα στο κουτί το πυρείο, αχρησιμοποίητο και ανενόχλητο, αναμφίβολα δεν διαθέτει ακόμη κάποια ιδιαίτερη αξία. Προσμένει εκεί τρόπον τινά όλα όσα είναι να ’ρθουν. Μια μέρα ωστόσο το βγάζει κάποιος από το σπιρτόκουτο, το πιέζει στην επιφάνεια τριβής ή ανάφλεξης, τρίβει πάνω της το φτωχό, καλοσυνάτο κεφαλάκι του μέχρις ότου το κεφαλάκι να πάρει φωτιά, και τότε πια το πυρείο ανάβει και καίγεται. Αυτό είναι το μεγάλο γεγονός στη ζωή του πυρείου, το οποίο, εκεί που εκπληρώνει τον σκοπό της ύπαρξής του και προσφέρει ανιδιοτελώς τις υπηρεσίες του, πρέπει να πεθάνει τον δια πυράς θάνατο. Δεν είναι συγκινητικό αυτό; Το σπίρτο πρέπει να καεί με τρόπο ελεεινό, να αφανιστεί με τρόπο αξιοθρήνητο, εκεί που επιδεικνύει την ευάρεστη ωφέλειά του, εκεί που ξυπνάει από την αδράνεια, την απραξία και την αχρηστία, εκεί που δείχνει τι αξίζει, εκεί που φλέγεται από τον ζήλο του να υπηρετήσει και να κάνει το καθήκον και το χρέος του. Εκεί που το πυρείο χαίρεται που βρίσκει τον προορισμό του, πεθαίνει κιόλας, κι εκεί που ξεδιπλώνει τη σπουδαιότητά του, πέφτει κιόλας νεκρό. Η χαρά της ζωής του είναι ο θάνατός του κι η αφύπνισή του είναι κιόλας το τέλος του. Εκεί που αγαπάει και υπηρετεί, καταρρέει κιόλας ξέψυχο.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μαριάννα Χάλαρη
Λίγα λόγια για τον Ρόμπερτ Βάλζερ
(και το κείμενο Στάχτη, βελόνα, μολύβι και πυρείο)
Ο Ρόμπερτ Όττο Βάλζερ (Robert Otto Walser) γεννήθηκε το 1878 στην πόλη Μπιλ (Biel / Bienne) της Ελβετίας, κι ήταν το έβδομο από τα συνολικά οχτώ παιδιά που έφερε στον κόσμο το ζεύγος Άντολφ και Ελίζα Βάλζερ. Δεν ολοκληρώνει τη σχολική του εκπαίδευση, καθώς η οικογένειά του αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Μεγαλώνοντας αλλάζει διαρκώς τόπους κατοικίας κι εξασκεί διάφορα επαγγέλματα, από υπάλληλος γραφείου μέχρι υπηρέτης σε πύργο, ενώ είχε κάνει και μια εκπαίδευση ως τραπεζοϋπάλληλος· επίσης, ήθελε πολύ να γίνει ηθοποιός, μα δεν το κατόρθωσε.
Η λογοτεχνική του παρουσία ξεκινά την περίοδο 1898-99, με κάποια ποιήματά του σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ το πρώτο του βιβλίο (Fritz Kochers Aufsätze) κυκλοφορεί το 1904. Το 1905 εγκαθίσταται στο Βερολίνο, όπου θα γράψει πλήθος σύντομων πεζών, αλλά και τα τρία μυθιστορήματά του που εκδόθηκαν όσο ήταν ακόμη εν ζωή: Geschwister Tanner (1907, στα ελληνικά Τα Αδέλφια Τάννερ, μετάφραση Βασίλης Πατέρας, εκδ. Ροές, 2014), Der Gehülfe (1908, σε ελληνική μετάφραση Ο Παραγιός, μετάφραση Ιάκωβος Κοπερτί, εκδ. Ηριδανός, 1992) και Jakob von Gunten (1909, ελληνική έκδοση Γιάκομπ φον Γκούντεν: …αυτό το όνειρο που ονομάζουμε ανθρώπινη ζωή…, μετάφραση Βασίλης Πατέρας, εκδ. Ροές, 2012). Το 1913 επιστρέφει στην Ελβετία, όπου συνεχίζει την συγγραφή πεζών μικρής έκτασης, τα οποία δημοσιεύονται στον τύπο αλλά και σε συλλογές. Από το 1924 ως το 1933 γράφει με πολύ πιο αργούς ρυθμούς, ενώ τα κείμενα που δουλεύει εκείνη την περίοδο βλέπουν το φως της δημοσιότητας αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του. Τα χειρόγραφα των κειμένων αυτών είναι γραμμένα με μολύβι πάνω σε χαρτάκια παντός είδους, και σε μια τόσο μικροσκοπική, δυσανάγνωστη γραφή, ώστε για αρκετό καιρό υπήρχε η άποψη ότι πρόκειται περί κάποιου είδους κωδικοποίησης. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια από τον θάνατό του μέχρι να γίνει αντιληπτό ότι τα κείμενα αυτά είναι απλώς «κρυμμένα» πίσω από μια μορφή συντομογραφίας, και ακολούθως να διαβαστούν και να εκδοθούν.
Το 1929, έπειτα από μια σοβαρή ψυχική κρίση, ο Βάλζερ εισάγεται στην ψυχιατρική κλινική του Βάλνταου, όπου διαγνώσθηκε πως πάσχει από σχιζοφρένεια, ενώ παράλληλα η συγγραφική του δραστηριότητα μειώνεται σταθερά. Το 1933 μεταφέρεται στο ψυχιατρικό ίδρυμα του Χέρισαου παρά τη θέλησή του, όπου θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του. Σε αυτό το διάστημα δεν θα γράψει τίποτε πια. Στις 25 Δεκεμβρίου 1956 πεθαίνει από καρδιακή ανακοπή κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου στο χιόνι.
Την εκτίμησή τους για το έργο του είχαν εκφράσει κατά καιρούς σπουδαίοι συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Φραντς Κάφκα, ο Χέρμαν Έσσε, ο Ρόμπερτ Μούζιλ, αλλά και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο Ελίας Κανέττι και ο Β. Γκ. Ζέμπαλντ. Ο τελευταίος μάλιστα είχε αφιερώσει στον Βάλζερ ένα εξαιρετικό κείμενο με τον τίτλο Le promeneur solitaire, στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων και στο κείμενο που παρατίθεται εδώ, εγκωμιάζοντάς το και εκφράζοντας την άποψη πως «όμοιό του δεν υπάρχει σε ολόκληρη τη γερμανική λογοτεχνία του 20ού αιώνα, ούτε καν στον Κάφκα». Το κείμενο του Ρόμπερτ Βάλζερ «Στάχτη, βελόνα, μολύβι και πυρείο» αποτελεί μετάφραση του «Asche, Nadel, Bleistift und Zündhölzchen», το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1915 στο περιοδικό Die Ähre. Η παρούσα μετάφραση έγινε από την έκδοση των Απάντων του συγγραφέα (Sämtliche Werke in Einzelausgaben, hrsg. Jochen Greven, Suhrkamp, 1985-86).
Μαριάννα Χάλαρη
Η Logotexnia21 ευχαριστεί τη Μαριάννα Χάλαρη για τη μετάφραση αυτού του πεζού κειμένου του Ρόμπερτ Βάλζερ και για το επίμετρο. Δείτε στη βιβλιοnet τα βιβλία του Ρόμπερτ Βάλζερ που κυκλοφορούν στα Ελληνικά.
© Marianna Chalari