Δανάη Δάσκα, Είχα μια ιδέα

 Photo: http://www.forkeratea.com/2013/01/22.html



Εδώ την άφησα. Το θυμάμαι. Σκούπισα το στόμα μου από την κέτσαπ, χτύπησε το τηλέφωνο και η απέναντι τίναξε τη βελέντζα της. Και την είχα. Πού πήγε; Και γιατί θυμάμαι ότι την είχα κι όχι ποια είναι; Αυτό μου συμβαίνει όλη την ώρα. Κεφάλαια ολόκληρα περί αναβλητικότητας, υστερικές συχνότητες φωνών, ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια, βαθιές εκπνοές εκνευρισμού και στρέμματα ξύλου τραυματισμένα από θυμωμένες παλάμες έχουν θυσιαστεί σε μια αδιανόητη απώλεια μνήμης που χάνει κλειδιά, λεφτά, χαρτάκια και ιδέες. Οι ιδέες σε αντίθεση με τις πληροφορίες δεν μπορούν να ανακατασκευάσουν τη γέννησή τους. Δεν αφήνουν ψίχουλα πίσω τους στον δρόμο που διασχίζουν για να σκάσουν βεγγαλικά στον ουρανό του μυαλού σου. Το «σαν» δε λείπει, θα ’ταν ωραίο τροπικό επίρρημα το «βεγγαλικά». Σαν το ευλαβικά. Και μετά θυμάσαι τον κρότο, το φως αλλά όχι το σχήμα που ανταγωνίστηκε τ’ αστέρια. Κι έτσι εύκολα καταλήγει κανείς στις προλήψεις. Εκνευριστικά αποφθέγματα για όλα αυτά που πρέπει να χάνονται, που δεν αξίζουν να βρίσκονται, που μπορεί να επιστρέψουν.

 

Σκούπισα την κέτσαπ από το στόμα μου, τηλέφωνο, βελέντζα. Η γυναίκα πίσω από τη σκόνη φορούσε αυτό το νυχτικό που φοράνε όλες οι γυναίκες που τινάζουν βελέντζες στα μπαλκόνια τους. Και στις ταινίες στα πλάνα μέσα από τα παράθυρα των αυτοκινήτων που δραπετεύουν στο Μεξικό. Κι αλήθεια δεν καταλαβαίνω γιατί υπάρχουν ακόμα αυτά τα νυχτικά που τα φυσάει ο αέρας από κάτω και τα φουσκώνει σαν κακοφορμισμένα λαμπατέρ, σαν παρωδία της Μονρό στην εξαέρωση των λεωφόρων. Κι ύστερα σκύβουν και κοιτούν τον δρόμο οι γυναίκες με τα νυχτικά που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Λευκά με κάποιο μικρό ανθάκι, ίσα να τα λερώνει, και με αστείο φραμπαλά στο ντεκολτέ-σαλιάρα με κουμπάκια. Κρέμονται οι γυναίκες στα κάγκελα και κοιτάζουν κάτω, σαν να μην έμαθε ποτέ το βλέμμα τους ότι αλλάξαν όροφο. Σαν να κοιτάνε από ένα επίγειο περβάζι τον χρόνο να περνά τον δρόμο του σπιτιού τους. Και κάτι να τις τραβάει προς τα πάνω αμυδρά, ίσα να μην καταλαβαίνεις ότι τα βλέπεις όλα πιο μικρά, έναν όροφο ανά αιώνα.

 

Και είναι πάντα καλοκαίρι γι’ αυτά τα νυχτικά, είναι πάντα απόγευμα λίγο πριν βραδιάσει, λίγο αφού ανάψει η τηλεόραση που μιλάει στο σαλόνι. Καμιά φορά καπνίζουν. Και δεν τους πάει. Κρατάνε το τσιγάρο σαν δουλειά, δεν το στολίζουν με κραγιόν, δεν τις στηρίζει στην κουβέντα, δεν το αδειάζουν στον αέρα με ανάσα. Μα σαν να περιμένουν κι ο καπνός να πάει προς τα κάτω. Κι όταν σηκώνουνε το βλέμμα και κοιτάνε από τον μικρό διάδρομο των ταρατσών σε συγκινούν. Εμένα με συγκινούν. Που λυγίζει ακόμα ο σβέρκος προς τα πάνω και δεν σκέφτεται, δεν μουρμουρίζει ο θυμός στον υποθάλαμό τους. Θυμούνται τον ουρανό σαν να τον πάτησαν κατά λάθος και του ζητάνε συγγνώμη. Θα έπρεπε να υπάρχει μια λέξη για τους διαδρόμους που αφήνουν τα κτήρια στα μάτια. Να τους λέμε κυανοθραύστες.

 

 

 

 

Η Δανάη Δάσκα γεννήθηκε στην Αθήνα και αφού τελείωσε την Φιλοσοφική Σχολή έκανε μεταπτυχιακό στην Αγγλόφωνη Λογοτεχνία και τη Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Έχει εκδώσει ποιήματα στην Σκοτία και παραδίδει σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής σε χώρους όπως το Περιοδικό Διαβάζω, το Bios και τον πολυχώρο So7. Σήμερα εργάζεται ως Creative Director σε διαφημιστική εταιρία και συνεχίζει να γράφει διηγήματα και ποίηση.


© Δανάη Δάσκα