[Απόσπασμα]
ΒΑΝΤΑ
τα αρρωσταίνεις τα μαλλιά, χαλάρωσε, θέλουνε ησυχία, δεν θ’ αντέξουν
ΑΡΕΤΗ
γι’ αυτό σε διάλεξα, δεν πάω αλλού, σε σένα τα εμπιστεύομαι, στα χέρια σου τ’ αφήνω Βάντα... μόνο μην κόψεις μόνο... βάλε αμπούλες, μάσκες, ενυδατικές... ό,τι κι αν έχεις βάλε... μόνο να μην κόψεις...
... κι άκου...
κάνε δουλειά σου εσύ και άκου...
αυτό... το απεβίωσε με καίει κύριε Γιώργο μου... να το πιστέψω κι έκλεισε το θεματάκι Αρετή... δεν είναι έτσι, πώς να το χωνέψω... εδώ σπαράζει μια καρδιά, φωτιά τής βάζετε, την τσιτσιρίζετε, την ψήνετε στη θράκα... και να σας πω και κάτι που το σκέφτηκα πολύ; ...λίγο με νοιάζει αν απεβιώσατε ή δεν ...μ’ αφήσατε στα κρύα του λουτρού κύριε μου Γιώργο, αυτό πονάει και τσιμπάει και σαν την άδικη κατάρα σέρνομαι κι έναν καφέ της προκοπής δεν ήπια από τότε και μην μου λέτε εμένα ότι βλέπω εξωγήινους ... στην αντρική σας την τιμή μπροστά στο εικόνισμα να σκύψετε μετανιωμένος και να ζητήσετε συγνώμη κι ο άη ο γιώργης μάρτυρας αν τα ’βγαλα εγώ απ’ το μυαλό μου που απ’ την Καλαμίτσα ως το Μπάτη έλυωσα τακούνια να σας ψάχνω και ποιά είναι αυτή η Αρετή που είναι και Κυβέλη, ε; ...εγώ, εγώ και μην το αρνείστε, λίγο μετά από τότε που το γράψατε, μετά που με κοιτάξατε κι άστραψε φως κι άρχισα να χτενίζω τα μαλλιά μου με τις ώρες και να μην πάω στη δουλειά, δική σας νοσοκόμα αποκλειστική μονάχα ήθελα, να κάνω τι εκεί; τις πάπιες μόνο άλλαζα και στη γωνιά μου, εγώ που εσείς κι εγώ μαζί θα κάναμε σπουδαία, κι είναι απέθαντες οι ιδέες φώναζα στον προσωπάρχη που ανέμιζε το κωλοτέτοιο της απόλυσης του κώλου ... κι εγώ δεν είμαι μόνο Αρετή, είμαι Κυβέλη επίσης ούρλιαζα, εσείς το γράψατε στο τελευταίο σας και αχ αχ βρε κύριε Γιώργο μου... τότε την είχα την ανάγκη σας, να βγάλετε φωνή, δόντια να τρίξετε, να με τραβήξετε απ’ αυτούς, χωρίς αιτία και εκείνη τη στιγμή με σκότωναν και πουθενά εσείς, ο άνθρωπός μου, ο γιατρός, ο Καβαλιώτης... ο παρ’ ολίγον δρόμος... σπουδαίος, τι να λέμε τώρα ... τι να τα κάνω εγώ τα μεγαλεία όταν δεν τρέχει ο άνθρωπός σου στην ανάγκη...
...συνέχεια πιστολάκι, τα φουσκώνω και φουλ λακ, να μην πετάει τρίχα, έχει αέρηδες εδώ, φυσάει η Καβάλα, τίποτε δεν κρατιέται, μόνο με λακ γλυτώνεις... μαλλί και λακ, λακ και μαλλί... πώς να σωθώ αλλιώς, πώς να ξεχάσω;
ΒΑΝΤΑ
σουυυυτττττ, σώπα τίποτε δεν κόβω... θα δυναμώσουνε ξανά, μακραίνουν γρήγορα, λίγο τις άκρες θα σου πάρω, το τόσο δα, να δώσω όγκο, ν’ αναπνεύσουνε....
ΑΡΕΤΗ
είσαι καλό κορίτσι Βάντα μου εσύ, πονετικιά, το ξέρεις πούμαι λυπημένη, πούσπασε το μπουκάλι λύπη νοιώθεις, μόνο καλό είσαι εσύ και σ’ όλη την Καβάλα η καλύτερη κομμώτρια , η τοπ η κουαφίρ κι αλλού δεν πάω εγώ για χτένισμα, σε σένα τα μαλλάκια μου, κι όλα στα λέω για τον κύριο Γιώργο μου δεν είναι κομμωτήριο εδώ, της τρίχας το γεφύρι είναι που δεν την χτίζουνε την κακομοίρα, μονάχα σεσουάρ της κάνουνε και σώζεται...
...δεν το περίμενα, ειλικρινά, με απογοητεύσατε και κλαίν τα μέσα μου, τι έφταιξα, τι έκανα, ποιές ενοχλήσεις και μπερδέματα; ... και τα ποιήματα τι κρίμα που δεν έφτασαν... και η διεύθυνση σωστή, Καψάλη ένα, Κολωνάκι, το διπλοτσέκαρα εγώ μην πάνε σ’ άλλον-τι χάθηκαν και δεν γνωρίζετε!!... έκανα φασαρία στα ελτά, τους πήρε και τους σήκωσε που θα μου πουν εμένα παραλήπτης άγνωστος... να ψάξουνε να βρούνε, στην τελική δουλειά τους είναι, από την τσέπη μας πληρώνονται, κηφήνες κύριε Γιώργο μου, στο καθισιό τους, μη και κουνήσεις την καρέκλα τους, λυσσάνε... μα ήταν κάτι ποιηματάκια έκτακτα, ήθελα τόσο να τα δείτε... μετά τη νέα πέραμο μου ήρθαν, γύριζα σπίτι με το λεωφορείο, σα φούντωση, γέμισα λέξεις, γράψε,γράψε, μου ’λεγαν φωνές, να δει ο κύριος Γιώργος να χαρεί, να πει πως είσαι μορφωμένη και ποιήτρια, να σε θαυμάσει Αρετή, να κάνει αααα, ωραία που ’ναι δεσποινίς, ευαίσθητα και λίγο αστεία, σαν εσάς.... για σας τα έγραψα κύριε μου Γιώργο, για να σας κάνω εντύπωση, για θέλγητρο, για να σας γοητέψω, για να γυρίσετε ξανά εδώ και να μη φύγετε, για να με αγαπήσατε παράφορα κι ακαριαία και να με θελήσετε... μη φεύγεις Γιώργο μου, ... θα σκοτωθώ.. με εννοήσατε;...
...σε αγαπάω Βάντα κουαφίρ και μη μ’ αφήσεις, άλλη κομμώτρια δε θέλω, μη σαν τον κύριο Γιώργο μας κι εσύ, το δεύτερο φευγιό δε θα τ’ αντέξω...
ΒΑΝΤΑ
δε θα σ’ αφήσω, ησύχασε... ό,τι μου πεις εδώ θα μείνει, οι βούρτσες και τα ρόλλευ θα το ξέρουν... πες τα να βγούνε ...ακούω εγώ, συνέχεια ακούω... κι ό,τι μπορώ θα κάνω ...να το ξέρεις... μη σε πονέσω μόνο... σιγά σιγά χτενίζω, ήσυχα... αγριεύουνε οι τρίχες, θέλουνε σέβας - θέλουν χεράκι έμπειρο, προσεκτικό κι αυτές...