Χρίστος Κυθρεώτης, Μια στιγμή κάτω από το φως του Ιουνίου

Phto by Derek Jones

 

Ένα καυτό μεσημέρι του Ιουνίου πριν από αρκετά χρόνια, κατέβαινα την οδό Σίνα με κατεύθυνση το μετρό, όταν κάτι άλλαξε για λίγο. Τα πρώτα δευτερόλεπτα δεν ήμουν σίγουρη τι ήταν αυτό, ούτε αν επρόκειτο για κάτι καλό ή για κάτι κακό, ήξερα μόνο πως κάτι ήταν και πως ό,τι και αν ήταν με είχε αναγκάσει να σταματήσω στη μέση του δρόμου και να κάνω στην άκρη. Στάθηκα στην είσοδο μιας πολυκατοικίας και ακούμπησα την πλάτη μου στο δροσερό μάρμαρο, προσπαθώντας να καταλάβω από πού είχε έρθει αυτή η σκέψη, ποιος περαστικός άνθρωπος ή ποιο περαστικό αυτοκίνητο την είχε σπρώξει προς το μέρος μου. Αν και, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν ακριβώς σκέψη, γιατί δεν ήταν μέρος μιας λογικής αλληλουχίας, καμία προηγούμενη σκέψη δεν είχε οδηγήσει σ' αυτήν, ούτε η ίδια θα πυροδοτούσε κάποια επόμενη σκέψη –δεν ήταν συμπέρασμα, ούτε εικασία, ούτε τίποτα τέτοιο. Ήταν μια ξαφνική βεβαιότητα, όπως αυτή που φαντάζομαι πως αισθάνεται ένας μαθηματικός όταν του έρχεται ξαφνικά στο μυαλό η λύση ενός περίπλοκου προβλήματος που τον απασχολεί για χρόνια, και από το οποίο έχει ίσως αρχίσει ήδη να παραιτείται. Μόνο που στη δική μου περίπτωση, ούτε το ίδιο το πρόβλημα δεν είχε συνειδητοποιηθεί –η ύπαρξη ενός κάποιου προβλήματος αποτέλεσε στο μυαλό μου μέρος της ίδιας έκρηξης στην οποία μου είχε αποκαλυφθεί και η λύση του, η λύση του με τη μορφή μιας βεβαιότητας που βάζει ξαφνικά και μετά από χρόνια όλα τα ανεξήγητα πράγματα στη θέση τους.

 

Στεκόμουν εκεί λοιπόν, σε μια πολυκατοικία της οδού Σίνα, και καθώς η πλάτη μου μετέδιδε τη θερμότητά της στο μάρμαρο της εισόδου, το μάρμαρο σταμάτησε σιγά σιγά να είναι δροσερό, κι εγώ δυσκολευόμουν πια να το ξεχωρίσω από την πλάτη μου. Στο τέλος ένιωσα ότι η πλάτη μου είχε ενωθεί με ολόκληρη την πολυκατοικία και πως αν ήθελα κάποτε για κάποιον λόγο να ξεκολλήσω από το σημείο όπου είχα σταθεί, θα έπρεπε να πάρω μαζί μου ολόκληρο το κτίριο σαν καβούκι.

 

Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η βεβαιότητά μου χάθηκε. Δεν χάθηκε με τρόπο αμετάκλητο, θέλω να πω ότι δεν πήγε από εκεί που είχε έρθει, δεν ξέχασα καθόλου ότι πριν από λίγα μόλις δευτερόλεπτα την είχα, ούτε ξέχασα ποια ήταν αυτή η βεβαιότητα, μόνο που σταμάτησα πια να είμαι βέβαιη γι' αυτήν. Και όσο το μάρμαρο ζεσταινόταν, όσο η ροή των αυτοκινήτων και των ανθρώπων συνεχιζόταν αδιάκοπη στην οδό Σίνα, τόσο μεγάλωνε η δυσπιστία μου απέναντι σε αυτή τη βεβαιότητα. Γιατί η βεβαιότητα αναφερόταν σε κάτι που μου είχε συμβεί ή δεν μου είχε συμβεί στο παρελθόν, κι αυτό σήμαινε πως αν ήταν αληθινή βεβαιότητα θα έπρεπε ήδη να έχει συνοδευθεί από κάποιες εικόνες, θα έπρεπε να είχε έρθει συνημμένη με κάποιες αναμνήσεις –και όσο οι αναμνήσεις δεν έρχονταν, τόσο η βεβαιότητα έλιωνε σαν την άσφαλτο της οδού Σίνα, κάτω από σαράντα βαθμούς Κελσίου. Οπότε κι εγώ είπα στον εαυτό μου πως αυτό για το οποίο ήμουν βέβαιη πριν από λίγα λεπτά δεν είχε συμβεί ποτέ. Φυσικά, γνώριζα πως δεν θα ξεχνούσα ποτέ εκείνη τη σκηνή, δεν θα ξεχνούσα ποτέ πως ένα καλοκαίρι στην οδό Σίνα είχε υπάρξει μια στιγμή κατά την οποία όλα έμοιαζαν να βγάζουν νόημα, πράγματα μέχρι τότε ανεξήγητα, οδύνη που ανέβλυζε από άγνωστες πηγές έδειχνε πια να έχει κάποια σημασία, όλη μου η ζωή μπορούσε να γίνει αντικείμενο παρατήρησης για μια στιγμή κάτω από ένα άλλο φως, κάτω από το φως εκείνου του Ιουνίου.

 

Όμως ήταν μια στιγμή και πέρασε, και αφού καμία ανάμνηση και καμία εικόνα δεν ήρθαν να ενισχύσουν αυτή τη βεβαιότητα, είπα στον εαυτό μου πως θα έπρεπε να βρω άλλο τρόπο να εξηγήσω τη ζωή μου, και θα έπρεπε επίσης να ξεκολλήσω την πλάτη μου από εκείνο το μάρμαρο και να συνεχίσω τον δρόμο μου προς το μετρό, προς τις δουλειές μου, προς ό,τι έκανα κάθε μέρα και προς ό,τι ήμουν γενικότερα κάθε μέρα. Και έτσι έγινε πράγματι, συνέχισα να κατηφορίζω στην οδό Σίνα, εκείνο το μεσημέρι του Ιουνίου πριν από αρκετά χρόνια, λες και δεν είχε συμβεί τίποτα, λες και κανείς ποτέ δεν ήταν βέβαιος για τίποτα κάτω από την είσοδο εκείνης της πολυκατοικίας, λες και τίποτα δεν είχε αλλάξει. Και ίσως δεν έχει καν νόημα να πω σήμερα ποιο ήταν εκείνο το πράγμα για το οποίο ήμουν βέβαιη μια στιγμή πριν από τόσα χρόνια, γιατί εκατομμύρια στιγμές, καλοκαιρινές και χειμωνιάτικες και άλλες, έχουν θάψει εκείνη τη μία και μοναδική στιγμή κάτω από τα στρώματα των δικών τους βεβαιοτήτων, έτσι που σήμερα να είναι αδύνατον να θυμηθώ με ακρίβεια ποια ήταν η ερώτηση που είχα για λίγα δευτερόλεπτα θέσει στον εαυτό μου εκείνο το μεσημέρι και ποια ήταν η απάντηση που πίστεψα πως είχα βρει.

 

 

 

Το διήγημα του Χρίστου Κυθρεώτη «Μια στιγμή κάτω από το φως του Ιουνίου» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην Εφημερίδα των Συντακτών τον Ιούλιο του 2014, και συγκεκριμένα στο θερινό παράρτημα «Καλοκαίρι, μια συνάντηση» στο «Ανοιχτό βιβλίο», το οποίο επιμελείται ο Μισέλ Φάις. Ο Χρίστος Κυθρεώτης γεννήθηκε το 1979 στη Λευκωσία και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακά στο εργατικό δίκαιο. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο ΕΚΕΒΙ με διδάσκοντα τον Μισέλ Φάις. Από το 2003 εργάζεται ως δικηγόρος, ενώ ασχολείται και με την κριτική λογοτεχνίας (Εφημερίδα των Συντακτών, The Book's Journal, protagon.gr). Το 2007 το διήγημά του «Σκόνη από κιμωλία» απέσπασε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό των εκδόσεων «Πατάκη», «Hotel Μετανάστευση», και δημοσιεύθηκε στο σχετικό συλλογικό τόμο Είμαστε όλοι μετανάστες. Το διήγημά του «Αναζήτηση» έχει δημοσιευτεί στο συλλογικό τόμο Χαμένοι στο διαδίκτυο (Πατάκης, 2008), ενώ το διήγημά του «Σημάδι στο μπράτσο» συμπεριλήφθηκε στη συλλογή διηγημάτων Φανταστείτε το μέλλον σας σε μια πόλη που αλλάζει (Ιανός, 2009), αφού απέσπασε το πρώτο βραβείο στον ομώνυμο διαγωνισμό που διοργάνωσαν Τα Νέα και το Βρετανικό Συμβούλιο τον Νοέμβριο του 2008 με θέμα τον διαπολιτιστικό διάλογο. Το 2014 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη η πρώτη συλλογή διηγημάτων του, με τον τίτλο μια χαρά. Διαβάστε στον παρακάτω δεσμό μια μίνι συνέντευξη του Χρίστου Κυθρεώτη στην εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής.

 

© Χρίστος Κυθρεώτης