Γλυκερία Μπασδέκη, Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου

Ελένη Ουζουνίδου (Αρετή) Photo by Μαρία Καλογιώργη

[Απόσπασμα]

 

ΒΑΝΤΑ

τα αρρωσταίνεις τα μαλλιά, χαλάρωσε, θέλουνε ησυχία, δεν θ’ αντέξουν

 

ΑΡΕΤΗ

γι’ αυτό σε διάλεξα, δεν πάω αλλού, σε σένα τα εμπιστεύομαι, στα χέρια σου τ’ αφήνω Βάντα... μόνο μην κόψεις μόνο... βάλε αμπούλες, μάσκες, ενυδατικές... ό,τι κι αν έχεις βάλε... μόνο να μην κόψεις...

... κι άκου...

 

κάνε δουλειά σου εσύ και άκου...

 

αυτό... το απεβίωσε με καίει κύριε Γιώργο μου... να το πιστέψω κι έκλεισε το θεματάκι Αρετή... δεν είναι έτσι, πώς να το χωνέψω... εδώ σπαράζει μια καρδιά, φωτιά τής βάζετε, την τσιτσιρίζετε, την ψήνετε στη θράκα... και να σας πω και κάτι που το σκέφτηκα πολύ; ...λίγο με νοιάζει αν απεβιώσατε ή δεν ...μ’ αφήσατε στα κρύα του λουτρού κύριε μου Γιώργο, αυτό πονάει και τσιμπάει και σαν την άδικη κατάρα σέρνομαι κι έναν καφέ της προκοπής δεν ήπια από τότε και μην μου λέτε εμένα ότι βλέπω εξωγήινους ... στην αντρική σας την τιμή μπροστά στο εικόνισμα να σκύψετε μετανιωμένος και να ζητήσετε συγνώμη κι ο άη ο γιώργης μάρτυρας αν τα ’βγαλα εγώ απ’ το μυαλό μου που απ’ την Καλαμίτσα ως το Μπάτη έλυωσα τακούνια να σας ψάχνω και ποιά είναι αυτή η Αρετή που είναι και Κυβέλη, ε; ...εγώ, εγώ και μην το αρνείστε, λίγο μετά από τότε που το γράψατε, μετά που με κοιτάξατε κι άστραψε φως κι άρχισα να χτενίζω τα μαλλιά μου με τις ώρες και να μην πάω στη δουλειά, δική σας νοσοκόμα αποκλειστική μονάχα ήθελα, να κάνω τι εκεί; τις πάπιες μόνο άλλαζα και στη γωνιά μου, εγώ που εσείς κι εγώ μαζί θα κάναμε σπουδαία, κι είναι απέθαντες οι ιδέες φώναζα στον προσωπάρχη που ανέμιζε το κωλοτέτοιο της απόλυσης του κώλου ... κι εγώ δεν είμαι μόνο Αρετή, είμαι Κυβέλη επίσης ούρλιαζα, εσείς το γράψατε στο τελευταίο σας και αχ αχ βρε κύριε Γιώργο μου... τότε την είχα την ανάγκη σας, να βγάλετε φωνή, δόντια να τρίξετε, να με τραβήξετε απ’ αυτούς, χωρίς αιτία και εκείνη τη στιγμή με σκότωναν και πουθενά εσείς, ο άνθρωπός μου, ο γιατρός, ο Καβαλιώτης... ο παρ’ ολίγον δρόμος... σπουδαίος, τι να λέμε τώρα ... τι να τα κάνω εγώ τα μεγαλεία όταν δεν τρέχει ο άνθρωπός σου στην ανάγκη...

 

...συνέχεια πιστολάκι, τα φουσκώνω και φουλ λακ, να μην πετάει τρίχα, έχει αέρηδες εδώ, φυσάει η Καβάλα, τίποτε δεν κρατιέται, μόνο με λακ γλυτώνεις... μαλλί και λακ, λακ και μαλλί... πώς να σωθώ αλλιώς, πώς να ξεχάσω;

 

ΒΑΝΤΑ

σουυυυτττττ, σώπα τίποτε δεν κόβω... θα δυναμώσουνε ξανά, μακραίνουν γρήγορα, λίγο τις άκρες θα σου πάρω, το τόσο δα, να δώσω όγκο, ν’ αναπνεύσουνε....

 

ΑΡΕΤΗ

είσαι καλό κορίτσι Βάντα μου εσύ, πονετικιά, το ξέρεις πούμαι λυπημένη, πούσπασε το μπουκάλι λύπη νοιώθεις, μόνο καλό είσαι εσύ και σ’ όλη την Καβάλα η καλύτερη κομμώτρια , η τοπ η κουαφίρ κι αλλού δεν πάω εγώ για χτένισμα, σε σένα τα μαλλάκια μου, κι όλα στα λέω για τον κύριο Γιώργο μου δεν είναι κομμωτήριο εδώ, της τρίχας το γεφύρι είναι που δεν την χτίζουνε την κακομοίρα, μονάχα σεσουάρ της κάνουνε και σώζεται...

 

...δεν το περίμενα, ειλικρινά, με απογοητεύσατε και κλαίν τα μέσα μου, τι έφταιξα, τι έκανα, ποιές ενοχλήσεις και μπερδέματα; ... και τα ποιήματα τι κρίμα που δεν έφτασαν... και η διεύθυνση σωστή, Καψάλη ένα, Κολωνάκι, το διπλοτσέκαρα εγώ μην πάνε σ’ άλλον-τι χάθηκαν και δεν γνωρίζετε!!... έκανα φασαρία στα ελτά, τους πήρε και τους σήκωσε που θα μου πουν εμένα παραλήπτης άγνωστος... να ψάξουνε να βρούνε, στην τελική δουλειά τους είναι, από την τσέπη μας πληρώνονται, κηφήνες κύριε Γιώργο μου, στο καθισιό τους, μη και κουνήσεις την καρέκλα τους, λυσσάνε... μα ήταν κάτι ποιηματάκια έκτακτα, ήθελα τόσο να τα δείτε... μετά τη νέα πέραμο μου ήρθαν, γύριζα σπίτι με το λεωφορείο, σα φούντωση, γέμισα λέξεις, γράψε,γράψε, μου ’λεγαν φωνές, να δει ο κύριος Γιώργος να χαρεί, να πει πως είσαι μορφωμένη και ποιήτρια, να σε θαυμάσει Αρετή, να κάνει αααα, ωραία που ’ναι δεσποινίς, ευαίσθητα και λίγο αστεία, σαν εσάς.... για σας τα έγραψα κύριε μου Γιώργο, για να σας κάνω εντύπωση, για θέλγητρο, για να σας γοητέψω, για να γυρίσετε ξανά εδώ και να μη φύγετε, για να με αγαπήσατε παράφορα κι ακαριαία και να με θελήσετε... μη φεύγεις Γιώργο μου, ... θα σκοτωθώ.. με εννοήσατε;...

 

...σε αγαπάω Βάντα κουαφίρ και μη μ’ αφήσεις, άλλη κομμώτρια δε θέλω, μη σαν τον κύριο Γιώργο μας κι εσύ, το δεύτερο φευγιό δε θα τ’ αντέξω...

 

ΒΑΝΤΑ

δε θα σ’ αφήσω, ησύχασε... ό,τι μου πεις εδώ θα μείνει, οι βούρτσες και τα ρόλλευ θα το ξέρουν... πες τα να βγούνε ...ακούω εγώ, συνέχεια ακούω... κι ό,τι μπορώ θα κάνω ...να το ξέρεις... μη σε πονέσω μόνο... σιγά σιγά χτενίζω, ήσυχα... αγριεύουνε οι τρίχες, θέλουνε σέβας - θέλουν χεράκι έμπειρο, προσεκτικό κι αυτές...

 

 

 

Photo by Μαρία Καλογιώργη Το θεατρικό κείμενο «Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου» της Γλυκερίας Μπασδέκη ανέβηκε για πρώτη φορά από το ΔΗ.ΠΕΘΕ. Καβάλας σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη, στο πλαίσιο του 57ο Φεστιβάλ Φιλίππων, τον Αύγουστο του 2014, με την Eλένη Ουζουνίδου (Αρετή) και τη Μυρτώ Γκόνη (Βάντα). Οι άλλοι συντελεστές της παράστασης ήταν: Ελένη Στρούλια (Σκηνικά – Κοστούμια), Τάσος Παλαιορούτας (Φωτισμοί) και Κατερίνα Συμεωνίδου (Βοηθός Σκηνοθέτη).  Στο σημείωμα της παράστασης αναφερόταν: «Μια γυναίκα, μια άλλη γυναίκα κι ένα (ίσως) κομμωτήριο. Η μία γυναίκα μιλάει στον απόντα Γιώργο Χειμωνά. Η άλλη γυναίκα (ίσως) χτενίζει κι ακούει. Η μοναξιά, οι άνθρωποι που αποφεύγουν, το ρεύμα που πέφτει ξαφνικά και στέλνει ακαριαίο σκοτάδι. Ένας προσχηματικός μονόλογος με παραλήπτη αυτόν που όλοι μας φοβόμαστε: τον εχθρό του ποιητή. Ένας μονόλογος για την ένδοξη εκείνη στιγμή που η λύπη θα χυθεί και θα πάρει παραμάσχαλα σώματα, μυαλά, την επαρχία Καβάλας ολόκληρη».  Ο σκηνοθέτης της παράστασης έχει αναφέρει: «Εργαζόμενοι πάνω στο "Donna Abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου", παραγγελία "ακριβή" του Φεστιβάλ Φιλίππων, σκοντάφταμε, πέφταμε συνεχώς πάνω στον "Λάμπρο" του Διονυσίου Σολωμού, στην παραλογή του "Νεκρού Αδελφού", στα ακριτικά έπη, στο τραγούδι της σαλεμένης Κλάρας από το "Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας" του Γεωργίου Βιζυηνού, στην Κυβέλη του Γιώργου Χειμωνά. Τα διαβάσαμε, τα ξαναθυμηθήκαμε, και φύγαμε τρέχοντας, μακριά, πολύ μακριά, για να τα βλέπουμε καλύτερα. Κι έτσι πέσαμε-ξεπέσαμε πάνω σε κάτι άλλες λεξούλες, πιο δεύτερες, πιο δικές μας, πιο καθημερινές, πιο ταλαιπωρημένες, πιο ασήμαντες, πιο αγαπημένες, πιο τίποτα, πιο παραπεταμένες, πιο παραπονεμένες, κάτι λόγια σκουπιδάκια, κάτι σκουπίδια όμως ακριβά, που φτερουγίζουν στο ίντερνετ, στα φέισμπουκ, αλλά και όχι μόνο εκεί. Ανοίγονται στα πεζοδρόμια, τα πατάει η πατούσα μας, κολλάνε, κολλάνε στη φτέρνα μας, στη γλώσσα μας, στην ψυχή μας» (Πηγή).

Η Γλυκερία Μπασδέκη γεννήθηκε το 1969 στη Λάρισα, ζει στην Ξάνθη και διδάσκει στο Εσπερινό λύκειο. Έχει εκδώσει τα βιβλία ποίησης Είναι επικίνδυνο ν' ανοίγεις την πόρτα σου σε άγνωστες μικρές (Πλέθρον, 1989) και Σύρε καλέ την άλυσον (Ενδυμίων, 2012), ενώ έχει συμμετάσχει και σε συλλογικές εκδόσεις [Πρώτη γραφή (Μίνωας, 2001) και 13 νέοι συγγραφείς (Νεφέλη, 2002)]. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί και στα Γερμανικά. Διατηρεί τη στήλη CRYING GAME.

Στη Logotenia21 δημοσιεύεται και ένα απόσπασμα από το θεατρικό έργο της «Ραμόνα travel / η γη της καλοσύνης«,  με το οποίο συμμετείχε στο «Φεστιβάλ Αθηνών 2014» η θεατρική ομάδα Bijoux de Kant και οι παραστάσεις του οποίου θα επαναληφθούν από τον Οκτώβριο του 2014 στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων. Η Bijoux de Kant είχε ανεβάσει και το έργο της Γλυκερίας Μπασδέκη «ΣΤΕΛΛΑ travel: η γη της απαγγελίας», κείμενο βασισμένο στη ΣΤΕΛΛΑ του Μιχάλη Κακογιάννη.

Χρίστος Κυθρεώτης, Μια στιγμή κάτω από το φως του Ιουνίου

Phto by Derek Jones

 

Ένα καυτό μεσημέρι του Ιουνίου πριν από αρκετά χρόνια, κατέβαινα την οδό Σίνα με κατεύθυνση το μετρό, όταν κάτι άλλαξε για λίγο. Τα πρώτα δευτερόλεπτα δεν ήμουν σίγουρη τι ήταν αυτό, ούτε αν επρόκειτο για κάτι καλό ή για κάτι κακό, ήξερα μόνο πως κάτι ήταν και πως ό,τι και αν ήταν με είχε αναγκάσει να σταματήσω στη μέση του δρόμου και να κάνω στην άκρη. Στάθηκα στην είσοδο μιας πολυκατοικίας και ακούμπησα την πλάτη μου στο δροσερό μάρμαρο, προσπαθώντας να καταλάβω από πού είχε έρθει αυτή η σκέψη, ποιος περαστικός άνθρωπος ή ποιο περαστικό αυτοκίνητο την είχε σπρώξει προς το μέρος μου. Αν και, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν ακριβώς σκέψη, γιατί δεν ήταν μέρος μιας λογικής αλληλουχίας, καμία προηγούμενη σκέψη δεν είχε οδηγήσει σ' αυτήν, ούτε η ίδια θα πυροδοτούσε κάποια επόμενη σκέψη –δεν ήταν συμπέρασμα, ούτε εικασία, ούτε τίποτα τέτοιο. Ήταν μια ξαφνική βεβαιότητα, όπως αυτή που φαντάζομαι πως αισθάνεται ένας μαθηματικός όταν του έρχεται ξαφνικά στο μυαλό η λύση ενός περίπλοκου προβλήματος που τον απασχολεί για χρόνια, και από το οποίο έχει ίσως αρχίσει ήδη να παραιτείται. Μόνο που στη δική μου περίπτωση, ούτε το ίδιο το πρόβλημα δεν είχε συνειδητοποιηθεί –η ύπαρξη ενός κάποιου προβλήματος αποτέλεσε στο μυαλό μου μέρος της ίδιας έκρηξης στην οποία μου είχε αποκαλυφθεί και η λύση του, η λύση του με τη μορφή μιας βεβαιότητας που βάζει ξαφνικά και μετά από χρόνια όλα τα ανεξήγητα πράγματα στη θέση τους.

 

Στεκόμουν εκεί λοιπόν, σε μια πολυκατοικία της οδού Σίνα, και καθώς η πλάτη μου μετέδιδε τη θερμότητά της στο μάρμαρο της εισόδου, το μάρμαρο σταμάτησε σιγά σιγά να είναι δροσερό, κι εγώ δυσκολευόμουν πια να το ξεχωρίσω από την πλάτη μου. Στο τέλος ένιωσα ότι η πλάτη μου είχε ενωθεί με ολόκληρη την πολυκατοικία και πως αν ήθελα κάποτε για κάποιον λόγο να ξεκολλήσω από το σημείο όπου είχα σταθεί, θα έπρεπε να πάρω μαζί μου ολόκληρο το κτίριο σαν καβούκι.

 

Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η βεβαιότητά μου χάθηκε. Δεν χάθηκε με τρόπο αμετάκλητο, θέλω να πω ότι δεν πήγε από εκεί που είχε έρθει, δεν ξέχασα καθόλου ότι πριν από λίγα μόλις δευτερόλεπτα την είχα, ούτε ξέχασα ποια ήταν αυτή η βεβαιότητα, μόνο που σταμάτησα πια να είμαι βέβαιη γι' αυτήν. Και όσο το μάρμαρο ζεσταινόταν, όσο η ροή των αυτοκινήτων και των ανθρώπων συνεχιζόταν αδιάκοπη στην οδό Σίνα, τόσο μεγάλωνε η δυσπιστία μου απέναντι σε αυτή τη βεβαιότητα. Γιατί η βεβαιότητα αναφερόταν σε κάτι που μου είχε συμβεί ή δεν μου είχε συμβεί στο παρελθόν, κι αυτό σήμαινε πως αν ήταν αληθινή βεβαιότητα θα έπρεπε ήδη να έχει συνοδευθεί από κάποιες εικόνες, θα έπρεπε να είχε έρθει συνημμένη με κάποιες αναμνήσεις –και όσο οι αναμνήσεις δεν έρχονταν, τόσο η βεβαιότητα έλιωνε σαν την άσφαλτο της οδού Σίνα, κάτω από σαράντα βαθμούς Κελσίου. Οπότε κι εγώ είπα στον εαυτό μου πως αυτό για το οποίο ήμουν βέβαιη πριν από λίγα λεπτά δεν είχε συμβεί ποτέ. Φυσικά, γνώριζα πως δεν θα ξεχνούσα ποτέ εκείνη τη σκηνή, δεν θα ξεχνούσα ποτέ πως ένα καλοκαίρι στην οδό Σίνα είχε υπάρξει μια στιγμή κατά την οποία όλα έμοιαζαν να βγάζουν νόημα, πράγματα μέχρι τότε ανεξήγητα, οδύνη που ανέβλυζε από άγνωστες πηγές έδειχνε πια να έχει κάποια σημασία, όλη μου η ζωή μπορούσε να γίνει αντικείμενο παρατήρησης για μια στιγμή κάτω από ένα άλλο φως, κάτω από το φως εκείνου του Ιουνίου.

 

Όμως ήταν μια στιγμή και πέρασε, και αφού καμία ανάμνηση και καμία εικόνα δεν ήρθαν να ενισχύσουν αυτή τη βεβαιότητα, είπα στον εαυτό μου πως θα έπρεπε να βρω άλλο τρόπο να εξηγήσω τη ζωή μου, και θα έπρεπε επίσης να ξεκολλήσω την πλάτη μου από εκείνο το μάρμαρο και να συνεχίσω τον δρόμο μου προς το μετρό, προς τις δουλειές μου, προς ό,τι έκανα κάθε μέρα και προς ό,τι ήμουν γενικότερα κάθε μέρα. Και έτσι έγινε πράγματι, συνέχισα να κατηφορίζω στην οδό Σίνα, εκείνο το μεσημέρι του Ιουνίου πριν από αρκετά χρόνια, λες και δεν είχε συμβεί τίποτα, λες και κανείς ποτέ δεν ήταν βέβαιος για τίποτα κάτω από την είσοδο εκείνης της πολυκατοικίας, λες και τίποτα δεν είχε αλλάξει. Και ίσως δεν έχει καν νόημα να πω σήμερα ποιο ήταν εκείνο το πράγμα για το οποίο ήμουν βέβαιη μια στιγμή πριν από τόσα χρόνια, γιατί εκατομμύρια στιγμές, καλοκαιρινές και χειμωνιάτικες και άλλες, έχουν θάψει εκείνη τη μία και μοναδική στιγμή κάτω από τα στρώματα των δικών τους βεβαιοτήτων, έτσι που σήμερα να είναι αδύνατον να θυμηθώ με ακρίβεια ποια ήταν η ερώτηση που είχα για λίγα δευτερόλεπτα θέσει στον εαυτό μου εκείνο το μεσημέρι και ποια ήταν η απάντηση που πίστεψα πως είχα βρει.

 

 

 

Το διήγημα του Χρίστου Κυθρεώτη «Μια στιγμή κάτω από το φως του Ιουνίου» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην Εφημερίδα των Συντακτών τον Ιούλιο του 2014, και συγκεκριμένα στο θερινό παράρτημα «Καλοκαίρι, μια συνάντηση» στο «Ανοιχτό βιβλίο», το οποίο επιμελείται ο Μισέλ Φάις. Ο Χρίστος Κυθρεώτης γεννήθηκε το 1979 στη Λευκωσία και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακά στο εργατικό δίκαιο. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο ΕΚΕΒΙ με διδάσκοντα τον Μισέλ Φάις. Από το 2003 εργάζεται ως δικηγόρος, ενώ ασχολείται και με την κριτική λογοτεχνίας (Εφημερίδα των Συντακτών, The Book's Journal, protagon.gr). Το 2007 το διήγημά του «Σκόνη από κιμωλία» απέσπασε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό των εκδόσεων «Πατάκη», «Hotel Μετανάστευση», και δημοσιεύθηκε στο σχετικό συλλογικό τόμο Είμαστε όλοι μετανάστες. Το διήγημά του «Αναζήτηση» έχει δημοσιευτεί στο συλλογικό τόμο Χαμένοι στο διαδίκτυο (Πατάκης, 2008), ενώ το διήγημά του «Σημάδι στο μπράτσο» συμπεριλήφθηκε στη συλλογή διηγημάτων Φανταστείτε το μέλλον σας σε μια πόλη που αλλάζει (Ιανός, 2009), αφού απέσπασε το πρώτο βραβείο στον ομώνυμο διαγωνισμό που διοργάνωσαν Τα Νέα και το Βρετανικό Συμβούλιο τον Νοέμβριο του 2008 με θέμα τον διαπολιτιστικό διάλογο. Το 2014 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη η πρώτη συλλογή διηγημάτων του, με τον τίτλο μια χαρά. Διαβάστε στον παρακάτω δεσμό μια μίνι συνέντευξη του Χρίστου Κυθρεώτη στην εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής.

 

© Χρίστος Κυθρεώτης

Αλέξανδρος Κ., Μεταμορφώσεις

Thomas Mann mit Erika Mann_1950_New York_Photo by Elliott Erwitt

 

Grand Hotel Dolder, Ζυρίχη, 25 Ιουνίου 1950, δεκαεννέα ημέρες μετά την εβδομηκοστή πέμπτη επέτειο των γενεθλίων του, ημέρα Κυριακή, απόγευμα.

 

Μια δυο ώρες μετά την άφιξή του στο Dolder, με τη συνοδεία της αγαπημένης θυγατέρας του, όπως πάντα, και ενώ διάβαζε στη βεράντα του ξενοδοχείου, πρέπει να άκουσε, παρά τη θέλησή του, κάποιους Γάλλους παραθεριστές να μιλούν για την προ ολίγων ωρών εισβολή βορειοκορεατικών στρατευμάτων στη Νότια Κορέα. Θα σκέφτηκε ότι δύο χρόνια πριν ακριβώς είχε αρχίσει ο αποκλεισμός του Βερολίνου, ο οποίος πεισματωδώς κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο σχεδόν, παρά την εξίσου πεισματώδη και απροσδόκητα τελεσφόρα, από πολύ νωρίς, αερογέφυρα των συμμαχικών δυνάμεων. Και τότε θα σκέφτηκε ότι σε έναν μήνα ακριβώς θα συμπληρωνόταν πλέον ένας χρόνος από την πανηγυρική επιστροφή του σε γερμανικό έδαφος μετά από δεκαέξι χρόνια απουσίας, θα θυμήθηκε την επίσημη επίσκεψή του στη Φρανκφούρτη στον Μάιν, όπου τον είχαν υποδεχθεί μετά βαΐων και κλάδων, θα θυμήθηκε την εκκλησία του Αγίου Παύλου και τις λευκές γλαδιόλες που κοσμούσαν το πόντιουμ, προς στιγμή μάλιστα πρέπει να είχε την αίσθηση ότι μύριζε το άρωμά τους και ότι άκουγε τις ενθουσιώδεις επευφημίες του πολυπληθούς κοινού και πάλι, θα θυμήθηκε εκείνη την περίτεχνη φράση με την «κηλίδα στη ζωή» του κι ύστερα θα θυμήθηκε και τη δυσπιστία με την οποία τον σχολίαζαν λόγω της επικείμενης επίσκεψής του στη Βαϊμάρη, γεγονός που τον παρακίνησε να δηλώσει περίτρανα και κατηγορηματικά ότι εκείνος δεν καταλαβαίνει από ζώνες και τομείς κατοχής και ότι η πραγματική πατρίδα του είναι η ελεύθερη, η ανέγγιχτη από τις ζώνες κατοχής γερμανική γλώσσα, και θα θυμήθηκε ότι λίγες ημέρες μετά, στη Βαϊμάρη, είχε εμπλουτίσει κάπως εκείνη την ομιλία του, προσθέτοντας μεταξύ άλλων ότι παρά τις όποιες πολιτικές, οικονομικές και ιδεολογικές διαφορές δεν επιτρέπεται να χαθούν η ελευθερία, το δίκαιο και η αξιοπρέπεια του ατόμου. Τότε μάλλον θα σκέφτηκε ότι είχαν περάσει δεκατρείς μήνες από την αυτοκτονία του γιου του, και θα αισθάνθηκε πάλι τον ίδιο θυμό για την αποτρόπαιη πράξη του, κι αμέσως θα σκέφτηκε τη σύζυγό του και τη θυγατέρα του, όπως και τότε στη Στοκχόλμη, θα θυμήθηκε την από κοινού απόφασή τους, να μην διακόψουν την περιοδεία του, να μην ταξιδέψουν στις Κάννες, θα θυμήθηκε πόσο είχε υποφέρει η σύζυγός του. Κι αμέσως θα τη σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή να υποφέρει στο νοσοκομείο, θα σκέφτηκε την επικείμενη εγχείρηση, θα ανησύχησε, στην ηλικία της, λίγες ημέρες πριν από την εξηκοστή έβδομη επέτειο των γενεθλίων της, δεύτερη εγχείρηση που αναγκαζόταν να υποστεί μέσα σε οκτώ χρόνια, θα θυμήθηκε τη δική του εγχείρηση, τέσσερα χρόνια πριν, όλα είχαν πάει καλά τότε, παρά τους φόβους της συζύγου του, και ήταν μεγαλύτερος τότε, όλα θα πάνε καλά και τώρα, θα σκέφτηκε, παρά τους φόβους του, και τότε θα σήκωσε τα μάτια από το βιβλίο του και θα περιέφερε το βλέμμα του στη βεράντα και στον κήπο του ξενοδοχείου. Είχε ανάγκη από ανάπαυση και ηρεμία.

 

Φορούσε μαύρο παντελόνι, λευκό σακάκι, λευκό πουκάμισο και λευκό παπιγιόν, ένας οινοχόος, ένας Γανυμήδης. Η θυγατέρα του τον ρώτησε από πού ήταν. Από το Μόναχο, τους είπε. Ήταν καστανός, γεροδεμένος, με πολύ χοντρό αυχένα, μαλλιά κοντά, ούτε ίσια ούτε σγουρά, κάπως κυματιστά, με χέρια πιο λεπτά απ’ ό,τι νόμιζε αρχικά, πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι πέντε, δεν ήταν μικρό παιδί, μάτια και δόντια όμορφα, φωνή ευχάριστη, γοητευτική.

 

Η ηρεμία δεν έλεγε να επέλθει. Ούτε και η ανάπαυση. Οκτώ ημέρες μετά τον ρώτησε να μάθει τ’ όνομά του, δύο φθόγγοι χειλικοί, τέσσερις συλλαβές, δεν ήξερε αν το συγκράτησε, ύστερα τον ρώτησε να μάθει τ’ όνομά του το μικρό, αυτό ήταν το κυριότερο, ένας φθόγγος χειλικός, μία συλλαβή, αισθάνθηκε ότι θα ήταν πολύ φυσικό να του μιλά εφεξής στον ενικό, δεν τόλμησε την οικειότητα αυτή, όσο περνούσαν οι ημέρες, ο χρόνος που τον έβλεπε δεν ήταν ποτέ αρκετός, δεν τους σέρβιρε πάντα εκείνος, του έπιανε συζήτηση μες στη σάλα, και την παρατραβούσε, και αδιαφορούσε για τα βλέμματα που παρατηρούσαν ιεροεξεταστικά την εγκαρδιότητα που του έδειχνε, σίγουρα είχε καταλάβει προ πολλού ότι τον συμπαθούσε, κάποια στιγμή, που είχε ξεχαστεί και χάζευε το πρόσωπό του, αισθάνθηκε ένα κοφτό και επανειλημμένο τράβηγμα στο δεξί μανίκι, στράφηκε αυτομάτως δεξιά, προς το μανίκι, κι είδε τη θυγατέρα του να τον κοιτάζει αυστηρή, ή αστειευόμενη, και την άκουσε να τον αποκαλεί ασυγκράτητο.

 

Στις 8 Ιουλίου, την επομένη, προσπάθησε να κατανοήσει τα αισθήματά του για τον μικρό, θυμήθηκε έναν στίχο, τον οποίο παρέθετε συχνά, για να τα εκλογικεύσει, αστειεύτηκε με τη σύζυγό του και τη θυγατέρα του για την αδυναμία που του είχε, αλλά την επομένη, την πρώτη φορά που στο δείπνο τούς σέρβιρε εκείνος και που αυτός μάταια πάσχιζε να του βρει ψεγάδια, αφού αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες, επέστρεψε πολύ συγκινημένος και χαρούμενος στο δωμάτιό του, έγραψε στο ημερολόγιό του τις λέξεις που όφειλε να γράψει και αναγνώρισε, έκπληκτος τρόπον τινά, τι του συνέβαινε ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια πάλι.

 

Στις 10 Ιουλίου, ολόκληρη ημέρα, δεν τον είδε.



 

 

Το διήγημα «Μεταμορφώσεις» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Εφημερίδα των Συντακτών  τον Ιούνιο του 2014, και συγκεκριμένα στο θερινό παράρτημα «Καλοκαίρι, μια συνάντηση» στο «Ανοιχτό βιβλίο», το οποίο επιμελείται ο Μισέλ Φάις. Οι «Μεταμορφώσεις» (από την ομώνυμη ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων) στηρίζονται εν μέρει σε πραγματικά γεγονότα από τη ζωή του Γερμανού συγγραφέα Τόμας Μανν (6 Ιουνίου 1875 - 12 Αυγούστου 1955) και σε καταγραφές  από το ημερολόγιό του. Η φράση «ένας οινοχόος, ένας Γανυμήδης» προέρχεται από τη νουβέλα του Τόμας Μανν Ο Μάριο και ο Μάγος. Με τη φράση «θυμήθηκε έναν στίχο, τον οποίο παρέθετε συχνά» υπονοείται ο στίχος από το ποίημα του Φρήντριχ Χαίλντερλιν «Σωκράτης και Αλκιβιάδης» «Wer das Tiefste gedacht, liebt das Lebendigste»  [Όποιος το πιο βαθύ στοχάστηκε, αγαπά ό,τι πιο ζωντανό υπάρχει.] Στη φωτογραφία απεικονίζεται ο Τόμας Μανν με την κόρη του Έρικα Μανν,  στη Νέα Υόρκη το 1950.

Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι μεταξύ άλλων μεταφραστής και συγγραφέας. Ως Αλέξανδρος Κ. άρχισε να δημοσιεύει για πρώτη φορά κείμενά του στη Logotexnia21 τον Δεκέμβριο του 2009. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά (δε)κατα και ΝΗΣΙΔΕΣ, στην Εφημερίδα των Συντακτών, στο διαδικτυακό περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες ο αναγνώστης, στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τον πολιτισμό diastixo.gr και  στο ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση poema. Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2013 το πρώτο του βιβλίο, με τον τίτλο Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων.

Δανάη Δάσκα, Είχα μια ιδέα

 Photo: http://www.forkeratea.com/2013/01/22.html



Εδώ την άφησα. Το θυμάμαι. Σκούπισα το στόμα μου από την κέτσαπ, χτύπησε το τηλέφωνο και η απέναντι τίναξε τη βελέντζα της. Και την είχα. Πού πήγε; Και γιατί θυμάμαι ότι την είχα κι όχι ποια είναι; Αυτό μου συμβαίνει όλη την ώρα. Κεφάλαια ολόκληρα περί αναβλητικότητας, υστερικές συχνότητες φωνών, ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια, βαθιές εκπνοές εκνευρισμού και στρέμματα ξύλου τραυματισμένα από θυμωμένες παλάμες έχουν θυσιαστεί σε μια αδιανόητη απώλεια μνήμης που χάνει κλειδιά, λεφτά, χαρτάκια και ιδέες. Οι ιδέες σε αντίθεση με τις πληροφορίες δεν μπορούν να ανακατασκευάσουν τη γέννησή τους. Δεν αφήνουν ψίχουλα πίσω τους στον δρόμο που διασχίζουν για να σκάσουν βεγγαλικά στον ουρανό του μυαλού σου. Το «σαν» δε λείπει, θα ’ταν ωραίο τροπικό επίρρημα το «βεγγαλικά». Σαν το ευλαβικά. Και μετά θυμάσαι τον κρότο, το φως αλλά όχι το σχήμα που ανταγωνίστηκε τ’ αστέρια. Κι έτσι εύκολα καταλήγει κανείς στις προλήψεις. Εκνευριστικά αποφθέγματα για όλα αυτά που πρέπει να χάνονται, που δεν αξίζουν να βρίσκονται, που μπορεί να επιστρέψουν.

 

Σκούπισα την κέτσαπ από το στόμα μου, τηλέφωνο, βελέντζα. Η γυναίκα πίσω από τη σκόνη φορούσε αυτό το νυχτικό που φοράνε όλες οι γυναίκες που τινάζουν βελέντζες στα μπαλκόνια τους. Και στις ταινίες στα πλάνα μέσα από τα παράθυρα των αυτοκινήτων που δραπετεύουν στο Μεξικό. Κι αλήθεια δεν καταλαβαίνω γιατί υπάρχουν ακόμα αυτά τα νυχτικά που τα φυσάει ο αέρας από κάτω και τα φουσκώνει σαν κακοφορμισμένα λαμπατέρ, σαν παρωδία της Μονρό στην εξαέρωση των λεωφόρων. Κι ύστερα σκύβουν και κοιτούν τον δρόμο οι γυναίκες με τα νυχτικά που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Λευκά με κάποιο μικρό ανθάκι, ίσα να τα λερώνει, και με αστείο φραμπαλά στο ντεκολτέ-σαλιάρα με κουμπάκια. Κρέμονται οι γυναίκες στα κάγκελα και κοιτάζουν κάτω, σαν να μην έμαθε ποτέ το βλέμμα τους ότι αλλάξαν όροφο. Σαν να κοιτάνε από ένα επίγειο περβάζι τον χρόνο να περνά τον δρόμο του σπιτιού τους. Και κάτι να τις τραβάει προς τα πάνω αμυδρά, ίσα να μην καταλαβαίνεις ότι τα βλέπεις όλα πιο μικρά, έναν όροφο ανά αιώνα.

 

Και είναι πάντα καλοκαίρι γι’ αυτά τα νυχτικά, είναι πάντα απόγευμα λίγο πριν βραδιάσει, λίγο αφού ανάψει η τηλεόραση που μιλάει στο σαλόνι. Καμιά φορά καπνίζουν. Και δεν τους πάει. Κρατάνε το τσιγάρο σαν δουλειά, δεν το στολίζουν με κραγιόν, δεν τις στηρίζει στην κουβέντα, δεν το αδειάζουν στον αέρα με ανάσα. Μα σαν να περιμένουν κι ο καπνός να πάει προς τα κάτω. Κι όταν σηκώνουνε το βλέμμα και κοιτάνε από τον μικρό διάδρομο των ταρατσών σε συγκινούν. Εμένα με συγκινούν. Που λυγίζει ακόμα ο σβέρκος προς τα πάνω και δεν σκέφτεται, δεν μουρμουρίζει ο θυμός στον υποθάλαμό τους. Θυμούνται τον ουρανό σαν να τον πάτησαν κατά λάθος και του ζητάνε συγγνώμη. Θα έπρεπε να υπάρχει μια λέξη για τους διαδρόμους που αφήνουν τα κτήρια στα μάτια. Να τους λέμε κυανοθραύστες.

 

 

 

 

Η Δανάη Δάσκα γεννήθηκε στην Αθήνα και αφού τελείωσε την Φιλοσοφική Σχολή έκανε μεταπτυχιακό στην Αγγλόφωνη Λογοτεχνία και τη Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Έχει εκδώσει ποιήματα στην Σκοτία και παραδίδει σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής σε χώρους όπως το Περιοδικό Διαβάζω, το Bios και τον πολυχώρο So7. Σήμερα εργάζεται ως Creative Director σε διαφημιστική εταιρία και συνεχίζει να γράφει διηγήματα και ποίηση.


© Δανάη Δάσκα

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails