No14me, Ανασυσκότιση
του Α.
Βήμα (το)
Μέρες (οι)
I
Νιώθω την ανάγκη να σκύψω προς το μέρος σου, πίσω από την προσεχτικά και ανάστροφα προτεταμένη παλάμη, να σου ψιθυρίσω: τα καταφέραμε.
ΙΙ
Αργήσαμε ίσως λίγο μα καταφέραμε να κάνουμε το ελάχιστο αυτό βήμα, ύστερα από χρόνια, σκέψεων και υπολογισμών, μετρήσεων ως την τελευταία λεπτομέρεια, συνεχών αναβολών, όριο λεπτό, δυσδιάκριτο, ανάμεσα στη δικαιολογία και την υπεκφυγή, όνειρο κούφιο, λειψό στα μάτια των άλλων, που, κορεσμένοι από τη χρόνια επανάληψη, αδυνατούσαν να ταυτιστούν, νάζι φάνταζε στα μάτια τους, σχεδιασμός εκστρατείας εν στάσει, περιστροφή γύρω από τον ίδιο πάντα άξονα, καταφύγιο ασφάλειας, κρυψώνα της αδυναμίας, μνημείο κακής τύχης, διαλυτικό προσωπικής ευθύνης.
ΙΙΙ
Το βήμα έγινε, κοίτα τη θέα που απλώνεται, όσο καθαρίζει η εικόνα τόσο διαγράφονται με ευκρίνεια όλα εκείνα για τα οποία συνηθίζαμε να περνάμε την ώρα αναλύοντας, μια συζήτηση προσευχή, με διαρκείς επαναλήψεις, μέρες αισιοδοξίας διαδέχονταν συννεφιασμένοι ουρανοί, η λογική απέναντι στο συναίσθημα μα κυρίως αντιμέτωπη με τον ίδιο της τον εαυτό, αντίπαλος ισάξιος, αντικατοπτρικός.
IV
Ένα βήμα, ελάχιστο, από μακρινή απόσταση απαρατήρητο, ο εχθρός κοιμάται και ξυπνάει ήσυχος. Σου είπα να καλέσουμε τους συντρόφους, να ανοίξουμε ένα μπουκάλι, να γεμίσουμε τα ποτήρια μας, ό,τι στάξει τη γη να δροσίσει, μου είπες να περιμένουμε, να πάρουμε μιαν ανάσα, να συνηθίσουμε λίγο, είναι και το μάτι, πρόσθεσες χαμηλώνοντας τη φωνή. Το μάτι. Μα είναι χαρά, είναι η πραγμάτωση του ονείρου μας, είναι το τέρμα της γκρίνιας και του παράπονου. Η γκρίνια δε σώνεται ποτέ, είπες.
V
Αμελήσαμε όμως να στεριώσουμε την έννοια της μετάβασης, του προσωρινού, της ορμής. Στεκόμαστε τώρα, εδώ - παρέα με τη σχετικότητα -, υπερήφανοι για όλα όσα καταφέραμε, δίχως ανάσα από την προσπάθεια, ήρωες σε έναν τόπο δίχως ανθρώπους, έτοιμοι να υψώσουμε προσωπικά μνημεία ανδρείας, να σμιλέψουμε πέτρες, να επικαλεστούμε τη μνήμη και τη λήθη ως άξιοι απόγονοι της ράτσας μας, να παραχώσουμε κενά και να λειάνουμε επιφάνειες.
VI
Να θυμηθούμε να φορέσουμε κουρέλια στα ηρώα και στα κορμιά μας.
του Β.
Βήμα (τα)
Νύχτες (και οι)
Το πρώτο βράδυ επιχειρήσαμε επανάληψη, ανάγκη χρόνων για τακτικό επαναπροσδιορισμό, πιάσαμε την ιστορία ξανά από την αρχή, περιγράψαμε ξανά τα χρόνια. Κάποιος παρατηρητής θα διέκρινε μία βιάση, μια λαχτάρα να φτάσουμε στις τελευταίες σελίδες, να αφήσουμε πίσω το ζοφερό παρελθόν, να βρεθούμε στο ένδοξο τώρα, μακριά από τις δυσκολίες της γης στην απόλαυση του καρπού. Το δεύτερο βράδυ παραλείψαμε κεφάλαια ολόκληρα, και τα λοιπά και τα λοιπά, είπαμε, ύλη γνώριμη, κατακτημένη. Το τρίτο βράδυ απομείναμε να ατενίζουμε μακριά, κατακάθησε η σκόνη του βήματος, η εικόνα ικανοποίησε τις αισθήσεις μας, ταιριαστή της φαντασίας. Αντιστρέψαμε την κίνηση, από εδώ προς τα πίσω, από το τέλος στην αρχή. Το επόμενο βράδυ, τέταρτο μετά το βήμα, παραλίγο να σκαρώσουμε μια γιορτή, τελικά όχι, φοβηθήκαμε την τύχη μας, αναλογιστήκαμε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, νιώσαμε νότα φάλτσα στην κακορίζικη μελωδία. Καθώς αποκλείσαμε τους πάντες πλην ημών, κινήσαμε να δοξάσουμε εαυτούς, μάταια αναζητήσαμε καθρέπτες, πέτρα μονάχα τριγύρω.
Τώρα, συζητάμε τις επιπτώσεις της επιτυχίας μας, αναζητούμε μάταια - προς το παρόν - αρνητικά και ελαττώματα, μαύρα σύννεφα που τάχα σκιάζουν τη χαρά, κρύβουν τον ήλιο και απειλούν με βροχή. Αναλογιζόμαστε τα μελλοντικά εκείνα τραπέζια, πάνω στα οποία πρέπει να απλώσουμε τη δυστυχία μας, ο καθένας τη δική του, να τις συγκρίνουμε, να δούμε ποιος την έχει μεγαλύτερη, να διαφωνήσουμε για τις μετρήσεις, να επιστρέψουμε ηττημένοι με τη μικρή μας δυστυχία στην τσέπη, να περιμένουμε να κλείσει η πόρτα πριν βγάλουμε τα κουρέλια μας, θα το θυμηθούμε άραγε;
Αναδημοσίευση από το blog No14me.
Bertolt Brecht, Να διαβάζεται πρωί και βράδυ
Αυτός που αγαπάω |
Μου είπε |
Ότι με χρειάζεται. |
Γι’ αυτό |
Κι εγώ προσέχω τον εαυτό μου |
Κοιτάζω πού πατάω και |
Φοβάμαι την κάθε σταγόνα της βροχής |
μη μ’ αφήσει στον τόπο. |
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Ιωάννα Μυτιληνάκη
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (1898-1956) έγραψε το παραπάνω ποίημα το 1937, σε ένα γράμμα του στην Ruth Berlau (1906-1974), όταν εκείνη βρισκόταν στην Ισπανία, λαμβάνοντας μέρος στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Η Δανή ηθοποιός, σκηνοθέτις, φωτογράφος και συγγραφέας Ρουτ Μπέρλαου γνώρισε τον Μπέρτολτ Μπρεχτ το 1933 στη Δανία. Υπήρξε ερωμένη του από το 1935 και συνεργάτις του από το 1936, χρονιά που χώρισε και με τον σύζυγό της. Το 1941 ακολούθησε τον Μπρεχτ και τη σύζυγό του Helene Weigel (1900-1971) στην Αμερική. Το 1944 γέννησε στη Νέα Υόρκη πρόωρα τον γιο τους, ο οποίος έζησε λίγες ημέρες μόνο. Το 1948 επέστρεψε με τον Μπρεχτ και τη Βάιγκελ στο Ανατολικό Βερολίνο, αλλά άρχισαν να απομακρύνονται. Η σχέση τους διαλύθηκε το 1950. Η Ρουτ Μπέρλαου υπέφερε από κατάθλιψη, ήταν αλκοολική και νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρικές κλινικές. Τον Απρίλιο του 1955 ο Μπρεχτ την πήγε σε μία κλινική στο Βερολίνο, της αγόρασε σπίτι στη Δανία και της έγραψε: «Εσύ θα μπορέσεις έτσι ν' αφιερωθείς πιο εύκολα στο πιοτό, κι εγώ θα μπορέσω πιο εύκολα, αν το κάνεις αυτό, να σε "απελάσω"». Μετά τον θάνατο του Μπρεχτ, όταν ανέλαβε η Βάιγκελ τη διεύθυνση του Berliner Ensemble, της απαγορεύτηκε η είσοδος στο θίασο. Πέθανε το 1974 σε νοσοκομείο στο Βερολίνο, όταν το κρεβάτι της άρπαξε φωτιά από ένα τσιγάρο. Διαβάστε στη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ για τη ζωή και το έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ και δείτε στη σελίδα της βιβλιοnet τα βιβλία του που κυκλοφορούν στα Ελληνικά. Στη Logotexnia21 δημοσιεύονται τα κείμενά του: Το αγαπημένο ζώο του κυρίου Κ. και Μέτρα κατά της Εξουσίας.
© Logotexnia21+ Ιωάννα Μυτιληνάκη
Αλέξανδρος Κ., Προσωρινά
Οχτώ χρόνια σχεδόν εργάζεται σ’ αυτή την εταιρεία. Προσωρινά. Στην αρχή ήταν ένας χρόνος. Προσωρινά. Και λίγο πριν γίνουν δύο τα χρόνια, πήρε προαγωγή. Μετά έγιναν δύο τα χρόνια. Προσωρινά. Μετά έγιναν τρία τα χρόνια. Προσωρινά. Και λίγο πριν γίνουν τέσσερα τα χρόνια, αυτός με μια κίνηση μελετημένου λεονταρισμού παραιτήθηκε. «Απεταξάμην». Η παραίτησή του δεν έγινε δεκτή. Αντιπρόταση. Και παραιτήθηκε και δεύτερη φορά αυτός. Στη σειρά. «Απεταξάμην». Η παραίτησή του δεν έγινε δεκτή. Δεύτερη αντιπρόταση. Στη σειρά. Και παραιτήθηκε και τρίτη φορά αυτός. Στη σειρά. «Απεταξάμην». Η παραίτησή του δεν έγινε δεκτή. Τρίτη αντιπρόταση. Στη σειρά. Έπρεπε να το ξανασκεφτεί. «Συντάσσομαι». Ήταν πολύτιμος συνεργάτης. «Συντάσσομαι». Πήρε και αύξηση. «Συντάσσομαι». Μετά έγιναν τέσσερα τα χρόνια. Προσωρινά. Μετά έγιναν πέντε τα χρόνια. Προσωρινά. Μετά έγιναν έξι τα χρόνια. Προσωρινά. Τότε σκέφτηκε να κεράσει τους συναδέλφους του γλυκά. Δεν το έκανε. Μετά έγιναν εφτά τα χρόνια. Προσωρινά. Και τώρα έχουν γίνει σχεδόν οχτώ τα χρόνια. Προσωρινά. Οχτώ χρόνια σχεδόν πέντε ημέρες την εβδομάδα κάθε πρωί, εξαιρουμένων των επισήμων αργιών, των ημερών κανονικής αδείας που δικαιούται και των πανελλαδικών απεργιών, μεταξύ 8.45 και 8.55 καλεί στο ισόγειο το ασανσέρ για ν’ ανέβει στον 5ο όροφο. Οχτώ χρόνια σχεδόν πέντε ημέρες την εβδομάδα κάθε πρωί, εξαιρουμένων των επισήμων αργιών, των ημερών κανονικής αδείας που δικαιούται και των πανελλαδικών απεργιών, μεταξύ 8.45 και 8.55 στοιχηματίζει με τον εαυτό του ποιο από τα δύο ασανσέρ θ’ ανοίξει. Όταν κερδίζει, λέει με ανακούφιση «γαμημένο» κι ανεβαίνει με το ασανσέρ. Όταν χάνει, λέει με αγανάκτηση «γαμημένο» κι ανεβαίνει από τις σκάλες. Στον 5ο όροφο εργάζεται οχτώ ώρες. Οχτώ χρόνια σχεδόν πέντε ημέρες την εβδομάδα, εξαιρουμένων των επισήμων αργιών, των ημερών κανονικής αδείας που δικαιούται και των πανελλαδικών απεργιών, μεταξύ 9.00 και 17.00 εργάζεται ευσυνείδητα και υποδειγματικά. Οχτώ χρόνια σχεδόν πέντε ημέρες την εβδομάδα κάθε απόγευμα, εξαιρουμένων των επισήμων αργιών, των ημερών κανονικής αδείας που δικαιούται και των πανελλαδικών απεργιών, μεταξύ 17.10 και 17.20 καλεί στον 5ο όροφο το ασανσέρ για να κατέβει στο ισόγειο. Οχτώ χρόνια σχεδόν πέντε ημέρες την εβδομάδα κάθε απόγευμα, εξαιρουμένων των επισήμων αργιών, των ημερών κανονικής αδείας που δικαιούται και των πανελλαδικών απεργιών, μεταξύ 17.10 και 17.20 στοιχηματίζει με τον εαυτό του ποιο από τα δύο ασανσέρ θ’ ανοίξει. Όταν κερδίζει, λέει με ανακούφιση «γαμημένο» και κατεβαίνει με το ασανσέρ. Όταν χάνει, λέει με αγανάκτηση «γαμημένο» και κατεβαίνει από τις σκάλες. Οχτώ χρόνια σχεδόν όλες εκείνες τις ημέρες που κέρδιζε το πρωί μεταξύ 8.45 και 8.55 κι όλες εκείνες τις ημέρες που κέρδιζε το απόγευμα μεταξύ 17.10 και 17.20 δεν είχε προσέξει αυτό που πρόσεξε σήμερα το πρωί που κέρδισε και περίμενε ν’ ανοίξει η πόρτα του ασανσέρ για να βγει στον 5ο όροφο. Γιατί σήμερα το πρωί, μεταξύ 8.58 και 8.59, που άνοιξε η πόρτα στο σωστό ασανσέρ κι αυτός είπε με ανακούφιση «γαμημένο» και μπήκε στο ασανσέρ ν’ ανέβει στον 5ο όροφο κι έκανε μεταβολή όταν μπήκε στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί του 5ου ορόφου και περίμενε να σταματήσει το ασανσέρ στον 5ο όροφο και ν’ ανοίξει η πόρτα του ασανσέρ για να βγει, εκείνη τη στιγμή ακριβώς, που το ασανσέρ σταμάτησε στον 5ο όροφο κι ακούστηκε ο ήχος που σήμανε ότι θ’ ανοίξει η πόρτα του ασανσέρ κι αυτός θα βγει, εκείνη τη στιγμή ακριβώς, μεταξύ 9.00 και 9.01, αυτός πρόσεξε μια λέξη στο κατώφλι του ασανσέρ, μέσα σ’ ένα μεταλλικό πλαίσιο, ανάγλυφη με μεταλλικά στοιχεία: Schindler. Κι ένα χαμόγελο έσκασε ασυναίσθητα στα χείλη του όλο απελπισία, γιατί συνειδητοποίησε ότι είναι εδώ για να σωθεί. Προσωρινά.
Το διήγημα «Προσωρινά» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο διαδικτυακό περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες ο αναγνώστης και αναδημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό blog To Koskino. Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι μεταξύ άλλων μεταφραστής και συγγραφέας. Στη Logotexnia21 άρχισε να δημοσιεύει για πρώτη φορά κείμενά του ως Αλέξανδρος Κ. τον Δεκέμβριο του 2009. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά (δε)κατα και ΝΗΣΙΔΕΣ, στην Εφημερίδα των Συντακτών και στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τον πολιτισμό diastixo.gr. Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2013 το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων.
Difunta Correa, Βρώμικες λέξεις...
Σπίτι. Το σπίτι μας το κέντρο του κήπου. Τοίχοι σε ροζ χρώμα, το ροζ ξεθωριασμένο από τον ήλιο κι έτοιμο κιόλας να σκάσει. Κάνω με το νύχι μου κάτω απ’ το σοβά και τον σπάω. Από κάτω του αρχίζει να φαίνεται ώχρα. Όταν χτυπάω με μια πέτρα εκείνο το χρώμα που είν’ απλωμένο πιο βαθιά, βγαίνει στ’ αποκομμένα νησιά μια άλλη στρώση, εκείνη είναι γκρίζα. Πιο βαθιά δεν προχωράω, το γκρίζο κρατάει στους τοίχους του σπιτιού πολύ γερά, μάλλον αυτό το γκρίζο είναι το ίδιο το σπίτι. Η μητέρα μου λέει: Μη αυτό. Το ξέρω ότι μπορώ να μπω κι από την πόρτα μες στο σπίτι.
[ΙΡΑΚ. Τζόναθαν Μπρέμερ -“γιος” του Πολ Μπρέμερ 2003… συνεδρία]
Μπρέμερ: Ο μπαμπάς ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Πριν από την 11η Σεπτεμβρίου εργαζόταν ως διοικητικός διευθυντής του ασφαλιστικού γίγαντα Marsh & McLennan. Με την επίθεση τα κεντρικά γραφεία καταστράφηκαν, 700 εργαζόμενοι αγνοούνταν, ο μπαμπάς ευτυχώς όχι. Οι μέρες ήταν εφιαλτικές, τα θύματα έφτασαν στα 2.753… κανείς δεν ήξερε τι να κάνει… Ο μπαμπάς μέσα σ’ ένα μήνα ίδρυσε την εταιρεία πρακτικών συμβουλών για τρομοκρατικές επιθέσεις. Παρείχε συμβουλές και κάθε είδους βοήθεια σε πολυεθνικές ώστε να είναι εξασφαλισμένες απέναντι σε μελλοντικές πιθανές επιθέσεις. Ο κόσμος ήταν τρομοκρατημένος. Ο πατέρας μου όχι. Διασφάλιζε στους πελάτες του ασφαλιστικά συμβόλαια ενάντια στον κίνδυνο πολιτικών αναταραχών, έδινε συμβουλές για είδη πρώτης ανάγκης προς αποθήκευση, τότε η απειλή ακόμα και πυρηνικού πολέμου ήταν έντονη… Ο Μπρέμερ ξέρει τι κάνει… Ο Μπρέμερ σ’ εξασφαλίζει. Μπρέμερ εγγύηση… μ’ αυτές τις φράσεις μεγάλωσα… Μπρέμερ εμπιστοσύνη
Οι λεγάμενοι, μετά οι φίλοι τους, μετά εκείνοι που τους θυμούνται, αργότερα όλοι που φοβούνται και στο τέλος όλοι. Αυτά λέει ο πατέρας μου πίσω από μια κλειστή πόρτα στο σπίτι μας, η πόρτα την εποχή εκείνη είναι ακόμα τεράστια για μένα, εγώ προσπαθώ να φανταστώ τι θα συμβεί άμα πέσει προς το μέρος μου, ενώ έχω στήσει πάνω της τ’ αφτί μου, αν θα γίνω χαλκομανία τότε, μέσ’ απ’ την πόρτα περνάει μέχρι το χώλ και μυρίζει ταμπάκο, όλοι, κι αν θα κάνει θόρυβο, άμα με πλακώσει, ή αν μια πόρτα πέφτει σιγανά πάνω σ’ ένα σώμα που είν’ από κρέας. Όταν την επόμενη μέρα πηδάω πάνω στα πέτρινα σχέδια του χαλιού της πόλης κρατώντας το χέρι της μητέρας μου από νησί σε νησί, μετράω βουβά: Οι λεγάμενοι. Μετά οι φίλοι τους. Που θυμούνται. Που φοβούνται. Και στο τέλος όλοι. Ή πάντα πάνω σε μαύρο ή πάντα πάνω σε άσπρο ή πάντα πάνω σε γκρίζο, κρατώντας το χέρι της μητέρας μου. Σαν ποιηματάκι είν’ αυτή η πρόταση, και σαν ποιηματάκι δεν μπορεί να σταματήσει προτού φτάσει στο τέλος - στη μέση δεν μπορώ να σταματήσω το κουτσό, στη μέση δεν μπορώ να μείνω να στέκομαι στο ένα πόδι, κάπου μες στην πόλη, πάνω σε μαύρο ή άσπρο ή γκρίζο. Φοβάμαι για τον πατέρα μου. Όλοι. Όλοι όλοι.
Γιατρός: κλονίστηκε όμως η δική σας εμπιστοσύνη
Μπρέμερ: καθόλου, καθόλου… πώς θα μπορούσα …ήταν ένας σπουδαίος άντρας… ο ίδιος ο Μπους τον επέλεξε… ήταν τόσο χαρούμενος… αγόρι μου… τι σου έλεγα πάντα… η σκληρή δουλειά ανταμείβεται και δάκρυσε… the race is on… Τζόναθαν…the race is on! Μου μετέφερε την καθαρή εντολή του προέδρου λέξη προς λέξη… τον κάλεσε και του είπε… Μπρέμερ! Η ιστορία σπάνια μας προσέφερε την ευκαιρία να κάνουμε τόσα πολλά για τόσους πολλούς. Στο όνομα της αγάπης για τις Η.Π.Α., της δημοκρατίας και της ελευθερίας σου δίνω το πράσινο φως. Μετά το θάνατο του παλιού Ιράκ η ανοικοδόμηση του νέου Ιράκ δεν μπορεί να περιμένει. Αναγέννησέ το τώρα. Δράσε άμεσα και αποφασιστικά. Τhe quicker you succed the better… Πάνω στο άγραφο χαρτί γράψε τις πιο όμορφες λέξεις. Μην τους χαϊδέψεις, μην τους χαριστείς. Θα μας ευγνωμονούν αργότερα. Πάτα delete και κάνε restart. Σβήσε όλες τις προηγούμενες αναποτελεσματικές δομές και ξαναξεκίνα δημιουργώντας ένα έθνος πρότυπο. Μας κινεί η ανεπανάληπτη δέσμευση να φέρουμε νέες ελπίδες σ’ αυτούς που βάδισαν επί μακρόν στη σκιά της τρομοκρατίας. Η επιτυχία είναι μονόδρομος. Οικοδόμησε το Νέο Δημοκρατικό Φιλελεύθερο και Ανταγωνιστικό Ιράκ και πρόσφερε έτσι ένα μέλλον ειρήνης και ασφάλειας στα παιδιά και τα εγγόνια μας, στον γιο σου τον Τζόναθαν, Μπρέμερ… σε κάθε Τζόναθαν. Μπορούμε και θα υπερισχύσουμε… god bless our country, γιατί είμαστε ευλογημένοι
Από ’δώ πέρασε ένα πουλί, λέει ο πατέρας μου, έχει σκύψει δίπλα μου με λυγισμένα πόδια και δείχνει μια δυο γρατζουνιές που μοιάζουνε μ’ αστέρια πάνω στο σκούρο χώμα στην άκρη του κήπου μας, στη σκιά κάτω απ’ τα δέντρα, εκεί που δεν βγαίνει χορτάρι. Έχω δυο πουλάκια μες στα καλαθάκια, έφυγε το ένα, έφυγε και τ’ άλλο, ήρθε το ένα, ήρθε και τ’ άλλο. Τι είναι ίχνος, ρωτάω τον πατέρα μου. Κάτι που δεν μπορεί να είναι σύμπτωση, απαντάει ο πατέρας μου. Ναι, αλλά τότε πρέπει, λέω εγώ, προτού μάθει κάποιος τι δεν μπορεί να είναι σύμπτωση να μάθει όλα τ’ άλλα. Μάλλον, λέει ο πατέρας μου. Και τι γίνεται τότε με το διπλό χρόνο, ρωτάω εγώ, που έχει ένα τέτοιο ίχνος. Ποιο διπλό χρόνο, λέει ο πατέρας μου. Ο χρόνος, λέω εγώ, που πέρασε το πουλί, και ο δεύτερος χρόνος που το μαθαίνουμε εμείς, ανάμεσά τους το ίχνος είναι κάτι σαν γέφυρα. Ίσως, λέει ο πατέρας μου. Ναι, αλλά άμα κάποιος είναι τελικά τόσο μεγάλος που να μπορεί να ξεχωρίζει τη σύμπτωση απ’ όλα τ’ άλλα, είναι πάλι και πολύ βαρύς για να περάσει πάνω απ’ τη γέφυρα. Όχι, λέει ο πατέρας μου, αυτό είν’ ανοησία, και μ’ ένα ξυλαράκι κάνει δίπλα στις γρατζουνιές που μοιάζουνε μ’ αστέρια γρατζουνιές που μοιάζουνε μ’ αστέρια.
Ο πατέρας μου δουλεύει κάθε μέρα σ’ ένα παλάτι που απ’ έξω είν’ εντελώς άσπρο. Ο πατέρας μου φροντίζει σ’ εκείνο το παλάτι για την τάξη. Ίου. Τοίχοι άσπροι, κολώνες άσπρες, σκάλα άσπρη, ο ήλιος τυφλώνει από το σπίτι, λες κι είναι το σπίτι το ίδιο ο ήλιος, μόνο τα δέντρα δεξιά κι αριστερά απ’ το σπίτι είναι σκούρα, και ποτέ δεν κουνάει ένας άνεμος τα φύλλα τους. Ίου. Εγώ αναρωτιέμαι αν τα παράθυρα είναι μόνο ζωγραφιστά, επειδή το παλάτι είναι πάντα τόσο ήσυχο, μέσα του επικρατεί τάξη, λέει η μητέρα μου, ο πατέρας μου φροντίζει για την τάξη, κι επειδή εγώ πίσω απ’ τα παράθυρα ποτέ δεν βλέπω κάποιον. Αναρωτιέμαι αν το σπίτι είναι στ’ αλήθεια χτιστό με τοίχους γύρω γύρω, και γι αυτό απ’ έξω λάμπει τόσο πολύ, γιατί το φως του ήλιου δεν μπορεί να περάσει κι εκεί μέσα να χαθεί. Ίου. Έτσι όπως η μητέρα μου φροντίζει εμένα. Χτενίζουνε την τάξη, δίνουνε στην τάξη να φάει ή να πιει. Μέσα σ’ ένα σπίτι που δεν περνάει καθόλου φως, που μέσα του πρέπει να κρατιούνται από τους τοίχους και να περπατάνε ψαχουλευτά, γιατί τα παράθυρα είναι φραγμένα με τούβλα. Ίιου. Χτενίζουνε όταν δεν μπορούνε να βρούνε την τάξη μες στο σκοτάδι κατά λάθος τον αέρα, ρίχνουνε αυτό που ‘ναι να φάει και να πιει, κι άμα επικρατεί εκείνη παρ’ όλ’ αυτά, η τάξη, τότε βέβαια, χωρίς να έχει χτενιστεί, βρόμικη, πειναλέα, ξεπεσμένη. Ίου. Ίιου. Ο πατέρας μου βγαίνει απ’ το σπίτι, εγώ χαίρομαι, βάζει το χέρι του πάνω απ’ τα μάτια, επειδή την πρώτη στιγμή ο ήλιος τον τυφλώνει, ύστερα μας βλέπει, τη μητέρα μου κι εμένα, να στεκόμαστε στη βάση της σκάλας, είναι Παρασκευή, δυόμισι, εμείς τον παίρνουμε απ’ τη δουλειά όπως κάθε Παρασκευή, εκείνος κατεβαίνει γρήγορα τη σκάλα και με φιλάει με τα χείλια του, που ’ναι τόσο απαλά σαν γυναίκας. Ο πατέρας μου ποτέ δεν φοράει στολή, και τ’ αμάξια που ’ναι μπροστά στο σπίτι είναι γκρι-άσπρα, χωρίς μπλε φώτα. Πού πήγαν οι σειρήνες. Γινήκανε πουλιά, λέει η παραμάνα μου. Ηλιόλουστα κι ήσυχα είναι στην πόλη μας εκεί που μένει η αστυνομία.
Γιατρός: γίνετε πιο σαφής… μπείτε πιο βαθειά σε αυτή την…
Μπρέμερ: Έμοιαζε με κινηματογραφικό αστέρα… φορούσε πάντα τα ίδια ρούχα, κοστούμι Brooks Brothers σιδερωμένο άψογα, το φρόντιζε αυστηρά η μητέρα μου, προσωπικά, και μπεζ άρβυλα Timberland, του τα είχα κάνει δώρο εγώ από τις οικονομίες μου πριν φύγει για τη Βαγδάτη. Εκεί διέσχιζε όλη τη χώρα με ένα ελικόπτερο Blackhawk και τον συνόδευαν σωματοφύλακες της Blackwater, εντυπωσιακό για τα μάτια ενός παιδιού… και για την φαντασία του… δεν συμφωνείτε;
[ΡΩΣΙΑ. Τζόναθαν Γιέλτσιν -“γιος” του Μπαρίς Γιέλτσιν 1993…πρόποση]
…το πε κι ο Πινοτσέτ: Για να υπάρχει δημοκρατία στην κοινωνία θα πρέπει να υπάρχει μια δικτατορία στην εξουσία…
Σκοτώθηκαν 500 και τραυματίστηκαν 1.000, αλλά τί να γίνει; Πάσχαμε από σοβιετική νοοτροπία, καχύποπτοι στις μεταρρυθμίσεις…
Γλίτωσε τη Ρωσία από μια επιστροφή στα μπουντρούμια του παρελθόντος!
Εις υγείαν μπαμπάκα!
βότκα, βότκα γλυκιά… I can’t let you go... I want to…a lady…follow me…of burden….
κάποτε λέγανε ότι εμείς οι Ρώσοι πίνουμε βότκα γιατί η ζωή υπό το κομμουνιστικό καθεστώς είναι θλιβερή ε, λοιπόν επί καπιταλισμού, έρευνες έδειξαν, ότι πίνουμε το διπλάσιο κύριοι … εις υγείαν!
Ακούς, μου λέει η Άννα στο διάλειμμα στην αυλή, όταν πίσω απ’ τη μάντρα με τα κόκκινα τούβλα που περιβάλλει την αυλή του σχολείου μας πέφτει ένας πυροβολισμός: Αυτή ήταν η αδελφή μου. Εμείς δεν μπορούμε να δούμε τίποτα. Περιμένουμε τι θα γίνει μετά. Και τώρα είναι η σειρά του, λέει η Άννα. Ποιανού, ρωτάω εγώ την Άννα. Εκείνου που είν’ ερωτευμένος μαζί της. Αλλά μόνο άμα έχει θάρρος. Πέφτει ένας δεύτερος πυροβολισμός. Κερδίσαμε, φωνάζει η Άννα. Ποιοι, ρωτάω εγώ. Εκείνος κι η αδελφή μου. Ληστέψανε καμιά τράπεζα; Όχι, λέει εκείνη, είχε να κάνει με κάτι εντελώς διαφορετικό. Με τι, ρωτάω εγώ την Άννα. Με την αγάπη, λέει εκείνη. Άμα έχουν πάει όλα καλά, θα είναι τώρα κι οι δυο νεκροί.
[ΠΟΛΩΝΙΑ. Τζόναθαν Σακς -“γιος” του Τζέφρυ Σακς 1993 … κήρυγμα]
Απεργείτε αδελφοί…
αλλά οι απαντήσεις πάντοτε βρίσκονται στο ιερό ευαγγέλιο δια του οποίου η Αγία μας Οικονομία μας εισήγαγε εις τα ενδότερα της ευλογίας του Μεσσία των οικονομικών προς τους ανθρώπους για να μπορούμε να είμαστε απέναντι του με τη δύναμη της πίστεως και της απολύτου εμπιστοσύνης στο θέλημά του. Ο άγιος Ευαγγελιστής του δημοκρατικού καπιταλισμού μας διηγείται λοιπόν σήμερα τη θεραπεία μιας μακρινής χώρας, ονόματι Βολιβίας που εβασανίζετο από φρικτή αρρώστια που περιγράφεται εδώ και η οποία προήρχετο από διαβολική επενέργεια. Και το κεντρικό θέμα αυτής της ευαγγελικής περικοπής με τη διήγηση για την θεραπεία της χώρας είναι: η θεραπεία της χώρας και η θεραπεία που πρέπει να γίνεται σε όλους μας για όσα πράττομε παραβαίνοντες την εντολή της Οικονομίας όπως την ξέρομε ως καθολικοί πιστοί. Αυτού του γεγονότος που διηγείται το ιερό ευαγγέλιο προηγήθηκε το βάπτισμα του Μεσσία Σακς στη σχολή του Σικάγου όπως το ξέρομε.
…Πρόκλησις: μισή ομολογία και μισή αμφισβήτηση, εάν μπορείς και εάν δύνασαι… και άλλοι λιποψύχησαν, ο τότε εκπρόσωπος του Δ.Ν.Τ. είπε: Είναι ό,τι ακριβώς οραματίζεται κάθε αξιωματούχος του Δ.Ν.Τ. Αν όμως τα πράγματα δεν εξελιχθούν καλά, έχω, ευτυχώς, διπλωματική ασυλία και μπορώ να μπω σε ένα αεροπλάνο και να φύγω! Και ακόμη χειρότερα, ο υπουργός οικονομικών: Πρέπει να είμαστε σαν τον πιλότο της Χιροσίμα. Όταν έριξε την ατομική βόμβα, δεν ήξερε τι έκανε. Όταν όμως είδε το ατομικό μανιτάρι, αναφώνησε: Ω, συγνώμη! Αυτό ακριβώς πρέπει να κάνουμε: να εξαπολύσουμε τη θεραπεία και να πούμε: Ω, συγνώμη! και αμέσως λέγει ο Σακς για να εξουδετερώσει αυτή την αμφισβήτηση. Νομίζετε ότι αν και δεν γνωρίζω τίποτε γι’ αυτή τη μακρινή χώρα, για την ιστορία της, για την αποικιοκρατική εκμετάλλευση και την καταπίεση των ιθαγενών της, δεν γνωρίζω και την αρρώστια και την θεραπεία της; και ετοιμάστηκε να φύγει…
… Σας θυμίζει τίποτα αδελφοί αυτή η παραβολή;
Τυχαία λέτε σας τη διηγήθηκα με τόση λεπτομέρεια;
Ποιο είναι το κεντρικό θέμα; Τι μας διδάσκει αυτή η παραβολή;
Πίστη, πίστη, πίστη και μόνον πίστη, ολοκληρωτική
ο Σακς, ο πατέρας μου μετά το θαύμα της Βολιβίας έφτασε και εδώ, στην Πολωνία αγαπητοί αδελφοί και εν μία νυκτί κατέστρωσε το 15σέλιδο πλήρες σχέδιο για τη διάσωση της δικής σας ασθενούς! Κι εδώ το θαύμα θα ήταν μεγαλύτερο γιατί ήταν η πρώτη φορά που έγραφε κάποιος ένα πλήρες σχέδιο για το μετασχηματισμό μιας σοσιαλιστικής οικονομίας σε οικονομία της αγοράς! Θα πραγματοποιούσε άλμα-θαύμα πάνω από το θεσμικό αυτό χάσμα… Και εάν υπακούης επιμελώς εις την φωνήν Κυρίου του Θεού σου, διά να προσέχης να κάμνης πάσας τας εντολάς αυτού, τας οποίας εγώ προστάζω εις σε σήμερον, θέλει σε υψώσει Κύριος ο Θεός σου υπεράνω πάντων … μα δεν τον αφήσατε αδελφοί! Εκείνος σας προειδοποίησε Αλλ’ εάν δεν υπακούσης εις την φωνήν Κυρίου του Θεού σου, διά να προσέχης να εκτελής πάσας τας εντολάς αυτού και τα διατάγματα αυτού, τα οποία εγώ προστάζω εις σε σήμερον, πάσαι αι κατάραι αύται θέλουσιν ελθεί επί σε και θέλουσι σε ευρεί … Ο Κύριος θέλει σε πατάξει εις τα γόνατα και εις τα σκέλη με πληγήν κακήν, ώστε να μη δύνασαι να ιατρευθής από του ίχνους των ποδών σου έως της κορυφής σου.
Και θέλει σε διασπείρει ο Κύριος εις πάντα τα έθνη, απ’ άκρου της γης έως άκρου της γης· και θέλετε λατρεύσει εκεί άλλους θεούς, τους οποίους δεν εγνώρισας, συ ουδέ οι πατέρες σου, ξύλα και λίθους.
Αλλά και εν τω μέσω των εθνών τούτων δεν θέλεις ευρεί ανάπαυσιν, ουδέ θέλει έχει στάσιν το ίχνος του ποδός σου· αλλά θέλει σοι δώσει ο Κύριος εκεί καρδίαν τρέμουσαν και μαραινομένους οφθαλμούς και τηκομένην ψυχήν.
Και θέλουσιν ελθεί επί σε πάσαι αι κατάραι αύται, και θέλουσι σε καταδιώξει και σε ευρεί, εωσού εξολοθρευθής· διότι δεν υπήκουσας εις την φωνήν Κυρίου του Θεού σου, διά να φυλάττης τας εντολάς αυτού και τα διατάγματα αυτού, τα οποία προσέταξεν εις σε.
Η μικρή μου αδελφή, λέει η Άννα, ξαναήρθε χτες στο σπίτι επιτέλους. Ωραία, λέω εγώ. Πήγε αμέσως πάνω, λέει η Άννα, στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μας, στις ντουλάπες, και πήρε τ’ αεροβόλο απ’ το ράφι που ο πατέρας μου έχει πάντα τα μαντίλια του. Οι γονείς μας το είχανε κρύψει κάτω απ’ τις αλλαξιές, για να μην το βρούμε, λέει η Άννα. Η μικρή μου αδελφή, λέει η Άννα, πήρε τ’ αεροβόλο απ’ το ράφι, το ’βαλε στο κεφάλι κι ύστερα πυροβόλησε. Πόσο χρονώ είναι δηλαδή η μικρή σου αδελφή, ρωτάω εγώ. Εφτά ήτανε, λέει η Άννα.
[ΑΓΓΛΙΑ Τζόναθαν Θάτσερ -“ανιψιός” της Μάργκαρετ Θάτσερ και Τζόναθαν Χάγεκ -“γιος” του Φρίντριχ φον Χάγεκ 1982… αλληλογραφία]
Αγαπητέ Τζόναθαν,
Η Θεία μου όπως ξέρεις βρίσκεται στον τρίτο χρόνο της διακυβέρνησης, ήδη βουλιάζει στις δημοσκοπήσεις και δεν είναι διατεθειμένη να διακινδυνεύσει μια ήττα στις επόμενες εκλογές εφαρμόζοντας ένα τόσο ριζοσπαστικό και αντιδημοφιλές οικονομικό πρόγραμμα σαν αυτό που της πρότεινε ο πατέρας σου! Παρά τον θαυμασμό που τρέφει για την αξιοσημείωτη επιτυχία της Χιλιανής οικονομίας και το εντυπωσιακό παράδειγμα αυτής της οικονομικής μεταρρύθμισης, είναι βέβαιη πως όπου υπάρχουν δημοκρατικοί θεσμοί, τα μέτρα που υιοθετήθηκαν στη Χιλή με τόσο κτηνώδη βία, θα ήταν απαράδεκτα. Οι εκλεγμένοι ηγέτες ανησυχούν για το τι σκέφτονται οι ψηφοφόροι σχετικά με την αποδοτικότητα και το έργο τους που κρίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα!
Τζόναθαν, συμφωνώ απόλυτα μαζί της και μην ξεχνάς πως μια δική της ήττα στις εκλογές διαλύει κάθε ελπίδα πολιτικής μου ανέλιξης. Είμαι απελπισμένος, είμαι στα πρόθυρα κρίσης, οι προσπάθειες μιας ζωής που κατέβαλλα με τόσο κόπο -ξέρεις πόσο επώδυνο ήταν για μένα να τελειώσω το πανεπιστήμιο!- ώστε να διαθέτω και τα τυπικά προσόντα, τώρα πάνε ολότελα χαμένες…
Τα όνειρά μου ήταν άλλα, εσύ το ξέρεις καλά …αλλά τώρα είναι αργά πια…
Τέλος πάντων, στο πανεπιστήμιο που βρίσκεσαι υπάρχει καμιά θέση βοηθού μακροοικονομίας ή έστω εφαρμοσμένης λογιστικής;
Υ.Γ. Επισυνάπτω βιογραφικό με φωτό!
Ειλικρινά δικός σου, Τζόναθαν
Αγαπητέ Τζόναθαν,
Οι δικτατορίες όπου απουσιάζει καταφανώς η ελευθερία εφαρμόζουν στην πράξη την ελευθερία της αγοράς. Όμως οι ελεύθεροι άνθρωποι, δυστυχώς, δεν ψηφίζουν τους πολιτικούς που θέλουν να την εφαρμόσουν. Η Βρετανία είναι και πρέπει να παραμείνει μια δημοκρατική χώρα, άρα, αγαπημένε μου, τι σας μένει;
Μόνο μια κρίση-είτε είναι είτε απλώς εκλαμβάνεται ως πραγματική-οδηγεί σε πραγματικές αλλαγές. Όταν ξεσπάει μια κρίση, οι δράσεις που αναπτύσσονται εξαρτώνται από τις περιρρέουσες ιδέες. Πιστεύω ότι αυτή πρέπει να είναι η βασική λειτουργία μας: να αναπτύξουμε εναλλακτικές πολιτικές που θα αντικαταστήσουν τις υπάρχουσες, να τις διατηρούμε ζωντανές και διαθέσιμες, έως ότου το πολιτικά αδύνατον καταστεί πολιτικά αναπόφευκτο.
δικός σου, Τζόναθαν
[ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ Τζοναθίνα Φορντ -“κόρη” του βιομηχάνου Φορντ 1983 …αναχώρηση]
Το ίδρυμα Φορντ υπήρξε αποδεδειγμένα η πιο σημαντική και με μεγάλη διαφορά πηγή χρηματοδότησης των ομάδων υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη φιλανθρωπική οργάνωση σε ολόκληρο τον κόσμο με αποκορύφωμα την δεκαετία του ’70! Κατά την οποία διοχέτευσε 30 εκατομμύρια δολάρια στην υπεράσπιση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενισχύοντας Επιτροπές Ειρήνης της Λατινικής Αμερικής, το Παρατηρητήριο της Αμερικής και άλλες ανεξάρτητες οργανώσεις σώζοντας χιλιάδες ζωές Και εδώ δεν σημειώνω τυχαία την δεκαετία, είναι γι’ αυτή ακριβώς την περίοδο που τώρα οι λασπολόγοι μας κατηγορούν ότι η αυτοκινητοβιομηχανία διέθετε μυστικές εγκαταστάσεις βασανιστηρίων μέσα στα όρια της ιδιοκτησίας της και ότι είχε βοηθήσει στην εξαφάνιση των εργατών της! Στους ίδιους λοιπόν αυτούς χώρους που εγώ έτρεχα, έπαιζα και μεγάλωνα καθώς άκουγα με θαυμασμό τον σεβαστό μου πατέρα να με διδάσκει σύμφωνα με τις υψηλότερες αξίες, βασανίζονταν ή και ακόμη σκοτώνονταν άνθρωποι!
Θα έχεις δει κάποια φορά τη σιδερένια ράβδο που χώνω στο χώμα, για να βγάλω τα σκουλήκια της βροχής από το χώμα. Ναι, λέω εγώ. Έτσι φαντάσου το, λέει ο πατέρας μου. Με το ρεύμα τα σκουλήκια βγαίνουν απ’ το χώμα, κι όσο πιο δυνατό είναι το ρεύμα τόσο πιο γρήγορα.
Η αλήθεια δηλαδή όταν συνδέεις ένα σώμα με το ηλεκτρικό ρεύμα βγαίνει από το σώμα σαν σκουλήκι. Ναι, λέει ο πατέρας μου.
Το ρεύμα είναι το καλύτερο μέσο για να βγάλεις κάτι που ξέρει κάποιος από το στόμα του. Άμα όμως κάποιος δεν ξέρει τίποτα; Άμα όμως είσαι σ’ ένα δωμάτιο χωρίς πρίζα, γίνεται και με μια τανάλια ή ένα μαχαίρι. Τανάλια. Μαχαίρι. Άμα το μαχαίρι είναι αρκετά κοφτερό, μπορείς για παράδειγμα να κόψεις σε κάποιον ή κάποια τις πατούσες γύρω γύρω κι ύστερα να τραβήξεις το δέρμα να το βγάλεις.
30.000 εξαφανίσεις… κι όμως οι Μητέρες της πλατείας του Μαΐου δεν δέχτηκαν τα χρήματά μας κι ας επέμενα, θεέ μου πόσο επέμενα να βοηθήσω αυτές που έχασαν τα παιδιά τους…
Παιδιά… παιδιά σαν κι αυτά που το ίδρυμά μας ανέκαθεν στήριζε παρέχοντάς τους ακαδημαϊκές υποτροφίες, εξασφαλίζοντάς τους την πρόσβαση στα καλύτερα Πανεπιστήμια εντός και εκτός Αργεντινής. Υπότροφοί μας διέπρεψαν στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο όπου ο βασικός χρηματοδότης για την οικονομική έρευνα υπήρξε το ίδρυμά μας! και όχι τυχαία, η χώρα είχε ανάγκη ικανούς οικονομολόγους έτοιμους να επιστρέψουν για να εκπληρώσουν το μεγαλειώδες πεπρωμένο της πατρίδας σας-αυτό το μέλλον ευχηθήκαμε στην ευχετήρια καταχώρηση της πρωτοχρονιάς του ’77 και σ’ αυτό στοχεύσαμε και αυτό δεσμευτήκαμε να πραγματώσουμε. Μέσω της παιδείας. Το ίδρυμα Φορντ πάντοτε πρέσβευε "Δεν μπορείς να έχεις μια εκσυγχρονισμένη χώρα χωρίς μια εκσυγχρονισμένη ελίτ", "πρέπει να βελτιωθούν τα οικονομικά ακαδημαϊκά ιδρύματα για να εκπληρωθούν οι δημοκρατικοί στόχοι" …
χωρίς διακρίσεις- χωρίς διακρίσεις βοηθήσαμε, χωρίς διακρίσεις βοηθάμε …
Κοιμισμένους τους αφήναμε τους ανθρώπους στον ουρανό, λέει ο πατέρας μου, κι ο παπάς προσευχότανε για ’κείνους, πριν χτυπήσουνε τα σώματά τους στο νερό. Κι αύριο πρωί-πρωί, σαν το θέλει ο Θεός. Ένα θαύμα, μακριά μας, από το μπλε στο μπλε πέφτουνε οι άγγελοι, από τον ουρανό ψηλά μες στη θάλασσα, κοιμούνται, πέφτουνε και κρατιούνται ακόμα από τα χέρια, η μητέρα μου κι εγώ είμαστε όρθιες κάτω στο λιμάνι και βλέπουμε το θαύμα, και πολλοί άλλοι δίπλα μας είν’ όρθιοι κι εκείνοι και δείχνουνε κι εκείνοι τους αγγέλους και κάνουνε το σταυρό τους.
Ότι μες στο παλάτι θ’ ακούγανε τόσο πολλή μουσική δεν το είχα φανταστεί. Απ’ έξω το παλάτι είναι πολύ ήσυχο. Η ησυχία είναι υγεία. Μέσα όμως βγάζουνε οι μεν στους δε τα νύχια, καθοίκι, ντίιν, χτύπημα, χτύπημα και χτύπημα, η αγάπη είναι πιο βαρειά απ’ το νερό, χόρευε, μένουμε ζωντανοί και ντίιν, του ’χει βγει το λαρύγγι να φωνάζει, ναι, μένουμε ζωντανοί και ντίιν, πυρετός της νύχτας, θησαυρέ μου, γύρνα πίσω, με λίγη τύχη, μαζί σου μες στην κοπριά, ντίιν, πάρα πολύ, πολύ λίγο, πολύ αργά, παιδί μου, ο αγώνας έχει αρχίσει, δεν μπορώ να σ’ αφήσω να φύγεις, και πάμε πάλι, άρχισαν να μαυρίζουν όλα γύρω σου, αγάπα με, αγάπα με πιο σκληρά, νιώθω ακόμα τη φλόγα, ζέστη, κρύο κι υγρασία, δεν μπορώ να σ’ αφήσω να φύγεις, χώσ’ του τη, αν μ’ εγκαταλείψεις, θα το μετανιώσεις κάποια στιγμή, καθοίκι, μαζί μπορούμε να τα καταφέρουμε, ντίιν, ντίιν και ντίιν, κανείς δεν ξέρει ποια είναι ή πώς τη λένε, έλα, να της σκαλίσουμε ένα λουλούδι στο δεξί στήθος, στ’ αριστερό, και στα δυο, έλα, λέγε τι βλέπεις, όταν μαυρίζουν όλα γύρω σου, χόρευε, χόρευε και χόρευε, είναι πάρα πολύ μικρή για να ’ναι του δρόμου, δέσ’ την από τα μαλλιά, καυτό παιδί μέσα στην πόλη, γύρνα πίσω, παιδί μου, είναι το μαύρο χρώμα, ζήτω, έλα, κι ακόμα πιο σκληρά, σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι μαζί της, εσύ, δεν μου φέρνεις λουλούδια, δεν μου τραγουδάς τραγούδια αγάπης, δεν μου μιλάς καθόλου πια, όταν έρχεσαι και μπαίνεις απ’ την πόρτα στο τέλος της μέρας, ένα καρφί στη σάρκα, κοντά στην καρδιά, που φτερουγίζει όσο χτυπάει, ένα ραβδί για το αίμα, κρουστά, έχει το κατάλληλο εργαλείο, χτύπα, χτύπα, όσο η καρδιά χτυπάει, όταν γυρίσω σπίτι, θησαυρέ μου, θα σου βάλω φωτιά, θα σε κλείσω στην αγκαλιά μου, θα σε κρατήσω σφιχτά, ντίιν, θέλω να δοκιμάσω τη γεύση των χειλιών σου, θέλω να σε φιλήσω παντού, γυαλιά στην τρύπα σου, παλιοκαριόλα, παντού, μέχρι η νύχτα, χόρευε, χόρευε και χόρευε, είναι εύκολο να δεις πότε κάτι είναι σωστό και πότε είναι λάθος, χτύπημα, χτύπημα και χτύπημα, ντίιν, χτύπημα, χτύπημα και χτύπημα, ντίιν, τα χάλκινα σε ρυθμό τεσσάρων ή τριών τετάρτων, δεν έχει σημασία, πάντως πάντα πιο δυνατά απ’ αυτόν ή αυτή, η αγάπη είναι πιο βαρειά απ’ το νερό, μαλακώνεις, αυτόν ή αυτήν, με ζέστη, κρύο κι υγρασία, τη σάρκα την κάνεις να λιώνει, ύστερα εμφανίζεται ο πυρήνας, κι αυτόν ύστερα τον δαγκώνεις, τον χτυπάς, τον λιανίζεις, τον κάνεις σκόνη, μείνε μαζί μου, εδώ μαζί μου, κοντά μου, θέλω να σε, χόρευε, χόρευε και χόρευε, θέλω να σε, το χορό στη σκιά, τρεις άντρες, μια λέιντυ, ντίιν, ακολούθησέ με, καθοίκι, φορτίο μου.
[ΧΙΛΗ Τζόναθαν Πινοτσέτ -“γιος” του Αουγκούστο Πινοτσέτ και Τζόναθαν Φρίντμαν - “γιος” του Μίλτον Φρίντμαν 1982 … φουαγιέ]
Φρ: σας δώσαμε ή δεν σας δώσαμε σαφείς οδηγίες χρήσης, απλά πράγματα.
Π:Αυτό το ακαταλαβίστικο σχέδιο…
Φρ: Ούτε που το διαβάσατε. Ελάτε παραδεχτείτε το, θα ’βαζα στοίχημα…
Π:να διαβάσω 500 σελίδες, όχι βέβαια
Φρ: Ούτε ο πατέρας σας…
Π: Είχε διαβάσει την πεντασέλιδη σύνοψη που μας είχατε προτείνει, του φάνηκε λογική, σας έδωσε το πράσινο φως να την προχωρήσετε. Δεσμεύτηκε να εφαρμόσει το οικονομικό σας πρόγραμμα αλλά ήταν πολύ σκληρό, οι αντιδράσεις
Φρ: Το πρόγραμμα ήταν σκληρό ή οι βαναυσότητες που επιδείξατε μέσω στρατού, ήμασταν έτοιμοι να απενοχοποιήσουμε τις ιδιαζόντως ειδεχθείς…
Π: Τι;
Φρ: να σας προσφέρουμε τα διανοητικά εφόδια που σας έλλειπαν
Π: ο μπαμπάκας σου μας άδειασε… ορίστε το απόκομμα της δήλωσής του … δεν θεωρώ κακό ένας οικονομολόγος να παρέχει τεχνικές οικονομικές συμβουλές στην κυβέρνηση παρά την έντονη διαφωνία μου με το αυταρχικό πολιτικό σύστημα της Χιλής … παρά τη διαφωνία του;
Προς τι να υπάρχουνε τα μάτια μου, αν είναι να βλέπουν αλλά να μη βλέπουνε τίποτα; Προς τι τ’ αφτιά μου, αν είναι να ακούν αλλά να μην ακούνε τίποτα; Προς τι όλα τα ξένα μες στο κεφάλι μου;
Αυτά, εγκεφαλική έλικα εγκεφαλική έλικα, να τα σκεφτώ ν’ αφανιστούνε, μέχρι ίσως να φανεί στον πάτο κάτω κάτω ένα κουταλάκι γεμάτο με εμένα. Νʼ αρπάξω την ανάμνηση σαν μαχαίρι και να το στρέψω πάνω της, ν’ αποκόψω την ανάμνηση με την ανάμνηση. Αν γίνεται αυτό.
Πατέρας και μητέρα. Μπάλα. Αυτοκίνητο. Αυτά ίσως οι μόνες λέξεις που ήταν σώες όταν τις έμαθα. Κι αυτές ύστερα λάθος, ξεριζωμένες από μέσα μου και φυτεμένες από την άλλη πάλι, τ’ αντίθετο της μπάλας πάλι μπάλα, του πατέρα και της μητέρας πατέρας και μητέρα. Τι είναι αυτοκίνητο; Όλα τ’ άλλα λόγια εκ των προτέρων με τη μισή σιωπή βάρος μολύβι στα πόδια, έτσι όπως το φεγγάρι κουβαλάει πάνω του τη σκοτεινή πλευρά του ακόμα κι όταν είναι γεμάτο. Αλλά εκείνο περιστρέφεται τουλάχιστον. Για μένα τα λόγια ήτανε σταθερά, τώρα όμως τ’ αφήνω να φύγουν, και αν δεν γίνεται αλλιώς, καλύτερα να κόψω μαζί και το ’να ή τ’ άλλο μου το πόδι. Μπάλα. Μπάλα.
Η θεατρική παράσταση Βρώμικες λέξεις... της θεατρικής ομάδας Difunta Correa παίζεται στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων από τις 25 Οκτωβρίου έως τις 15 Δεκεμβρίου 2013.
Συντελεστές
Κείμενα: Τζέννυ Έρπενμπεκ (Παιχνίδι με τις λέξεις, μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη, Εκδόσεις Ίνδικτος) - Ρηνιώ Κυριαζή (με αφετηρία το Δόγμα του Σοκ της Naomi Klein, εκδόσεις Λιβάνη)
Δραματουργία: Νίκος Φλέσσας
Σκηνοθεσία: Νίκος Καμόντος
Σκηνικά-κοστούμια: Λίνα Μότσιου
Μουσική: Νίκος Βελιώτης
Φωτισμοί: Λίνος Μεϊτάνης
Ηθοποιοί: Άρης Αρμαγανίδης, Νίκος Καμόντος, Ρηνιώ Κυριαζή, Αγγελική Παπαθεμελή, Βάσια Χρήστου
* * *
Τα αποσπάσματα με γκρι χρώμα είναι από το βιβλίο της Τζέννυ Έρπενμπεκ. Οι "γιοι", ο "ανιψιός" και η "κόρη" των πραγματικών προσώπων που αναφέρονται στο έργο είναι φανταστικά πρόσωπα.
Η θεατρική ομάδα Difunta Correa πήρε το όνομά της από την αγία που αναφέρεται στο βιβλίο της Τζέννυ Έρπενμπεκ. Η αγία Difunta Correa (αποθανούσα αγγελιαφόρος) λατρεύεται από το λαό στην Αργεντινή (αλλά και σε κάποια μέρη της Χιλής και της Ουρουγουάης) και δεν έχει αναγνωριστεί επισήμως από την Καθολική Εκκλησία. Σύμφωνα με την παράδοση, πέθανε το 1840 στην έρημο, κατά την προσπάθειά της να φτάσει μαζί με το μωρό της στον άντρα της, ο οποίος είχε επιστρατευτεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Αργεντινή.
Γράφει η Έρπενμπεκ: "Η αγία Ντιφούντα Κορρέα πέθανε από τη δίψα στην έρημο, αλλά το παιδί που βύζαινε απ’ το στήθος της ζούσε ακόμα όταν τους βρήκανε τους δυο τους. Να βυζαίνεις ζωή από μια νεκρή, η παραμάνα μου χαϊδεύει με το δάχτυλό της την εικονίτσα να ισιώσει, παράξενο, όταν η ζωή βγαίνει από κάποια η ίδια βαραίνει αντί να ελαφραίνει. Η πλάτη, τα πόδια κι οι φτέρνες της αγίας βαριά πάνω στην άμμο, το παιδί το κρατάει ακόμα στην αγκαλιά, το κρατάει, η νεκρή, το ζωντανό παιδί στην πεθαμένη ήδη αγκαλιά της, και σαν τρίτος στη συμμαχία πάνω απ’ τους δυο τους ο βουβός ήλιος, που έφερε το θάνατο στη μητέρα. Όπου υπάρχει ένα εικονοστάσι στην άμμο για την πεθαμένη από τη δίψα, οι ταξιδιώτες αφήνουνε μπουκάλια με νερό, λέει η παραμάνα μου. Εγώ αναρωτιέμαι αν θα την ξυπνήσει το νερό. Αν μια αγία πού ’ναι καιρό πια νεκρή μπορεί άραγε να πιει πίσω τη ζωή της από τόσο πολλά σφραγισμένα μπουκάλια. Έχει αλήθεια μια αγία χέρια και στόμα. Η παραμάνα μου λέει θα σηκωθεί πάντως. Ναι, αλλά πότε πια. Όταν δεν θά ’ρχεται πια κανείς για να φέρνει καινούργια τάματα, λέει. Όταν θα γυρίσει η ησυχία στη γη, εκείνη θα θέλει να δει τι γίνεται, τότε το αργότερο θα σηκωθεί και θα πιει".
Γιάννης Τσίρμπας, – Η ευτυχία είναι σάντουιτς –
Τρεις μέρες. Έχω να φάω. Τρεις μέρες. Ένα τοστ δαγκωμένο. Έπεσε από ένα παιδί. Μετά σφαλιάρα η μάνα του. Και στα σκουπίδια. Το μάζεψα. Το ‘φαγα. Τρεις μέρες. Ένα τοστ. Είμαι ξελιγωμένος. Κάνω ένα βήμα. Στέκομαι. Δύο, ξανά στέκομαι. Φτάνω στην πλατεία. Πεινάω. Διψάω. Σιντριβάνι. Νερό. Ζητάω λεφτά. Απλωμένο χέρι. Δέκα δραχμές. Είκοσι δραχμές. Στους νέους δεν δίνουν. Ξελιγωμένος. Θυμάμαι το φαΐ. Η πείνα είναι όνειρο. Να γεύεσαι. Να γεμίζεις. Να ρεύεσαι. Πονάει το στομάχι μου. Άδειο. Όλα είναι θολά.
Κάθομαι στο σιντριβάνι. Σκύβω να πιω νερό. Ζαλίζομαι. Πέφτω μέσα. Γίνομαι μούσκεμα. Μεγάλη ντροπή. Βγαίνω, περπατάω γρήγορα. Θέλω να φύγω μακριά. Κοιτούν όλοι. Ντροπή. Τα παπούτσια μου βαριά. Πλουτς. Το νερό τρέχει στη μέση μου. Κρυώνω. Περπατάω και με ακούν όλοι. Δεν μπορώ να μείνω μόνος. Όλοι με βλέπουν. Ζαλίζομαι. Ξελιγωμένος. Κρυώνω. Όλα γυρίζουν. Περνάνε κάτι παιδιά. Γελάνε μαζί μου. Εγώ κοιτάω κάτω. Το έδαφος γυρίζει. Νιώθω τις σταγόνες να τρέχουν. Από το σώμα στα πόδια. Στάζω.
Μπροστά μου ένα θολό χαρτί. Γαλάζιο. Έχει το νούμερο πέντε. Ζαλίζομαι. Τρία μηδενικά. Πεντοχίλιαρο! Αγωνία. Είναι τρία βήματα μακριά. Ένα βήμα. Ήχος από στύψιμο. Το πεντοχίλιαρο γυρίζει γύρω γύρω. Σαν να μου φεύγει. Κι άλλο βήμα. Φυσά αεράκι. Ανατριχιάζω. Ένα βήμα ακόμα και χορτάτος. Θα φάω. Λίγο ακόμα πιο κει. Κολλαριστό. Πετάει εύκολα. Κι άλλο βήμα. Σκύβω. Σχεδόν μπουσουλάω. Γλιστράω. Ξελιγωμένος. Πέφτω. Σκάω στο τσιμέντο σαν μπαλόνι με νερό. Δεν έχω δύναμη να σηκωθώ. Δεν βλέπω τα λεφτά. Ήταν παραίσθηση.
Είμαι μπρούμυτα στις πλάκες της πλατείας. Με τις κουτσουλιές. Βλέπω από κοντά τις αυλακώσεις τους. Τις χαρακιές. Χαρακιές στο στομάχι. Πεινάω. Δεν νιώθω. Όταν πεινάς τόσο δεν υπάρχει τίποτα. Δεν νιώθεις καθόλου. Θυμάμαι το πεντοχίλιαρο. Ζεστό τσιμέντο. Ζεσταίνει τις παλάμες μου. Ανακούφιση. Είμαι βρεγμένος. Ψηλαφώ ξανά τριγύρω. Μετά χτυπάω τα χέρια μου στο τσιμέντο. Με όση δύναμη έχω. Σκέφτομαι ότι κάνω σα μωρό. Τα λεφτά πουθενά. Μόνο στο μυαλό μου. Όταν πεινάς, πεινάς παντού. Και στο μυαλό. Πρέπει να σηκωθώ. Καμία απογοήτευση. Μόνο η πείνα. Είμαι πολύ βαρύς. Πρέπει να σηκώσω όλο αυτό το μουσκίδι. Νηστικός και τόσο βαρύς. Στηρίζομαι στα χέρια μου. Μια χάρτινη αίσθηση στο ένα χέρι. Το πεντοχίλιαρο κολλημένο στο χέρι μου. Χορταίνω ήδη!
Τώρα το γραπώνω γερά, στέκομαι στα πόδια μου χωρίς δυσκολία, έχω φτερά, διασχίζω την πλατεία, σέρνομαι, αλλά γοργά, περνώ δίπλα από το σιντριβάνι, απέναντι σαντουιτσάδικο, πλατς, μπαίνω μέσα, στάζω, κοιτάζω τη βιτρίνα, σταγόνες από τα μαλλιά μου στο τζάμι της, σταγόνες από τα μαλλιά μου στα χείλια μου ή μήπως είναι σάλια, είμαι ευτυχισμένος μόνο από τη μυρωδιά, γήπεδο, ο πατέρας μου, η ευτυχία είναι σάντουιτς, παραγγέλνω, διπλό τυρί, μπέικον, μπιφτέκι, καπνιστό, ζαμπόν, μανιτάρια, πιπεριά, ντομάτα, μαγιονέζα, πήγαινε πρώτα στο ταμείο, μου λέει, πάω στο ταμείο, τι; Δεν χαλάει πεντοχίλιαρο. Λέει. Σε παρακαλώ, πεινάω. Τέλος, λέει. Να το χαλάσω. Πού να το χαλάσω. Δεν αντέχω. Έχω γεμίσει νερά το μαγαζί, λέει. Να φύγω. Να χαλάσω και να ξανάρθω. Πού να χαλάσω. Και το σάντουιτς; Μόλις χαλάσεις, λέει.
Ζαλίζομαι. Η πλατεία γυρίζει. Έχετε να χαλάσετε; Κανείς δεν μου μιλάει. Με αποφεύγουν οι άνθρωποι. Το σιντριβάνι. Το σιντριβάνι γυρίζει. Να ακουμπήσω. Έχετε να χαλάσετε; Πλαστό θα είναι, ακούω. Κάθομαι. Μήπως έχετε να χαλάσετε; Κανείς. Πάω στο περίπτερο. Έχεις να χαλάσεις; Το παίρνει στο χέρι του. Σαν να το χαϊδεύει. Πού το βρήκες ρε; Μου το δίνει πίσω. Το χαϊδεύω κι εγώ. Με τα δυο δάχτυλα. Όπως αυτός. Είναι ανάγλυφο. Μου ανακουφίζει τις ρώγες των δαχτύλων. Τα πόδια μου δεν με κρατούν. Έχετε να χαλάσετε; Οι άνθρωποι δεν με πλησιάζουν. Πεινάω. Ξελιγωμένος. Έχετε να χαλάσετε; Πλουτς, πλατς. Παραμιλάω. Φωνάζω. Μου το χαλάτε; Ανεμίζω το κολλαριστό πεντοχίλιαρο. Δεν με κρατάνε άλλο τα πόδια μου. Κάθομαι στο γείσο του σιντριβανιού. Ένα αγοράκι τρέχει μέσα στα περιστέρια. Αυτά πετάνε. Προχωρά καταπάνω μου. Πίσω τρέχει η μάνα του να το προλάβει. Έρχεται μπροστά μου. Είναι όμορφο. Το βλέπω θολά. Μου τραβάει τα λεφτά από το χέρι. Τ’ αφήνω. Δεν έχω δύναμη. Κρατάει μια σοκολάτα. Μισολιώνει στο χέρι του. Την τείνει αδέξια προς το μέρος μου. Καλό παιδί. Η μαμά του είναι σχεδόν δίπλα. Μη! του φωνάζει. Αρπάζω τη σοκολάτα και τη χώνω απευθείας στο στόμα. Με το χαρτί. Αυτή αρπάζει το χαρτονόμισμα από το γιο της. Τι σου έχω πει; Το σκίζει σε χίλια κομμάτια και το πετάει. Ρεύομαι.
Το κείμενο "Η ευτυχία είναι σάντουιτς" είναι ένα από τα επιμέρους κείμενα στη νουβέλα του Γιάννη Τσίρμπα Η Βικτώρια δεν υπάρχει που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη. Ο Γιάννης Τσίρμπας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Μεγάλωσε στο κέντρο της πόλης. Είναι εκλεγμένος λέκτορας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται ως ειδικός επιστήμονας ανάλυσης της επικοινωνίας. Εκτός από επιστημονικές δημοσιεύσεις, δημοσιεύει άρθρα και βιβλιοκριτικές στον Τύπο και στο Διαδίκτυο. Διηγήματά του έχουν βραβευτεί σε πανελλαδικούς διαγωνισμούς, έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Η Βικτώρια δεν υπάρχει είναι το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο.
© Γιάννης Τσίρμπας + Εκδόσεις Νεφέλη
Ελευθερία Π. Τσίτσα, 3 ποιήματα
ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΟΥΣ ΟΡΑΣΗΣ |
Υπάρχει μια ειρωνεία των ματιών όταν δε φοράς γυαλιά |
Η διογκωμένη διάθλαση |
Η πεπλατυσμένη λαμπρότητα των φώτων ενός νυχτερινού δρόμου |
Το εκ φύσεως συγκεχυμένο θέαμα της πραγματικότητας |
Μια δεύτερη ζωή που ξυπνά στα όρια του απροσδιόριστου |
Σχηματισμοί οικείων κατά τα άλλα παραστάσεων |
Αποκτούν αφαιρετικές διαστάσεις |
Τα μυωπικά μάτια σε ειρωνεύονται |
Τέρας της φύσης |
Σε αποκαλούν |
Φυσικώς αδύνατη |
Αν κάποτε συναντηθούμε |
Δε θα φορώ τα γυαλιά μου |
Θέλω με την ανεπαρκή μου όραση να δω |
Την παραμόρφωσή σου |
Έτσι όπως φτιάχτηκε μέσα μου |
Κι επιμελώς θα κρύψω συμπλέγματα |
Αδυναμίες κι ανασφάλειες |
Της υποβαθμισμένης ιδιότητάς μου |
Ω, πόσο τυχερή είμαι ως μύωψ! |
ΚΑΝΙΒΑΛΟΣ |
Η απόσταση μεταξύ μας είναι το κομμένο σου πόδι |
Το παίρνεις στα χέρια σου το παρατηρείς |
Αναρωτιέσαι πώς βρέθηκε κομμένο από πάνω σου |
Έμεινες να κοιτάζεις το απογυμνωμένο μέλος |
Κύτταρα νεκρωμένα |
Ατομικές ζωές επί ξύλου κρεμάμενες |
Με κοιτάζεις σαν να περιμένεις |
Να δώσω εγώ την εξήγηση |
Πώς να σου εξηγήσω; |
Αυτός ο ακρωτηριασμός με βολεύει απίστευτα |
Με ένα πόδι δεν προλαβαίνεις τη ζωή |
Δεν προλαβαίνεις την ελευθερία |
Έτσι παίρνω το προβάδισμα που πάντα ζητούσα |
Το κομμένο πόδι σου είναι η εκδίκησή μου |
See ya! |
ΜΑΝΝΑ |
Η γλώσσα ανατρέπεται οι σκέψεις αποδομούνται |
Έκρυθμο φαίνεται το στήσιμο του λόγου μου |
Ανίκανο να ισορροπήσει έστω για μια στιγμή |
Σε σκέψεις παλιές κι αναμνήσεις επώδυνες |
Ανάδοχες μυρωδιές κι αγγίγματα χάθηκαν οριστικά |
Ας μην άνοιγες ποτέ τα πόδια σου |
Ας σφράγιζες τους πόθους σου |
Στην ηλικία που γεννήθηκαν |
Αρνήθηκες μια φορά δυο φορές |
Ζήσαμε χωρίς εσένα |
Ζήσαμε |
Ανάψαμε φωτιά |
Σε κρατήσαμε μακριά μας |
Τα θηρία φοβούνται τη φωτιά |
Τώρα πια όμως σε σκορπίζω μάννα |
Σε όρνια εδώ και χρόνια πεινασμένα. |
Τα παραπάνω ποιήματα είναι από την πρώτη ποιητική συλλογή της Ελευθερίας Π. Τσίτσα με τον γενικό τίτλο Στο μείον δύο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ιωλκός τον Μάιο του 2013. Η Ελευθερία Π. Τσίτσα γεννήθηκε το 1967 και σπούδασε Αγγλική Φιλολογία. Είναι μεταφράστρια και καθηγήτρια Αγγλικών.
© Ελευθερία Π. Τσίτσα + Εκδόσεις Ιωλκός
No14me, Παιχνίδι με τις λέξεις - Jenny Erpenbeck
"Προς τι να υπάρχουνε τα μάτια μου, αν είναι να βλέπουν αλλά να μη βλέπουν τίποτα; Προς τι τ' αυτιά μου, αν είναι να ακούν αλλά να μην ακούνε τίποτα; Προς τι όλα τα ξένα μές στο κεφάλι μου; Αυτά, εγκεφαλική έλικα, εγκεφαλική έλικα, να τα σκεφτώ ν' αφανιστούνε, μέχρι ίσως να φανεί στον πάτο κάτω κάτω ένα κουταλάκι γεμάτο με εμένα. Ν' αρπάξω την ανάμνηση σαν μαχαίρι και να το στρέψω πάνω της, ν' αποκόψω την ανάμνηση με την ανάμνηση. Αν γίνεται αυτό."
Επικίνδυνο πράγμα οι λέξεις, δίνουν φωνή στο παρελθόν. Τότε παλιά, συνήθιζε να είναι ένα παιχνίδι ηχητικό, στένευαν οι συγγενείς τον κλοιό για να θαυμάσουν τον πρώτο σου συλλαβισμό, αγωνία για το αν θα ονομάσεις πρώτα εκείνον ή εκείνη, να χαρούν αντίστοιχα εκείνοι ή οι εκείνοι, αλλά να χαμογελάσουν όλοι, νικητές και ηττημένοι γύρω από το λάφυρο, κανείς με την καρδιά, μόνο το μυαλό να επεξεργάζεται δεδομένα.
Τότε, που δύο τεράστιες φιγούρες σε περιτριγύριζαν, περνούσαν χρόνο μαζί σου, ικανοποιούσαν τις ανάγκες σου, περιβάλλον ασφάλειας και προστασίας, ανάγνωση πρώτη, δίχως τις λέξεις. Τότε, δόθηκαν οι πρώτοι ορισμοί, δικαιώματα και υποχρεώσεις, το οικογενειακό δίκαιο, ο μικρόκοσμος που λειτουργούσε σχεδόν αποστειρωμένα.
Λεκτικές κραυγές με ακριβή σημασία, απαίτηση επίμονη μέχρι την εκπλήρωση, τριμερής κώδικας επικοινωνίας. Με τον καιρό έμειναν πίσω, αστεία ανάμνηση, πηγή ντροπής, στα λεξικά δεν υπάρχει χώρος για εκείνες, μοιάζουν με εκείνες τις άλλες, πραγματικές και γραμμένες στα κατάστιχα των φιλολόγων, όμως στο νέο κόσμο δε σημαίνουν τίποτα και ας αποτελούσαν κάποτε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας, το χτες δε χωρά στο σήμερα.
Τώρα που το σκέφτεσαι, ίσως - αν ήταν επιλογή τους - να σε κρατούσαν για πάντα στην οικιακή απομόνωση, κάτω από τη φτερούγα της μητρικής/πατρικής αγάπης και φροντίδας, σε περιβάλλον ελεγχόμενο, ίσως να το επιθυμούσες και εσύ. Μην προτρέχεις όμως, μόλις είπες τις πρώτες λέξεις.
Σου έδωσαν μολύβι και χαρτί, πριν συναντήσεις τη δασκάλα, σου φάνηκε διασκεδαστικό και ας έλειπαν τα χρώματα, τραβούσες γραμμές να δημιουργήσεις σχήματα δίχως να νοιάζεσαι για τα θεωρήματα της γεωμετρίας και τις τάσεις της σύγχρονης τέχνης. Αυτά θα σου τα φόρτωναν αργότερα.
Και όπως οι συλλαβές και τα επιφωνήματα έγιναν λέξεις, έτσι και οι γραμμές μετατράπηκαν σε αριθμούς και γράμματα. Έδειξαν επιμονή στην καλλιγραφία, ότι και αν πεις να φαίνεται ωραίο, δε μπορείς να τους κατηγορήσεις για τίποτε, ήταν ξεκάθαροι από την αρχή.
Παύεις ξαφνικά να είσαι αποκλειστικά και μόνο παιδί του ή παιδί της, παίρνεις τη θέση που σου αναλογεί στο μεγάλο κόσμο, η ιστορία σου συναντά την Ιστορία, οι δικαιολογίες σώθηκαν, τώρα πια ξέρεις, η πολιτική ίσων αποστάσεων κανέναν δεν εξυπηρετεί, η αγάπη κανέναν δεν αθωώνει. Η απουσία πρόθεσης δεν αναιρεί το αποτέλεσμα, να το θυμάσαι αυτό.
Υπάρχει μία λέξη, ποτέ η ίδια αλλά πάντα μία, εμφανίζεται ξαφνικά, από το πουθενά, πίσω της ακολουθούν πλήθος άλλες, επίμονα έντομα που αναδύονται στην επιφάνεια, δεν είναι πια παιχνίδι, είναι η πραγματικότητα, η λεκτική επεξήγηση που ξεδιαλύνει τη θολή ανάμνηση και πετά την αθωότητα στο γκρεμό.
Τώρα έχεις τη Λέξη. Κλειδί που ανοίγει πόρτες, θα επιμείνεις ή θα βολευτείς άραγε στο πρώτο δωμάτιο που θα συναντήσεις, ευάερο και ευήλιο, με το δίπλωμα κρεμασμένο στον τοίχο να πιστοποιεί την προσπάθεια σου και να σε εφησυχάζει, εδώ που έφτασες λίγο δεν είναι, σου ψιθυρίζει μια απαλή φωνή, χροιά καθησυχαστική, σε καλεί να βγάλεις τα παπούτσια και να αράξεις. Τα βράδια θα στριφογυρνάς στον ύπνο σου.
Η αφήγηση θα σε βρει, όσο χρόνο και αν χρειαστεί(ς). Η ανάγκη να πιάσεις το νήμα από την αρχή, να σε ακούσεις. Στην αρχή, το αίσθημα της αποκλειστικότητας θα σε παραλύσει, θα σε τυφλώσει, νοσταλγείς την άγνοια του χτες, το έδαφος σαθρό. Καθώς όμως τα μάτια συνηθίζουν στο φως του προβολέα, νιώθεις πως ανήκεις σε κάτι μεγαλύτερο, συντονισμός. Η αφήγησή απαιτεί να μεγαλώσει, να πλατύνει για να χωράει κάθε ανθρώπινη ιστορία, τη δική σου και των άλλων, την Ιστορία.
Τώρα μπορείς να θυμηθείς και να συγχωρήσεις, να γράψεις " Για τον πατέρα μου από καρδιάς" και να το εννοείς.
Μετάφραση Αλέξανδρος Κυπριώτης
Εκδόσεις Ίνδικτος
Το παραπάνω κείμενο αναδημοσιεύεται εδώ από το blog No14me και αποτελεί κριτική για το βιβλίο της Τζέννυ Έρπενμπεκ Παιχνίδι με τις λέξεις, αποσπάσματα από το οποίο χρησιμοποιούνται στη θεατρική παράσταση Βρώμικες Λέξεις της θεατρικής ομάδας Difunta Correa.
Αναρτήθηκε από
Logotexnia 21
στις
11/27/2013 09:15:00 μ.μ.
Ετικέτες
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΥΠΡΙΩΤΗΣ,
ΓΕΡΜΑΝΙΑ,
ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ,
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ,
Ζηλευτά,
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ,
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ,
JENNY ERPENBECK,
No14me
Γιώργος Λίλλης, Berlin… ένα οδοιπορικό
[Απόσπασμα]
[...]
Ιστορία μιας πόλης.
Πως τα γεγονότα αφομοιώνονται μέσα στο χρόνο.
Jean Marabini: «30 Ιανουαρίου 1933, 7 η ώρα το πρωί στη Frohenstrasse. Κανένα δέντρο, κανένα πάρκο για παιδιά, η βουή του μετρό, κάτι λεωφορεία στη σειρά, δίπλα στα γκρίζα σπίτια. Σε μιαν αυλή κορμοί ξεραμένων χριστουγεννιάτικων δέντρων. Ο Καρλ, εργάτης σε υποδηματοποιείο, σκύβει στο κρύο νερό του νεροχύτη. Άνεργος χωρίς επιδόματα, εκτιμά ότι μετά από είκοσι λεπτά γυμναστικής δικαιούται να καπνίσει ένα τσιγάρο Juno που το αγόρασε ένα Pfennig το κομμάτι. Δεν έχει πια κάρβουνο ν΄ ανάψει το μάτι, για να φτιάξει καφέ. Άλλοτε, όταν δούλευε, καθόταν κι έτρωγε διαβάζοντας την πρωινή του εφημερίδα του, πριν ξεκινήσει για το υποδηματοποιείο με το λεωφορείο 8. Μελαγχολικός, θυμάται την γυναίκα του, που πέθανε από φυματίωση. Για να ξεφύγει απ΄ αυτό το καταθλιπτικό κλίμα, βαδίζει γρήγορα προς τη Nollendorfplatz και τα «τμήματα εφόδου». Μαζί με τους συντρόφους της «φιλικής» παίρνει ένα μάρκο τη μέρα. Μιλούν για την παγκόσμια εβραϊκή συνομωσία και για τη Γαλλία, συνώνυμο του μπορντέλου. Μπαίνοντας στην αίθουσα συναθροίσεων ο Καρλ χαιρετά με το χέρι τεντωμένο το πορτραίτο του Führer. Η μαύρη σβάστικα, ο αγκυλωτός σταυρός, ξεχωρίζει πάνω στο λευκό και το κόκκινο των σημαιών».
Ιστορία μιας πόλης.
Ξεδιπλωμένη μες από τη ζωή των ανθρώπων που την έζησαν:
Grosz. 1937. Αναχωρεί μαζί με τη ντανταϊκή ραπτομηχανή του και κάτι σεντούκια γεμάτα με παλιά μάρκα υποτιμημένα δέκα χρόνια πριν. Συγγραφέας ενός βερολινέζικου «Σατυρικού», δίνει για τελευταία φορά τη διεύθυνση του σταθμού στον ταξιτζή. Αυτός τον αναγνωρίζει και ρωτά:
«Σε ποια χώρα πηγαίνουμε κύριε Grosz;»
«Εκεί που δεν βασιλεύει ο άνθρωπος με την καμπαρτίνα και το μικρό μουστάκι».
«Όμως θα φτάσει σύντομα παντού», μουρμουρίζει ο οδηγός.
Göring. 1939. Καταφέρεται ενάντια στο γιγάντιο κάψιμο των αντιγερμανικών βιβλίων που οργανώθηκε μια νύχτα του Μάη στην Operplatz. Οι φλόγες μετάλλασσαν σε στάχτη γνώση αιώνων. Τόσο εύκολα χάνεται ο πνευματικός πλούτος μιας χώρας, τόσο εύθραυστη η φωνή της άλλης όχθης, ένα παρανάλωμα, φώτιζε όλο το τετράγωνο μες στη νύχτα.
Speer. 1940. Σχέδιο για την πρωτεύουσα του σύμπαντος. Κοντά στην Braden-Burger-Tor θέλει να κατασκευάσει ένα κτίριο με θόλο ψηλότερο από αυτό του Αγίου Πέτρου της Ρώμης. Μ΄ ένα μεγάλο αετό που θα κρατάει την υδρόγειο στα νύχια του. Λίγο πιο κάτω προβλέπεται μια κυκλική πλατεία με σιντριβάνια όπως των Βερσαλλιών. Η στήλη της Νίκης του 1870 μεταφέρεται από την πλατεία Δημοκρατίας στο Μεγάλο Άστρο του 1938. Κόβει τις σεβάσμιες φιλύρες της Unter den Linden, αναγείρει μαρμάρινες κολώνες διακοσμημένες με αετούς και εθνικοσοσιαλιστικά εμβλήματα. Διαπλαταίνει το Charlottenburger Chaussee και τοποθετεί μεγάλους προβολείς με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη φωτός. Εφτά χρόνια αργότερα: το Βερολίνο ισοπεδωμένο, καταστραμμένο ολοσχερώς από τους βομβαρδισμούς, έρμαιο της τύχης της έπαρσης του ηγέτη που το κυβέρνησε. Όταν οι Ρώσοι μπαίνουν στην ερειπωμένη πόλη, οι κάτοικοι ζουν κάτω από την γη και τρέφονται με πτώματα αλόγων. Ο Χίτλερ δεν είναι πια παρά ο μισητός βρικόλακας μιας νεκρής πρωτεύουσας. Είναι το τέλος της αυτοκρατορίας των 1000 ετών που ονειρευόταν.
Ulrike. 1961. Κρύβει τα βιβλία στο υπόγειο, κάτω από τον σκουριασμένο λέβητα. Ανεβαίνει στο δωμάτιο. Το τείχος χτίζεται ακριβώς απέναντι, της κρύβει τη θέα. Με σταυρωμένα χέρια, ανέκφραστη.
Hans. 1974. Το ρολόι χτυπά στις τέσσερις. Ντύνεται βιαστικά, έχει από χθες τοποθετήσει με προσοχή τα ρούχα του πάνω στην καρέκλα για να μη χάσει χρόνο, πλένεται, βάζει στην τσάντα του το θερμό με τον καφέ και δύο φέτες ψωμί με σαλάμι κι αναχωρεί με το ποδήλατο για την φάμπρικα. Είκοσι χρόνια, την ίδια ώρα, με τις ίδιες κινήσεις, στην ίδια διαδρομή.
Tina.1983. Η σελήνη φωτίζει τα νερά της λίμνης. Μεθυσμένη παραπατά, πέφτει στην άσφαλτο. Μια παρέα νεαρών φτάνουν κοντά της. Tης σχίζουν τα ρούχα, κάνουν ο ένας μετά τον άλλο έρωτα μαζί της. Ο τελευταίος, γύρω στα δεκαοχτώ, την βοηθά να πάρει ένα ταξί. Ξυπνά στα σκαλοπάτια του σπιτιού της. Γυμνή. Έχει ξημερώσει Κυριακή.
Thomas. 1990. Βιομήχανος, αγόρασε ένα μεγάλο οικόπεδο δίπλα στο φυλάκιο Τσάρλι. «Εδώ ακριβώς έγκειται η δική μου εκδίκηση. Ονειρεύομαι ένα οικοδομικό τετράγωνο από γυαλί, ένα εμπορικό κέντρο όπου ο καθένας θα βρίσκει εδώ ό,τι επιθυμεί. Πατώντας στο ίδιο χώμα του κομμουνιστικού εξανθρωπισμού, επιβάλλω την εμπειρία του καπιταλισμού». Ακολουθεί τον αρχιτέκτονα, φορώντας ακριβό κουστούμι. Πίσω του, αρχίζουν να χτίζονται οι πρώτες μεγάλες πολυκατοικίες.
Eva. 2001. Άνεργη, ζει δέκα χρόνια τώρα σ΄ ένα οικοδομικό τετράγωνο που φιλοξενεί χίλιες οικογένειες. Ήρθε από το Τσβικάου της ανατολικής Γερμανίας όταν ήταν δώδεκα χρόνων. Καθαρίζει σκάλες τα πρωινά. Ο τετράχρονος γιος της είναι η μόνη της συντροφιά. Ο φίλος της την παράτησε πριν δύο χρόνια. Επιβιώνει από την κοινωνική πρόνοια. Το διαμέρισμα, δυάρι, λιτό, ένα κρεβάτι, ένας σπασμένος καθρέφτης, μια ξεθωριασμένη ντουλάπα. Στο σαλόνι, τηλεόραση, ένας καναπές. Η κουζίνα δεν χωρά ούτε ένα μικρό τραπέζι. Το υπνοδωμάτιο δεν το βλέπει ποτέ ο ήλιος. Το μέλλον; Ποιος νοιάζεται για το μέλλον σ΄ ένα τόσο αδυσώπητο παρόν;
[...]
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το e-book Γιώργος Λίλλης, Berlin ένα οδοιπορικό (magaz!ne, Οκτώβριος 2013). Ο Γιώργος Λίλλης γεννήθηκε στη Γερμανία το 1974. Είναι μεταφραστής, ποιητής και πεζογράφος. Δείτε στη βιβλιοnet τα βιβλία του Γιώργου Λίλλη που κυκλοφορούν στα Ελληνικά.
Κατερίνα Γώγου, ΕΚΘΕΣΙΣ ΑΥΤΟΨΙΑΣ 2.11.75
«... το σώμα κείτονταν μπρούμυτα παράλληλα |
ενωνόταν με το Βατικανό. |
Το ένα χέρι του ματωμένο απλωμένο μούντζα στο ΚΚΙ |
και τ' άλλο κραδαίνοντας τα γεννητικά του όργανα |
στους ειδικούς της κουλτούρας. |
Τα αίματα στα μαλλιά του βδέλλες |
στα σκεπασμένα ομοφυλοφιλικά σύνδρομα |
στους εις άπασαν την επικράτειαν άνδρας της γης. |
Το πρόσωπό του παραμορφωμένο από τα κάδρα |
της τάξης που αρνήθηκε |
μελανός εθελοντής του κουρελοπρολεταριάτου. |
Τα δάχτυλα του χεριού τού αριστερού |
σπασμένα απ' το σοσιαλιστικό ρεαλισμό |
πεταμένα σε φωταγωγημένα σκουπίδια. |
Το σαγόνι σπασμένο |
με άπερκατ εργάτη συνδικαλιστή |
επί μισθώσει τραμπούκου. |
Τ’ αυτιά μισοφαγωμένα από τσογλαναρά που δεν είχε στύση. |
Ο αυχένας σπασμένος αποκομμένος απ' το σώμα |
πάνω στη βασική αρχή να λειτουργούνε χώρια. |
Η μάνα παντού. |
Αυτός ήταν ο θάνατος του κομουνιστή και ομοφυλόφιλου ΠΑΖΟΛΙΝΙ, που κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή καβάλα σ' ένα πενηνταράκι μηχανάκι έτρεχε να προλάβει να παίξουνε τα σινεμά στο Αιγάλεω, στο Λίβερπουλ και προπαντός στην Όστια, με κρατημένες επάνω του κουτιά από ταινίες και ρημαδογειτονιές. |
Και το ριγέ σημαιάκι της ποίησης. |
Αντίο. |
Το παραπάνω ποίημα της Κατερίνας Γώγου περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή της «Το ξύλινο παλτό» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η αντιγραφή έγινε από την έβδομη έκδοση του βιβλίου που κυκλοφόρησε το 1985. O Πιερ Πάολο Παζολίνι δολοφονήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1975. Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε το κείμενό του Ανάπτυξη και πρόοδος.
Αλέξανδρος Κ., Κεχριμπάρι
- Πες «κεχριμπάρι», ρε μαλακισμένο!
- Κκ... κκκ... κ...
- Πες «κεχριμπάρι», ρε μαλακισμένο!
- Κκ... κκκ... κ...
- «κε - χρι - μπά - ρι», Πες το, ρε μαλακισμένο!
Το «μαλακισμένο» 17 χρονών άντρας. Ο «πες το, ρε μαλακισμένο» 72 χρονών, γέρος άνθρωπος. Κι εκείνο το μεσημέρι ο γέρος καθόταν με τους φίλους του στο καφενείο. Όλοι τους παροπλισμένοι πια, να θυμούνται το ένα ταξίδι εδώ και τ’ άλλο ταξίδι εκεί και τις ομορφιές του κόσμου που είχανε γνωρίσει. Και τώρα στα σκατά. Τόπος μικρός, λίγες οι ηδονές. Να κάθονται στο καφενείο και ν’ αγναντεύουνε τη θάλασσα και να χαζεύουν τους λιγοστούς περαστικούς.
Από μπροστά τους περνούσε και «το μαλακισμένο» εκείνο το μεσημέρι. Γύριζε απ’ το σχολείο, μόνο του. Πίσω του και μπροστά του παρέες δύο και τριών και περισσότερων παιδιών. Κι εκείνο μόνο του. Ο γέρος το φώναξε μόλις το είδε να περπατάει με σκυμμένο το κεφάλι. «Ρε μαλακισμένο!», του φώναξε άγρια. «Το μαλακισμένο» κοντοστάθηκε αλλά δεν σήκωσε το κεφάλι. Μια παρέα παιδιών γύρισε και κοίταξε προς το καφενείο καθώς το προσπερνούσε. Μετά κοντοστάθηκαν κι εκείνα τα παιδιά και περίμεναν να δούνε τι θα γίνει. «Ρε μαλακισμένο!», ξανακούστηκε ο γέρος, πιο αγριεμένος αυτή τη φορά. «Το μαλακισμένο» ακίνητο, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.
- Άσ’ το, βρε καπετάνιε, να πάει το δρόμο του. Μην το παιδεύεις το παιδί.
- Δουλειά σου, εσύ!
«Ρε μαλακισμένο! Τσακίσου κι έλα εδώ, που σου μιλάω», είπε και πετάχτηκε όρθιος ο γέρος. «Το μαλακισμένο» ακίνητο, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.
Τότε η παρέα των γέρων σηκώθηκε όλη απ’ το τραπέζι. Ένας θαρραλέος πήγε να κάνει μια κίνηση να ηρεμήσει τον «πες το, ρε μαλακισμένο», αλλά εκείνος τον έσπρωξε με το χέρι του. Δύο άλλοι έκαναν νόημα στον θαρραλέο να τον αφήσει. Τον άφησε, αλλά κανείς τους δεν ξανακάθισε στο τραπέζι. «Πάμε, ρε ’σεις, να φύγουμε από ’δω!», ακούστηκε ένας πιο θαρραλέος. «Κι εσείς, ρε, άντε σπίτια σας! Τι μου σταθήκατε μες στη μέση του δρόμου, άντε σπίτια σας!», είπε ένας άλλος, που θάρρεψε κι εκείνος, στα παιδιά που είχαν σταματήσει για να δούνε γι’ άλλη μια φορά «το μαλακισμένο» να το κάνει ρεζίλι ο γέρος.
Κι αρχίσανε να φεύγουν όλα τα παιδιά. Κάποια γυρίζανε όμως πού και πού και κοιτάζανε πίσω κάθε φορά που ακούγανε εκείνο το «Ρε μαλακισμένο, έλα εδώ, που σου μιλάω, σου είπα!» Κι απ’ όλους τους μεγάλους και όλους τους μικρούς ένας μόνο δεν έφυγε.
Ερχότανε πίσω απ’ όλα τα παιδιά και είχε μείνει τελευταίο. Από ’κείνη την άνοιξη που είχε χαθεί κι όταν το βρήκανε το πήγανε στο νοσοκομείο με το σκάφος του λιμενικού κι ύστερα ο αστυνόμος πήγαινε για δυο τρεις μέρες επίσκεψη στη μάνα του, κανένα από τ’ άλλα τα παιδιά δεν του έκανε παρέα. Μόνο του πήγαινε στο σχολείο, μόνο του καθότανε στο θρανίο, μόνο του γύριζε στο σπίτι. Σαν «το μαλακισμένο». Αλλά όλοι μιλούσαν πίσω απ’ την πλάτη του. Τόπος μικρός, λίγες οι ηδονές.
Μόνο εκείνο δεν έφυγε. Πλησίασε «το μαλακισμένο» και το σκούντηξε στην πλάτη. Και «το μαλακισμένο» προχώρησε. Αυτό μόνο χρειάστηκε. Ένα σκούντημα στην πλάτη και προχωρήσανε μαζί. Κι όταν ακούστηκε ένας θόρυβος απ’ το τραπέζι και τις καρέκλες να πέφτουν κάτω, κανένα από τα δύο τα παιδιά δεν γύρισε το κεφάλι. Ούτε «το μαλακισμένο» ούτε το άλλο, «το χαλασμένο».
Το διήγημα «Κεχριμπάρι» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo.gr. Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι μεταφραστής και συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφορεί το βιβλίο του Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων.
Miguel de Cervantes Saaverda, Η σκηνή των θαυμάτων
Ιντερμέδιο
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Τσιρίδα, το νου σου! Τα θυμάσαι αυτά που σου’πα; Κι ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα, το κόλπο μας πρέπει να πετύχει. Όπως εκείνο το παλιό με τον βροχοποιό, η μεγάλη μας επιτυχία!
ΤΣΙΡΙΔΑ: Ξακουστέ Κανάγια, μεσ’στην καρδιά μου φυλάω πάντα τα λόγια σου. Μυαλό, θέληση κι εξυπνάδα, όλα τα έχω τάξει στην υπηρεσία σου. Δε μου λες όμως, αυτόν τον Μαντολίνο τι τον κουβαλάμε μαζί; Δε μπορούμε οι δυο μας να τα βγάλουμε πέρα μια χαρά;
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Τι λες μωρέ; Βήμα δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς αυτόν. Αυτός θα παίζει το όργανό του, την ώρα που θα περιμένουν όλοι να δουν τη Σκηνή των Θαυμάτων.
ΤΣΙΡΙΔΑ: Θαύμα θα είναι αν δε μας πάρουν με τις πέτρες μόλις δουν τον Μαντολίνο! Πιο κακάσχημο πλάσμα δεν ξανάδα στη ζωή μου!
Μπαίνει ο Μαντολίνος.
ΜΑΝΤΟΛΙΝΟΣ: Δε μου λες κυρ-θιασάρχη, τι θα κάνουμε σ’αυτό το χωριό; Εγώ πάντως, δεν κρατιέμαι! Θέλω να αποδείξω στην αφεντιά σου πως τα λεφτά σου δεν πήγαν χαμένα!
ΤΣΙΡΙΔΑ: Τα μισά τουλάχιστον πήγαν σίγουρα χαμένα, αφού ψωνίσαμε μισή μερίδα! Άμα δεν παίζεις και μουσική, την πατήσαμε για τα καλά!
ΜΑΝΤΟΛΙΝΟΣ: Γι’αυτό το μπόι, όμως, κυρά μου, με πήρανε σε θίασο εταιρικό, κι αν θες να ξέρεις, έπαιρνα κι εγώ μερτικό από τα κέρδη.
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Αν το μερτικό σου ήτανε σαν το μπόι σου, βάζω στοίχημα πως θα ’θελες ματογυάλια για να το δεις! Τσιρίδα, κοντοζυγώνουμε στο χωριό. Αυτοί εκεί που έρχονται να μας υποδεχτούν πρέπει να ’ναι σίγουρα ο Κυβερνήτης, ο Δήμαρχος κι οι Σύμβουλοί του. Ακόνισε τη γλώσσα σου στον τροχό της κολακείας. Πρέπει να τους καλοπιάσουμε, πρόσεξε μόνο μην το παρακάνουμε και μας πάρουν είδηση.
Βγαίνουν ο Κυβερνήτης, ο δήμαρχος Μπενίτο Λαχανίτο, ο περιφερειάρχης Χουάν Ευνουχάν, και ο Πέδρο Καλαθούνας, σύμβουλος.
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Εκλαμπρότατοι, φιλώ το χέρι σας. Ποιος από τις εξοχότητές σας είναι ο Κυβερνήτης του χωριού;
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Εγώ. Τι επιθυμείτε, ευγενικέ μου κύριε;
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Μα φυσικά, αν είχα λίγο μυαλό θα το είχα καταλάβει, πως ένα τόσο σοφό και πληθωρικό παρουσιαστικό δεν μπορεί παρά να ανήκει στον εξοχότατο δήμαρχο αυτού του ένδοξου χωριού, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τα πλουσιότερα κεφαλοχώρια.
ΤΣΙΡΙΔΑ: Πολυχρονεμένη η κυρία σας και... τα παιδάκια σας, αν φυσικά έχει η εξοχότης σας.
ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Ο κύριος Κυβερνήτης δεν είναι νυμφευμένος.
ΤΣΙΡΙΔΑ: Ε,... όποτε, με το καλό... Δε χάνονται οι ευχές!
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Λοιπόν, τι επιθυμείτε αξιότιμε κύριε;
ΤΣΙΡΙΔΑ: Αξιότιμες να είναι και όλες οι μέρες που θα ζήσει η εξοχότης σας για την τιμή που μας κάνετε. Γιατί από τον τίμιο άνθρωπο παίρνεις τιμή, όπως λόγου χάρη παίρνεις από τη βελανιδιά βελανίδια, από την αχλαδιά αχλάδια και από την κληματαριά σταφύλια.
ΜΠΕΝΙΤΟ: Λες κι ακούω τον ίδιο τον Τρικέρωνα.
ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Τον Κικέρωνα ήθελε να πει ο κύριος Μπενίτο Λαχανίτο, ο δήμαρχός μας.
ΜΠΕΝΙΤΟ: Πάντα θέλω να τα λέω ωραία, όσο πιο ωραία γίνεται, αλλά πολλές φορές ...τα χάνω. Τέλος πάντων, τι θέλετε, καλέ μας κύριε;
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Άρχοντές μου, επιτρέψτε μου να σας συστηθώ: είμαι ο μάγος Μοντιέλ κι έχω τη χαρά να παρουσιάσω στο χωριό σας την περίφημη Σκηνή των Θαυμάτων. Με κάλεσαν να πάω στην πρωτεύουσα, στην αυλή του βασιλιά, γιατί έχουν μεγάλη έλλειψη από θιάσους και παραστάσεις, και μια που μ’ έφερε ο δρόμος...
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Και τι σημαίνει «Σκηνή των Θαυμάτων»; Θέλω να πω, γιατί τη λένε έτσι;
ΚΑΝΑΓΙΑΣ:Γιατί σ’ αυτή τη Σκηνή παρουσιάζονται ένα σωρό θαύματα! Την κατασκεύασε ο σοφός Βλακέντιος κάτω από τα άστρα και τους αστερισμούς, με γνώση περισσή και τέχνη: κανείς δε μπορεί να τη δει, αν δεν έχει αίμα καθαρό και χριστιανικό. Όποιος έχει μέσα του έστω και μια σταγόνα αίμα εβραϊκό ή όποιος είναι νόθος, με λίγα λόγια όποιος πάσχει από τέτοιες βαριές αρρώστιες, δεν πρόκειται να δει κανένα από τα μεγάλα θαύματα της Σκηνής.
ΜΠΕΝΙΤΟ: Τώρα καταλαβαίνω πόσα καινούργια πράγματα γενιούνται κάθε μέρα στον κόσμο! Για φαντάσου! Ώστε Βλακέντιο τον έλεγαν τον σοφό κατασκευαστή της σκηνής;
ΤΣΙΡΙΔΑ: Μάλιστα! Βλακέντιο! Από τη σοφία του, τα γένια του έφταναν μέχρι τη μέση του! Και καταγόταν από την περίφημη πόλη Βλακεντία! Δεν έχει τύχει ν’ ακούσετε για τη Δούκισα της Βλακεντίας; Κι αυτή από εκεί ήταν.
ΜΠΕΝΙΤΟ: Πώς, πώς... Πράγματι, είναι αλήθεια πως, όσοι έχουν μακριά γενειάδα, είναι σοφοί.
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Κύριε Περιφερειάρχη Χουάν Ευνουχάν, απόψε που παντρεύεται η κόρη σας και βαφτιστικιά μου, η Χουάνα Ευνουχάν, προτείνω, με την άδειά σας φυσικά, να έρθει στο σπίτι σας ο σενιόρ Μοντιέλ με τη Σκηνή των Θαυμάτων του και να εορτάσουμε μεγαλοπρεπώς το γεγονός.
ΧΟΥΑΝ: Μετά χαράς, Κυβερνήτα μου, αφού είναι επιθυμία σας. Το ξέρετε, βέβαια, πως εγώ συμφωνώ πάντα μαζί σας, ακόμα και όταν διαφωνώ.
ΤΣΙΡΙΔΑ: Εμείς πάντως, στο μόνο που μπορεί να διαφωνήσουμε είναι το θέμα της πληρωμής: αν δε μας πληρώσετε για τη δουλειά μας προκαταβολικά δεν πρόκειται να δείτε ούτε σκηνή, ούτε θαύματα! Δε μου λέτε, άρχοντές μου, είσαστε στα καλά σας; Ωραία τα είπατε: θα παρελάσει απόψε όλο το χωριό από το σπίτι του Χουάν Ευνουχάν -ή όπως τον λένε τέλος πάντων!-, θα δει τη Σκηνή μας, και αύριο που θέλουμε να παίξουμε στην πλατεία του χωριού δε θα πατήσει ψυχή; Όχι, κύριοι, όχι. Ante omnia, πρέπει να μας πληρώσετε. Προ παντός άλλου!
ΜΠΕΝΙΤΟ: Κυρία Θιασάρχισα, ούτε καμιά Αντόνια θα σας πληρώσει, ούτε σάλο χρειάζεται να κάνετε! Ο περιφερειάρχης μας, ο Χουάν Ευνουχάν θα σας πληρώσει και με το παραπάνω! Αν δε σας πληρώσει αυτός, τότε θα πάρετε την αμοιβή σας από το Συμβούλιο της πόλης. Ακούς εκεί! Ωραία υπόληψη μας έχετε, μα την πίστη μου! Εδώ, αγαπητή μου, δεν επιτρέπουμε σε καμιά Αντόνια να πληρώνει για λογαριασμό μας. Είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας!
ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Άσχετο, εντελώς άσχετο σενιόρ Μπενίτο Λαχανίτο μου! Δεν είπε η κυρία να πληρώσει καμιά Αντόνια. Ante omnia, είπε, να τους πληρώσετε, δηλαδή πρώτα απ’όλα! Προ παντός άλλου! Το ίδιο θα πει κι αυτό! Ούτε σάλο, ούτε σαματά που φανταστήκατε.
ΜΠΕΝΙΤΟ: Ακούστε σενιόρ γραμματικέ Πέδρο Καλαθούνα, πέστε τους να μου μιλάνε κανονικά και όπως πρέπει, κι εγώ σας υπόσχομαι πως θα τους καταλαβαίνω. Εσείς, που σας έχω για γραμμένο και διαβασμένο, μπορείτε να καταλάβετε αυτά τα αλαμπουρνέζικα που μιλάνε. Εγώ, όχι.
ΧΟΥΑΝ: Σύμφωνοι λοιπόν. Θα είναι ευχαριστημένος ο κύριος θιασάρχης αν του δώσω μισή ντουζίνα δουκάτα για προκαταβολή; Και αν επιπλέον του υποσχεθώ πως θα φροντίσω να μη μπουν οι κάτοικοι του χωριού απόψε στο σπίτι μου;
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Ευχαριστημένος. Εμπιστεύομαι τις καλές προθέσεις που δείχνει η χάρη σας και τη μέριμνα που θα λάβει.
ΧΟΥΑΝ: Τότε λοιπόν, ελάτε μαζί μου. Θα σας δώσω τα χρήματα και θα δείτε το σπίτι μου και τις ανέσεις που σας παρέχει για να παρουσιάσετε τη Σκηνή σας.
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Πάμε. Αλλά μην ξεχνάτε και τις ιδιότητες που πρέπει να διαθέτουν όσοι τολμήσουν να κοιτάξουν τη μαγική Σκηνή μας.
ΜΠΕΝΙΤΟ: Αυτό, αφήστε το πάνω μου! Όσο για μένα, θα σας πω μόνο τούτο: ο πατέρας μου ήτανε δήμαρχος, γι’ αυτό είμαι σίγουρος πως θα τα δω όλα. Τέσσερα δάχτυλα σιτεμένη χριστιανοσύνη έχω κάτω απ’ το πετσί μου, κι από τις τέσσερις ρίζες του σογιού μου. Σιγά τώρα, μη δε δω αυτή τη Σκηνούλα!
ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Όλοι λογαριάζουμε να τη δούμε, σενιόρ Λαχανίτο.
ΧΟΥΑΝ: Κι εμείς από σπίτια είμαστε, σενιόρ Καλαθούνα, δε φυτρώσαμε σαν τις μολόχες!
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Όπως βλέπω, κύριοι, όλοι θα είστε άξιοι.
ΧΟΥΑΝ: Εμπρός, λοιπόν, Θιασάρχη μου, ας πιάσουμε δουλειά αμέσως. Χουάν Ευνουχάν με λένε, κι είμαι γιος του Αντόνιο Ευνουχάν και της Χουάνα Αντρούκλα∙ δε σας λέω τίποτε άλλο! Θα τη δω τη Σκηνή, όπως σας βλέπω και με βλέπετε τώρα!
ΤΣΙΡΙΔΑ: Ο Θεός να βάλει το χέρι του!
Βγαίνουν ο Χουάν Ευνουχάν και ο Κανάγιας.
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Κυρία Θιασάρχη, ποιοι ποιητές είναι της μόδας στη βασιλική αυλή; Κυρίως με ενδιαφέρει να μάθω γι’ αυτούς που γράφουν έργα θεατρικά. Ξέρετε, είμαι κι εγώ ποιητής και ασχολούμαι με το θέατρο. Έχω γράψει είκοσι δύο έργα, όλα πολύ πρωτότυπα, και είναι κρίμα να μένουν στο συρτάρι. Ψάχνω την ευκαιρία να πάω στην αυλή και να κάνω πλούσιους τους θιασάρχες που θα τα παίξουν.
ΤΣΙΡΙΔΑ: Για τους ποιητές που με ρωτάει η χάρη σας, κυβερνήτα μου, δε γνωρίζω να σας πω. Είναι τόσοι πολλοί, που κρύβουν τον ήλιο, και όλοι τους νομίζουν πως είναι σπουδαίοι. Οι θεατρικοί συγγραφείς είναι αυτοί που ήδη ξέρετε κι εσείς, άρα δε χρειάζεται να τους ξαναλέμε. Πείτε μου όμως η χάρη σας κάτι και για σας: και πρώτα πρώτα, πώς σας λένε;
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Ονομάζομαι Δόκτωρ Γραφοσβήνω, κυρία Θιασάρχη μου.
ΤΣΙΡΙΔΑ: Ω Θεέ μου! Η χάρη σας είναι ο Δόκτωρ Γραφοσβήνω, που έγραψε τα πασίγνωστα ποιήματα: «Ο Διάολος αρρώστησε» και «Άντε να τον γιατρέψεις»;
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Οι κακές γλώσσες λένε τάχα πως τα έγραψα, αλλά μην τις ακούτε. Όσο τα έγραψε ο Σουλτάνος, άλλο τόσο τα’ γραψα κι εγώ! Δικά μου είναι εκείνα που ιστορούν τον κατακλυσμό της Σεβίλλης, ναι, αυτό δεν το αρνούμαι∙ το ξέρετε βέβαια πως οι ποιητές κλέβουν ο ένας τον άλλον, εγώ όμως ποτέ δεν καταδέχτηκα να κλέψω κανέναν. Ας μου δίνει φώτιση ο Θεός να γράφω, και ας με κλέβει όποιος θέλει.
Επιστρέφει ο Κανάγιας.
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Ελάτε, εξοχότατοι, όλα είναι έτοιμα! Περιμένουμε μόνο εσάς για ν’ αρχίσουμε!
ΤΣΙΡΙΔΑ: Το χρήμα; Μπήκε στον κορβανά;
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Και στον κορβανά και στην καρδιά μου, εδώ το’χω (δείχνει στο μέρος της καρδιάς).
ΤΣΙΡΙΔΑ: Να σου πω και τα νέα, Κανάγια: ο Κυβερνήτης είναι ποιητής.
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Ποιητής; Σοβαρά; Ε, τότε τον έχουμε σίγουρο, θα το χάψει το παραμύθι. Κάτι τέτοιοι είναι αφηρημένοι, αγαθιάρηδες και απονήρευτοι. Τη ζητάει ο οργανισμός τους την κοροϊδία.
ΜΠΕΝΙΤΟ: Πάμε, κυρ-θιασάρχη μου, δεν κρατιέμαι! Τα πόδια μου με πάνε μόνα τους να δω τα θαυμαστά έργα σας.
Βγαίνουν όλοι. Μπαίνουν οι κοπέλες του χωριού, Χουάνα Ευνουχάν με νυφικό και Τερέζα Λαχανίδα.
ΧΟΥΑΝΑ: Εδώ κάθισε, Τερέζα Λαχανίδα. Εδώ φιλενάδα, να έχουμε τη Σκηνή ακριβώς απέναντι. Ξέρεις τι προσόντα πρέπει να έχουν οι θεατές της Σκηνής. Γι’ αυτό πρόσεχε, τα μάτια σου δεκατέσσερα, μην πάθουμε καμιά συμφορά.
ΤΕΡΕΖΑ: Χουάνα Ευνουχάν, είμαι ξαδέρφη σου κι αυτό νομίζω τα λέει όλα. Όσο σίγουρη είμαι πως βλέπω τον ουρανό, άλλο τόσο είμαι σίγουρη πως θα δω και όσα μας δείξει η Σκηνή. Η μάνα μου, καλή της ώρα, θα μου ’βγαζε τα μάτια έτσι και μου τύχαινε τέτοια συμφορά. Θεός φυλάξοι! Α πα πα!
ΧΟΥΑΝΑ: Ηρέμησε, ξαδέρφη, έρχεται ο κόσμος.
Μπαίνουν ο Κυβερνήτης, ο Μπενίτο Λαχανίτο, ο Χουάν Ευνουχάν, ο Πέδρο Καλαθούνας, ο θιασάρχης και η θιασάρχις, ο μουσικός και άλλος κόσμος του χωριού, κι ένας ανιψιός του Μπενίτο, αυτός που χορεύει αργότερα.
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Καθίστε όλοι, η σκηνή βρίσκεται πίσω από αυτή την κουρτίνα, η κυρία Τσιρίδα και ο μουσικός θα σταθούν εδώ.
ΜΠΕΝΙΤΟ: Μουσικός είναι αυτός; Βάλ’ τον πίσω απ’ την κουρτίνα να μην τον βλέπουμε! Καλύτερα να μην τον ακούμε κιόλας!
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Η εξοχότης σας δεν έχει δίκιο σενιόρ Λαχανίτο! Τον αδικείτε τον Μαντολίνο! Είναι καλός χριστιανός και γόνος ευγενούς οίκου!
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Απαραίτητα προσόντα για έναν καλό μουσικό!
ΜΠΕΝΙΤΟ: Μπορεί να είναι γόνος, αλλά του λείπει ο τόνος!
ΜΑΝΤΟΛΙΝΟΣ: Καλά να πάθω! Τέτοιος βλάκας που είμαι και ήρθα να παίξω στους...
ΜΠΕΝΙΤΟ: Αν είναι δυνατόν! Έχουμε δει κι άλλους μουσικούς, πολύ...!
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Κύριοι, ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά γιατί δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Αρχίστε σενιόρ Μοντιέλ!
ΜΠΕΝΙΤΟ: Σαν λίγα τα βλέπω τα συμπράγκαλα του Θιασάρχη για τόσο μεγάλο θέαμα!
ΧΟΥΑΝ: Όλα θα γίνουν μ’ ένα θαύμα!
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Κύριοι, την προσοχή σας παρακαλώ! Η παράσταση αρχίζει!
- Εσένα καλώ, όποιος κι αν είσαι, κατασκευαστή της σκηνής! Εσένα, που την έφτιαξες με τόση τέχνη και την ονόμασες Σκηνή των Θαυμάτων! Στη δύναμη που έκλεισες μέσα της σε εξορκίζω, σε δεσμεύω και σε διατάζω, να δείξεις με ασυγκράτητη ορμή σ’ αυτούς τους κυρίους μερικά από τα εξαίσια θαύματά σου, για να τα χαρούν και να τα απολαύσουν χωρίς να σημειωθούν έκτροπα! Ναι, ναι, βλέπω ότι εισακούστηκε ήδη το αίτημά μου: προβάλλει από εκείνη την πλευρά η μορφή του γενναίου Σαμψών, που αγκαλιάζει τις κολόνες του ναού. Θέλει να τις γκρεμίσει πάνω στους εχθρούς του για να τους εκδικηθεί. Συγκρατήσου, γενναίε μου ιππότη, συγκρατήσου, για τ’ όνομα του Θεού! Μην κάνεις καμιά τρέλα, γιατί κι εσύ θα τσακιστείς και τόσους ευγενείς ανθρώπους που μαζεύτηκαν εδώ θα τους κάνεις σκόνη!
ΜΠΕΝΙΤΟ: Συγκρατήσου, σενιόρ τέτοιε μου! Αυτό μας έλειπε, αντί να διασκεδάσουμε να καταντήσουμε αλοιφή για κάλους! Κρατήσου σενιόρ Σαμψών μου, μη μας το κάνεις αυτό, είμαστε καλοί άνθρωποι!
ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Εσείς τον βλέπετε σενιόρ Ευνουχάν;
ΧΟΥΑΝ: Εμ πώς δεν τον βλέπω, πού τα’ χω τα μάτια μου εγώ, στην πλάτη;
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: (κατ’ιδίαν) Πολύ περίεργο! Όσο βλέπω τον Σουλτάνο, άλλο τόσο βλέπω και τον Σαμψών! Και μα την αλήθεια, στο σόι μου είναι όλοι χριστιανοί και νόθος δε νομίζω πως είμαι.
ΤΣΙΡΙΔΑ: Φυλάξου, σενιόρ! Βγαίνει ο ταύρος, αυτός που σκότωσε τον βαστάζο στη Σαλαμάνκα! Πέσε κάτω, άνθρωπέ μου, πέσε κάτω! Ο Θεός να βάλει το χέρι του!
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Πέστε όλοι κάτω! Όλοι κάτω! Φύγε! Φύγε από δω! Ουστ!
Πέφτουν όλοι κάτω και γίνεται μεγάλη φασαρία.
ΜΠΕΝΙΤΟ: Αυτός ο ταύρος έχει τον διάολο μέσα του! Τα καλαμπαλίκια του είναι κατάμαυρα και δυνατά. Έτσι και με αρπάξει θα με πετάξει στον αέρα!
ΧΟΥΑΝ: Κύριε θιασάρχη μου, σας παρακαλώ, κάντε κάτι αν μπορείτε! Να μη βγαίνουν τέτοιες μορφές που μας αναστατώνουν! Δεν το λέω για μένα, γι’ αυτές τις κοπελίτσες που τους έφυγε η ψυχή μόλις είδανε τον άγριο ταύρο.
ΧΟΥΑΝΑ: Αχ πατέρα μου! Τρεις μέρες θα κάνω να συνέλθω! Με σήκωσε στα κέρατά του, που είναι σα σουβλιά!
ΧΟΥΑΝ: Αν δεν ήσουνα γνήσια κόρη μου όμως, δε θα τα’ βλεπες αυτά!
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ (κατ’ιδίαν): Ε, αυτό πια πάει πολύ! Όλοι βλέπουν ό,τι δε βλέπω εγώ! Στο τέλος θα πρέπει να πω κι εγώ πως το βλέπω, για την έρημη την τιμή μου.
ΤΣΙΡΙΔΑ: Αυτή η αγέλη των ποντικών που καλπάζει προς το μέρος μας, είναι απόγονος των ποντικών που σώθηκαν στην κιβωτό του Νώε! Άλλοι άσπροι, άλλοι πιτσιλωτοί, άλλοι γκριζόμαυροι και άλλοι γαλάζιοι! Γέμισε ο κόσμος ποντίκια!
ΧΟΥΑΝΑ: Χριστούλη μου τι έπαθα η δύστυχη! Κρατήστε με σας λέω, θα πέσω απ’ το παράθυρο! Ποντίκια; Συμφορά μου! Φιλενάδα, κράτα σφιχτά τη φούστα σου και κοίτα μη σε δαγκώσουν! Δεν είναι και λίγα! Μα τη γιαγιά μου τη μπαμπόγρια σας λέω!
ΤΕΡΕΖΑ: Αμ εγώ τι έπαθα! Ορμάνε από παντού καταπάνω μου! Αχ! Αυτός ο μαυροπόντικας μου δαγκώνει το γόνατο! Βοηθήστε με ουρανοί, γιατί από τη γη δε βλέπω να βοηθάει κανείς!
ΜΠΕΝΙΤΟ: Καλά που φοράω σκελέα! Ούτε τόσο δα ποντικάκι δε μπορεί να χωθεί στα βρακιά μου!
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Αυτό το νερό που πέφτει απ’ τα σύννεφα με ορμή, έρχεται κατευθείαν από την πηγή του ποταμού Ιορδάνη. Αν πέσει σε πρόσωπο γυναίκας, το κάνει αστραφτερό σαν το ασήμι, κι αν αγγίξει αντρικά γένια, τα κάνει χρυσαφένια.
ΧΟΥΑΝΑ: Τ’ ακούς φιλενάδα; Ξεσκέπασε το πρόσωπο σού λέω, σ’ ενδιαφέρει! Αχ τι γλυκόπιοτο νεράκι! Πατέρα, σκεπάσου μη βραχείς!
ΧΟΥΑΝ: Όλοι σκεπαζόμαστε, κόρη μου!
ΜΠΕΝΙΤΟ: Κυλάει το νεράκι από τις πλάτες μου και φτάνει μέχρι το μεγάλο μου κανάλι!
ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Εγώ είμαι στεγνός σαν ξερόχορτο.
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: (κατ’ ιδίαν) Μα τι διάολο συμβαίνει εδώ; Εγώ δεν έχω δει σταγόνα κι αυτοί πνίγονται; Λες να ’μαι ο μόνος μπάσταρδος;
ΜΠΕΝΙΤΟ: Αυτόν τον μουσικό πάρτε τον από μπρος μου, αλλιώς, μα τον Θεό, θα φύγω και δε θα δω τη συνέχεια. Βρε που να σε πάρει ο διάολος δαιμονισμένε μουσικέ, όλο τα ίδια παίζεις, και το όργανό σου είναι ξεκούρδιστο!
ΜΑΝΤΟΛΙΝΟΣ: Τι φταίω εγώ κυρ- δήμαρχε; Παίζω όπως μ’ έμαθε ο Θεός!
ΜΠΕΝΙΤΟ: Τι λες βρε σίχαμα; Ο Θεός σ’ έμαθε; Χώσου γρήγορα πίσω απ’ το πανί, γιατί μα τον Θεό, θα σου φέρω τον πάγκο στο κεφάλι!
ΜΑΝΤΟΛΙΝΟΣ: Σίγουρα ο διάβολος μ’ έφερε σ’ αυτό το χωριό!
ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Τι δροσερό το νερό του Ιορδάνη! Ευλογημένο ποτάμι! Σκεπάστηκα όσο μπορούσα, αλλά και πάλι βάζω στοίχημα πως το μουστάκι μου θα’ γινε χρυσό.
ΜΠΕΝΙΤΟ: Και λίγα λες!
ΤΣΙΡΙΔΑ: Βλέπω να ’ρχονται δυο ντουζίνες άγρια λιοντάρια και αρκούδες μελισσοθρεμένες! Άνθρωποι φυλαχτείτε! Είναι βέβαια φανταστικά, αλλά μπορούν να σας φέρουν τη συμφορά, έστω κι αν έχετε τη δύναμη του Ηρακλή και τα σπαθιά σας είναι κοφτερά.
ΧΟΥΑΝ: Ε, κυρά θιασάρχισα, για να σου πω! Τώρα θα μας γεμίσεις το σπίτι λιοντάρια και αρκούδες;
ΜΠΕΝΙΤΟ: Κοιτάξτε τι μας στέλνει ο Βλακέντιος! Κορυδαλούς και αηδόνια θέλουμε, όχι λιοντάρια και δράκους! Κυρ θιασάρχη, ή θα βγουν ωραίες φιγούρες ή θα σταματήσεις εδώ! Ευχαριστούμε πολύ για το θέαμα! Πήγαινε στην ευχή του Θεού και μην ξαναπατήσεις το πόδι σου στο χωριό μας!
ΧΟΥΑΝΑ: Σενιόρ Μπενίτο Λαχανίτο, αφήστε να βγουν τα λιοντάρια και η αρκούδα, κάντε το για χάρη μας! Μας αρέσουν πολύ!
ΧΟΥΑΝ: Κόρη μου, εσύ κοψοχολιάστηκες πριν με τα ποντικάκια και τώρα ζητάς αρκούδες και λιοντάρια;
ΧΟΥΑΝΑ: Σεβαστέ μου πατέρα, όλα τα καινούργια πάντα αρέσουν.
ΤΣΙΡΙΔΑ: Αυτή η κοπέλα που σας φαίνεται τώρα τόσο όμορφη και χαριτωμένη είναι η διαβόητη Ηρωδιάδα, που πήρε έπαθλο για τον χορό της το κεφάλι του Ιωάννη του Προδρόμου. Αν χορέψει κάποιος από σας μαζί της, θα δείτε πράγματα και θαύματα!
ΜΠΕΝΙΤΟ: Αυτή μάλιστα! Είναι ωραία φιγούρα, ευγενική και φωτεινή. Βρε την άτιμη, πώς κουνιέται!- Ανιψιέ μου Λαχανίτο, εσύ που ξέρεις και χτυπάς τις καστανιέτες, παίξε της να χορέψει και θα γίνει γλέντι τρικούβερτο!
ΑΝΙΨΙΟΣ: Μετά χαράς θείε μου!
Παίζουν τον χορό Θαραμπάντα.
ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Πού είσαι παππού μου να δεις τους χορούς που χόρευες στα νιάτα σου, τη Θαραμπάντα και την τσακόνα.
ΜΠΕΝΙΤΟ: Ε, ανιψιέ, το νου σου με αυτήν την κουνίστρα την εβραία! Μα δε μου λες, αφού είναι εβραία, πώς βλέπει αυτά τα θαύματα;
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Κύριε Δήμαρχε, όλοι οι κανόνες έχουν και τις εξαιρέσεις τους.
Ακούγεται μια τρομπέτα ή κορνέτα μέσα στο θέατρο και μπαίνει ένας αξιωματικός του παλατιού.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Ποιος από σας είναι ο Κυβερνήτης;
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Εγώ. Τι ορίζει η εξοχότης σας;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Ο βασιλιάς διατάζει να εξασφαλίσετε αμέσως κατάλυμα για τριάντα στρατιώτες, που φτάνουν σε μισή ώρα, ίσως και νωρίτερα, αν κρίνω από τον ήχο της τρομπέτας. Χαίρετε.
Φεύγει.
ΜΠΕΝΙΤΟ: Βάζω στοίχημα ότι τους στέλνει ο σοφός Βλακέντιος.
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Δε νομίζω. Καθώς ερχόμαστε, είδαμε μια ίλη ιππικού σταματημένη δυο λεύγες μακριά από δω.
ΜΠΕΝΙΤΟ: Τώρα τον έμαθα καλά τον Βλακέντιο! Κατάλαβα ότι εσύ κι αυτός, μαζί κι ο μουσικός, είστε μεγάλοι μασκαράδες! Προσέξτε καλά τι θα του πείτε: μην τολμήσει και μας στείλει τους στρατιώτες, γιατί θα βάλω να του δώσουνε διακόσιες βουρδουλιές στην πλάτη και θα στέκεται ο κόσμος γύρω του να κάνει χάζι!
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Αφού σας λέω, κύριε Δήμαρχε, δεν τους στέλνει ο Βλακέντιος!
ΜΠΕΝΙΤΟ: Ο Βλακέντιος τους στέλνει, είπα, όπως έστειλε και όλα τα σιχαμερά πλάσματα που είδα εγώ!
ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Όλοι τα είδαμε σενιόρ Λαχανίτο.
ΜΠΕΝΙΤΟ: Δεν είπα εγώ πως δεν τα είδατε σενιόρ Καλαθούνα.
-Φτάνει βρε μουσικέ της συμφοράς! Έτσι και παίξεις άλλη μια νότα, θα στο σπάσω το κεφάλι!
Επιστρέφει ο αξιωματικός.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Βρήκατε το κατάλυμα; Οι ιππείς έφτασαν ήδη στο χωριό.
ΜΠΕΝΙΤΟ: Πάλι τα ίδια ο Βλακέντιος; Αυτό θα μου το πληρώσεις, κατεργάρη θιασάρχη, ορκίζομαι ότι θα μου το πληρώσεις!
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Είστε όλοι μάρτυρες ότι ο δήμαρχος με απειλεί.
ΤΣΙΡΙΔΑ: Είστε όλοι μάρτυρες ότι ο δήμαρχος ισχυρίζεται πως όσα διατάζει η Α.Μ. ο Βασιλεύς, τα προστάζει ο σοφός Βλακέντιος.
ΜΠΕΝΙΤΟ: Αποβλακωμένη είσαι του λόγου σου κυρά μου!
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Εγώ νομίζω πάντως ότι αυτοί οι στρατιώτες δεν είναι ψεύτικοι.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Ψεύτικοι; Ψεύτικοι οι στρατιώτες, κύριε Κυβερνήτη; Είστε με τα καλά σας;
ΧΟΥΑΝ: Θα μπορούσαν να είναι ψευτοστρατιώτες, τόσα και τόσα ψευτοπράγματα είδαμε εδώ. Σας παρακαλώ, κύριε θιασάρχη μου, κάντε μου τη χάρη: βγάλτε ξανά την Ηρωδιάδα, για να δει ο κύριος από δω όσα δεν είδε μέχρι τώρα στη ζωή του. Πού ξέρετε; Μπορεί να τον καλοπιάσουμε και να μας αδειάσει γρήγορα τη γωνιά.
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Πάνω στην ώρα! Νάτη! Ξανάρχεται! Κάνει νοήματα στον χορευτή σας να συνοδέψει ξανά τον χορό της!
ΜΠΕΝΙΤΟ: Έλα, έλα ανιψιέ, δώσ’ της, δώσ’ της να καταλάβει! Κι άλλες στροφές! Κι άλλες στροφές! Μα το Θεό, αυτό το κορίτσι είναι ακούραστο! Έλα! Έλα! Ωπ! Ωπ!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Είναι στα καλά τους οι άνθρωποι; Ποια κοπέλα; Ποιος χορός; Ποιος είναι ο Βλακέντιος;
ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Ώστε ο κύριος αξιωματικός δεν βλέπει την κοπέλα, την Ηρωδιάδα;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Ποια κοπέλα να δω που να με πάρει ο διάολος;
ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Αρκεί. Ούτος εξ εκείνων εστί.
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Από αυτούς είναι, μάλιστα, εξ εκείνων εστί.
ΧΟΥΑΝ: Απ’ αυτούς είναι, απ’ αυτούς είναι ο κύριος αξιωματικός.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Από ποιους είμαι που να πάρει ο διάολος τη μάνα σας; Έτσι κι αρπάξω το σπαθί θα βγείτε απ’ το παράθυρο, όχι απ’ την πόρτα!
ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Αρκεί: εξ εκείνων εστί.
ΜΠΕΝΙΤΟ: Αρκεί: απ’ αυτούς είναι, αφού δε βλέπει τίποτα.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Α ρε κωλοχωριάτες, έτσι και μου ξαναπείτε πως είμαι από κείνους, θα σας μετρήσω τα παΐδια ένα-ένα!
ΜΠΕΝΙΤΟ: Οι εβραίοι και οι μπάσταρδοι δεν ήταν ποτέ γενναίοι, γι’ αυτό κι εμείς θα το ξαναπούμε όσες φορές θέλουμε: είσαι από κείνους, από κείνους, από κείνους!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Να σας πάρει και να σας σηκώσει καράβλαχοι! Τώρα θα σας δείξω εγώ!
Πιάνει το σπαθί του και ρίχνεται σε όλους. Ο δήμαρχος ξυλοφορτώνει τον Μαντολίνο και η Τσιρίδα ξεκρεμάει το πανί λέγοντας:
ΤΣΙΡΙΔΑ: Ο διάβολος τη φύσηξε αυτή την τρομπέτα κι έφερε τους στρατιώτες στο χωριό. Λες και ήρθαν επίτηδες!
ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Η επιτυχία μας ήταν μεγάλη Τσιρίδα! Γκραν σουξέ! Η φήμη της Σκηνής μας παραμένει άθικτη κι έτσι αύριο θα τη δείξουμε μια χαρά στο χωριό. Όσο για μας, μπορούμε με το δίκιο μας να πανηγυρίζουμε που κερδίσαμε αυτή τη μάχη και να ζητωκραυγάζουμε: Ζήτω η Τσιρίδα κι ο Κανάγιας!
ΤΕΛΟΣ
Μετάφραση από τα Ισπανικά: Μαρία Χατζηεμμανουήλ
Το ιντερμέδιο Η σκηνή των θαυμάτων συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Μιγκέλ δε Θερβάντες Σααβέρδα (1547-1616) Οκτώ δράματα και οκτώ ιντερμέδια που δημοσιεύτηκε το 1615, στον πρόλογο του οποίου ο συγγραφέας εξηγούσε ότι ήταν παλαιότερα έργα του, τα οποία δεν είχαν την τύχη να ανέβουν στη σκηνή. Διαβάστε ένα αναλυτικό σημείωμα για τη ζωή και το έργο του Μιγκέλ δε Θερβάντες Σααβέρδα όπως δημοσιεύεται στις σελίδες του Teatro Pasión.
© Μαρία Χατζηεμμανουήλ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)