ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΟΥΣ ΟΡΑΣΗΣ |
Υπάρχει μια ειρωνεία των ματιών όταν δε φοράς γυαλιά |
Η διογκωμένη διάθλαση |
Η πεπλατυσμένη λαμπρότητα των φώτων ενός νυχτερινού δρόμου |
Το εκ φύσεως συγκεχυμένο θέαμα της πραγματικότητας |
Μια δεύτερη ζωή που ξυπνά στα όρια του απροσδιόριστου |
Σχηματισμοί οικείων κατά τα άλλα παραστάσεων |
Αποκτούν αφαιρετικές διαστάσεις |
Τα μυωπικά μάτια σε ειρωνεύονται |
Τέρας της φύσης |
Σε αποκαλούν |
Φυσικώς αδύνατη |
Αν κάποτε συναντηθούμε |
Δε θα φορώ τα γυαλιά μου |
Θέλω με την ανεπαρκή μου όραση να δω |
Την παραμόρφωσή σου |
Έτσι όπως φτιάχτηκε μέσα μου |
Κι επιμελώς θα κρύψω συμπλέγματα |
Αδυναμίες κι ανασφάλειες |
Της υποβαθμισμένης ιδιότητάς μου |
Ω, πόσο τυχερή είμαι ως μύωψ! |
ΚΑΝΙΒΑΛΟΣ |
Η απόσταση μεταξύ μας είναι το κομμένο σου πόδι |
Το παίρνεις στα χέρια σου το παρατηρείς |
Αναρωτιέσαι πώς βρέθηκε κομμένο από πάνω σου |
Έμεινες να κοιτάζεις το απογυμνωμένο μέλος |
Κύτταρα νεκρωμένα |
Ατομικές ζωές επί ξύλου κρεμάμενες |
Με κοιτάζεις σαν να περιμένεις |
Να δώσω εγώ την εξήγηση |
Πώς να σου εξηγήσω; |
Αυτός ο ακρωτηριασμός με βολεύει απίστευτα |
Με ένα πόδι δεν προλαβαίνεις τη ζωή |
Δεν προλαβαίνεις την ελευθερία |
Έτσι παίρνω το προβάδισμα που πάντα ζητούσα |
Το κομμένο πόδι σου είναι η εκδίκησή μου |
See ya! |
ΜΑΝΝΑ |
Η γλώσσα ανατρέπεται οι σκέψεις αποδομούνται |
Έκρυθμο φαίνεται το στήσιμο του λόγου μου |
Ανίκανο να ισορροπήσει έστω για μια στιγμή |
Σε σκέψεις παλιές κι αναμνήσεις επώδυνες |
Ανάδοχες μυρωδιές κι αγγίγματα χάθηκαν οριστικά |
Ας μην άνοιγες ποτέ τα πόδια σου |
Ας σφράγιζες τους πόθους σου |
Στην ηλικία που γεννήθηκαν |
Αρνήθηκες μια φορά δυο φορές |
Ζήσαμε χωρίς εσένα |
Ζήσαμε |
Ανάψαμε φωτιά |
Σε κρατήσαμε μακριά μας |
Τα θηρία φοβούνται τη φωτιά |
Τώρα πια όμως σε σκορπίζω μάννα |
Σε όρνια εδώ και χρόνια πεινασμένα. |