Herta Müller - Ανταίος Χρυσοστομίδης

Foto_by_Σταύρος Μελέας

[…]

 

Την κυνηγούσα για μια συνέντευξη τρία χρόνια. Από τον καιρό που μας την έκανε γνωστή εκείνο το Νόμπελ που ξάφνιασε τους περισσότερους, όλους όσοι δεν την είχαν διαβάσει ποτέ, ούτε ήξεραν την προσωπική της ιστορία. Μια επίμονη αλληλογραφία με τον εκδοτικό της οίκο που κάθε τόσο αναζωπυρωνόταν, κι ύστερα σταματούσε, κι ύστερα ξανάρχιζε. Δεν έλεγε ποτέ όχι, δεν έλεγε όμως ούτε το ναι.

 

Κάποια στιγμή αποφάσισα να πιέσω λίγο περισσότερο την κατάσταση, διακινδυνεύοντας ακόμα και μια αρνητική απάντηση. Το ηλεκτρονικό μήνυμα που μου έστειλε η ίδια αυτή τη φορά, κινιόταν και πάλι στην ασαφή ζώνη μεταξύ του όχι και του ναι. Έγραφε: «Αγαπητέ Α.Χ. Σας ευχαριστώ για την πρότασή σας, αλλά προς το παρόν δεν αισθάνομαι ότι είμαι σε θέση να δώσω συνέντευξη. Δεν μπορώ καν να σκεφτώ ότι θα καθίσω μια ολόκληρη ώρα μπροστά σε μια κάμερα. Μου είναι αδύνατο να βγάλω από το μυαλό μου την αίσθηση της ανάκρισης. Από την άλλη, πολύ ευχαρίστως θα δεχόμουν να βοηθήσω και εσάς και τον εκδοτικό οίκο. […]».

 

[…]

 

Όταν την είδα να φτάνει ντυμένη στα μαύρα, με τα χέρια της να τρέμουν ελαφρά και τα μεγάλα, έντονα βαμμένα, μάτια της να με κοιτάζουν λίγο με περιέργεια και λίγο με αγωνία, κατάλαβα ότι ήταν ταραγμένη όσο κι εγώ, ίσως περισσότερο από μένα. Και συνειδητοποίησα αμέσως ότι η γυναίκα αυτή, από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, της οποίας το έργο δεν θυμίζει το έργο κανενός άλλου, βρισκόταν εκεί μπροστά μου, κι ότι η παρουσία της ήταν κάτι σαν δώρο, το δώρο σε έναν συνομήλικό της που ερχόταν από μια δοκιμαζόμενη χώρα και τύχαινε να φροντίζει την έκδοση των βιβλίων της στη γλώσσα του. Το βλέμμα της ακουμπούσε πάνω μου, ύστερα έφευγε, ξαναγυρνούσε, έφευγε πάλι, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως είχε πάρει τη σωστή απόφαση να καταστρατηγήσει τις αρχές της και να ανοίξει την καρδιά της μπροστά σε μια ψυχρή τηλεοπτική κάμερα.

 

[…]

 

«[…] Η περιοχή μας στην αρχή ανήκε στην Αυστροουγγαρία, μετά στην Ουγγαρία, οι παππούδες μου μιλούσαν μόνο γερμανικά. […] Κι όταν, το ’45, ήρθε ο κομμουνισμός, η περιουσία του παππού μου απαλλοτριώθηκε, και από τη μια μέρα στην άλλη έμεινε φτωχός. Το κράτος τους πήρε τα πάντα, κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δεν αγάπησαν ποτέ ιδιαίτερα τη νέα τους πατρίδα – γι’ αυτό και δεν έμαθαν ποτέ τους ρουμάνικα. Αλλά και οι γονείς μου μιλούσαν άσχημα τα ρουμάνικα, η μητέρα μου δεν έμαθε ποτέ της σωστά τη γλώσσα, δούλευε στα χωράφια και δεν βγήκε σχεδόν ποτέ από το χωριό. Στο χωριό δεν υπήρχαν Ρουμάνοι, εκτός από τον αστυνόμο και τον γιατρό. Και κανείς δεν ήθελε να έχει σχέσεις μαζί τους, κανείς δεν τους μιλούσε αν δεν ήταν σοβαρή ανάγκη. Ούτε και στο σχολείο έμαθα τη γλώσσα, αφού, εκτός από μερικά μαθήματα που γίνονταν στα ρουμάνικα, μιλούσαμε και εκεί γερμανικά.

 

[…]

 

Ο επίσημος όρος στη Ρουμανία για να χαρακτηρίσουν ανθρώπους σαν κι εμάς ήταν “συγκατοικούσες εθνότητες”: μας επέτρεπαν δηλαδή να ζούμε κι εμείς εκεί, μαζί τους. Ο όρος από μόνος του σε πληγώνει, ο κόσμος οργιζόταν, αφού ζούσαν σε εκείνα τα μέρη πριν ακόμα καθίσει στο σβέρκο τους η Ρουμανία.

 

[…]

 

Με ρωτάτε αν η εγκατάστασή μου στη Γερμανία ήταν επιστροφή σε ένα είδος πατρίδας ή αν ήταν εξορία. Ήταν εξορία. Τον πρώτο μάλιστα καιρό –ήρθα στη Γερμανία το ’87, ο Τσαουσέσκου θα έμενε για άλλα τρία χρόνια στην εξουσία– δεχόμουν απειλές για τη ζωή μου από τις μυστικές υπηρεσίες της Ρουμανίας. […] Το άλλο ήταν ότι στην αρχή δεν με ήθελαν στη Γερμανία. Έλεγα διαρκώς ότι ήρθα για πολιτικούς λόγους, δραπέτευσα από μια δικτατορία, δεν ήρθα να επισκεφτώ τον θείο μου στη Γερμανία, τον θείο μου στη Ρουμανία δεν ήθελα να τον δω, το ίδιο και τον θείο μου στη Γερμανία, ένας άνθρωπος πάνω από τα τριάντα δεν πηγαίνει στους θείους του. Και ήταν δύσκολο, επειδή οι αρχές εδώ με ρωτούσαν “μα τελικά είσαι Γερμανίδα ή πολιτική πρόσφυγας” κι εγώ απαντούσα ότι είμαι και τα δύο. “Και τα δύο δεν γίνεται”, μου έλεγαν, “δεν υπάρχει κατάλληλο έντυπο και για τα δύο”. Κι εγώ τελικά απάντησα ότι ήμουν πολιτική πρόσφυγας, οπότε δεν πήρα τη γερμανική υπηκοότητα, παρά μόνο ύστερα από ενάμιση χρόνο, και τότε την πήρα ως ξένη, όχι όπως οι υπόλοιποι που είχαν έρθει από τη Ρουμανία.

[…]

«Χαρτομάντιλο έχεις;» με ρωτούσε κάθε μέρα η μητέρα στην εξώπορτα πριν βγω έξω. Δεν είχα. Και επειδή δεν είχα, ξαναπήγαινα στο δωμάτιο για να μου δώσει χαρτομάντιλο. Κάθε πρωί ήμουν χωρίς χαρτομάντιλο, γιατί κάθε πρωί περίμενα την ίδια ερώτηση. Το χαρτομάντιλο ήταν κάθε πρωί η απόδειξη της μητρικής στοργής. Αργότερα μέσα στη μέρα έπρεπε να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Η ερώτηση «χαρτομάντιλο έχεις;» ήταν μια έμμεση τρυφερότητα. Η απροκάλυπτη τρυφερότητα θα μας έφερνε σε δύσκολη θέση. Τέτοια πράγματα, οι αγρότες δεν τα γνώριζαν. Η αγάπη μεταμφιεζόταν σε ερώτηση. Μόνο έτσι μπορούσες να την εκφέρεις στεγνά, σαν διαταγή. Σαν να ήσουν στη δουλειά. Ο απότομος τόνος υπογράμμιζε την τρυφερότητα. Κάθε φορά στεκόμουν χωρίς χαρτομάντιλο στην πόρτα, και αμέσως μετά βρισκόμουν με χαρτομάντιλο. Μόνο έτσι έβγαινα στον δρόμο, λες και μαζί με το χαρτομάντιλο ήταν και η μητέρα μου μαζί.

Από την ομιλία της στην τελετή απονομής του Νόμπελ.

 

 

Οι κεραίες της εποχής μου ΙΙ Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Ανταίου Χρυσοστομίδη Οι κεραίες της εποχής μου ΙΙ που κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδόσεις Καστανιώτη και συγκεκριμένα από το κεφάλαιο για τη Χέρτα Μύλλερ, με τον υπότιτλο «Οι λέξεις μπορούν να κάνουν τα πάντα, ακόμα και να σκοτώσουν». Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τη Χέρτα Μύλλερ και δείτε ποια βιβλία της κυκλοφορούν στα Ελληνικά. Η Logotexnia21 ευχαριστεί τον συγγραφέα και μεταφραστή Ανταίο Χρυσοστομίδη για την άδεια δημοσίευσης των αποσπασμάτων αλλά και για την αποστολή της φωτογραφίας από τη συνέντευξη με τη Χέρτα Μύλλερ.