[αθωότητα]
|
|
Η μητέρα δεν παραδέχεται πως φταίει ποτέ για τίποτα.
|
Αυτό μας οδηγεί για χρόνια να νομίζουμε πως η μητέρα
|
για τίποτα ποτέ δεν φταίει.
|
Όμως αφού δεν φταίει εκείνη, λέμε, ε,
|
κάποιος άλλος τότε, μα ποιος,
|
ποιος;
|
Ώστε να μη χρειαστεί να απαντήσουμε εγώ,
|
κλείνουμε οι τρεις τα μάτια μας
|
και κλέφτικα πάλι σφυρίζουμε
|
προς το υπερπέραν των λευκών σεμέν της.
|
|
Τα σεμέν είναι τσίλικα, βρίσκονται παντού, κυκλώνουν τον χώρο.
|
Μεσολαβούν ανάμεσα στις ρώγες των δαχτύλων μας και σε κάθε πράγμα.
|
Οι τρεις τυφλοί τα λέμε μπράιγ και μένουμε να τα διαβάζουμε με την αφή.
|
Αλλά δεν είναι αυτά γραφή, δεν σημαίνουν κάτι – άλλο είναι.
|
|
Τον κατάλευκο πολύποδα της αθωότητάς της
|
η μητέρα τον έπλεκε αιώνες με το τσιγκελάκι.
|
|
|
[προσποιητής]
|
|
Και σου τα λέω αυτά
|
(εγώ)
|
ο εκτός τόπου
|
το ωσεί απόν λεπτούργημά σου.
|
Που αν δεν ήσουνα εσύ εγώ θα ήμουν
|
ο κανείς:
|
το ο μη γένοιτο ατόπημα
|
και επ’ ουδενί αποίημά σου.
|
|
Και ούτε θα ήμουν καν εδώ
|
για να ’χω σώμα στόμα τρόπο απ’ όπου
|
στο παντού τού εδώ σου
|
να μιλώ
|