Inge Müller, Οι ποδηλάτες
Στο δρόμο για την πρωτεύουσα πήγαινε μια άμαξα με άλογα. Οι ρόδες της χάραζαν δυο μαύρα ρυάκια πάνω στην ανοιχτόχρωμη σκόνη. Πίσω από την άμαξα, μέσα στα αυλάκια, πήγαιναν δύο ποδηλάτες, μία γυναίκα κι ένα αγόρι.
«Σίγουρα θα μου αγοράσει ο μπαμπάς ένα καινούριο ποδήλατο το Πάσχα; Είπε κάτι;» ρώτησε το αγόρι.
Μίλησε πολύ δυνατά για να καλύψει το τρίξιμο του ποδηλάτου του και πήγε πιο κοντά στη γυναίκα. Εκείνη τρόμαξε, κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει προς το μέρος του. Χωρίς ν’ απαντήσει, έκανε πιο γρήγορα πετάλι. Το σκούρο αδιάβροχο παλτό της φούσκωνε σαν ένα δεύτερο παραχαλαρωμένο δέρμα. Έβαλε το χέρι της φουριόζικα πάνω σ’ αυτό και με μια προσεκτική κίνηση τράβηξε τις άκρες του παλτού πιο σταθερά πάνω στα γόνατά της. Πολύ κοντά μπροστά της ήταν η άμαξα. Την προσπέρασε. Το αγόρι έκανε προσπάθεια να την ακολουθήσει. Σήκωσε το δεξί χέρι από το τιμόνι κι έσπρωξε στα πλάγια τα λουριά του σακιδίου του πάνω στους λεπτούς, γωνιώδεις ώμους του, τον πίεζαν. Έφτασε τη μητέρα του, καθώς εκείνη με κόπο έκανε πετάλι, για να βγάλει μια ανηφόρα του επαρχιακού δρόμου. Το λεπτό, μαυρισμένο πρόσωπό του κοκκίνισε, δάγκωσε τα χείλη του και ανέπνευσε βαριά σύμφωνα με το ρυθμό των ποδιών του που έκαναν πετάλι σταθερά. Γνώριζε την ανηφόρα, όπως γνώριζε το δρόμο. Αμέτρητες φορές την είχε πάει, προς τα πάνω και προς τα κάτω, με τη μητέρα και μόνος. Σήμερα του φάνηκε ιδιαίτερα απότομη.
«Μ’ ένα καινούριο ποδήλατο θα ήταν παιχνιδάκι», είπε.
«Θα το πάρεις το ποδήλατό σου, μην ανησυχείς, νεαρέ», απάντησε η μητέρα. Έφτιαξε σωστά τη μεγάλη δερμάτινη τσάντα, που κρεμόταν στο δεξί χερούλι του τιμονιού.
«Ο πατέρας είπε το Πάσχα».
«Ναι, αν όλα πάνε καλά. Ένα ποδήλατο κοστίζει χρήματα. Αυτά πρέπει πρώτα να βγουν». Η μητέρα κοίταξε πάλι ευθεία μπροστά, μία κάθετη ρυτίδα στο μέτωπο.
«Όλοι το κάνουν και βγάζουν κάτι απ’ αυτό, μόνο εσύ έχεις ένα σωρό ενδοιασμούς», είχε πει ο άντρας της, τότε, προτού εκείνη πάει εκεί για πρώτη φορά. Έβλεπε το ανικανοποίητο πρόσωπό του, το περιφρονητικό του βλέμμα, έβλεπε, πώς γελούσε ικανοποιημένος, όταν εκείνη επέστρεφε στο σπίτι και του έφερνε τα λεφτά, αδιάφορος για την τρομάρα που είχε περάσει.
«Είσαι πράγματι άξια γυναίκα», είχε πει κι εκείνη είχε τρέξει έξω, κλαίγοντας λες και την είχε βρίσει. Αργότερα δεν έκλαιγε πια, μετά από κάθε διαδρομή μπορούσαν να πορίζονται κάτι. Το μικρό τους σπίτι, τον κήπο και τον στάβλο για τις είκοσι κότες τα διατηρούσε πιο καθαρά από πριν.
Έπειτα, τότε που το αγόρι πήγε μαζί της, ανυποψίαστο, χαρούμενο επειδή μπορούσε να βοηθήσει τη μητέρα του, αυτό, κάθε φορά που απαντούσε την ερώτησή του, έκανε τη φωνή της πιο βραχνή: έπρεπε να πάνε φυτά σε μια γνωστή για έναν καινούριο κήπο ή πριονίδια για τη γάτα. Αυτό ήταν μόνο ένα μισό ψέμα, αλλά έτσι τα πράγματα δεν γίνονταν ευκολότερα για εκείνη. Από τα έσοδα των «φυτών» και του «πριονιδιού» αγόρασαν σεντόνια και τώρα για το Πάσχα θα έφταναν μάλλον και για ένα ποδήλατο για το αγόρι. Εκατό μάρκα έλειπαν ακόμα. Η μητέρα έκανε πιο έντονα πετάλι, λες και οι ρόδες θα μπορούσαν, γυρνώντας γρηγορότερα, να εξακοντίσουν τις σκέψεις.
Το αγόρι έμεινε δίπλα της. Σκεφτόταν το καινούριο ποδήλατο, κοίταζε τα γυαλιστερά μεταλλικά κομμάτια και δεν άκουγε πια το τρίξιμο του παλιού, μεταχειρισμένου, που έκανε θόρυβο από κάτω.
Η γυναίκα γνώριζε την πινακίδα, που βρισκόταν στο σημείο ελέγχου δίπλα από την μπάρα διόδου, αλλά όταν τώρα την ξαναδιάβασε, παραξενεύτηκε που εκεί ήταν γραμμένες μόνο οι συνηθισμένες λέξεις. Στην μπάρα διόδου στέκονταν πεζοί, ποδηλάτες, αυτοκίνητα.
Σαν σε αποβάθρα, σκέφτηκε η γυναίκα: έρχεσαι και φεύγεις και περιμένεις και εκνευρίζεσαι, αν και τα γνωρίζεις όλα αυτά. Ο οδηγός ενός μεγάλου φορτηγού κόρναρε θυμωμένος. Η γυναίκα στάθηκε στη μέση του δρόμου, κάρφωσε το βλέμμα της στο αυτοκίνητο. Μόνο όταν της φώναξε το αγόρι, έκανε το ποδήλατό της στην άκρη.
«Πολλή κίνηση εδώ σήμερα», είπε ο άντρας με τα νικελένια γυαλιά, καθώς της έδινε το χαρτί παραλαβής στη φύλαξη των ποδηλάτων. Περιεργάστηκε, πάνω από τα τζάμια των γυαλιών, την γυναίκα και το αγόρι και στράφηκε προς τους άλλους που περίμεναν.
«Τους μικρούς απατεώνες τους πιάνουν πιο εύκολα από τους μεγάλους», είπε και έσκισε την επόμενη απόδειξη από το μπλοκ.
Η γυναίκα πέρασε τον δρόμο και πήγε στο σημείο ελέγχου. Καθώς άφησε την τσάντα της και έβγαλε την ταυτότητα, έπεσε λίγο χώμα πάνω στο χέρι της από το χαρτί, που ήταν τοποθετημένο γύρω από τα φυτά. Φουριόζικα τίναξε τα καφέ τρίμματα και τράβηξε το χαρτί πιο σφιχτά γύρω από τις δέσμες των φυτών.
Το αγόρι προπορεύτηκε.
«Σήμερα θα πάρει πολλή ώρα», είπε αυτός, καθώς εκείνη – με την ταυτότητα στο χέρι τον πλησίασε. Κοίταξε σιωπηλή αυτούς που περίμεναν. Εκείνοι που είχαν δέματα, έπρεπε να πάνε στον έλεγχο προϊόντων. Το αγόρι το είχε δει αυτό ήδη πολλές φορές, το βαριόταν. Βγήκε από την σειρά και κοίταξε τα αυτοκίνητα και τα ποδήλατα που έφταναν τώρα.
Η μητέρα περίμενε με τους άλλους.
«Κρίμα το χρόνο», είπε μία κυρία δίπλα της. Ήταν κοντή και χοντρουλή και την έσπρωξε, καθώς προχώρησαν μερικά βήματα. «Εδώ σίγουρα κανένας δεν κουβαλάει κάτι απαγορευμένο. Τους απατεώνες δεν θα τους πιάσουν έτσι!»
«Ειδικά εδώ θα γίνουν πολλές απατεωνιές, τώρα πριν το Πάσχα», είπε ένας ηλικιωμένος άντρας. «Τα αυγά, που κατασχέσανε εχθές και σήμερα, θα ήταν αρκετά για ένα ολόκληρο χωριό τις γιορτές».
«Κρέμασμα θέλουν», είπε ένας άλλος νευριασμένος. Όταν είναι να δώσουν αυτά που χρωστάνε, λένε ότι κακογεννάνε οι κότες. Αλλά για δυτικό χρήμα γεννάνε πάντα».
Από τις δυνατές φωνές το αγόρι γύρισε, ήρθε πίσω στη σειρά και στήθηκε δίπλα στη μητέρα του. Εκείνη έκανε ένα βήμα προς το πλάι. Ο άντρας ήθελε να συνεχίσει να μιλάει, όταν ο άλλος κοίταξε ξαφνικά με αγωνία απέναντι προς την πόρτα του ξύλινου παραπήγματος, όπου εκτελούνταν ο έλεγχος των εμπορευμάτων.
«Άλλος ένας!» είπε εκείνος κι έδειξε με το χέρι απέναντι. Οι παρευρισκόμενοι βουβάθηκαν και κοίταξαν προς το παράπηγμα, επίσης και η γυναίκα δίπλα στο αγόρι. Χλόμιασε. Όπως οι άλλοι κοίταξε κι εκείνη με προσοχή, καθώς οδηγούσαν έξω από την πόρτα έναν άντρα –φορούσε ένα καφέ, όχι πια καινούριο δερμάτινο μπουφάν, που με φουριόζικες κινήσεις το ξεκούμπωνε και το κούμπωνε. Διαμαρτυρόταν μισοστραμένος προς τον πολιτοφύλακα, ο οποίος τον τραβούσε προς το μέρος του. «… πρέπει ωστόσο να φάω στο δρόμο», τον άκουσαν να λέει με μια αφύσικα ψιλή φωνή, που δεν ταίριαζε στον ψηλό άντρα με τις φαρδιές πλάτες. Έμεινε να στέκεται χειρονομώντας. Ο πολιτοφύλακας χωρίς να δίνει σημασία στην διαμαρτυρία του, τον διέταξε να συνεχίσει να περπατάει ήσυχα. Αντιστεκόμενος, μετά από μια δειλή λοξή ματιά προς τους απέναντι, ο άντρας ακολούθησε. Όταν οι δύο εξαφανίστηκαν από την πόρτα του άλλου παραπήγματος, οι άνθρωποι στην μπάρα άρχισαν να μιλάνε ξανά. Το αγόρι κοίταξε την μητέρα. «Τι θα γίνει με τον άντρα», ρώτησε χαμηλόφωνα και κούνησε πέρα δώθε τα λουριά τού σάκου του.
«Τι μας νοιάζει», απάντησε εκείνη, χωρίς να τον κοιτάξει, σήκωσε την τσάντα της και την έβαλε δίπλα της πάλι στο χώμα.
Το αγόρι δεν συνέχισε να ρωτάει και κοίταζε αυτούς που περίμεναν.
Η γυναίκα και το αγόρι πήγαν μαζί με τον ηλικιωμένο στον έλεγχο προϊόντων. Έκανε πολλή ζέστη μέσα στο παράπηγμα. Ο αέρας ανάμεσα στη χαμηλή ξύλινη σκεπή και στο σκονισμένο, χιλιοπατημένο σανιδένιο πάτωμα μύριζε κόλλα και ξύλο πεύκου. Του πολιτοφύλακα του ’τρεχαν μικρές σταγόνες ιδρώτα στο μέτωπο. Οδήγησε την γλώσσα του πάνω από τα υγρά χείλη του, πριν απευθυνθεί στην γυναίκα. Το αγόρι μιμήθηκε ασυναίσθητα την κίνηση του στόματος, κοίταξε έπειτα τους δύο άντρες, οι οποίοι πάνω στο μακρύ, στενό ξύλινο τραπέζι έλεγχαν το δέμα του ηλικιωμένου άντρα. Άκουσε τον πολιτοφύλακα και την μητέρα να μιλάνε, αλλά δεν έδωσε σημασία στις λέξεις, πλησίασε στο τραπέζι δίπλα στους άντρες, τράβηξε το σακίδιο πλάτης από τους ώμους και έτριψε με το δεξί χέρι τα δύο σημεία πίεσης, που είχαν αφήσει τα δερμάτινα λουριά στο δέρμα του. Παράλληλα κοίταξε τον ξύλινο τοίχο∙ ήταν ακόμα εκεί η σκούρα κηλίδα πάνω στο ξύλο, που έμοιαζε με κεφάλι σκύλου, το είχε δει ήδη την τελευταία φορά. Το αγόρι κοίταξε προς την πόρτα, από την οποία μόλις πέρασε η γυναίκα, που στεκόταν δίπλα τους στη σειρά. Την ίδια στιγμή ακούστηκε ένας διαπεραστικός ήχος μέσα στο δωμάτιο, το αγόρι τινάχτηκε και κοίταξε τρομαγμένο τη μητέρα του στην άλλη πλευρά. Εκείνη στεκόταν, πιέζοντας τα χέρια πάνω στο ξύλο, μπροστά από το γραφείο και κοίταζε τα φυτά, τα οποία, δίπλα από τους σκούρους θρυμματισμένους σβώλους από χώμα, που ο ελεγκτής είχε σπρώξει στην άκρη με το χέρι του, κείτονταν αξιοθρήνητα ξεραμένα και λεπτά σαν πατημένο καλάμι, πάνω στην ξύλινη σανίδα δίπλα από την τσάντα της και από ένα ταμπόν σφραγίδας. Στο χέρι του άλλου υπαλλήλου βρισκόταν βρώμικο άσπρο, ένα αυγό κότας. Όταν ο υπάλληλος έψαχνε να βγάλει τα άλλα αυγά από τις δέσμες, εκείνη πίεσε τα χείλη της το ένα πάνω στο άλλο και κοίταζε με το βλέμμα καρφωμένο όλο ευθεία.
Το αγόρι έκανε μια κίνηση, σαν να ήθελε να πάει κοντά της, έπειτα στάθηκε, κοίταξε προς τη μητέρα, προς τους υπαλλήλους και με βλέμμα ανυποψίαστο προς τις λευκές, οβάλ κηλίδες πάνω στη σανίδα του τραπεζιού. Δεν είδε τα περίεργα και αγανακτισμένα βλέμματα της άλλης γυναίκας και του άντρα, δεν είδε, ότι και μέσα στο σακίδιο ανάμεσα στις δέσμες φυτών βρέθηκαν αυγά. Και δεν άκουσε τη μητέρα, η οποία, όταν οδηγήθηκε για σωματική έρευνα, φώναξε: «το παιδί μου δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτό. Δεν ήξερε πραγματικά τίποτα».
Ένας από τους υπαλλήλους πήγε δίπλα στο αγόρι και ακούμπησε το χέρι πάνω στο μπράτσο του. Ξερόβηξε δυο φορές, κοίταξε προς τους άλλους δύο στην άλλη πλευρά και ξανά προς το αγόρι.
«Η μητέρα σου θα επιστρέψει αμέσως», είπε. «Εσύ κάθισε εντωμεταξύ!» Το αγόρι, οδηγούμενο από τον υπάλληλο, πήγε προς τον ξύλινο πάγκο δίπλα στο τραπέζι. Τώρα κατάλαβε, τι είχε συμβεί.
«Θα μας συλλάβουν;» ρώτησε φουριόζικα, με λεπτή φωνή. Ο υπάλληλος κοίταξε στα πλάγια. «Όχι», είπε αυτός. «Αλλά...»
«Αν δεν αποκλείσουν τους απατεώνες, θα γίνονται όλο και πιο προκλητικοί», ακούστηκε η κάπως βροντερή φωνή της άλλης γυναίκας ανάμεσά τους, η οποία, αφού της έλεγξαν την τσάντα της, στεκόταν ακόμα στο δωμάτιο και κοιτούσε προς τα εκεί. Ένας από τους υπαλλήλους έψαξε την βαλίτσα του άντρα, την έδωσε πίσω και είπε: «ευχαριστώ, εντάξει. Μπορείτε να πηγαίνετε». Την ώρα που οι δύο ήταν στην πόρτα, επέστρεψε η μητέρα του αγοριού. Ο πολιτοφύλακας, που τη συνόδευε, προχώρησε προς το γραφείο. «Άλλα δέκα κομμάτια, ραμμένα στο παλτό», το έδωσε στο πρωτόκολλο και έπειτα στράφηκε στη γυναίκα.
«Θα φροντίσουμε τα αυγά να φτάσουν στη σωστή διεύθυνση. Το ύψος της χρηματικής σας ποινής θα σας γνωστοποιηθεί γραπτώς».
Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά με το βλέμμα καρφωμένο, πήρε την τσάντα της, που τώρα ήταν πιο ελαφριά και πήγε στο αγόρι. Πριν εγκαταλείψουν το παράπηγμα, αυτή σήκωσε το σακίδιο, το οποίο εκείνο είχε ξεχάσει και το κρέμασε στον ώμο της. Όταν πήραν τα ποδήλατα από το χώρο φύλαξης, είδαν ένα μπουλούκι από ανθρώπους στην άκρη του δρόμου. Ο άντρας με τα νικελένια γυαλιά έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού προς την άλλη πλευρά.
«Εκεί πουλάνε τα αυγά. Ακριβώς ό,τι πρέπει για το Πάσχα», είπε. Έπειτα έβγαλε έξω τα ποδήλατά τους.
Στο απογευματινό φαγητό τα μάτια της ήταν κλαμένα. Ο άντρας μιλούσε πάρα πολύ και δυνατά. Όταν εκείνη μάζεψε το τραπέζι, της έπεσε ένα πιάτο από το χέρι και έγινε κομμάτια πάνω στο πάτωμα. Ο άντρας πετάχτηκε πάνω. Όταν έκλεισε πίσω του την πόρτα, η γυναίκα τινάχτηκε και άπλωσε το χέρι της στο τραπέζι ψάχνοντας από κάπου να κρατηθεί. Το αγόρι πήγε κοντά της. Κάπως αδέξια της χάιδεψε το αριστερό της χέρι, που κρεμόταν βαρύ, σαν να μην της ανήκε. Τότε εκείνο έσκυψε και άρχισε να μαζεύει τα θρύψαλα.
«Δεν πρέπει να κλαις», είπε. «Θα πουλήσω το ποδήλατό μου. Θα φτάσουν τα λεφτά για το πρόστιμο; Εγώ έτσι κι αλλιώς μπορώ να παίρνω το δικό σου».
Τότε η γυναίκα γύρισε και κοίταξε το αγόρι.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Σούλα Ζαχαροπούλου
Η Ίνγκε Μύλλερ [Inge Müller] γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1925 στο Βερολίνο. Κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της πόλης έμεινε τρεις μέρες θαμμένη κάτω από τα χαλάσματα και ανέσυρε νεκρούς τους γονείς της από τα ερείπια. Γεγονότα που σημάδεψαν τόσο τη ζωή της όσο και τη γραφή της. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Την τρίτη με τον Χάινερ Μύλλερ. Έγραψαν μαζί κάποια θεατρικά έργα και βραβεύτηκαν για δύο από αυτά. Η Ίνγκε Μύλλερ, καταθλιπτική και αλκοολική, αυτοκτόνησε τελικά μετά από πολλές απόπειρες το 1966 στο σπίτι της στο Βερολίνο. Αν και για πολλούς θεωρείται μία από τις σημαντικότερες Γερμανίδες συγγραφείς της εποχής της, το έργο της έμεινε για πολλά χρόνια σχεδόν στην αφάνεια ακόμα και μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Έγραψε παιδικά διηγήματα, πρόζα, ποίηση και θεατρικά έργα.
Της Σούλας Ζαχαροπούλου
Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε 5 ποιήματα της Ίνγκε Μύλλερ, όπως επίσης και το διήγημά της «Το βουβό παιδί», όλα σε μετάφραση της Σούλας Ζαχαροπούλου. Τα κείμενα αυτά είναι τα μόνα κείμενα της Ίνγκε Μύλλερ που έχουν μεταφραστεί και δημοσιεύονται στα Ελληνικά.
© Logotexnia21 + Soula Zacharopoulou