«Γιατί ο άνθρωπος έχει αυτοεγκλειστεί,
και τώρα βλέπει τα πάντα μέσα από τις
στενές χαραμάδες της σπηλιάς του».
William Blake
Οι γάμοι του ουρανού και της κόλασης
Μουντό πρωινό, γύρω στις έντεκα, στην Πανεπιστημίου. Ο δρόμος άδειος, τα πεζοδρόμια γεμάτα κόσμο. Πάνω στην άσφαλτο, στο ύψος της Βιβλιοθήκης, ένας γυάλινος θάλαμος. Τρέχω κατά πάνω του πιο γρήγορα απ’ όσο μπορώ. Το θέαμα κόβει την ανάσα και βίαια γεννάει την επόμενη. Σε κάθε βήμα.
Ο μεγαλόσωμος άντρας κρατάει απ’ τα μαλλιά, σηκωμένη στον αέρα, τη δίχρονη κόρη μου. Χτυπιέται. Στα παραμορφωμένα απ’ το κλάμα χείλη της διαβάζω ένα μακρόσυρτο «Μαμά». Μισό μέτρο μόνο κι έφτασα. Η λεπίδα διατρέχει το λαιμό της. Το δεξί μυώδες χέρι του επιδεικνύει το κεφάλι της σαν τρόπαιο.
Γονατισμένη στον δρόμο προσπαθώ με μανία να τη συναρμολογήσω. Να κουμπώσει το κεφάλι σωστά, να τη σηκώσω όρθια, ν’ ανοίξουν τα μάτια της. Το κεφάλι πέφτει απ’ τη θέση του. Κατρακυλάει στην άσφαλτο. Απλώνομαι να το προλάβω. Το πιάνω. Ξαναπροσπαθώ. Μια, δυο, τρεις…
Γύρω μου αστυνομικοί. Αρπάζω από έναν το πιστόλι του. Το χώνω στο στόμα μου. Ο πατέρας της τρέχει προς το μέρος μας. Μου παίρνει το πιστόλι απ’ το στόμα, το βάζει στο δικό του. Κοιταζόμαστε για λίγο… Τα μάτια μας οθόνες, προβάλλουν τη ζωή μας σε ασύνδετα καρέ. Μπαμ!
Σειρά μου τώρα. Θέλω να τους προλάβω. Πατάω τη σκανδάλη. Τίποτα. Πατάω ξανά. Η σκέψη της αποτυχίας με πανικοβάλει.
Οι αστυνομικοί απομακρύνονται αργά αργά. «Μια σφαίρα, σας παρακαλώ», φωνάζω. Κάνουν σαν να μη μ’ ακούνε. «Μια σφαίρα, ρε μαλάκες». Καμιά αντίδραση. Πάω ν’ αρπάξω πάλι από έναν το πιστόλι του αλλά μόλις τον αγγίζω, χάνεται.
Ξυπνάω μούσκεμα στον ιδρώτα. Η κρεβατοκάμαρα μοιάζει μισοξένη. Σαν να μην βρίσκομαι ολόκληρη στην πραγματικότητα. Σαν να ξέμεινε ένα κομμάτι μου κάπου αλλού. Γυρίζω και τον βλέπω να κοιμάται ανάσκελα, σε στάση στρατιωτική. Δεν είμαι θυμωμένη, απλώς πονάω. Πονάω όπως πονάει κάποιος που κοπανιέται κάθε μέρα για πολλά χρόνια σε έναν τοίχο. Έχω παραμορφωθεί τόσο που δεν αναγνωρίζω πια τον εαυτό μου. Κι ο τοίχος εκεί, αχόρταγος, αμείλικτος.
Η αρρώστια τον είχε κάνει αδιαπέραστο. «Πρέπει να τον καταλάβεις», μου έλεγαν, «έχει περάσει πολλά». Σε κάθε παράλογη αντίδρασή του, η ίδια καραμέλα. «Κάνε υπομονή, θα του περάσει. Έχει την αγωνία του με τις εξωσωματικές, αποβάλλεις κι εσύ συνέχεια…».
Έξω βρέχει. Τα πορτοκαλί ψηφία στο ρολόι του κομοδίνου του δείχνουν 03:06. Ξαπλώνω δίπλα του ανάσκελα. Με όση ακρίβεια μού επιτρέπει το λιγοστό φως που μπαίνει απ’ το μισάνοιχτο παντζούρι, δοκιμάζω να φέρω το κεφάλι μου στο ύψος του δικού του. Πιάνω απαλά το δεξί του χέρι. Φέρνω το πιστόλι στον δεξή μου κρόταφο. Αν είμαστε τυχεροί, μια σφαίρα θα φτάσει και για τους δύο.
Η Εύη Μαυρομμάτη γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα και είναι επαγγελματίας μεταφράστρια. Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται τα ποιήματά της Επιστροφή, La bella Simonetta και Χρόνος είναι..., Μπλε ώρα, όπως και μεταφράσεις της (Rainer Maria Rilke, Else Lasker-Schüler, Gottfried Keller).