Miranda July, Ο άνδρας στις σκάλες


Photo by Cathy Kaplan

Ήταν ένας αδιόρατος ήχος, αλλά με ξύπνησε γιατί ήταν ανθρώπινος. Κράτησα την αναπνοή μου και να ’τος, πάλι και πάλι: ήταν βήματα στη σκάλα. Προσπάθησα να ψιθυρίσω, κάποιος ανεβαίνει τη σκάλα, αλλά η αναπνοή μου δίστασε, δεν ήταν αρκετή. Πίεσα τον καρπό του Κέβιν συνθηματικά, τρία σφιξίματα, μετά δύο, μετά τρία. Προσπαθούσα να εφεύρω μια γλώσσα που θα μπορούσε να διαπεράσει τον ύπνο του. Μετά από λίγο όμως συνειδητοποίησα ότι δεν πίεζα τον καρπό του, αλλά τον αέρα. Τόσο φοβισμένη ήμουν. Πίεζα τον αέρα. Κι ο ήχος συνεχιζόταν, ο ήχος του άνδρα που ανέβαινε τις σκάλες. Περπατούσε με τον βραδύτερο δυνατό ρυθμό. Φαινόταν να έχει όλο τον χρόνο του κόσμου στη διάθεσή του, Χριστέ μου, πόσο χρόνο. Εγώ ποτέ δεν έχω ασχοληθεί τόσο επισταμένα με κάτι. Αυτό είναι το πρόβλημά μου με τη ζωή, την ξεπετάω, σαν να με κυνηγούν. Κάνω βιαστικά ακόμα και τα πράγματα που όλη τους η ουσία είναι να γίνονται αργά, όπως το να πίνεις ένα χαλαρωτικό τσάι. Όταν πίνω χαλαρωτικό τσάι, το ρουφάω τόσο γρήγορα, λες και είμαι σε διαγωνισμό με θέμα ποιος θα πιει πιο γρήγορα χαλαρωτικό τσάι. Ή όταν είμαι, ας πούμε, με μια παρέα για νυχτερινό μπάνιο και κοιτάζουμε όλοι τ’ αστέρια, είμαι η πρώτη που θα πω, είναι τόσο όμορφα εδώ. Και όσο νωρίτερα πεις, είναι τόσο όμορφα εδώ, τόσο πιο γρήγορα μπορείς να πεις και φτάνει τώρα, μούλιασα.

 

Ο άνδρας στις σκάλες αργούσε τόσο πολύ, που ξέχασα τον κίνδυνο για πολλά λεπτά της ώρας και σχεδόν με πήρε ο ύπνος πάλι, μέχρι που ξαναξύπνησα από τον θόρυβο που έκανε μεταφέροντας το κέντρο βάρους του. Θα πέθαινα και η όλη διαδικασία έμοιαζε να διαρκεί αιώνες. Σταμάτησα να προσπαθώ να ειδοποιήσω τον Κέβιν, γιατί ανησυχούσα μήπως έκανε κάποιον ήχο ξυπνώντας, μπορούσε ας πούμε να πει, τι; Ή, τι, αγάπη μου; Ο άνδρας στις σκάλες θα το άκουγε αυτό και θα μάθαινε πόσο ευάλωτοι είμαστε. Θα μάθαινε ότι ο φίλος μου με φωνάζει αγάπη του. Μπορεί ακόμη και να άκουγε την ελαφριά ενόχληση στη φωνή του φίλου μου, την εξάντλησή του μετά τον χθεσινοβραδινό καυγά. Θέλουμε και οι δύο να φαντασιωνόμαστε άλλους ανθρώπους όταν κάνουμε έρωτα, εκείνος όμως θέλει να μου λέει ποιούς, ενώ εγώ όχι. Και γιατί να πω; Είναι δική μου προσωπική υπόθεση. Δεν φταίω εγώ που τον φτιάχνει να μου λέει ποιές φαντασιώνεται. Θέλει να το ανακοινώνει με το που θα τελειώσει, σα μια γάτα που σου προσφέρει σαν δώρο ένα νεκρό πουλί. Ποτέ μου δεν ζήτησα κάτι τέτοιο.

 

Δεν ήθελα ο άνδρας στις σκάλες να τα γνωρίζει όλα αυτά για μας. Αλλά θα τα μάθαινε. Τη στιγμή που θα άναβε τα φώτα και θα τραβούσε το όπλο του, ή το μαχαίρι του, ή τη βαριά του πέτρα, τη στιγμή που θα έφερνε το όπλο στον κρόταφό μου, ή το μαχαίρι στην καρδιά μου, ή τη βαριά πέτρα πάνω από το στήθος μου, θα τα μάθαινε. Θα τα έβλεπε στα μάτια του φίλου μου: κάν’ την ό,τι θες, απλά άσε με να ζήσω. Και στα δικά μου μάτια θα έβλεπε τις λέξεις: ποτέ δεν γνώρισα πραγματικά την αληθινή αγάπη. Θα συνέπασχε μαζί μας, θα μας ένιωθε; Ξέρει πώς είναι; Οι περισσότεροι άνθρωποι ξέρουν. Αισθάνονται εκτός, ότι όλοι οι άλλοι είναι τρελοί ο ένας για τον άλλον, και πως μόνο αυτοί νιώθουν τόσο μόνοι, αλλά δεν είναι έτσι. Γενικά οι άνθρωποι δεν συμπαθούν και πάρα πολύ ο ένας τον άλλο. Αυτό ισχύει και για τους φίλους. Μερικές φορές κάθομαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι και προσπαθώ να αποφασίσω για ποιους από τους φίλους μου νοιάζομαι πραγματικά, και πάντα καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα: για κανέναν τους. Νόμιζα ότι αυτοί ήταν απλώς οι αρχικοί μου φίλοι και ότι οι αληθινοί θα έρθουν αργότερα. Αλλά όχι. Αυτοί είναι οι αληθινοί μου φίλοι. Είναι άνθρωποι με δουλειές στο πεδίο των ενδιαφερόντων τους. Η πιο παλιά μου φίλη, η Μέριλιν, αγαπάει το τραγούδι και είναι υπεύθυνη εγγραφών σε ένα μουσικό σχολείο μεγάλου κύρους. Είναι καλή δουλειά, αλλά όχι τόσο καλή όσο το να ανοίγεις απλώς το στόμα σου και να τραγουδάς. Λα. Πάντα πίστευα ότι κάποια στιγμή θα γινόμουν φίλη με μια επαγγελματία τραγουδίστρια. Μια τραγουδίστρια της τζαζ. Μια καλή φίλη που θα ήταν τραγουδίστρια τζαζ και ριψοκίνδυνη, αλλά προσεκτική οδηγός. Αυτό είχα μάλλον φανταστεί για μένα. Επίσης φανταζόμουν φίλους που θα με λάτρευαν. Οι τωρινοί μου φίλοι νομίζουν ότι είμαι βάρος. Φαντασιώνομαι ότι ξεκινώ από το μηδέν και κομματιάζω τη μεμβράνη βάρους που με καλύπτει. Νομίζω ότι τώρα το ’χω. Τρία είναι κυρίως τα πράγματα που με καθιστούν βάρος:

 

Δεν ανταποδίδω τηλεφωνήματα.

Το παίζω ταπεινή.

Έχω δυσανάλογη ποσότητα ενοχής γι’ αυτά τα δύο πράγματα, το οποίο με κάνει δυσάρεστη στην παρέα.

 

Δεν θα ήταν και τόσο δύσκολο να ανταποδίδω τα τηλεφωνήματα που λαμβάνω και να είμαι πιο αυθεντικά ταπεινή, αλλά είναι πολύ αργά για τους συγκεκριμένους φίλους. Δεν θα μπορούσαν να δουν ότι δεν είμαι πια βάρος, ό,τι κι αν κάνω. Χρειάζομαι ολόφρεσκους ανθρώπους που να με συσχετίζουν με τη διασκέδαση. Αυτό είναι το δεύτερο πρόβλημά μου: ποτέ δεν είμαι ικανοποιημένη με αυτά που έχω. Κάτι που πάει χέρι-χέρι με το πρώτο μου πρόβλημα: τη βιασύνη. Ίσως να μην πάνε ακριβώς χέρι-χέρι, αλλά να είναι τα χέρια του ίδιου τέρατος. Ίσως να είναι τα δικά μου χέρια. Εγώ είμαι το τέρας.

Ήμουν ερωτευμένη με τον Κέβιν δεκατρία χρόνια προτού αρχίσει να με συμπαθεί κι εκείνος. Στην αρχή δεν ενδιαφερόταν, γιατί ήμουν παιδί. Εγώ ήμουν δώδεκα κι εκείνος εικοσιπέντε. Από τη στιγμή που έγινα δεκαοχτώ χρειάστηκε να περάσουν άλλα επτά χρόνια για να καταφέρει να με δει σαν πραγματικό ενήλικα και όχι σαν μαθήτριά του. Στο πρώτο μας ραντεβού φόρεσα ένα φόρεμα που είχα αγοράσει όταν ήμουν δεκαεπτά χρονών ειδικά για την περίσταση. Ήταν εκτός μόδας πλέον. Στον δρόμο για το εστιατόριο σταματήσαμε σε ένα βενζινάδικο. Έμεινα καθισμένη στο αυτοκίνητο παρατηρώντας ένα αγόρι να μας καθαρίζει το παρμπρίζ, ενώ ο Κέβιν πλήρωνε τη βενζίνη. Χρησιμοποιούσε το σφουγγάρι με μια ευγενική ακρίβεια που σε έκανε να καταλάβεις ότι αυτή δεν ήταν απλά μια δουλειά μέσα στο πεδίο των ενδιαφερόντων του, ήταν αυτό ακριβώς που πάντα ήθελε. Λα. Καθώς φεύγαμε από το βενζινάδικο, κοίταξα μέσα από το πεντακάθαρο τζάμι μου το αγόρι και σκέφτηκα: Μάλλον με αυτόν θα έπρεπε να είμαι.

 

Ο άνδρας στις σκάλες έχει σταματήσει για τόση πολλή ώρα που σχεδόν αναρωτιέμαι μήπως έχει κάποιο πρόβλημα. Μήπως, ας πούμε, είναι ανάπηρος ή πολύ γέρος. Ή ίσως και να είναι απλώς πολύ κουρασμένος. Ίσως και να τους έχει ήδη σκοτώσει όλους στο τετράγωνο και να έχει εξαντληθεί. Κάποιες στιγμές μπορώ σχεδόν να τον δω να στηρίζεται στην κουπαστή με τα μάτια του να ξεψαχνίζουν το σκοτάδι. Και τα δικά μου μάτια είναι ανοιχτά. Ο Κέβιν κοιμάται, είναι τόσο μακριά και πάντα μακριά θα είναι. Η σιωπή κρατάει κι άλλο, και ακόμα περισσότερο, μέχρι που αρχίζω να αναρωτιέμαι αν ο άνδρας είναι όντως εκεί. Ο μόνος ήχος είναι η αναπνοή του Κέβιν. Για φαντάσου να περνούσα την υπόλοιπη ζωή μου ξαπλωμένη σε αυτό το κρεβάτι να ακούω τον Κέβιν να αναπνέει. Αλλά να. Ένα δυνατό και γνώριμο τρίξιμο ακούγεται από τις σκάλες και αυτό που αισθάνομαι είναι ανατριχιαστική ανακούφιση. Είναι πραγματικά εκεί, είναι στις σκάλες, και πλησιάζει με τον δικό του αργό τρόπο, που σου κόβει την ανάσα. Εάν θα ζούσα να δω το ξημέρωμα, δεν θα ξεχνούσα ποτέ αυτό το μάθημα επιμονής.

 

Σήκωσα τα σκεπάσματα και κατέβηκα από το κρεβάτι. Φορούσα μόνο ένα μπλουζάκι και δεν φόρεσα παντελόνι, γιατί και ποιος νοιάζεται. Ίσως να είναι κι εκείνος ημίγυμνος, ίσως να είναι ακέφαλος και καλυμμένος με αίμα. Στάθηκα στον διάδρομο της σκάλας, στο κεφαλόσκαλο. Ήταν πιο σκοτεινά εκεί απ’ ό,τι στην κρεβατοκάμαρα και αισθανόμουν τυφλή. Στεκόμουν εκεί και περίμενα να πεθάνω ή να συνηθίσουν τα μάτια μου το σκοτάδι, όποιο συνέβαινε πρώτο. Δεν έβλεπα ακόμα τίποτα, αλλά τον άκουσα ν’ αναπνέει, ήταν ακριβώς μπροστά μου. Έγειρα προς το μέρος του, μπορούσα να νιώσω την ανάσα του, να μυρίσω την ξινίλα του στόματός του. Δεν ήταν καλό αυτό, δεν ήταν καλός εκείνος, δεν είχε καλές προθέσεις. Στεκόμουν εκεί και στεκόταν κι αυτός εκεί. Εξέπνευσε τον πικρό αέρα που κάνει τις γυναίκες να αμφιβάλλουν για τα πάντα κι εγώ τον εισέπνευσα, όπως έκανα πάντα. Εξέπνευσα τη σκόνη μου, τις στάχτες όλων αυτών που είχα καταστρέψει με την αμφιβολία κι εκείνος τη ρούφηξε στα πνευμόνια του. Τα μάτια μου είχαν αρχίσει να συνηθίζουν το σκοτάδι και είδα έναν άνδρα, έναν συνηθισμένο άνδρα, έναν ξένο. Κοιτούσαμε ο ένας στα μάτια του άλλου και ξαφνικά έγινα έξαλλη. Ψιθύρισα φύγε. Βγες έξω. Βγες έξω από το σπίτι μου.

_________

 

Αφού φύγαμε από το βενζινάδικο, πήγαμε σε ένα εστιατόριο που ο Κέβιν φαντάστηκε ότι θα μου άρεσε. Αλλά εγώ ακόμη σκεφτόμουν το αγόρι με το σφουγγάρι και έκανα συστηματικά το αντίθετο από ό,τι ήθελε ο Κέβιν. Δεν παρήγγειλα ούτε επιδόρπιο, ούτε κρασί, μόνο μια μικρή σαλάτα, για την οποία παραπονέθηκα. Αλλά δεν το έβαλε κάτω. Έκανε αστεία, ηλίθια αστεία στο αυτοκίνητο στη διαδρομή για το σπίτι μου. Ατσάλωσα τον εαυτό μου ενάντια στο γέλιο. Προτιμούσα να πεθάνω παρά να γελάσω. Δεν γέλασα. Δεν γέλασα. Αλλά πέθανα. Πέθανα.

 

 

Μετάφραση από τα Αγγλικά: Στέφανος Ντρέκος



MirandaJuly Το διήγημα «Ο άνδρας στις σκάλες» της Αμερικανίδας Miranda July (γεν. 1974) είναι από τη συλλογή διηγημάτων No one belongs here more than you και είναι ένα από τα διηγήματα που συμπεριλήφθησαν στην παράσταση Κανείς δεν ανήκει εδώ περισσότερο από σένα της θεατρικής ομάδας Phantom Pain, τα οποία είναι και τα μοναδικά κείμενα της Miranda July που έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά. Δείτε κάποια αποσπάσματα από την παράσταση εδώ. Διαβάστε για τη ζωή και το έργο της πολυτάλαντης Miranda July στη WIKIPEDIA.

Στις σελίδες της Logotexnias21 δημοσιεύονται επίσης τα διηγήματα της Miranda July  «Αυτό το άτομο» και «Ομάδα κολύμβησης», όπως επίσης και ένα κείμενο του Γιάννη Αστερή από το πρόγραμμα της παράστασης. Η Logotexnia21 ευχαριστεί πολύ τον Στέφανο Ντρέκο για την άδεια δημοσίευσης των κειμένων της παράστασης.