Κώστας Παντιώρας, Η ζωφόρος
«Θέλησα να σοῦ γράψω για τις παλιές μας τις
χαρές
ὅμως ἔχω ξεχάσει να γράφω για πράγματα
χαρούμενα.
Να με θυμᾶσαι»
Μίλτος Σαχτούρης, Ορυχείο, 1948.
Κάθε πρωί θα με δεις να κόβω το γόρδιο δεσμό της ενήλικης
ζωής. Μέσα σ’ ένα παλιό Νταϊχάτσου, σωστό σαράβαλο, που μέσα του όλα
κουδουνίζουν. Σμπαράλια τα εξαρτήματα, σμπαράλια τα ξυπνήματα κι όλα τα πρωινά
μου. Ακόμα κι έτσι, ακόμα και μ’ αυτό το θλιβερό μου όχημα παραμένω
προνομιούχος. Οι Άλλοι στριμώχνονται στο λεωφορείο, γραμμή Πέραμα – Πειραιάς,
τοΟχτώ Σαράντα Τρία. Άγνωστοι μαζεμένοι βουβοί, όρθιοι με τα πέλματα
καρφωμένα, εντοιχισμένα στο σασί, μυρίζουν ανθρώπινη κούραση. Ταλαιπωρία.
Παρκάρω σε έναν «κατουρώνα» βρωμερό, εκεί που άλλοτε
στέκανε και τέλειωναν τα Μακρά Τείχη, η είσοδος της Πειραϊκής Χερσονήσου. Τώρα
ταρίφες κάνουν την ανάγκη τους, μαντράδες και χαμάληδες παζαρεύουνε την τιμή του
σκραπ κι εγώ προσφέρω το κολατσιό μου στους αστέγους.
Η ζωή μου πια μετριέται σε τζούρες ελευθερίας. Μονάδα μέτρησης
η καύτρα που παίρνει ο βοριάς καθώς τρέχουμε, Λεωφόρο Ποσειδώνος, Λεωφόρο του
Συγγρού, για άλλη μια παράδοση επίπλων. Χέρια κρεμάμενα νωχελικά στο ανοιχτό
παράθυρο του ημιφορτηγού, στην άκρη των δαχτύλων μου αμέτρητα τσιγάρα.
Τιμολόγια, εργαλεία, υλικά συσκευασίας και στο ράδιο τραγούδια τσιγγάνικα και
λαϊκά.
-Γεια σου μαστρο-Γιάννη γύφτο και φαφούτη φορτοεκφορτωτή.
Πάτα το γκάζι προς τη λευτεριά!
Σήμερα ντύθηκα χοντρά. Φόρεσα πάνω μου όλα τα δώρα των πρώην
γυναικών μου. Ένα περιφερόμενο κολάζ των γούστων τους. Σακάκια και πουκάμισα,
πουλόβερ και κασκόλ, όλα αστεία κι αταίριαστα επάνω μου ριγμένα. Βγήκα στον
παγωμένο ήλιο του πρώτου, του αληθινού κι ανελέητου χειμώνα.
Από τότε που έφυγες πάλεψα να σε γδυθώ κι όμως σε έκλεισα μέσα
μου σαν κουκούλι. Σε μεταμόσχευσα ως όργανο ζωτικό. Λίγο πιο κει να κινηθείς
ακόμα και πέθανα. Γυναίκα της ύστερης νιότης μου σε κοιλοπονώ, γίνηκα ο πρώτος
άνδρας- μητέρα. Σε επωάζω. Είμαι ο τελευταίος Αυτοκρατορικός πιγκουίνος στην
κρύα απεραντοσύνη του πρώτου μας σπιτιού.
Πίσω στο μαγαζί στέκομαι και κοιτώ ξανά μέσα απ’ την πελώρια
βιτρίνα. Όλα περνούν πλαγιαστά και δυσδιάστατα, όπως τραβά η κάμερα στο βίντεο
κλιπ του “Ava Adore”. Όπως περνούν με χάρη, μέσα στην ακίνητη κίνησή
τους, στη ζωηρή ακαμψία που τους χάρισε το χέρι του μαστόρου, τα γλυπτά μίας
ζωφόρου. Περνούν διαβάτες, περνούν τα τροχοφόρα κι οι μέρες μου που χάνονται σε
ωράρια εορταστικά. Τότε περνάς κι εσύ να πας για τη δουλειά σου. Το Piaggio
Liberty των εκατόν εικοσιπέντε κυβικών «αστράφτει στον ήλιο».
Κι είναι τότε εκείνη η στιγμή που σπάω τη τζαμαρία, τη
διαπερνώ και με γεμίζει τραύματα, όπως με διαπερνούν και με τρυπούν οι
ξιφολόγχες των ημερών και των νυκτών που χάσαμε ως τα τώρα. Ξαπλώνουμε στο
οδόστρωμα και σου βγάζω τα ρούχα. Τα χνώτα μου ζεσταίνουν το Δεκέμβρη του
πάλλευκου κορμιού σου. Πάνω στη ματωμένη γύμνια μας περνά κι ακούγεται το
ποδοβολητό εκατοντάδων χιλιάδων απεργών. Τόσων πολλών που το κίνημα ποτέ δεν
γνώρισε. Γυρίζουμε στο σπίτι μας και κάνουμε το πιο απλό, το πιο ταπεινό και για
αυτό το πιο συναρπαστικό πράγμα στον κόσμο όλο. Κάτι που ποτέ δεν κάνουνε οι
εραστές στο σινεμά και στη λογοτεχνία. Τηγανίζεις πατάτες με αυγά μάτια, φέτα
τυρί να φάμε.
Το κείμενο του Κώστα Παντιώρα «Η ζωοφόρος» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ιστολόγιό του. Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύεται επίσης το κείμενό του «Το σορτς».