Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης, ανέβαινε ένα βράδυ στο διαμέρισμά του, πράγμα που ήταν κοπιώδης εργασία, διότι έμενε στον έκτο όροφο. Ενώ ανέβαινε, σκεπτόταν, όπως συχνά πυκνά τον τελευταίο καιρό, ότι αυτή η πλήρως μοναχική ζωή είναι πολύ ενοχλητική, ότι τώρα πρέπει ν’ ανέβει αυτούς τους έξι ορόφους κυριολεκτικά στα μυστικά, για να φτάσει επάνω στ’ αδειανό δωμάτιό του, να φορέσει εκεί τη ρόμπα του πάλι κυριολεκτικά στα μυστικά, ν’ ανάψει την πίπα του, να διαβάσει λίγο το γαλλικό περιοδικό στο οποίο είναι συνδρομητής εδώ και χρόνια, να κουτσοπιεί επιπλέον ένα σναπς κεράσι, που θα το ετοιμάσει ο ίδιος, και εντέλει έπειτα από μισή ώρα να πέσει στο κρεβάτι, όχι χωρίς να χρειαστεί ν’ αλλάξει προηγουμένως πλήρως τη διάταξη στα στρωσίδια, που η ανεπίδεκτη κάθε μαθήσεως παραδουλεύτρα τα πετούσε πάντοτε ανάλογα με τη διάθεσή της. Ένας κάποιος συνοδός, ένας κάποιος θεατής σ’ αυτές τις δραστηριότητες θα του ήταν πολύ ευπρόσδεκτος του Μπλούμφελντ. Είχε ήδη σκεφθεί μήπως έπαιρνε ένα μικρό σκυλί. Ένα τέτοιο ζωντανό είναι χαρούμενο και προπάντων ευγνώμον και πιστό· ένας συνάδελφος του Μπλούμφελντ έχει ένα τέτοιο σκυλί, ελόγου του δεν πλησιάζει κανέναν εκτός από τον κύριό του, και αν έχει λίγη ώρα να τον δει, τον υποδέχεται αμέσως γαβγίζοντας δυνατά, με το οποίο θέλει προφανώς να εκφράσει τη χαρά του που βρήκε πάλι τον κύριό του, εκείνον τον εξαιρετικό ευεργέτη του. Ασφαλώς έχει και τα μειονεκτήματά του ένα σκυλί. Ακόμη κι αν το κρατάς πολύ καθαρό, ελόγου του το δωμάτιο θα το βρομίζει. Αυτό δεν αποφεύγεται, δεν μπορείς κάθε φορά προτού το βάλεις μες στο δωμάτιο να το κάνεις μπάνιο με ζεστό νερό, επίσης η υγεία του δεν θα το άντεχε αυτό. Βρομιά στο δωμάτιό του όμως πάλι δεν την αντέχει ο Μπλούμφελντ, η καθαριότητα του δωματίου του είναι γι’ αυτόν εκ των ων ουκ άνευ, πολλές φορές την εβδομάδα στήνει κάποιον καβγά με την όχι και πολύ σχολαστική επ’ αυτού του θέματος παραδουλεύτρα του. Επειδή είναι βαρήκοη, την τραβά συνήθως απ’ το μπράτσο σ’ εκείνα τα σημεία του δωματίου όπου έχει να της προσάψει κάτι για την καθαριότητα. Με αυτή την αυστηρότητα έχει καταφέρει η τάξη στο δωμάτιό του ν’ ανταποκρίνεται κατά προσέγγιση στις επιθυμίες του. Εισάγοντας όμως ένα σκυλί στη ζωή του, θα έφερνε οικειοθελώς στο δωμάτιό του ακριβώς εκείνη τη βρομιά που μέχρι τώρα την έχει τόσο επιμελώς αποτρέψει. Ψύλλοι, οι μόνιμοι συνοδοί των σκυλιών, θα έκαναν την εμφάνισή τους. Αν όμως υπήρχαν κάποια στιγμή ψύλλοι εκεί, τότε δεν θα αργούσε πλέον και η στιγμή που ο Μπλούμφελντ θα άφηνε το άνετο δωμάτιό του στο σκυλί και θα ’ψαχνε γι’ άλλο δωμάτιο. Η βρομιά όμως ήταν ένα μόνο μειονέκτημα των σκυλιών. Τα σκυλιά αρρω σταίνουν κιόλας και τις αρρώστιες των σκυλιών βεβαίως δεν τις καταλαβαίνει ουσιαστικά κανένας. Τότε κάθεται ’κείνο το ζωντανό σε μια γωνιά ή τριγυρνά κουτσαίνοντας, κλαψουρίζει, ξεροβήχει, το πνίγει κάποιος πόνος, ελόγου σου το τυλίγεις με μια κουβέρτα, του σφυρίζεις κάτι, του βάζεις γάλα, εν ολίγοις το φροντίζεις με την ελπίδα ότι πρόκειται, όσο είναι βεβαίως δυνατόν αυτό, για μια προσωρινή πάθηση, εν τω μεταξύ όμως μπορεί να είναι κάποια σοβαρή, αηδιαστική και κολλητική αρρώστια. Και ακόμη κι αν το σκυλί παραμείνει υγιές, κάποια στιγμή αργότερα ωστόσο θα γεράσει, ελόγου σου δεν μπόρεσες ν’ αποφασίσεις να το δώσεις εγκαίρως το πιστό ζωντανό, κι έρχεται ύστερα ο καιρός που σε κοιτάζει το ίδιο σου το γήρας μέσ’ απ’ τα δακρυσμένα σκυλίσια μάτια. Τότε όμως αναγκάζεσαι να τυραννιέσαι με το μισότυφλο, ασθενικό στα πνευμόνια, ακίνητο σχεδόν από το πάχος ζωντανό κι έτσι τις χαρές που έκανε το σκυλί παλιά να τις πληρώσεις ακριβά. Όσο κι αν το ’θελε τώρα ένα σκυλί ο Μπλούμφελντ, άλλο τόσο όντως προτιμά ν’ ανεβαίνει τριάντα χρόνια ακόμη μόνος του τη σκάλα, αντί να του γίνει βάρος αργότερα ένα τέτοιο γέρικο σκυλί που, αναστενάζοντας πιο δυνατά κι από τον ίδιο, θ’ ανεβαίνει δίπλα του σερνάμενο απ’ το ένα σκαλοπάτι στ’ άλλο.
[...]
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο Φραντς Κάφκα, Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης, που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2021, ως πρώτος τίτλος των εκδόσεων η βαλίτσα, σε μετάφραση, εισαγωγή και επίμετρο Αλέξανδρου Κυπριώτη.
Πρόκειται για μια δίγλωσση έκδοση, στην οποία το πρωτότυπο γερμανικό κείμενο δημοσιεύεται για πρώτη φορά από την κριτική έκδοση του χειρογράφου του Φραντς Κάφκα επιμελημένο και αποκατεστημένο, με τις απαραίτητες διορθώσεις των αβλεψιών, παραλείψεων και επεμβάσεων του Μαξ Μπροντ.
Στην εισαγωγή επισημαίνεται: «Ο γηραιός εργένης Μπλούμφελντ έχει τακτοποιημένη προσωπική ζωή, έχοντας τα πάντα στο μοναχικό δωμάτιό του υπό τον έλεγχό του, μέχρι που εισβάλλει στη ζωή του το ασυνήθιστο. Ένα στέρεο φαινομενικά οικοδόμημα τραντάζεται. Το γκροτέσκο απειλεί ν’ ανατινάξει συθέμελα τα πάντα, εκθέτοντας τον εργένη Μπλούμφελντ στην κοινωνική χλεύη. Και ενώ η αγωνία του ήρωα κορυφώνεται, τον καλεί η εργασία, η υπεύθυνη θέση του στο εργοστάσιο λευκών ειδών. Για να αποδειχτεί λίγο αργότερα ότι και εκεί δεσπόζει το παράλογο.
"Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης" αποτελείται από δύο αυτόνομες αριστουργηματικές σεκάνς με καίριες προβολές σ’ ένα δυνητικά εφιαλτικό μέλλον και αναδρομές στο παρελθόν, που σπάζοντας την ευθύγραμμη αφήγηση καθιστούν το παρόν έναν ασφυκτικά περίκλειστο χωροχρόνο, χωρίς δυνατότητα διαφυγής, μετατρέποντάς το σε μηχανισμό αργόσυρτης και βασανιστικής εξόντωσης: οι δύο πυλώνες του δυτικού πολιτισμού, η προσωπική και η επαγγελματική ζωή του ανθρώπου, τα δύο κολαστήρια του Φραντς Κάφκα, φωτίζονται σε όλο τους το μεγαλείο».
"Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης" αποτελείται από δύο αυτόνομες αριστουργηματικές σεκάνς με καίριες προβολές σ’ ένα δυνητικά εφιαλτικό μέλλον και αναδρομές στο παρελθόν, που σπάζοντας την ευθύγραμμη αφήγηση καθιστούν το παρόν έναν ασφυκτικά περίκλειστο χωροχρόνο, χωρίς δυνατότητα διαφυγής, μετατρέποντάς το σε μηχανισμό αργόσυρτης και βασανιστικής εξόντωσης: οι δύο πυλώνες του δυτικού πολιτισμού, η προσωπική και η επαγγελματική ζωή του ανθρώπου, τα δύο κολαστήρια του Φραντς Κάφκα, φωτίζονται σε όλο τους το μεγαλείο».
Η έκδοση συνοδεύεται από κώδικες γρήγορης ανταπόκρισης (QR CODES), οι οποίοι αν σαρωθούν με ένα έξυπνο κινητό ή τάμπλετ επιτρέπουν στον αναγνώστη την ακρόαση ολόκληρου του βιβλίου μέσω διαδικτύου. Το γερμανικό πρωτότυπο διαβάζει ο Wolfgang Bozic, την ελληνική μετάφραση ο Στέφανος Ντρέκος και την εισαγωγή και το επίμετρο ο Αλέξανδρος Κυπριώτης.
Διαβάστε εδώ ένα κείμενο του μεταφραστή και εκδότη του βιβλίου για αυτόν τον πρώτο τίτλο των εκδόσεων η βαλίτσα και εδώ μια συνέντευξή του στον Γιώργο Αλοίμονο για την αθηΝΕΑ.
Διαβάστε τις δύο πρώτες κριτικές για την έκδοση, του Γιάννη Δρούγου στο into my books και την κριτική του Γιάννη Καλογερόπουλου στο NO14ME.