Τσαμπίκα Χατζηνικόλα, Χωρίς ενεστώτα δε γίνονται τα όνειρα

Τσαμπίκα Χατζηνικόλα, Χωρίς ενεστώτα δε γίνονται τα όνειρα

























Τα σπίτια που αναπνέουν

 
Ανοίγεται μπροστά μου ένας δρόμος
με σπίτια που παλεύουν ν’ ανασάνουν.
Οι πόρτες τους κλειστές
και τα παράθυρά τους σφαλισμένα με ταμπλάδες.
Μοιάζουν με τους νεκρούς
που έβαζαν στα μάτια τους νομίσματα οι ζωντανοί
πριν το μεγάλο τους ταξίδι
στο χώμα.
Και όμως, εκείνα ακόμα ανασαίνουν.
Στα σπίτια αυτά το ψυχοράγισμα είναι οι αναμνήσεις που θολώνουν,
αυτές που κάποτε ανήκαν στους ενοίκους τους
περαστικούς και μόνιμους
και είναι τώρα οι σκιές τους το μόνο που έχει μείνει.
Τις βλέπεις.
Να εκεί, πίσω από το φράχτη της αυλής∙
δες στη γωνιά που δύει ο ήλιος!
Και η άλλη, να, εκείνη κει που κυνηγά μία μικρότερη
μέσα στο άδειο πια αραχνιασμένο τους σαλόνι.
Δεν τις φοβάσαι τις σκιές.
Είναι γιατί όλοι μας γίναμε σκιές
σε σπίτια που κάποτε εγκαταλείψαμε.
Ίσως πάλι γιατί είναι παρηγοριά
για κάτι που αντιστέκεται
και προσπαθεί ακόμα να σταθεί, να ζήσει∙
αυτό που όλοι
– λάθος μοιραίο –
το θεωρούνε άψυχο, νεκρό.
Όλοι, εκτός από σένα
που κάθε φορά που αντικρίζεις τέτοια σπίτια
νιώθεις στο δέρμα σου την ανεπαίσθητη πνοή τους.

***


Φως εξαϋλωτικό


Θυμάμαι
καλοκαίρια παραδομένα στο φως.
Εσύ να πορεύεσαι μπρος μου
και γω να τραβώ φωτογραφίες σου,
λες και η μνήμη δεν ήταν αρκετή.
Μέρες εξαίσιες
τυλιγμένες στο λευκό των Κυκλάδων.
Έπειτα επιστρέψαμε
σε ό,τι περισσότερο γνωρίζαμε καλά∙
εγώ και συ στο μικρό μας διαμέρισμα κάποιας επαρχιακής πόλης∙
από εκείνες που δεν μπορείς να κρυφτείς
και από τις άλλες που είναι το καταφύγιο στα δύσκολα.
Κάπου εκεί
πήρα στα χέρια μου τις αναμνήσεις μας σε σέπια.
Εγώ υπήρξα ο φωτογράφος.
Σε θυμάμαι στο κάδρο.
Τώρα πια καταλαβαίνω
πόσο με είχε ξεγελάσει κείνο το φως.
Μέσα του εξαϋλώθηκες και χάθηκες απρόσμενα,
όπως και κάποιες μνήμες μας απ’ το κοινό μας καλοκαίρι.

***


Η πόλη και το σώμα


Τριγύριζα
στους δρόμους της πόλης
που αγάπησα.
Κι όσο ταξίδευα μέσα της
τόσο αυτή μεγάλωνε
μεταμορφωνόταν
και κλεινότανε στον εαυτό της.
Μαζί της άλλαζα κι εγώ.
Σύντομα – ή ίσως πολύ αργά
μες στη διαδικασία της μεταμόρφωσης –
κατάλαβα με τρόμο πως χάθηκα,
όχι στην πόλη αυτή
μα από τον εαυτό μου.
Όταν με ξαναβρήκα,
στάθηκε αδύνατο να με αναγνωρίσω.
Κι έκλαψα,
πικρά
που κάποτε δε φρόντισα ν’ αφήσω ίχνη επιστροφής
στο πέρασμά μου.
Τώρα,
αιώνες μετά τις αλλαγές στην πόλη και σ’ εμένα,
νιώθω απλά ο θεατής που αφηγείται
εικόνες από ζωή μαυρόασπρη
σε ξένη, έρημη πόλη.
Σαν το κορμί μου.

***

 
Τα παραπάνω ποιήματα είναι από τη δεύτερη ποιητική συλλογή της Τσαμπίκας Χατζηνικόλα που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Πόλις με τον τίτλο Χωρίς ενεστώτα δε γίνονται τα όνειρα. Είχε προηγηθεί το 2018 η κυκλοφορία της πρώτης ποιητικής συλλογής της με τον τίτλο Ακροδάχτυλα επίσης από τις Εκδόσεις Πόλις. 
 
Η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα γεννήθηκε στη Ρόδο το 1975. Σπούδασε Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Συνέχισε τις σπουδές της στο King’s College London όπου ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της. Είναι διδάκτωρ Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.
 
Διαβάστε την κριτική του Γιάννη Δρούγου για αυτή τη δεύτερη ποιητική συλλογή της Τσαμπίκας Χατζηνικόλα στο into my books....
 
Παρακολουθήστε ένα σύντομο βίντεο με την ποιήτρια, η οποία μιλά για το Χωρίς ενεστώτα δε γίνονται τα όνειρα και διαβάζει ακόμη ένα ποίημα: εδώ.