Ανδρέας Κεντζός, Μετά τον πόλεμο


Μετά τον πόλεμο δεν γύρισα πίσω. Έμεινα στην Αθήνα κι έπιασα δουλειά, κλητήρας σε τεχνικό γραφείο. Είχα ένα ταλέντο στο σχέδιο, σκεφτόμουν να δώσω εξετάσεις στην Αρχιτεκτονική. Η τύχη μου συνέχιζε να δουλεύει- το αφεντικό με πήρε με καλό μάτι. Με φώναζε το πρωί να πιούμε καφέ παρέα. Μ’ έβλεπε σαν γιο του. Μου δάνεισε και τα λεφτά να πάρω τη μηχανή, «για να βγάζω βόλτα τα κορίτσια». Ήμουν είκοσι χρονών και τα μαλλιά μου ανέμιζαν και κάθε βράδυ είχα άλλη.


Έφτιαξα μια ωραία παρέα με αγόρια και κορίτσια από τα καλύτερα σπίτια της Αθήνας. Ωραία εποχή, μετά τον πόλεμο οι άνθρωποι ήθελαν να ζήσουν. Κοιμόμασταν ελάχιστα. Γυρίζαμε στα καφέ και στα μπαρ και στα κέντρα και ο κόσμος μάς χάζευε. Ήμασταν τα λουλούδια της άνοιξης που έβγαιναν μετά τον βαρύ χειμώνα και μας καμάρωναν και μας ζήλευαν την ίδια στιγμή.


Γρήγορα βαρεθήκαμε, την πόλη την εξαντλήσαμε και αρχίσαμε τις εκδρομές, ολόκληρη πομπή κάθε φορά με τα αμάξια και τις μηχανές μας. Αξέχαστες μου έχουν μείνει όλες. Ιδίως εκείνη η παραλία στον Μαραθώνα που σήμερα είναι ένας βούρκος με ομπρέλες, ξαπλώστρες και κωλοβακτηρίδια. Τότε ήταν παράδεισος, τα νερά κρυστάλλινα, να τα πιεις στο ποτήρι. Μόνοι μας μες στο καταμεσήμερο, πετάξαμε τα ρούχα και βουτήξαμε όπως μας γέννησε η μάνα μας.


Γυρίσαμε έτσι όλη την Αττική και μετά πήγαμε και παραπέρα. Εγώ υποστήριζα Πελοπόννησο. Η γνώμη μου μετρούσε- πήγαμε στην Κόρινθο, πήγαμε στο Ναύπλιο και στις Μυκήνες, κάναμε και μια τετραήμερη μέχρι την Ολυμπία. Μετά κάποιος έριξε ιδέα «να δούμε και τα βόρεια»- πρότεινε Παρνασσό, Δελφούς, Αράχοβα.


Έγινε συζήτηση. «Εκεί δεν είναι τα μέρη σου;» με ρώτησαν.


«Από την άλλη μεριά», την έκοψα την κουβέντα.


Έφτασα νύχτα στο χωριό. Μπήκα μέσα με τη μηχανή σβηστή κι έκανα τον γύρο για ν’ αποφύγω την πλατεία και το καφενείο.


Το σπίτι είχε φως. Ήσυχα τακτοποίησα τη μηχανή στο στάβλο, ύστερα έσπρωξα σιγά σιγά την πόρτα.


Πρόλαβα ευτυχώς να βάλω το χέρι μπροστά- αλλιώς θα τα ’χανα τα μάτια μου.


«Μάνα εγώ είμαι», φώναξα, «πάρ’ το αυτό από πάνω μου».


Το ράμφος κόντευε να μου τρυπήσει το κρανίο.


«Κάτω, ρε!» του φώναξε, σαν να ήταν σκύλος. Ένας ωραίος άσπρος κόκορας. Στάθηκε πλάι της και με κοίταζε, έτοιμος να ορμήσει πάλι.


«Πήγαινε μέσα», τον πρόσταξε.


Δεν με αγκάλιασε, δεν με φίλησε. Δίκιο είχε, δεν ήμουν καλός γιος, ούτε γράμμα δεν είχα στείλει. Από τα παιδιά που γύρισαν από το μέτωπο ήξερε ότι δεν είχα σκοτωθεί στην Αλβανία, αυτό μόνο.


«Τι σου ’κανα, βρε τύραννε», σωριάστηκε στην καρέκλα, «τι σου ’κανα και πας να με πεθάνεις;»


Γονάτισα πλάι της, πήγα να την αγκαλιάσω, δεν με άφησε. Σκέπασε το πρόσωπό της με τις παλάμες.


Τίποτα δεν μου είχε κάνει, ούτε εκείνη ούτε ο πατέρας. Όταν φεύγω, τέρμα, δεν κοιτάζω πίσω. Έτσι ήμουν κι έτσι θα είμαι μέχρι να πεθάνω.


Έσκυψα το κεφάλι, δεν έβγαζα κουβέντα. Την άφησα να κλάψει όσο θέλει, να βγάλει όλο τον καημό που κουβαλούσε μέσα της. Κάποια στιγμή εντέλει απόκανε. «Άντε να πλύνεις τα χέρια σου», μου είπε, «να σου στρώσω να φας».


Την αγκάλιασα. Της είπα να κάτσει εκεί που είναι, δεν πείναγα. Και το στομάχι μου το ένιωθα περίεργα. Ό,τι και να έριχνα μέσα, είχα την αίσθηση ότι αμέσως θα το ξέρναγα.


Χαμογέλασε και μου χάιδεψε τα μαλλιά.


«Κάτσε ν’ ακούσεις», έκανα χαρούμενος, «έχω ένα σωρό να σου λέω».


Τα πιο σημαντικά ήταν η οβίδα που έσκασε πλάι μου και με πέταξε είκοσι μέτρα πέρα χωρίς να με αφήσει νεκρό ή παράλυτο και οι τρελές μάχες σώμα με σώμα μες στην έρημο της Αιγύπτου που ο ήλιος σε τηγάνιζε σαν αβγό.


«Μα εσύ έχεις μείνει μισός», έψαυσε τα πλευρά μου.


«Καλά είμαι», της είπα, «μη σε νοιάζει».


«Πώς να μη με νοιάζει;»


Ήθελα μόνο να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου, να ξεκουράσω τα ποδαράκια μου.


«Θα γίνει και τούτο», με τράβηξε από το χέρι και μ’ έβαλε να κάτσω στο τραπέζι, «μην κινηθείς».


Κινήθηκα. Σηκώθηκα να πάω προς νερού μου. Τίποτα δεν είχε αλλάξει, σαν να ήταν χτες που έφυγα από το σπίτι. Πέρασα από το πλυσταριό, εκεί που σήμερα έχω φτιάξει ένα μπάνιο με υπέροχα γρανιτένια πλακάκια Ιταλίας, που τα αγόρασα ευκαιρία μισοτιμής. Εκεί την είδα.


«Έλα», έκανε του κόκορα να πλησιάσει. Μια χούφτα σπόρια στο ένα χέρι, το μαχαίρι στο άλλο.






Ο Ανδρέας Κεντζός γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Συγκεκριμένα ποιήματα, κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Τον Δεκέμβριο του 2014 κυκλοφόρησε η νέα του ποιητική συλλογή, σαραντατέσσερα,  από τις εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Ιταλικά και τα Ισπανικά.

Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε κάποια παλαιότερα αδημοσίευτα ποιήματά του (εδώ ή εδώ), μία επιλογή από την τελευταία ποιητική συλλογή του και τα διηγήματα «Τριλογία»,  «Κρίση»,  «Πρώτη ημέρα» και «Η δεύτερη νύχτα» και «Επιστροφή».



Heinrich von Kleist, Μίχαελ Κόλχαας (Η ιστορία ενός δίκαιου ανθρώπου)

Michael_Kolhaas_TRIS_Photo_by_Anastasia_Giannaki

[...]


Εκδίκηση - Η επιχείρηση στον πύργο των Τρόνκα

 

ΚΟΛΧΑΑΣ: Δυνάμει της εξουσίας που έχω εκ γενετής, καταδικάζω τον νεαρό άρχοντα Βέντσελ φον Τρόνκα να φέρει εντός τριημέρου από τη λήψη αυτής της απόφασης, στο Κολχάζενμπρουκ τα άλογα που είχε καταστρέψει στα χωράφια και να τα ταΐσει αυτοπροσώπως μέσα στον σταύλο ώσπου να παχύνουν.

 

Μόλις πέρασαν οι τρείς ημέρες, χωρίς να έχουν φέρει τα άλογα, κάλεσε τον Χέρζε:

 

ΚΟΛΧΑΑΣ: Είσαι πρόθυμος να έρθεις μαζί μου ως τον πύργο των Τρόνκα για να φέρουμε τον νεαρό άρχοντα; Αν, όμως ο άρχοντας είναι απρόθυμος να παχύνει ο ίδιος τα άλογα, είσαι διατεθειμένος να τον μαστιγώσεις;

 

ΧΕΡΖΕ: Αφέντη και σήμερα αν θέλεις!

 

Ο Κόλχαας άφησε το σπίτι, έβαλε τα παιδιά σε μια άμαξα και τα έστειλε πέρα από τα σύνορα˙ με το που νύχτωσε κάλεσε και τους υπόλοιπους δουλευτές του, επτά τον αριθμό, πιστούς ένας προς έναν σαν το χρυσάφι˙ τους όπλισε, τους έδωσε άλογα και ξεκίνησαν για τον πύργο των Τρόνκα. Όρμηξε λοιπόν με αυτή την μικρή ομάδα στον πύργο, μόλις έπεσε η νύχτα, ανατρέποντας τους δύο φρουρούς που στέκονταν στην πύλη συζητώντας, και πετάξανε δαδιά και πυρπόλησαν ξαφνικά όλα τα παραπήγματα στον περίβολο του πύργου, ο Χέρζε ανέβηκε τη στριφτή σκάλα, εισέβαλε στον πυργίσκο του καστελάνου που καθόταν μέσα μισόγυμνος και έπεσε πάνω του χτυπώντας και τρυπώντας τον, ο Κόλχαας όρμησε στον πύργο να βρει τον νεαρό άρχοντα Βέντσελ. Ο άγγελος της κρίσεως πέφτει λοιπόν από τον ουρανό, και ο νεαρός άρχοντας, ο οποίος προηγουμένως, σκασμένος στα γέλια, διάβαζε στην παρέα των νεαρών φίλων του

 

ΒΕΝΤΣΕΛ: Να παχύνω τα άλογα στο Κολχάζενμπρουκ!

 

ΚΟΛΧΑΑΣ: Αυτοπροσώπως!

 

Μόλις ο νεαρός άρχοντας άκουσε τη φωνή του αλογέμπορου στο προαύλιο του πύργου φώναξε: αδέρφια, τρέξτε να σωθείτε! Και εξαφανίστηκε. Ο Κόλχαας μπαίνοντας στη σάλα άρπαξε από το στήθος έναν νεαρό άρχοντα ονόματι Χανς φον Τρόνκα και τον πέταξε στη γωνία της σάλας όπου σκόρπισαν τα μυαλά του στις πέτρες,

 

ΚΟΛΧΑΑΣ: Πού είναι ο Βέντσελ φον Τρόνκα;

 

Και όταν οι ζαλισμένοι άντρες του απάντησαν ότι δεν ήξεραν και εκείνος με κλωτσιές έσπασε τις πόρτες δύο δωματίων και έψαξε το εκτεταμένο κτήριο σε κάθε κατεύθυνση και δεν βρήκε κανέναν, κατέβηκε βρίζοντας στο προαύλιο του πύργου, για να βάλει να φυλάνε τις εξόδους. Εν τω μεταξύ είχε πάρει φωτιά ο πύργος με όλα τα παρακείμενα κτήρια, και πολύς καπνός ανέβαινε ως τον ουρανό, και ενώ οι άνδρες μάζευαν ό,τι μπορούσε να μετακινηθεί και τα απίθωναν ανάμεσα στα άλογα για λεία τους, έπεσαν συνοδευόμενοι από τις κραυγές ενθουσιασμού του Χέρζε, από το ανοιχτό παράθυρο του ακρόπυργου τα πτώματα του καστελάνου, της γυναίκας του και των παιδιών του. Μόλις ο Κόλχαας κατέβηκε τη σκάλα του πύργου, έπεσε στα πόδια του η γριά οικονόμος, παιδεμένη απ' την ποδάγρα που κρατούσε το νοικοκυριό του νεαρού άρχοντα,

 

ΚΟΛΧΑΑΣ: Πού είναι ο Βέντσελ φον Τρόνκα;

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ: Πιστεύω πως έχει καταφύγει στο παρεκκλήσι˙

 

Και έβαλε να σπάσουν τις πόρτες από το παρεκκλήσι με λοστούς και τσεκούρια αναποδογύρισε τραπέζια και πάγκους και όμως αναγκάστηκε να παραδεχτεί γεμάτος θυμό και πόνο πως ο νεαρός άρχοντας δεν ήταν εκεί. Την ώρα που ο Κόλχαας έβγαινε από το παρεκκλήσι, διέκρινε έναν νεαρό δουλευτή από το προσωπικό του πύργου των Τρόνκα

 

ΚΟΛΧΑΑΣ: Πού πας;

 

ΔΟΥΛΕΥΤΗΣ: Να σώσω τα πολεμικά άλογα του νεαρού άρχοντα, που τα απειλεί η φωτιά.

 

ΚΟΛΧΑΑΣ: Και γιατί δεν σώζεις τα δικά μου άλογα;

 

ΔΟΥΛΕΥΤΗΣ: Μα η παράγκα φλέγεται ήδη!

 

Και ο Κόλχαας έσπρωξε τον άνθρωπο μέσα στο φλεγόμενο παράπηγμα δίνοντας του γρήγορα χτυπήματα με τη λάμα του σπαθιού, και τον ανάγκασε, μες στα φρικτά γέλια των παρισταμένων, να σώσει τους μαυρίδες. Όμως όταν ο δουλευτής βγήκε κατάχλομος με τα άλογα απ' το παράπηγμα, το οποίο κατέρρεε πίσω του και ρώτησε τον αλογέμπορο:

 

ΔΟΥΛΕΥΤΗΣ: Τι να τα κάνω τώρα τα ζώα;

 

Ο Κόλχαας χωρίς να του απαντήσει καβάλησε το άλογο του και περίμενε αμίλητος να φέξει η μέρα.

 

 [...]

 

 

  

Ο Χάινριχ φον Κλάιστ (1777-1811) έγραψε τη νουβέλα Michael Kohlhaas το 1808. Ο Φραντς Κάφκα αγαπούσε ιδιαίτερα αυτό το έργο του Κλάιστ και έγραφε χαρακτηριστικά στην αγαπημένη του, Φελίτσε Μπάουερ, τον Φεβρουάριο του 1913: «τον ξέρεις; Αν όχι, τότε μην τον διαβάσεις! Εγώ θα σ' τον διαβάσω! [...] τον διάβασα απνευστί. Μάλλον ήδη για δέκατη φορά». 


Η παράσταση της ομάδας «Τρις» «Μίχαελ Κόλχαας - Η ιστορία ενός δίκαιου ανθρώπου» επαναλαμβάνεται για δεύτερη χρονιά κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή του Νοεμβρίου στις 21.00, στο BIOS Tesla.Basement. Η ομάδα «Τρις» σημειώνει στο σκηνοθετικό της σημείωμα: «Το κείμενο μας μαγνήτισε από την αρχή. Όχι γιατί έχουμε έτοιμες απαντήσεις και συμπεράσματα να επικοινωνήσουμε, αλλά ακριβώς γιατί αυτή η ιστορία μας προκαλεί σχεδόν αμηχανία. Το να αδικείται κάποιος από το κράτος είναι συχνό φαινόμενο. Σ' αυτό το αφήγημα συναντάμε, όμως, κάτι όχι και τόσο συχνό: έναν «υπερβολικά» δίκαιο άνθρωπο. Παρακολουθούμε την ιστορία ενός ανθρώπου που δε διστάζει να χάσει τα πάντα, να αλλάξει ολόκληρη τη ζωή του, προκειμένου να αποκαταστήσει την αδικία που του έγινε από την καθεστηκυία τάξη. Να μια ιστορία που αξίζει να πεις σήμερα. Επιλέξαμε να είμαστε μόνο τρεις ηθοποιοί επί σκηνής, σε ένα έργο που εμφανίζονται γύρω στα σαράντα πρόσωπα και που ο τόπος δράσης αλλάζει σχεδόν κάθε δύο σελίδες! Αυτός ο περιορισμός γεννά εφευρετικότητα και η εφευρετικότητα γεννά μια ζωντανή αφήγηση».

 

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ 

Mετάφραση: Θόδωρος Παρασκευόπουλος

Σκηνοθεσία / Δραματουργική Επεξεργασία/ Ερμηνεία: Ομάδα «Τρις» (Χρηστίνα Γαρμπή, Κώστας Κουνέλλας, Βασίλης Σαφός)

Σκηνικά: Άρτεμις Σιέρα

Κοστούμια: Δήμος Κλιμενώφ

Βοηθός ενδυματολόγου: Ιωάννα Παπακωνσταντίνου

Φωτισμοί: Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης

Φωτογραφίες: Αναστασία Γιαννάκη

Video promo: Θανάσης Τσιμπίνης

Σχεδιασμός Ήχου: Τάσος Παπαδόπουλος


Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον Χάινριχ φον Κλάιστ και δείτε ποια βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά. Διαβάστε στην εφημερίδα Καθημερινή μία κριτική του συγγραφέα Δημήτρη Χρυσού Τομαρά για τον Μίχαελ Κόλχαας, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ερατώ, σε μετάφραση του Θόδωρου Παρασκευόπουλου.

Αλέξανδρος Κ., Ευτυχία. Μαρτύρια / Πολύ συνοπτική αφήγηση ενός έρωτα



I.


Πράγα, Αγίου Νικολάου 36, 4ος όροφος. Βράδυ Κυριακής, 22 Σεπτεμβρίου 1912, τέσσερις ημέρες πριν από την έκλειψη σελήνης.


Εκεί, στο δωμάτιό του, στην οικογενειακή εστία των τελευταίων πέντε χρόνων, στην οδό που την αποκαλούσε διάδρομο για αυτόχειρες, έτσι όπως έβγαζε φαρδιά πλατιά στον ποταμό, αφού πηγαίνει και κάθεται στο γραφείο του λίγο πριν από τις 10 το βράδυ, στο ανοιχτό παράθυρο, με θέα τη γέφυρα, την πιο μικρή γέφυρα της πόλης, αρχίζει κάποια στιγμή να γράφει.


Ήταν ένα πρωί Κυριακής την ωραιότατη άνοιξη, αρχίζει να γράφει, κι ύστερα συνεχίζει να γράφει απνευστί, χαίρεται που γράφει, κάποια στιγμή σταματάει, το βάρος του όλο το νιώθει στην πλάτη, σηκώνει το κεφάλι απ’ το χαρτί, γυρίζει και κοιτάζει το ρολόι, κι ύστερα συνεχίζει να γράφει πάλι απνευστί, χαίρεται που γράφει, το βάρος του όλο το νιώθει στην πλάτη, κάποια στιγμή σταματάει πάλι, για να γυρίσει και να κοιτάξει το ρολόι, κι ύστερα συνεχίζει να γράφει πάλι απνευστί, τα πόδια του έχουνε μουδιάσει, έτσι όπως κάθεται στο γραφείο του, δεν μπορεί να τα κουνήσει, αλλά γράφει, και χαίρεται που γράφει, σαν να προχωράει μέσα σε ποτάμι νιώθει, κάποια στιγμή σταματάει, το βάρος του όλο το νιώθει στην πλάτη, γυρίζει και κοιτάζει το ρολόι, 2 η ώρα δείχνουν οι δείκτες στο ρολόι, κι ύστερα συνεχίζει να γράφει πάλι, χωρίς ακόμα να ξέρει ότι θα σταματήσει να γράφει όταν θα έχει ξημερώσει Δευτέρα, η κούρασή του χάνεται μέσα στη νύχτα, και χαίρεται που γράφει, κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται πώς πήρε να φωτίζει έξω απ’ το παράθυρό του, και συνεχίζει να γράφει, ακούει ένα αμάξι να περνάει, γράφει, χαίρεται που γράφει, κάποια στιγμή σταματάει, σηκώνει τα μάτια του, κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρό του, βλέπει δυο άνδρες να διασχίζουνε τη γέφυρα, την πιο μικρή γέφυρα της πόλης, και συνεχίζει να γράφει, σβήνει τη λάμπα, το φως της ημέρας τώρα του αρκεί, συνεχίζει να γράφει, νιώθει κάποιους πόνους στην καρδιά, και όταν γράφει Εκείνη τη στιγμή διερχόταν πάνω απ’ τη γέφυρα μια ατελείωτη όντως κυκλοφορία, βάζει τελεία, την εκατοστή ογδοηκοστή έβδομη τελεία, και σταματάει να γράφει, γιατί έχει πια τελειώσει.


Το ίδιο βράδυ, εκείνης της Δευτέρας, σε κάποιο σπίτι φιλικό, αρχίζει να διαβάζει στο μικρό ακροατήριο, που το απαρτίζουν οι τρεις αδελφές του κι ελάχιστοι φίλοι, Ήταν ένα πρωί Κυριακής την ωραιότατη άνοιξη, και λίγο πριν τελειώσει, λίγο πριν διαβάσει Εκείνη τη στιγμή διερχόταν πάνω απ’ τη γέφυρα μια ατελείωτη όντως κυκλοφορία, μόλις διαβάζει πάντοτε όμως σας αγαπούσα, συγκινείται, δακρύζει, διαβάζει δακρυσμένος κι αφέθηκε να πέσει, κάνει μια παύση στην τελεία, για να διαβάσει αποστασιοποιημένα και ψυχρά, όπως της πρέπει, την τελευταία πρόταση, κι ύστερα διαβάζει αποστασιοποιημένα και ψυχρά Εκείνη τη στιγμή διερχόταν πάνω απ’ τη γέφυρα μια ατελείωτη όντως κυκλοφορία, και σταματάει να διαβάζει, γιατί έχει πια τελειώσει.



II.


Πολύ αργότερα, εννέα μήνες μετά, καλοκαίρι του 1913, Ιούνιο μήνα, αλλά και τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, και μπορεί και το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς και τον χειμώνα και μπορεί και την επόμενη χρονιά και μπορεί και μετά και μπορεί και πολλά χρόνια αργότερα, οι αναγνώστες της Αρκαδίας θα αρχίζουν να διαβάζουν στη σελίδα 53 του ετήσιου τεύχους του 1913 Ήταν ένα πρωί Κυριακής την ωραιότατη άνοιξη ακριβώς κάτω από την αφιέρωση που είχε υποσχεθεί σ’ εκείνη έναν μήνα και δύο ημέρες έπειτα από εκείνη την Κυριακή, που καθισμένος στο γραφείο του άρχισε κάποια στιγμή να γράφει Ήταν ένα πρωί Κυριακής την ωραιότατη άνοιξη, την αφιέρωση που της είχε υποσχεθεί στην έβδομη επιστολή που της έγραψε και της την έστειλε συστημένη, στις 24 Οκτωβρίου, ημέρα Πέμπτη, μια πολύ πιο συνοπτική αφιέρωση από εκείνη που είχε γράψει αρχικά, αφού αναγκάστηκε εν τέλει να τη συντομεύσει, εκείνη την αφιέρωση, σβήνοντας άπαξ διά παντός την παιγνιώδη και ως έναν μόνο βαθμό ειλικρινή αιτιολογία της, για να μην παίρνει δώρα μόνον από άλλους, αλλά μια όντως σχεδόν πλήρως κατανοητή αφιέρωση, με τ’ όνομά της το μικρό, το αρχικό γράμμα απ’ το επώνυμό της και μια τελεία, και όχι όσο συνοπτική θα τυπωνόταν για πρώτη φορά, γιατί στο εξής έτσι θα τυπωνόταν και θα ανατυπωνόταν ως βιβλίο πια, τρία χρόνια αργότερα, το 1916, όταν τη συντόμευσε ακόμα πιο πολύ, προσδίδοντάς της εις τους αιώνας των αιώνων τη μυστηριώδη, αινιγματική και ζηλευτή φύση του αντιδώρου, για το οποίο, ωστόσο, ακόμα και το πρόσωπο, στο οποίο προσφέρεται το αντίδωρο, ενδέχεται ενίοτε να αμφιβάλλει, όταν η βεβαιότητά του για το άτομο που του προσφέρει το αντίδωρο έχει για κάποιο λόγο κλονιστεί και η αφιέρωση εξαντλείται σε ένα κεφαλαίο γράμμα και μια τελεία μόνο, ούτε καν σε δύο κεφαλαία γράμματα και δυο τελείες, που θα καθόριζαν με μεγαλύτερη ακρίβεια το ονοματεπώνυμο του συγκεκριμένου προσώπου και εν πάση περιπτώσει θα απέκλειαν όλα τα άλλα πρόσωπα, που τα αρχικά γράμματα του ονόματος και του επωνύμου τους δεν συμπίπτουν ακριβώς με τα αρχικά γράμματα στα οποία εξαντλείται η αφιέρωση.


Και, αλήθεια, πόσο να μειώνεται η όποια βεβαιότητα ή πόσο να πολλαπλασιάζεται ο κλονισμός αυτής της βεβαιότητας σε γλώσσες στις οποίες το όνομα και κατά συνέπεια και το αρχικό γράμμα ενός ονόματος σε μία αφιέρωση, αλλά και στις γλώσσες αυτές εν γένει, δεν συνοδεύεται, ή απλώς δεν είθισται να συνοδεύεται, από την αποκαλυπτική και γι’ αυτό λυτρωτική παρουσία ενός άρθρου, που αποκαλύπτει περίτρανα τουλάχιστον το γένος του προσώπου, στο οποίο προσφέρεται το αντίδωρο;


Μια ιστορία για ένα κεφαλαίο γράμμα αρχικό και μια τελεία. Έτσι θα έμενε στην Ιστορία η ιστορία που άρχισε να γράφει εκείνη την Κυριακή, αν εκείνη σαράντα τρία χρόνια έπειτα από εκείνη την Κυριακή, που καθισμένος στο γραφείο του άρχισε κάποια στιγμή να γράφει Ήταν ένα πρωί Κυριακής την ωραιότατη άνοιξη, και τριάντα ένα χρόνια μετά τον θάνατό του, γερασμένη και άρρωστη, πολύ άρρωστη, πέντε χρόνια πριν πεθάνει και εκείνη, δεν πουλούσε από ανάγκη τις επιστολές που της έστελνε όταν την αγαπούσε.



III.


Γιατί δύο ημέρες πριν από εκείνο το ολοκληρωτικό άνοιγμα του σώματος και της ψυχής εκείνη την Κυριακή, που καθισμένος στο γραφείο του άρχισε κάποια στιγμή να γράφει Ήταν ένα πρωί Κυριακής την ωραιότατη άνοιξη, και τριάντα οκτώ ημέρες μετά τη γνωριμία τους σε κάποιο σπίτι φιλικό μια καλοκαιρινή νύχτα ασέληνη, για την ακρίβεια στις 20 Σεπτεμβρίου, ημέρα Παρασκευή, κάποια ώρα προχωρημένη πρωινή, εν ώρα εργασίας, καθισμένος στο γραφείο της υπηρεσίας του, της είχε γράψει την πρώτη επιστολή, και της την έστειλε συστημένη. Πολυτίμητη δεσποσύνη!, είχε αρχίσει να δακτυλογραφεί στη γραφομηχανή της υπηρεσίας του, και έπειτα από τριακόσιες ενενήντα επτά λέξεις, που για να τις γράψει χρειάστηκε να χτυπήσει τουλάχιστον δύο χιλιάδες τετρακόσιες ογδόντα τέσσερις φορές κάποιο πλήκτρο στη γραφομηχανή της υπηρεσίας του, είχε δακτυλογραφήσει Δικός σας αφοσιωμένος εγκαρδίως κι ύστερα είχε υπογράψει, με τίτλο, ονοματεπώνυμο, πόλη, οδό και αριθμό.



IV.


Την αναγγελία των αρραβώνων τους εκείνη τη δημοσιεύει στην Ημερησία του Βερολίνου στις 21 Απριλίου 1914, ημέρα Τρίτη. Τρεις ημέρες μετά τη δημοσιεύει και εκείνος στην Ημερησία της Πράγας. Την 1η Ιουνίου 1914, ημέρα Δευτέρα, αρραβωνιάζονται επισήμως στο Βερολίνο.


Έπειτα από σαράντα μία ημέρες, στις 12 Ιουλίου, ημέρα Κυριακή, συναντιούνται στην ίδια πόλη, στην Ασκανική Αυλή, στο ξενοδοχείο, όπου έχει καταλύσει εκείνος. Παρόντες είναι επίσης ένας φίλος του, μία δική της φίλη, με την οποία τελευταία αλληλογραφούσε και εκείνος, και η αδελφή της. Εκείνος αισθάνεται ότι τον δικάζουν. Χωρίζουν.


Δεκαεπτά ημέρες μετά, στις 29 Ιουλίου 1914, ημέρα Τετάρτη, κάποια ώρα προχωρημένη νυχτερινή αρχίζει κάποια στιγμή να γράφει Ο Γιόζεφ Κ., ο γιος ενός πλούσιου εμπόρου, πριν περάσει όμως ένας μήνας αλλάζει γνώμη και κάποια ώρα προχωρημένη νυχτερινή αρχίζει κάποια στιγμή να γράφει πάλι Κάποιος πρέπει να τον είχε συκοφαντήσει τον Γιόζεφ Κ.


Έπειτα από δύο χρόνια, τον Ιούλιο του 1916, ταξιδεύουν, εκείνος από την Πράγα, εκείνη από το Βερολίνο, και συναντιούνται ανήμερα των γενεθλίων του, ημέρα Δευτέρα, στο Μαρίενμπαντ. Μένουν εκεί δέκα ημέρες.


Στις 12 Ιουλίου 1917, ημέρα Πέμπτη, αρραβωνιάζονται επισήμως για δεύτερη φορά στην Πράγα και κάνουν ένα ταξίδι στη Βουδαπέστη. Έπειτα από πέντε μήνες, στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα Τρίτη, εκείνη τον επισκέπτεται πάλι στην Πράγα. Δύο ημέρες μετά χωρίζουν οριστικά.



V.


Εκείνος πεθαίνει στις 3 Ιουνίου 1924, ημέρα Τρίτη, σε ένα σανατόριο στο Κήρλινγκ, κοντά στη Βιέννη, 237,85 χιλιόμετρα μακριά από τη γενέτειρά του. Κοντά του βρίσκονται η τελευταία του αγαπημένη και ένας φίλος του.


Περνούν χρόνια.


Εκείνη πεθαίνει χήρα στις 15 Οκτωβρίου 1960, ημέρα Σάββατο, στη μικρή πόλη Ράυ της Νέας Υόρκης, 6.722,20 χιλιόμετρα μακριά από τη γενέτειρά της. Αφήνει πίσω της έναν σαραντάχρονο γιο και μία τριανταεννιάχρονη κόρη.


Συνολικά εκείνος της έγραψε περισσότερες από 500 επιστολές, καρτ ποστάλ, κάρτες και τηλεγραφήματα. Πολύ λιγότερες πρέπει να του έγραψε εκείνη.


Απ’ όσα της έγραψε εκείνη φύλαξε: 101 επιστολές, 4 καρτ ποστάλ, 1 κάρτα, 1 τηλεγράφημα και 1 σημείωμα από το 1912, 204 επιστολές, 11 καρτ ποστάλ και 1 τηλεγράφημα από το 1913, 23 επιστολές και 1 τηλεγράφημα από το 1914, 8 επιστολές, 9 καρτ ποστάλ και 9 κάρτες από το 1915, 12 επιστολές, 117 κάρτες και 4 τηλεγραφήματα από το 1916 και 3 επιστολές από το 1917, η τελευταία εκ των οποίων είναι γραμμένη στις 16 Οκτωβρίου, ημέρα Τρίτη.



Απ’ όσα του έγραψε εκείνος δεν φύλαξε τίποτα. 






Το διήγημα «Ευτυχία. Μαρτύρια - Πολύ συνοπτική αφήγηση ενός έρωτα» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο 57o τεύχος του περιοδικού Unfollow τον Σεπτέμβριο του 2016. 

O Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Άρχισε να δημοσιεύει κείμενα στο blog Logotexnia21 ως Αλέξανδρος Κ. τον Δεκέμβριο του 2009. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίνδικτος το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Μ' ένα καλό ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.



LinkWithin

Related Posts with Thumbnails