Jens Petersen, Μέχρι ο θάνατος

rings


Ο Άλεξ σηκώνει το καθρεφτάκι και βλέπει την παραμορφωμένη εικόνα του, ξύνει τα δόντια με μια πελεκημένη βέργα οξιάς, τρίβει τις μασχάλες, βρέχει το πρόσωπο και μετά ξυρίζεται με την τελευταία λεπίδα από τον νοτισμένο σάκο από γιούτα. Κοιτάζεται στον καθρέφτη και σκουπίζει το αίμα, ανασηκώνεται τελικά, βήχει και αφουγκράζεται το φτερούγισμα των βλεννών στους βρόγχους του. Ο αέρας μυρίζει χειμώνα. Πιέζει τα χέρια στη μέση του που χτυπάει, παρατηρεί τα φουγάρα του εργοστασίου ηλεκτρικής ενέργειας στην άλλη όχθη, τις βρωμιές που ξεβράζονται στις καλαμιές – ψηλόλιγνα κλαδιά, μερικά μπάζα καλυμμένα από χιόνι, ένα παγωμένο ψόφιο ψάρι. Βήχει ακόμα μια φορά και φτύνει στο ποτάμι.
Απέναντι, στη σκιά των πυλώνων της γέφυρας, βρίσκεται το τροχόσπιτο. Οι άλλοι κατασκηνωτές έχουν φύγει από καιρό, θα έρθουν την άνοιξη πάλι ή ποτέ πια, μιας και μερικοί απ’ αυτούς έχουν γεράσει εδώ και καιρό. Τα χείλη του τρέμουν. Δυο ώρες ακόμη μέχρι το μεσημέρι, σκέφτεται. Έχει φτυαρίσει το στενό μονοπάτι, έσβησε το βαρέλι με τη φωτιά, κλάδεψε εκ νέου τον φτωχό θάμνο και τελικά γέμισε ένα μπουκάλι του νερού με την παλιά βενζίνη από τη μονάδα. Στον ουρανό τρέχουν σύννεφα. Στην όχθη κάθεται ένας σκύλος.
Τη νύχτα είδε στον ύπνο του τη Νάνα. Φορούσε το σάβανό της. Το σώμα της ήταν μικροσκοπικό και λιπόσαρκο, με χέρια σαν σκουριασμένες τσουγκράνες, το ένα πάνω στο άλλο και σταυρωμένα πάνω από το στεγνό στήθος. Κειτόταν στο φέρετρο σ’ ένα δωμάτιο με ψυχρό ηλεκτρικό φως. Όταν ο Άλεξ τελικά ξύπνησε, ήταν ξαπλωμένος με κεφάλι που βούιζε όπως όταν έχεις πυρετό και στριφογύριζε μέσα στις κουβέρτες που βρωμούσαν. Ψηλάφισε το κορμί της, ίσιωσε τον υπνόσακο τραβώντας τον ελαφρά, πήρε το χέρι της και το χάιδεψε.
Νάνα, ψιθύρισε.
Τώρα αυτός κάθεται σε έναν ογκόλιθο στην όχθη, μισοκλείνει τα μάτια και μες στο παγερό χάραμα αφουγκράζεται τον εαυτό του. Είναι μόνοι∙ οι πρώτοι οδοιπόροι θα έρθουν αργότερα, μόνο ο αναμαλλιασμένος σκύλος τριγυρίζει στη λόχμη της καλαμιάς, κατουράει στο ακριανό παλούκι και πηγαίνει τελικά κουτσαίνοντας προς το δάσος, ζαρωμένος ως το έδαφος με την ουρά να κρέμεται, στο γοφό μια μαύρη πληγή.
Ο Άλεξ ανάβει το γκαζάκι, ανακατεύει τον καφέ στο θολό νερό και βάζει τα χάπια της ημέρας στο στενό τραπέζι, δύο μεγάλα κίτρινα, που έχουν πικρή γεύση, κι ακόμη ένα άσπρο με επικάλυμμα ζάχαρης και το λογότυπο κάποιου ομίλου που χρεοκόπησε. Η Νάνα κάθεται μαζεμένη στο στρώμα και ακούει με ανοιχτό το στόμα ένα κονσέρτο συμφωνικής στο ράδιο. Ο Άλεξ βλέπει πώς ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα, δυο φορές.
Λες, ρωτάει αυτός.
Ακόμη ένα βλεφάρισμα.
Καλά, εντάξει, λέει ο Άλεξ. Μια στιγμή.
Σκύβει και παίρνει μία από τις άσπρες ενέσεις μιας χρήσης από το ψυγείο. Μέσα του εδώ και μερικές μέρες όλα στενεύουν∙ ποτέ δεν είχε τέτοιες κράμπες, ποτέ δεν ήταν το κεφάλι του τόσο άδειο και τόσο βαρύ συγχρόνως, τόσο γεμάτο από σουβλιές, τσιμπήματα, και απ’ αυτό το βουητό. Μερικές φορές νομίζει ότι ακούει φωνές. Τότε όλα θα τέλειωναν. Αν άκουγε φωνές δεν θα ’κανε πια βήμα παραπέρα αλλά είναι μόνο κάτι σαν μουρμουρητό και συνήθως σβήνει στο τίποτα.
Βάζει τη βελόνα στη σύριγγα και τη σπρώχνει έπειτα σχεδόν ως το τέρμα στο φιαλίδιο με τη μορφίνη. Η ουσία είναι πάρα πολύ αδύναμη για να βλάψει τη Νάνα∙ δεν της παίρνει καν τον πόνο. Αυτός διστάζει, περπατά έπειτα τη μικρή διαδρομή από την κουζίνα προς το κρεβάτι, ακούει το πάτημα των ποδιών του πάνω στον καπλαμά. Μερικές φορές βλέπει τον εαυτό του να προσπαθεί αδέξια να ανοίξει ένα φερμουάρ ή να μαζεύει τα σκορπισμένα χάπια από το πάτωμα. Να τραγουδάει, να διαβάζει κάτι στη Νάνα ή να της κρατάει το χέρι∙ να τη στηρίζει και να μιλάει μαζί της, σχεδόν σαν να προσπαθούσε με το σάλιο του να κολλήσει κάτι, το οποίο έχει σπάσει σε απειροστημόρια σκληρών κομματιών.
Η Νάνα κάθεται μαζεμένη στο στρώμα και ατενίζει τον γυμνό τοίχο. Χτυπάει με τον δείχτη τον σκελετό του παλιού κρεβατιού, ένας μετρονόμος από φλέβες και τένοντες, ντυμένος με δέρμα.
Να τος ο καφές.
Ένα αδύναμο βλεφάρισμα.
Θα σου βάλω ζάχαρη.
Κάθεται στην άκρη του στρώματος και την παρατηρεί, τη σκουπίζει τελικά με την άκρη της κουβέρτας στο στόμα και της βάζει τα χάπια το ένα μετά το άλλο στη γλώσσα. Σκύβει λιγάκι μπροστά και φιλάει τα εξασθενημένα βλέφαρά της. Εκείνη ανοιγοκλείνει τα μάτια και μασουλάει∙ αυτός φέρνει το βρώμικο φλιτζάνι στα χείλη της και παρακολουθεί πώς ο καφές τής τρέχει στο σαγόνι και αφήνει πάνω στην κουβέρτα λεκέδες σε λεπτές διακλαδώσεις. Η μουσική εξακολουθεί να παίζει∙ Μέντελσον – Μπαρτόλντυ, σκέφτεται ο Άλεξ. Παλιά δεν του άρεσε ο Μέντελσον. Σήμερα είναι χαρούμενος που ο Μέντελσον γεμίζει αυτό το κενό.
Έξω είναι πάλι ο σκύλος.
Ένα βλεφάρισμα.
Δεν νομίζω, λέει αυτός, ότι ανήκει σε κάποιον. Νομίζω ότι ο σκύλος είναι μόνος του.
Ένα τριπλό βλεφάρισμα.
Καλά, εντάξει, λέει ο Άλεξ. Αν κάποτε ξανάρθει θα τον φέρουμε μέσα.
Στο τραπέζι βρίσκεται ακόμη το πιάτο από τα γενέθλιά της, άσπρο ψωμί με καπνιστό ψάρι και μερικά φύλλα σαλάτας. Ο Άλεξ δεν θέλει να ξαναφάει. Η Νάνα δεν μπορεί. Για τον σκύλο, σκέφτεται ο Άλεξ∙ αν βέβαια δεν ξεχάσει, αργότερα, πριν φύγουν, να βγάλει το πιάτο έξω απ’ την πόρτα. Βλέπει έναν λεκέ στον τοίχο και τον τρίβει με το μανίκι του. Βάζει τα φλιτζάνια στο ντουλάπι, σκουπίζει τη μύτη του και παίρνει τελικά το τσαλακωμένο χαρτί περιτυλίγματος από το τραπέζι. Της έκανε δώρο ένα δαχτυλίδι, όπως πάντα τα προηγούμενα χρόνια. Η Νάνα φοράει δεκατρία δαχτυλίδια σε έναν σπάγκο στο λαιμό, επειδή τα δάχτυλά της είναι πρησμένα κι ερεθισμένα. Ο Άλεξ έπαιξε κιθάρα, άναψε ένα κερί, κάθισε τελικά στη σκακιέρα και σχολίασε κάθε κίνηση∙ η Νάνα τον κοίταζε με ανοιχτό το στόμα. Πιο μετά της διάβασε από το ημερολόγιό του και της έκανε μασάζ με ένα ζεστό γάντι στους ώμους και στην πλάτη.
Ξαφνικά ησυχία. Οι μπαταρίες στο ράδιο άδειασαν. Ο Άλεξ ψάχνει παντού, νιώθει έναν μικρό πανικό. Ψάχνει στα συρτάρια, κάτω απ’ το κρεβάτι, ακόμη και στον κάδο σκουπιδιών. Τελικά βγάζει τις μπαταρίες από το κίτρινο πλαστικό ραδιοφωνάκι, τις κουνάει κι εξοικονομεί έτσι μερικά λεπτά. Μια τρίτη, μια πέμπτη: το μοτίβο… εφορμά στ’ αυτί του και τον διαπερνά.
Έπειτα βρίσκονται έξω, πρώτα πίσω απ’ το αυτοκίνητο όπου ο Άλεξ στηρίζει τη Νάνα ενώ εκείνη κάθεται ανακούρκουδα και η ανάσα της καπνίζει. Όσο περιμένουν παγώνουν. Ο Άλεξ σκύβει μπροστά, κοιτάζει την τρύπα και με την άκρη του παπουτσιού του φτυαρίζει χιόνι πάνω της. Το ταλαιπωρημένο πρόσωπό της, η λιπόσαρκη ράχη της, τα μελανιασμένα απ’ το κρύο, μακριά δάχτυλα… Θα έπρεπε να είχε πάει στο χωριό και να είχε αγοράσει παραφινέλαιο από το φαρμακείο∙ είχε φορτώσει το μυαλό του με όλα τα υπόλοιπα πράγματα.
Σε ένα κομμάτι χαρτιού περιτυλίγματος ο Άλεξ σημείωσε:
1. Να βρω τα ρούχα, να τα πλύνω.
Μ’ αυτό τελείωσε την παραμονή. Είχε πάει στο ποτάμι και είχε τρίψει τα παλιά της ρούχα με μια βούρτσα. Η μονάδα ήταν ακόμη αρκετά ζεστή για να τα στεγνώσει∙ τώρα αυτός φοράει το καλό του πουκάμισο. Εκείνη θα φορέσει την πλεκτή ζακέτα που είχαν βρει στο τελευταίο τους ταξίδι στη θάλασσα.
2. Να καθαρίσω τα παπούτσια.
Κι αυτό το έκανε – οι καφέ μπότες της Νάνα, γδαρμένες, λιωμένες, το δέρμα ξεθωριασμένο.
3. Να καρφώσω τα παράθυρα.
Για ποιο λόγο, σκέφτεται τώρα. Ό,τι είχαν μαζέψει θα το έκλεβαν ή το λιγότερο θα το ανακάτωναν οι άνθρωποι που περνάνε τα βράδια τους στο ποτάμι, που ψήνουν εκεί και μεθάνε. Λες και μερικά κόντρα πλακέ θα μπορούσαν να εμποδίσουν κάποιον απ’ αυτούς… τουλάχιστον το ρολόι του το έβαλε μέσα σ’ έναν φάκελο και το δώρισε στον υπάλληλο του βενζινάδικου στο δρόμο για το Ένγκζικ.
Τη μεταφέρει στο σπίτι, τη βάζει να καθίσει στο σκαμνάκι και αρχίζει να της φοράει τον στηθόδεσμο, την πλεκτή ζακέτα και τη μάλλινη φούστα. Οι αρθρώσεις στα γόνατά της τρίζουν. Κάποια στιγμή γλιστρά στο πλάι∙ μόλις που την κρατάει. Το δέρμα της μυρίζει ακόμη βρεμένο φυτόχωμα και στάρι. Η μυρωδιά τού είναι τόσο οικεία που του λείπει – του λείπει σωματικά - όταν είναι έξω, για ψώνια ή το καλοκαίρι για ψάρεμα. Εντωμεταξύ σηκώνεται πάνω, ζητά συγγνώμη για κάποιο γρατζούνισμα του νυχιού του στο δέρμα της και φιλά τα χείλη της. Τελικά της βάζει προσεχτικά τα γυαλιά στη μύτη.
Πώς πάει;
Ένα βλεφάρισμα.
Πάμε;
Έξω ελέγχει τα λάστιχα του αυτοκινήτου και γεμίζει το ψυγείο μ’ έναν κουβά απόνερα. Σκύβει πάνω από το κρύο μέταλλο, τρίβει το παρμπρίζ, λαδώνει τα μέρη από καουτσούκ και αλείφει την ηλιοροφή με μερικές σταγόνες παρκετίνης. Έπειτα σκύβει πάνω απ’ το καπό και αρχίζει να γυαλίζει σημάδια των προηγούμενων χρόνων από το θαμπό βερνίκι. Ένα γεράκι. Μια πέτρα που έπεσε ουρανοκατέβατη στο δρόμο για το δάσος. Δαγκώνει τα χείλη, τρίβει και δεν σκέφτεται τίποτα. Ο ήλιος περνά μέσα από τα σύννεφα για πρώτη φορά απ’ την αρχή του χρόνου. Κοιτάζει πέρα στο τροχόσπιτο, στη θαμπή μεταλλική επιφάνεια του οποίου οι ακτίνες διαγράφουν μια κηλίδα από φως.
Πηγαίνουν από την εθνική. Το φως τους τυφλώνει∙ εκτυφλωτικό άσπρο, μόνο εδώ κι εκεί ξεπροβάλλει κάτω απ’ το χιόνι η παγωμένη γη σαν βρώμικη φλύκταινα. Ηλεκτρικοί πυλώνες στον ορίζοντα, ερειπωμένοι σε νεκρική ακαμψία. Πίσω από τους λόφους βόρεια του καναλιού αρχίζει το δάσος. Ξαφνικά το ψιλόβροχο, όπως τότε, όταν γνωρίστηκαν∙ βγάζει φλας, πατάει φρένο και στρίβει.
Σκεφτόταν να οδηγήσει έως ότου να μην μπορεί άλλο, ίσως μέχρι το Όρεζουντ και να κατευθύνει το αυτοκίνητο σε έναν επαρχιακό δρόμο μπροστά από τον πυλώνα μιας γέφυρας. Λογάριαζε να της δώσει αυτό το δηλητήριο, φαινοβαρβιτάλη, κάπου σε ένα σκοτεινό διαμέρισμα στην Ελβετία. Να τη βάλει να πιει από ένα ποτήρι ενώσω κάποιος ξένος στέκεται απέναντί της ανέκφραστος. Να την παρακαλέσει πιο πριν να υπογράψει ένα σημείωμα ότι εκείνη το θέλει πραγματικά. Έπειτα είδε τις φωτογραφίες: πώς γυρίζουν τα μάτια στους ανθρώπους, πώς συσπώνται τα μέλη τους στην τελευταία δύσκολη μάχη. Όλα αυτά τα δευτερόλεπτα τα οποία ο άλλος ξέρει ότι είναι νεκρός κι όμως ζει ακόμη, χρόνος στον οποίο λογικά σκέφτεται, ίσως μετανιώνει και ακούει στο κεφάλι του τον αντίλαλο από τους χτύπους της καρδιάς του.
Κατευθύνονται ανατολικά, προς τη θάλασσα. Έξω απ’ το Ένγκζικ απλώνεται το δάσος. Στη Β 76, στα χωράφια, βρίσκεται ο παλιός μύλος.
Κάνουμε στάση, λέει ο Άλεξ και σταματάει κατευθείαν στην άκρη το δρόμου. Κατεβάζει το παράθυρο, αρπάζει το παλτό της Νάνα και τη γυρίζει λιγάκι στο κάθισμα για να μπορεί να βλέπει έξω. Τα γυαλιά της είναι λιγδιασμένα. Της τα βγάζει, τα καθαρίζει με ένα χαρτομάντιλο και τα βάζει τελικά πάλι στη μύτη της Νάνα. Η Νάνα μισοκλείνει τα μάτια και γνέφει, τουλάχιστον έτσι νομίζει αυτός.
Ο μύλος υπάρχει ακόμα αλλά το μπροστινό τμήμα του εστιατορίου έχει πέσει σαν σφολιάτα που ξεφούσκωσε. Ο σοβάς έχει ξεφτίσει, η πόρτα κρέμεται στραβά στους μεντεσέδες, και στον τοίχο, δίπλα από ένα παράθυρο τα παιδιά του χωριού έχουν γράψει τα συνθήματά τους, θαυμασμός στον Χίτλερ και άλλα κουραφέξαλα όπως τότε, τα χρόνια που πρωτογνωρίστηκαν εδώ οι γονείς του Άλεξ. Κι αυτό χειμώνα ήτανε, τα χωράφια ρημαγμένα και άγονα, η φτερωτή του μύλου κλεμμένη από πλιατσικολόγους, στην ξεραμένη κοίτη του ποταμού ένας λύκος που έχει ψοφήσει από ασιτία. Είχαν περάσει τις νύχτες στο ξύλινο πάτωμα δίπλα στη μυλόπετρα, σε μια προβιά που είχε έρθει με το φέρετρο του παππού του από το Κίεβο.
Συνεχίζουμε;
Ένα βλεφάρισμα.
Βγάζει φλας και ξεκινάει.
Σταματάνε σε ένα φανάρι, έπειτα σε ένα βενζινάδικο όπου κατεβαίνει και αγοράζει μια σοκολάτα με γεύση καφέ. Σπάει ένα κομμάτι, ανοίγει προσεχτικά το στόμα της Νάνα και της βάζει τη σοκολάτα στη γλώσσα.
Τι λες, ρωτάει αυτός.
Η Νάνα δεν λέει τίποτα, όμως ο Άλεξ βλέπει στο βλέμμα της ότι της αρέσει.
Θυμάσαι, λέει αυτός, που μαγείρευες στο μύλο;
Αχνιστό κόκκινο λάχανο. Βραστό μοσχάρι. Κροκέτες με άγρια βατόμουρα. Αχλάδια γλασέ. Στήθος πάπιας με πορτοκάλι. Πέστροφα από το Βέστενζε, την οποία, όταν μπορούσε ακόμη, έσκιζε με ένα μαχαίρι στην κοιλιά για να βγάλει από μέσα τα εντόσθια που μάτωναν. Μάζευε τα εντόσθια κι έπειτα τα έκανε σούπα. Ο Άλεξ αηδίαζε στα κρυφά μ’ αυτό, προτιμούσε να βγαίνει έξω και τακτοποιούσε κασόνια, σκούπιζε την αυλή ή γυάλιζε τα θαμπά ποτήρια. Όμως ποτέ δεν άντεχε για ώρα να μένει μόνος∙ κάθε φορά γύριζε στην κουζίνα σκυφτός, καθόταν στο σκαμνάκι και κοίταζε τη Νάνα. Τα χέρια της, γεμάτα πανάδες και λεία, με νύχια που λιμάριζε και έκοβε και μερικές φορές τα έβαφε κιόλας. Η ποδιά. Το ντεκολτέ. Τα πόδια της στα άσπρα σανδάλια. Αυτή η γυναίκα με το αβρό πρόσωπο, που βρωμούσε ψάρι, που γυάλιζαν τα δάχτυλά της. Μερικές φορές ο Άλεξ ανέβαινε ξαφνικά στο τραπέζι, την άρπαζε απ’ τους ώμους και τη φιλούσε στο στόμα∙ μια φορά μάλιστα είχαν κάνει έρωτα ανάμεσα στα νεκρά ψάρια.
Σταματάει πάλι στην άκρη του δρόμου, παίρνει δυο βαθιές ανάσες και βάζει ακόμη ένα κομμάτι σοκολάτας στο στόμα της Νάνα. Βλέπει πώς τρέμει το χέρι του. Σάλιο τρέχει απ’ τα χείλη της. Μαζεύει το σάλιο και σκουπίζει τα δάχτυλα στο παντελόνι του.
Τις μέρες τους στο μύλο δεν θα τις ξεχνούσαν ποτέ, την καθημερινή δουλειά και τη συντροφιά τους τα βράδια. Αργότερα πήγαιναν κάθε Κυριακή. Η Νάνα ήταν ήδη αδύναμη, αλλά το κατώφλι στο εστιατόριο ήταν χαμηλό και η Νάνα ζύγιζε μόνο σαράντα κιλά. Κάθε φορά ο Άλεξ τη σήκωνε από το κάθισμα, την περνούσε σαν νύφη από το κατώφλι και την έβαζε να καθίσει σε μια καρέκλα. Ο μύλος είχε εντωμεταξύ ξαναπουληθεί από τον επόμενο ιδιοκτήτη∙ ο καινούριος τους σέρβιρε ψητό λουκάνικο και κόκα κόλα. Συνήθως ήταν μόνοι τους στην τραπεζαρία∙ μόνο κάπου κάπου στις διακοπές περνούσε καμιά νεαρή οικογένεια. Είχαν φέρει τα κιάλια του παππού του Άλεξ, χάζευαν τα ζαρκάδια που έβοσκαν στην άκρη του δάσους στο σούρουπο.
Νόστιμο, είπε η Νάνα κάποτε και δάγκωσε το λουκάνικο. Ανασταίνει και νεκρούς.
Αναπηρικό καροτσάκι δεν είχε θελήσει ποτέ. Πατερίτσες ναι, αλλά όχι αναπηρικό καροτσάκι. Όταν δεν μπορούσε πια να περπατήσει, ο Άλεξ είχε γλιστρήσει μια φορά το χειμώνα στην είσοδο του μύλου∙ είχε πέσει προς τα πίσω και είχε χτυπήσει τον γλουτό του στο λιθόστρωτο. Η Νάνα ήταν πεσμένη στην κοιλιά του και κοίταζε τρομαγμένη τον Άλεξ μέσα από τα φυμέ γυαλιά της. Περίμενε μέχρι που αυτός σηκώθηκε πάλι. Έπειτα άρχισε να γελάει δυνατά. Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της, κουνούσε το χέρι σαν πιγκουίνος και γελούσε κι ο Άλεξ γελούσε κι αυτός μαζί και προσπαθούσε να τη σηκώσει από το κρύο έδαφος. Ο μάγειρας, ένα ψιλόλιγνο νεαρό παλικάρι με τραγίσιο γένι, τους είδε απ’ το παράθυρο και βγήκε τελικά από την κουζίνα τρέχοντας∙ εντωμεταξύ τα δάκρυα είχανε γίνει πάγος στο σαγόνι της Νάνα.
Ο Άλεξ στρίβει και μπαίνει στον δρόμο μέσα στο δάσος και τώρα οδηγεί πιο αργά. Τα πόδια του έχουν κοκαλώσει. Τα χέρια του, ολόκληρο το κορμί του δεν το νιώθει∙ δεν ακούει τίποτα και βλέπει μόνο τον δρόμο μπροστά τους, το στιλπνό, λασπωμένο χιόνι. Είναι σαν να έχει χάσει διαπαντός το χάρισμα των ανθρώπων να έχουν επαφή με τον κόσμο. Το ξέφωτο, ηλιόλουστο. Αλλάζει ταχύτητα. Ξαφνικά μια σκιά στο παράθυρο, ένας πρόσκοπος, χοντρός με ένα κασκέτο κι ένα μπαστούνι.
Χαιρετάει τον Άλεξ. Ο Άλεξ διστάζει για μια στιγμή και ανταποδίδει τον χαιρετισμό. Δυο ακόμη πρόσκοποι κάθονται σε ένα πλαστικό κάλυμμα στο έδαφος τυλιγμένοι σε κουβέρτες στην άκρη του ξέφωτου και μιλούν στο τηλέφωνο∙ έχουν στήσει τη σκηνή τους στη λόχμη.
Ο Άλεξ σταματάει και κατεβαίνει. Είναι παντού∙ ένας απ’ αυτούς μάλιστα κάθεται πάνω σ΄ ένα δέντρο και παρατηρεί τα λιβάδια στις παρυφές του δάσους μ’ ένα τηλεσκόπιο.
Καλημέρα, λέει ο χοντρός με το καπέλο.
Καλημέρα, λέει ο Άλεξ.
Ο χοντρός νεαρός κοιτάζει στο αυτοκίνητο και γνέφει στη Νάνα.
Έχετε χαθεί;
Όχι, λέει ο Άλεξ. Ερχόμαστε συχνά εδώ.
Κι εμείς, λέει ο χοντρός.
Ωραία, λέει ο Άλεξ.
Τι θέλετε λοιπόν, λέει ο χοντρός.
Τίποτα, λέει ο Άλεξ.
Χρειάζεστε βοήθεια;
Όχι ευχαριστώ, λέει ο Άλεξ. Ευχαριστώ πολύ.
Τι έχει η κυρία; Είναι η γυναίκα σας;
Είναι αρκετά άρρωστη.
Συγγνώμη, λέει ο χοντρός.
Εντάξει, λέει ο Άλεξ.
Τον γνωρίζει τον νεαρό∙ είναι γιος ενός ηλικιωμένου παράξενου τύπου ο οποίος κάποτε ήταν φίλος με τον πατέρα του. Λογικά ο νεαρός ούτε που τον θυμάται πια, μιας και έχουν περάσει χρόνια από τότε που είχαν γνωριστεί. Του Άλεξ του έρχονται στο μυαλό οι εικόνες από ένα πανηγύρι, με μια τεράστια ρόδα, μαλλί τις γριάς και νούμερα στο τσίρκο∙ ένας πάγκος με σαντουιτσάκια με ψάρι «φρέσκα από το ποτάμι στο μύλο» σε μια εποχή που ο μύλος άνηκε ακόμα στη μητέρα του. Η μητέρα του να πουλάει το ψάρι, πρώτα περιποιημένη, με στολή, και χρόνια αργότερα σκυφτή, με ένα τσιγάρο στο χέρι, τα μαλλιά ανακατωμένα, τα μάτια απ’ το πρωί κιόλας κόκκινα από το αλκοόλ.
Γιατί δεν πεθαίνει όπως οι άλλοι, ωρυόταν η μητέρα του. Βάλ’ την σ’ ένα ίδρυμα για να μπορείς να φροντίζεις το μύλο. Να ζεις γι’ αυτή, για μια σακάτισσα. Σε χρειαζόμαστε!
Έκλαιγε και είχε αρπάξει τον Άλεξ από τους ώμους με τα χέρια.
Ο πατέρας καθόταν δίπλα και κοιτούσε το έδαφος.
Θα σου δώσουμε κι εμείς κάτι, είχε πει εκείνος, για να πάει στο Ρέμπεργκ.
Δεν είναι και τόσο κακό. Δεν μπορείς να καταστρέφεις το μέλλον μας!
Ο Άλεξ βάζει όπισθεν και κάνει αναστροφή. Ο χοντρός στέκεται άκαμπτος στην άκρη του δρόμου και χαιρετά. Για μια στιγμή ο Άλεξ σκέφτεται να πάει στο τροχόσπιτο, νιώθει να τού τρέχει κρύος ιδρώτας στην πλάτη.
Τι είναι;, λέει αυτός. Τι λες; Τι να κάνουμε τώρα;
Γυρίζει τον καθρέφτη στο πλάι και βλέπει μέσα σ’ αυτόν το πρόσωπο της Νάνα, ανέκφραστο, στραμμένο στο δρόμο. Συνεχίζουν για λίγο να προχωράνε. Έπειτα σταματάει πάλι, αυτή τη φορά στα χωράφια. Μακριά ένα επίχωμα σιδηροδρομικών γραμμών. Περιμένει περίπου πέντε λεπτά∙ δεν περνάει ούτε ένα αυτοκίνητο. Κλείνει τα μάτια, αφουγκράζεται την ανάσα της Νάνα που σφυρίζει, το κρεσέντο και το ντεκρεσέντο. Πάει ν’ ανοίξει την ηλιοροφή, προσπαθεί να βάλει ένα κομμάτι σοκολάτα στη γλώσσα της Νάνα, αλλά το χέρι του τρέμει∙ αφήνει την υπόλοιπη να πέσει.
Πες κάτι, λέει ο Άλεξ. Σε παρακαλώ.
Η Νάνα ατενίζει μπροστά της.
Αυτός λύνει τις ζώνες, πρώτα τη δική της, έπειτα τη δική του∙ έπειτα βγάζει το κασκόλ της και ακουμπάει το κεφάλι του στη ζεστή κοιλότητα κάτω απ’ το σαγόνι της. Την ακούει να αναπνέει, επί κάμποσα λεπτά. Θέλει να μείνει για πάντα εκεί, αυτή την ημέρα που είναι βροχερή και ηλιόλουστη συγχρόνως, θέλει να είναι για πάντα έτσι ξαπλωμένος, στο μικρό στήθος της, να την κρατά και να ακούει πώς αναπνέει και να σκέφτεται ό,τι σκέφτεται εκείνη.
Έπειτα κατεβαίνει, πάει στο πορτμπαγκάζ, βγάζει το κουτί και βάζει το κρύο πιστόλι στην τσέπη του μπουφάν του. Κάθεται πάλι στο αυτοκίνητο και ανοίγει την ηλιοροφή. Χαϊδεύει τη Νάνα στο μάγουλο, βάζει το κασκόλ στο πρόσωπό της, ακουμπά το όπλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και πατάει τη σκανδάλη.
Μόλις πατήσεις τη σκανδάλη θα περιμένεις τριάντα δευτερόλεπτα. Θα πιέσεις τον εαυτό σου να κοιτάξει. Αυτό θα είναι ένα πρόβλημα: να τη δεις. Θα κοιτάξεις και σε περίπτωση που εκείνη αναπνέει ακόμα και κινείται, θα πατήσεις για δεύτερη φορά τη σκανδάλη. Έχεις διαβάσει για τα σημεία θανάτου: μερικοί απ’ αυτούς τελειώνουν μετά από μια ώρα. Τόσο πολύ χρόνο δεν θα έχεις εσύ. Θα πιάσεις τον σφυγμό της και σε περίπτωση που τα μάτια της είναι ανοιχτά θα τα κλείσεις. Θα πιέσεις το σώμα σου πάνω στο δικό της, όσο είναι ακόμα ζεστό. Έπειτα θα βάλεις την κάννη πάνω σου, στην κοιλότητα κάτω απ’ το σαγόνι σου. Το ελεύθερο χέρι σου να ακουμπάει στο δικό της χέρι. Ίσως να κοιτάς προς τον ουρανό.
Ο Άλεξ κοιτάζει μέσα απ’ το παρμπρίζ. Κάτι περνάει από τις γραμμές του τρένου. Πρώτα βλέπει το κόκκινο να μπαίνει στο οπτικό του πεδίο, έπειτα σχηματίζεται μπροστά στα μάτια της ψυχής του η λέξη ΤΡΕΝΟ. Γυρίζει προς τη Νάνα, της τραβάει το κασκόλ απ’ το κεφάλι και τη σκουντάει, φωνάζει το όνομά της, αλλά εκεί που ήταν το πρόσωπό της, ο Άλεξ βλέπει μόνο έναν σβώλο από βρεμένα μαλλιά και πηχτό αίμα. Ουρλιάζει∙ γαντζώνεται πάνω της, κλαίει και ουρλιάζει και χτυπάει με τα γόνατα και τη γροθιά του το ταμπλό. Το πιστόλι έπεσε∙ ο Άλεξ σκύβει να το πάρει, δεν καταφέρνει όμως να το πιάσει. Ένα κενό τού συμπιέζει τα όργανα στο στήθος∙ ουρλιάζει το όνομά της, σκύβει, ανοίγει διάπλατα την πόρτα, γονατίζει στο παγωμένο χώμα και ψάχνει το εσωτερικό του αυτοκινήτου για το πιστόλι. Δαγκώνει μια τρύπα στο βλεννογόνο του μάγουλού του. Ψηλαφεί τελικά τη λαβή.
Σηκώνεται, απομακρύνεται από το αυτοκίνητο, στέκεται μια στιγμή. Δεν ξέρει πού βρίσκεται, τι μέρα είναι και πώς λέγεται. Προσπαθεί τουλάχιστον να θυμηθεί το όνομά του, ένα πράγμα που να τον συνδέει με τον κόσμο, με τον ίδιο του τον εαυτό.
Ξαφνικά του έρχεται στο μυαλό η φράση: Έπειτα θα βάλεις την κάννη πάνω σου στην κοιλότητα κάτω απ’ το σαγόνι σου. Βάζει την κάννη στο κοιλότητα κάτω απ’ το σαγόνι του.
Πρώτα να μπω στο αυτοκίνητο, σκέφτεται.
Επιστρέφει στο αυτοκίνητο, κλείνει την πόρτα και βυθίζεται μέσα. Ό,τι αναγνωρίζει από τη Νάνα έχει γίνει ωχρό, σχεδόν διάφανο. Τη σπρώχνει προσεκτικά∙ το χέρι της πέφτει από τα πόδια της στο χειρόφρενο, ένα υπόκωφο χτύπημα. Νομίζει ότι αναπνέει. Κρατά την ανάσα του και μένει να κοιτάζει το στήθος της σε ένα σταθερό σημείο.
Ίσως αναπνέει.
Πρέπει να φέρει βοήθεια. Κοιτάζει το εσωτερικό του κρανίου στο οποίο το πηχτό αίμα έχει γίνει ένας μαύρος σβώλος. Αυτός κολλάει πίσω στο κάθισμα. Παίρνει βαθιά αναπνοή και ακουμπάει το πιστόλι ανάμεσα στα φρύδια, στον κρόταφο, τελικά το βάζει στο στόμα. Πού είναι η καρδιά; Στη μέση, σκέφτεται και ακουμπάει την κάννη στο στήθος. Πρέπει να στοχεύσεις ακριβώς στη μέση. Ο Άλεξ κάθεται εκεί πανικόβλητος. Ατενίζει το επίχωμα με τις ράγες, τα χωράφια μπροστά απ’ αυτό, των οποίων το άσπρο με τα διάστικτα καφέ έχει γίνει ένας κυκεώνας χρωμάτων που εκρήγνυνται. Κλαίει και ουρλιάζει, έπειτα μένει ήρεμος. Μετράει από μέσα του. Αφουγκράζεται, ακούει τον χτύπο της καρδιάς του και αφήνει το πιστόλι να γλιστρήσει, βγαίνει απ’ το αυτοκίνητο, στέκεται λίγο κι έπειτα αρχίζει να περπατάει. Περπατάει για λίγο. Δεν σκέφτεται τίποτα. Δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα πια. Βαδίζει προς τις γραμμές του τρένου.

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Κατερίνα Τζιναβά

201005DUS250O Γενς Πέτερσεν γεννήθηκε το 1976 στο Πίννεμπεργκ κοντά στο Αμβούργο και ζει στη Ζυρίχη. Είναι γιατρός και έχει σπουδάσει στο Μόναχο, τη Λίμα, τη Νέα Υόρκη, τη Φλωρεντία και το Μπουένος Άιρες. Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορες ανθολογίες. Για το πρώτο του μυθιστόρημα Die Haushälterin [Η οικονόμος], το οποίο εκδόθηκε το 2005, απέσπασε αρχικά μία λογοτεχνική υποτροφία και στη συνέχεια τέσσερα ακόμη βραβεία. Με το «Μέχρι ο θάνατος» (“Bis dass der Tod”, απόσπασμα από το ομότιτλο μυθιστόρημα που ετοιμάζει, σύμφωνα με τα λεγόμενά του) απέσπασε το 2009 το λογοτεχνικό Βραβείο Μπάχμανν.  Παρακολουθήστε την ανάγνωση του Γενς Πέτερσεν στο διαγωνισμό 2009 για το Βραβείο Μπάχμανν και τη συζήτηση της κριτικής επιτροπής που ακολούθησε.
© Logotexnia21 + Jens Petersen + Katerina Tzinava