Κώστας Γ. Παπαγεωργίου - Άννα, τώρα κοιμήσου
[Αποσπάσματα]
«Εσύ στις δέκα λέξεις που θα πεις οι πέντε έχουν να κάνουν με τη μνήμη», λέει η Φιλιώ απέναντί μου καθισμένη στο τραπέζι εκεί που τρώγαμε κι εγώ κρατούσα κάτω από το τραπέζι αλλά με τρόπο το χαρτί με λίγες λέξεις που ήθελα να πω αλλά δεν τις έστειλα την τελευταία στιγμή, κι ας είχα αποφασίσει να τις στείλω. Γιατί δεν ξέρω τι με κράτησε την τελευταία στιγμή και δεν τις έστειλα, αφού όταν τις έγραφα ήμουν αποφασισμένος ότι ναι, και μάλιστα ξεκίνησα για να τις στείλω αλλά τι μ’ έπιασε και το μετάνιωσα την τελευταία στιγμή, μπορεί αν τις έστελνα ότι «Άννα σε αγαπώ από πάντα όσο ποτέ» να ήταν αλλιώς τα πράγματα. Και όπως τσαλάκωνα στο χέρι μου με τρόπο κάτω από το τραπέζι το χαρτί τις λέξεις που δεν έστειλα ότι «Άννα σε αγαπώ κ.τλ.», ακούω μίλησε η Φιλιώ γιατί κάτι έλεγε σαν να μονολογούσε ότι «ο άνθρωπος» μου λέει «πρέπει να έχει το κουράγιο να ξεφεύγει από τις μνήμες του» κι ότι «ειδαλλιώς- »· εγώ κοιτάω με τρόπο κάτω από το τραπέζι το τσαλακωμένο μου χαρτί και τη ρωτάω να συνεχίσει «τι ειδαλλιώς», γιατί σταμάτησε· κι αυτή μου λέει ότι «ειδαλλιώς αν θες να ξέρεις χάνει την επαφή του με το σήμερα», μου λέει. «Τι λες», της λέω τότε εγώ αλλά χαμογελώντας σαν ειρωνικά και με το βλέμμα μου στις λέξεις ότι «Άννα σε αγαπώ κ.τλ.», κι εκεί που είναι έτοιμη να συνεχίσει αυτό που άρχισε δεν την αφήνω εγώ να συνεχίσει αλά κοιτάζοντάς την «άκου», της λέω, «αν θες να ξέρεις εκεί που τελειώνουνε οι μνήμες μου αρχίζουν οι δικές σου». Κοιτάζει αυτή σαν παραξενεμένη, δεν κατάλαβε και «μάλιστα», της λέω, «εκεί που οι μνήμες μου τελειώνουν, μπορεί κι ακόμα πιο ύστερα, αρχίζουν οι δικές σου». Κοιτάζει αυτή κι εγώ τελειώνοντας «τι να τις κάνω εγώ τις μνήμες σου», μου λέει, «μνήμες και πράσινα άλογα, εγώ το μόνο που έχω σίγουρα δικό μου είναι το σώμα μου κι αυτό δεν έχει μνήμες παρά μόνο επιθυμίες, αλλιώς είναι νεκρό αλλ’ από μνήμες-». Τι κάθεται και λέει τώρα αυτή, τη διακόπτω εγώ από μέσα μου, που εγώ το σώμα μου θυμότανε την Άννα σαν νερό· τι κάθεται και μου αραδιάζει τώρα αυτή, αλλά δεν της μίλησα, της λέω μονάχα ότι «λοιπόν έχεις μεσάνυχτα απ’ αυτά», κι αυτή μου λέει σαν αν την πρόσβαλα ότι «γι’ αυτό νομίζω είναι καλύτερα να σταματήσουμε, δεν πρόκειται να καταλήξει πουθενά αυτή η συζήτηση και στο κάτω της γραφής-» -εγώ στο «κάτω της γραφής» κοιτούσα κάτω από το τραπέζι το τσαλακωμένο μου χαρτί ότι «Άννα σε αγαπώ από πάντα όσο ποτέ»-, μου λέει λοιπόν αυτή ότι «στο κάτω της γραφής εγώ ούτε τα όνειρά μου δεν κατάφερα ποτέ να θυμηθώ. Ξυπνάω και τ’ όνειρο καπνός, ούτε’ ένα πρόσωπο, μία φράση, τίποτα, κενό εντελώς».
Μιλώντας έτσι για τα όνειρα η Φιλιώ, πως δε θυμάται τίποτα το πρωί ξυπνώντας και όλ’ αυτά, μου πέρασε μια ιδέα απ’ το μυαλό να την εκδικηθώ, που εγώ με τα όνειρα- αλλά και η Άννα το ίδιο πίστευε στα όνειρα- και λέω λοιπόν τώρα θα δεις εσύ με τα όνειρα αλλά από μέσα μου, οπότε αφήνοντας να πέσει κάτω το χαρτί πέφτω με ορμή στο κεφαλάκι που είχε αρχίσει να κρυώνει πια τόση ώρα εκεί μπροστά μου ούτε που το άγγιξα. Πέφτω λοιπόν με ορμή στο κεφαλάκι, αρχίζοντας από τα μάτια του που τα έβγαλα μ’ ένα άγριο στρίψιμο του πιρουνιού και αφήνοντας τις κόγχες του αδειανές, νεύρα και λίπη που κρεμόντανε προεξέχοντας στις άκρες τους. Μετά τη γλώσσα σύρριζα αφαιρώ κι αφού επιδέξια πρώτα τεμαχίσω γδέρνω τον ουρανίσκο, αφήνοντας για το τέλος το μυαλό που άθικτο έβγαλα τυλιγμένο στη μεμβράνη του με στίγματα αίμα και τα καταβροχθίζω όλα όσο να πεις. Αυτή ταράχτηκε από το θέαμα όσο κράτησε, την έβλεπα κατά διαστήματα λοξά γι’ αυτό το ξέρω ότι ταράχτηκε με το θέαμα αλλά δε μίλησε να πει, έμεινε αμίλητη· δεν έφαγε όμως, τίποτα δεν άγγιξε απ’ το πιάτο της, μόνο έβλεπε τους επιδέξιους χειρισμούς μου ίσως μορφάζοντας, όπως την έβλεπα λοξά κατά διαστήματα.
Γι’ αυτό λέω ότι ταράχτηκε και τίποτα δεν άγγιξε απ’ το πιάτο της, ώσπου σε μια στιγμή «ώρα να φύγουμε» μου λέει αγέλαστη εντελώς και βάζοντας στα χείλη της κραγιόν. «Πες του να φύγουμε είναι αργά». Κοιτάζω τότε το ρολόι εγώ, «τι αργά;» της λέω, «ακόμα ούτ’ ένδεκα δεν είναι η ώρα», κρύβοντας το γέλιο μου, «άκου αργά, ούτ’ ένδεκα δεν είναι ακόμα και είμαστε στην εξοχή», της λέω, «μην το ξεχνάς, τώρα αρχίζουν οι άνθρωποι να βγαίνουν. Άκου αργά, τι σου συμβαίνει, έπαθες τίποτα;». Τώρα βιδώνει το κραγιόν και πιέζοντας τα χείλη της για να το απλώσει, βγάζει τσιγάρο, ανάβει, φυσάει τη ρουφηξιά του ανάμματος και όπως φυσάει τη ρουφηξιά του ανάμματος κατάμουτρα στο πρόσωπο μου, μου λέει «σκουπίσου, έχεις μυαλά στο στόμα σου» το είπε χαμογελαστή και σαν ειρωνικά όπως την κατάλαβα. Σκουπίστηκα, πήρα τσιγάρο το άναψα, αλλά με λιγδιασμένα χέρια όπως το κράτησα λαδώθηκε όλο και το πέταξα, γιατί ήτανε πικρό επειδή κολλούσανε τα δάχτυλά μου από τα λίπη και το πέταξα. Πετώντας το ύστερα όταν έσκυψα ελαφρά να το πατήσω εκεί στο χώμα το σβολιασμένο ακόμα από το πότισμα του απογεύματος, παίρνει το μάτι μου τσαλακωμένο το χαρτί που είχα πετάξει λίγο πριν με όλες τις λέξεις που δεν έστειλα, ότι «Άννα σε αγαπώ από πάντα όσο ποτέ» που είχα ξεχάσει, όχι τις λέξεις· το χαρτί, όταν ακούω τη Φιλιώ να λέει πεσμένα τώρα ότι «γιατί να ψυχραινόμαστε χωρίς αιτία γι’ αυτά» και «αφού στο κάτω της γραφής», ακούω να λέει, «δεν έχει νόημα θες να πεις;», την κόβω εγώ κι αυτή μου λέει «ε ναι, δεν έχει νόημα, κι αν θες τη γνώμη μου», συνέχισε η Φιλιώ, «νομίζω ότι υπερβάλλεις όλο με το παρελθόν κα με της μνήμες, μα έννοια σου», μου λέει χαμογελώντας σαν υπονοούμενα «και ξέρω εγώ τον τρόπο να σε πείσω. Ας πάμε πρώτα στο ξενοδοχείο και θα δεις», μου λέει χαμογελώντας υπονοούμενα η Φιλιώ. Εγώ μου ήρθε τότε να της πω ότι όχι, αλλά δεν έβρισκα τα λόγια που ήθελα να της το πω επειδή φοβήθηκα, όπως το είχα κιόλας φοβηθεί από την αρχή ότι χωρίς την Άννα οι λέξεις-, θέλω να πω χωρίς την Άννα οι λέξεις που μου χρειάζονται για να μιλάω κανονικά και που μου ανήκαν κάποτε μα τώρα πια έχω στερηθεί μπορεί για πάντα. Γιατί το είχα κιόλας φοβηθεί ότι εντάξει τέλος η Άννα, όμως εγώ πώς θα μπορέσω να ξαναμιλήσω, που κι αν μπορέσω πώς, τι θα μπορώ να πω αν ξαναμιλήσω, τι θα έχουν δει τα λόγια που θα ξαναπώ, από πού θα βγουν και από τι δάκρυα, τι υγρά θα είναι λερωμένα και πώς θα τα ξεπλύνω εγώ μετά για να μη φτάνουνε στα χείλη μου έτσι ακάθαρτα.
Ύστερα αφήνοντας τα χρήματα επάνω στο τραπέζι, πρόσεξα χάζευε η Φιλιώ προς τη χαράδρα που έχασκε μπροστά μας ακριβώς, και όσο χάζευε αυτή προς τη χαράδρα εκεί μπροστά μας ακριβώς είδα στα στήθη της αχνόφεγγε μια υποψία ιδρώτα σαν γυαλίζοντας στο φως του φεγγαριού, προς τη σχισμή, και τόσο μου άρεσε το γυάλισμα του στήθους της του μόλις ιδρωμένου, ιδίως προς τη σχισμή, που ήθελα να το αγγίξω αν δε μας βλέπανε. Το είδε κι αυτή κάποια στιγμή ότι κοιτάω το στήθος της και χάρηκε· αφού άστραψαν τα δόντια της χαμόγελο και «πάμε», μου είπε, «αλλά στο λέω από τώρα για να ξέρεις, ότι τα στήθη μου δεν έχουν μνήμη». Κι «έλα», μου λέει, «μόλις τ’ αγγίξεις θα το δεις».
[...]
Φτάνοντας έξω από το σπίτι κι ενώ η Άννα κλείδωνε το φιατάκι της είδα στα μάτια της μια λάμψη όπως με κοίταξε κλειδώνοντας γιατί έλαμψαν στο φως κάποιας κολόνας παρακεί, που εγώ ποτέ δεν είχα ξαναδεί τη λάμψη αυτή στα μάτια της την ώρα εκείνη που με κοίταξε κλειδώνοντας το φιατάκι της προτού τραβήξει από την πόρτα το κλειδί γι’ αυτό ξαφνιάστηκα απ’ τη λάμψη τους, μα περισσότερο ξαφνιάστηκα όταν την άκουσα να λέει τραβώντας το κλειδί ότι «μπορεί ν’ ανέβει λίγο επάνω αν θέλω μια και κοιμούνται οι άλλοι έτσι μπορεί», γιατί δεν το περίμενα καθόλου να μου πει τέτοια ώρα ότι μπορεί ν’ ανέβει επάνω και ξαφνιάστηκα, αλά της είπα «ναι» ότι θέλω και μάλιστα ήθελα πολύ μα δεν της το είπα το πολύ μην προδοθώ ότι το ήθελα και μάλιστα πολύ. Γιατί δεν ήθελα να τελειώσουν όλα τόσο απότομα, γι’ αυτό είπα «ναι και βέβαια θέλω τι ρωτάς», μα πιο πολύ δεν ήθελα να τελειώσουν όλα τόσο απότομα γιατί δεν ήθελα· με πείραζε η τελευταία μας εντύπωση να είναι η βρόμικη ταβέρνα εκείνη που καθίσαμε χωρίς να βάλουμε στο στόμα μας μπουκιά μέσα σε τόση βρόμα όταν την είδαμε εκτός δυο τρεις γουλιές κρασί που ήπιαμε τσουγκρίζοντας για να ευχηθούμε ότι «να το επαναλάβουμε κτλ.» μέσα στη βρόμα, αφού και οι αποκριάτικες γιρλάντες που κρεμόντανε απ’ άκρη σ’ άκρη στο ταβάνι ήτανε μαύρες μες στην λίγδα από τη βρόμα, άρα ήταν απόκριες τη μέρα εκείνη. Γι’ αυτό είπα «ναι» και η Άννα προπορεύτηκε κατά τη σιδερένια σκάλα της κουζίνας που ανεβήκαμε σχεδόν στα νύχια αργά ανεβαίνοντας μην ακουστούν τα βήματά μας στα σκαλιά, που λέω σιγά ότι «σαν κλέφτες ανεβαίνουμε» κι η Άννα μου λέει «ναι» ανεβαίνοντας με προσοχή να μην ξυπνήσουν οι άλλοι και μόνο η Ρόη μας άκουσε γρυλλίζοντας κι αυτή απαλά μέσα στον ύπνο της.
Μπαίνοντας μέσα ανάβοντας το φως έβγαλε η Άννα τη ζακέτα της και αμέσως ύστερα προτού καθίσει αλλά όρθια έβγαλε το κραγιόν και άρχισε έβαφε τα χείλη της, γιατί «τα αισθάνομαι πολύ χλομά σαν κάτασπρα» μου λέει βάφοντας τα χείλη της έτσι όρθια χωρίς καθρέφτη στα τυφλά μα εγώ δεν πρόσεξα ότι ήτανε χλομά κι εξάλλου δε με ενδιέφερε το χρώμα τους γιατί αισθανόμουν τέτοια ταραχή που- αλλά δεν πρόφτασα να πω από μέσα μου τι τέτοια ταραχή επειδή την άκουσα ύστερα να λέει ότι «μπορεί το έργο να ήτανε χαζό αλλά εμένα μου άρεσε όλο αυτό», «τι σου άρεσε» της λέω «αφού δε σου άρεσε το έργο ήταν χαζό», «πέρασα όμορφα», ου λέει «γιατί ήταν όμορφη η βραδιά»· και στο «ήταν όμορφη η βραδιά» τράβηξε την καρέκλα της για να καθίσει και λέω καρέκλα της γιατί σ’ αυτήν καθότανε συνήθως όλα τα πρωινά μα και τα μεσημέρια όταν ερχόταν η Άννα εκεί καθότανε. Συνέχισε ύστερα όταν κάθισε και λέει «πέρασα όμορφα κι εξάλλου είχα τόσον καιρό να βγω το είχα ανάγκη αλλά με τα παιδιά-» μου λέει· «κι εγώ» της λέω «ευχαριστήθηκα γιατί-» αλλά σταμάτησα χωρίς να συνεχίσω το γιατί, οπότε η Άννα λέει «τι γιατί, γιατί δε συνεχίζεις, τι γιατί», χαμογελώντας με τα μάτια όταν με ρώτησε «γιατί» κι εγώ της λέω ότι «να, ευχαριστήθηκα που βγήκαμε μαζί πρώτη φορά, ήταν για μένα πώς να σου το πω, ευχαριστήθηκα». «Κι εγώ το ίδιο», λέει αυτή μες στη σιωπή και όσο κράτησε η συζήτηση τα ίδια λόγια λέγαμε όλο για την πρώτη μας φορά που βγήκαμε μαζί αλλά διαφορετικά κάθε φορά, χωρίς να καταλήγουμε έτσι αμήχανα, μισόλογα όλο αλλά από νόημα κάτι έβγαινε γιατί μπορεί να μη μιλούσαμε όπως θέλαμε, πάντως αυτό που θέλαμε να πούμε το καταλάβαινε ο καθένας από μόνος του κι ας μην του το έλεγε ο άλλος καθαρά, πάντως εγώ το καταλάβαινα γι’ αυτό εξάλλου και ήμουν ταραγμένος.
[...]
«Αλήθεια δε σε ρώτησα, ήταν όμορφη η Άννα;» ρωτάει η Φιλιώ όχι χωρίς αλαζονεία στο ύφος της ενώ χτενίζει απλώνοντας τα μακριά μαλλιά της, έτσι όπως κάθεται γυμνή μπρος στον καθρέφτη. Ρωτάει εμένα να της πω αν η Άννα – ρωτάει η Φιλιώ αν η Άννα ήταν όμορφη ενώ αυτή χτενίζεται γυμνή μπρος στον καθρέφτη απλώνοντας τα πλούσια μακριά μαλλιά της, να της πω, κι εγώ ακούω την ερώτηση όπως ντύνομαι, γιατί έχοντας μόλις βγει από το μπάνιο τώρα ντύνομαι, φοράω το παντελόνι μου κι ακούω να με ρωτάει η Φιλιώ αν η Άννα ήταν όμορφη. Της λέω λοιπόν «πώς σου ήρθε τώρα και ρωτάς αν η Άννα ήταν όμορφη», και τα είπα όλα όπως ακριβώς τα ρώτησε η Φιλιώ μόνο και μόνο για να προφέρω το Άννα δυνατά. «Τι νόημα έχει τώρα αυτό», της λέω «κι εξάλλου για τον καθένα μας αλλιώς μετράει η ομορφιά ή κάνω λάθος»· και λέγοντας αυτά θυμήθηκα για μια στιγμή τη μέρα που πρωτοσυνάντησα την Άννα, μα όλη τη σκηνή της πρώτης μας συνάντησης χωρίς να ξέρω τι ακριβώς μου θύμισε την πρώτη μας συνάντηση στο σπίτι μου με μια κοινή μας φίλη που την έφερε στο σπίτι μου να τη γνωρίσω και δε μου άρεσε. Δε μου άρεσε την πρώτη εκείνη μέρα που τη γνώρισα στο σπίτι μου μπορεί επειδή ήταν έγκυος στο πρώτο της παιδί, αλά και η μύτη της δε μου άρεσε γιατί έμοιαζε γαμψή ενώ στο επάνω μέρος των χειλιών, κάτι γινότανε στο επάνω μέρος των χειλιών της· σαν σημάδι από χτύπημα παλιό αλλά που δεν ήταν τελικά, πάντως φαινόταν σαν σημάδι από χτύπημα παλιό κι η εγκυμοσύνη της προχωρημένη, δεν ξέρω τι έφταιγε ακριβώς αλλά δε μου άρεσε.
Είχα μπροστά μου ακόμα την εικόνα της πρώτης μας συνάντησης τόσο ολοζώντανη σαν να ήταν μόλις χθες, όταν μου μίλησε η Φιλιώ κι η εικόνα χάθηκε μεμιάς ότι «εντάξει το καταλαβαίνω αυτό που λες, για τον καθένα αλλιώς μετράει η ομορφιά μα όπως και να το κάνουμε», μου λέει αλλά σταμάτησε, μα εγώ κατάλαβα τι ήθελε να πει κι εξάλλου το είπε συνεχίζοντας ότι «όχι για μένα αλλά αντικειμενικά ρωτάει να της πω αν η Άννα ήταν όμορφη. Αν άρεσε στους τρίτους δηλαδή, αυτό ρωτάει να της πω», αλλά τι μ’ ένοιαζε εμένα αν η Άννα άρεσε στους τρίτους και ήταν αυτή η πρώτη μου φορά που σκέφτηκα ότι ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα αν η Άννα άρεσε στους τρίτους –και τι μ’ ένοιαζε. Της λέω λοιπόν ότι «ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα γι’ αυτό, τι μ’ ένοιαζε αν η Άννα κλπ.». «Εσένα σου άρεσε;» ρωτάει μετά η Φιλιώ μα εγώ τι να της πω γι’ αυτό της λέω «εγώ- για μένα είναι κάπως δύσκολο να πω», γιατί δεν ήθελα να της μιλήσω για την Άννα, τι να πω, ότι ήταν όμορφη και μου άρεσε παρ’ όλο εκείνο το σημάδι της στο επάνω μέρος των χειλιών που τα έκανε σαν χτυπημένα από παλιά αλλά και τη μύτη της που ήτανε λίγο σαν γαμψή, γιατί εγώ μου αρέσανε όλ’ αυτά και τα αγαπούσα, όπως και όλα επάνω της εγώ τα είχα αγαπήσει. Ακόμα και τα πόδια της που ήταν λιγάκι σαν στραβά κάτω απ’ τα γόνατα και η φλεβίτιδά της που άπλωνε παντού εδώ κι εκεί διάσπαρτα τις φλέβες της γαλάζιες, μα προπαντός που ήταν λιγάκι σαν στραβά από τα γόνατα και κάτω, ακόμα και τα πόδια της μου αρέσανε, παρ’ όλο που την πείραζα καμιά φορά εγώ για τα πόδια της κι αυτή γελούσε αλλά μου άρεσε, ποτέ καμιά δε μου άρεσε σαν η Άννα, έστω κι αν ήτανε πολύ ομορφότερη απ’ αυτήν ποτέ καμιά δε μου άρεσε σαν η Άννα. Αλλά επέμενε από τον καθρέφτη η Φιλιώ ότι «θα μου πεις;» ρωτούσε με περιέργεια επιμένοντας να μάθει αν η Άννα μου άρεσε «γιατί δ θέλω να της πω, γιατί φοβάμαι».
[...]
Άννα της λέω θυμάμαι το όνειρο που μου είχες διηγηθεί, ήταν ακόμα τότε αρχή αλλά το θυμάμαι. Κι αν μου ήρθε τώρα το όνειρο της λέω και το θυμήθηκα είναι γιατί κρατάω εγώ τα σπλάχνα μου αγκαλιά και είναι γιατί με είχε ταράξει για το τέλος της αγάπης μας όταν μου το είχες διηγηθεί μπορεί επειδή με είχε ταράξει για το τέλος της αγάπης μας, γιατί όταν μου το έλεγες εγώ θυμήθηκα το τέλος της αγάπης μας· παρ’ όλο που δεν ήξερα από όνειρα ταράχτηκα ότι το τέλος μας θα είναι σκληρό όπως το φαντάστηκα της λέω και κοίτα εδώ της λέω στο δέρμα μου τα λέπια, τα ραγίσματα, τα σπλάχνα μου Άννα που κρατώ αγκαλιά.
Ταράχτηκα γιατί «ήσουν», μου είπες, «λέει νεκρή πάνω στο μάρμαρο ενός νεκροτομείου και είχες συνείδηση ότι είσαι μία νεκρή, το ήξερες ότι ήσουν πεθαμένη δεν ανάσαινες και ήταν λέει το σώμα σου άδειο από αίμα γιατί το αίμα σου όλο είχε χυθεί –δεν είχα αίμα», μου είπες, «αλλά δεν ήταν αρκετό κι έτσι δεν έφτασε γι’ αυτό και ήσουν νεκρή. Κι έτσι όπως ήσουν μία νεκρή πάνω στο μάρμαρο ενός νεκροτομείου ακούς», μου λες, «ότι θα σου έκαναν εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, παρ’ όλο που καμία ελπίδα δεν υπήρχε πια για σένα και ήταν ο χρόνος σου ορισμένος και το ήξερες ότι είναι ο χρόνος σου ορισμένος παρ’ όλου που ήσουν ήδη πεθαμένη. Δέχτηκα» μου είπες «να με ανοίξουν και μάλιστα έπρεπε να πάρω την ευθύνη πριν με ανοίξουν και την πήρα. Φορούσα λέει», μου λες, Άννα, «ένα σάβανο πολύ λεπτό σαν μεταξένιο, μα το αισθανόμουν σαν συνθετικό πάνω στα τραύματα και τις πληγές μου, που ήταν πρόχειρα ραμμένες από τους γιατρούς, γιατί αυτοί», μου λες, «με είχαν ράψει αλλά πρόχειρα, γιατί» μου λες «τι νόημα είχε να προσέξουν περισσότερο αφού δεν ήμουν παρά μία νεκρή. Ξέρεις», μου είπες μιλώντας μου για το όνειρο Άννα που είχες δει, «το τελευταίο χρώμα που είχα αγγίξει ήταν το πράσινο κι αυτό αποτυπώθηκε στις κόγχες των ματιών μου ώσπου το πήραν όταν πέθανα οι γιατροί», μου λες, «και δεν υπήρχε πια αλλά ένιωθα το σώμα μου ζεστό και χαλαρό κι αυτή τη ζέστη προσπαθούσαν να διατηρήσουνε οι γιατροί όσο γινόταν περισσότερο επειδή η ταυτότητά μου έγραφε δωρητής σώματος. Κάποια στιγμή» μου λες «σταμάτησε να στάζει και το τελευταίο μου αίμα που είχε γίνει σαν μια κρούστα μες στα μάτια μου πηχτή κι αυτό μ’ εμπόδιζε να επικοινωνώ με το τοπίο», μου λες, «όταν ακούω ξαφνικά», μου λες, «να σε ρωτούν», εμένα Άννα να ρωτούν, «αν θέλω να μου δώσουνε τα ρούχα σου όλα ματωμένα αλλά εσύ», δηλαδή, Άννα, εγώ, «εσύ» μου λες «τους είπες ότι όχι αλλά καλύτερα να τα ρίξουνε στον κλίβανο για να απολυμανθούν. Και μόλις σε άκουσα να λες αυτά», μου λες, «ότι καλύτερα ρίξτε στον κλίβανο κτλ.», μου λες, «μαζί με το σάβανο ένιωσα να με τυλίγει και η ζεστή σου ανάσα. Από την πρώτη μέρα κιόλας το ήξερα», μου λες, «ότι κι εκεί ακόμα θα με συντροφεύει η γεύση της αναπνοής σου, κι ότι το αίμα σου θα γέμιζε τις αρτηρίες μου μ’ ένα σου μόνο άγγιγμα», μου λες, εμένα το είπες Άννα που σε σκέφτομαι με τα νεκρά μου ζώα τ σπλάχνα μου αγκαλιά. «Και μ’ ένα σου άγγιγμα», μου λες, «ένιωσα να τινάζομαι στο φως», μου έλεγες Άννα, «ενώ ένιωθα τις φλέβες μου να ξετυλίγονται παντού στους άδειους δρόμους, κι αυτό ήταν που με έκανε», μου λες, «να εξακολουθώ να σκέφτομαι. Ύστερα, μου είπες, «ξύπνησα νεκρή αλλά σε αισθανόμουν να πλέκεσαι παντού, και ήταν ο έρωτάς σου», μου είπες Άννα, ο έρωτάς μου εμένα που σε σκέφτομαι, «και ήταν ο έρωτάς σου» μου είπες «που με κρατούσε και δε με άφησε να σηκωθώ από το μάρμαρο για να βουτήξω στο γαλάζιο που ανοιγόταν κάτω από τα πόδια μου».
Αυτό είναι το όνειρο Άννα τώρα το θυμήθηκα κι ας ήταν η αγάπη μας ακόμα στην αρχή εγώ το θυμήθηκα μου το είχες διηγηθεί ένα πρωί από εκείνα τα πρωινά σαν φοβισμένη κι εγώ είχα ταραχτεί, γιατί χωρίς να ξέρω όσο το άκουγα θυμήθηκα το τέλος της αγάπης μας, γι’ αυτό και τώρα το θυμήθηκα όλο εδώ που βρίσκομαι με τα νεκρά μου ζώα τα σπλάχνα μου αγκαλιά. Ήταν ακόμα τότε όταν ανέβαινες τη σιδερένια σκάλα της κουζίνας και ηχούσαν τα βήματά σου όπως ανέβαινες από τη μέση και ύστερα με ήχο καμπάνας μακρινής κι εγώ μπρος στο μικρόφωνο είχα πει ότι «να περιμένει η Άννα να μην κοιμηθεί».
[...]
Η αντιγραφή των παραπάνω αποσπασμάτων από το βιβλίο του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου (γεν. 1945) «Άννα, τώρα κοιμήσου» έγινε από την πρώτη έκδοσή του (Χειμώνας 1994-95, Εκδόσεις «γνώση»), η οποία είναι εξαντλημένη (αναγραφόμενη τιμή 1.620). Το 2001 το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα». Δείτε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό του σημείωμα και τα έργα του που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα. Η δημοσίευση των παραπάνω αποσπασμάτων γίνεται με την άδεια του συγγραφέα, τον οποίο η Logotexnia21 ευχαριστεί θερμά.