Ήμουν ένας αριθμός. Ένας εργάτης που εκτελούσε εντολές γραμμένες στο DNA του. Κανένας δεν φανταζόταν ότι θα συνέβαινε το εξής: μια μέρα αναρωτήθηκα γιατί δεν είχα την τύχη να γεννηθώ κι εγώ από βασιλική οικογένεια. Με τη σκέψη αυτή σταμάτησα το περπάτημα, άφησα το ψίχουλο στο χώμα κι ανέφερα την απορία μου στον συνάδελφο που ακολουθούσε. Η σειρά πίσω μου αναστατώθηκε. Το κενό ανάμεσα σ’ εμένα και στους μπροστινούς μεταφορείς μεγάλωνε. Το συμβάν έφτασε στα αφτιά της βασίλισσας, που, μιας κι ο βασιλιάς απουσίαζε για ν’ αφήσει ως είθισται τον σπόρο του σε άλλη αποικία, στράφηκε στον Ουίνστον, τον πρώτο σε σειρά εραστή της και αναμφίβολα παράσιτο της φωλιάς μας, με βλέμμα συνωμοτικό. Τα νεογέννητα ανασήκωσαν τις υποτυπώδεις κεραίες τους σε ένδειξη ανησυχίας. Ποιος θα μας φέρνει τώρα τροφή αν εξεγερθούν οι εργάτες; Η τάξη και η πειθαρχία διασαλεύτηκαν, η ομαλότητα απειλείται, σκέφτηκαν όλοι. Αμέσως επιστρατεύτηκε ο μηχανισμός καταστολής επαναστάσεων. Ακαριαία εκδόθηκαν έκτακτοι κανόνες συμπεριφοράς των εργατών. Τα παμφάγα με πλησίασαν με φανερά απειλητική διάθεση. Τέτοια αφύπνιση συνείδησης κι ετοιμότητα ήταν πρωτόγνωρες. Μέσα στη σύγχυση δεν τόλμησα να πω ότι η αρχική μου σκέψη οφειλόταν στην πλήξη που ένιωθα κι απηυδισμένος είχα φτιάξει ένα υποθετικό σενάριο ανατροπής κατεστημένου.
Η Ελευθερία Π. Τσίτσα γεννήθηκε το 1967 και σπούδασε Αγγλική Φιλολογία. Είναι μεταφράστρια και καθηγήτρια Αγγλικών. Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται επίσης 3 ποιήματα από την πρώτη ποιητική συλλογή της, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιωλκός, με τον γενικό τίτλο Στο μείον δύο. Ποιήματά της συμπεριλαμβάνονται στο συλλογικό τόμο Μαραθωνοδρόμοι, ενώ συμμετείχε και στο συλλογικό τόμο Η ποίηση συναντά την ποίηση.
Το διήγημα του Αλέξανδρου Κυπριώτη «Ἡ ἀπόφασις» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην ιστοσελίδα του περιοδικού Φρέαρ με το ψευδώνυμο «Ἀχιλλεὺς Νικολαΐδης». Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης (1968) είναι μεταξύ άλλων μεταφραστής και συγγραφέας. Ως Αλέξανδρος Κ. άρχισε να δημοσιεύει για πρώτη φορά κείμενά του στη Logotexnia21 τον Δεκέμβριο του 2009. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά (δε)κατα, ΝΗΣΙΔΕΣ και μικρό ΠΕΖΟ, στην Εφημερίδα των Συντακτών, στο διαδικτυακό περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες ο αναγνώστης, στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τον πολιτισμό diastixo.gr και στο ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση poema. Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2013 το πρώτο του βιβλίο, με τον τίτλο Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων.
Ούτε την πρώτη, ούτε την δεύτερη. Την τρίτη φορά που σε κοίταξα στα μάτια κι αμέσως άρχισα να χάνω αίμα, έσταζαν τα πόδια μου ρέζους αρνητικό και λερώθηκαν και τα καστόρινα μποτάκια που ήθελα να με δεις να φοράω. Δεν είπες τίποτα κι αυτό το θυμάμαι καλά γιατί δε μου μιλάει καμμία φωνή σου εκείνης της μέρας. Τώρα που είναι πάλι μέρα Σάββατο και σε ξαναθυμάμαι νομίζω ότι έβηξες ή έκανες κάτι σαν γκμουχ ή γκμαχ, αλλά δεν ήταν πρόταση με το ρήμα της να τη βάλω μαζί με τις άλλες. Δεν το έκανα επίτηδες πάντως - είχα να θαυματουργήσω από το παγκάκι πίσω απ’ τον Άγιο Αχίλλειο, πολιούχο Λαρίσης, τη μακρινή εποχή που με φιλούσε συστηματικά ένας πολιορκητής που παρουσιαζόταν σαν μουσικοκριτικός, πολύ όμορφος που έσερνε λίγο το δεξί αλλά μετά δεν το έσερνε κι ήταν αρκετά χαρούμενος. Γενικώς τίποτε δεν έκανα επίτηδες όταν σε κοίταζα και δεν με έβλεπες. Ούτε τότε που μου κόπηκε η φωνή στη μέση ενός συντελεσμένου μέλλοντα και σου έγραψα στο τραπεζομάντηλο ότι έχω αμυγδαλίτιδα και θα πάρω αντιβίωση των πεντακοσίων, μην ανησυχείς. Δε φταις εσύ που είσαι σπάνιας ομορφιάς και την πάτησα η θεόκουτη και ξαναξεκίνησε η θαυματοποιία κι αρρωσταίνω λιγάκι και μερικές φορές πάρα πολύ. Είχα πάντοτε ένα πειστήριο αθανασίας μεταμορφωμένο σε πρόβλημα υγείας και να μην κατηγορείς τον εαυτό σου, το τελευταίο που θέλω είναι να στεναχωρηθείς και να σου κοπεί η όρεξη.
Η Logotexnia21 ευχαριστεί πολύ τη Γλυκερία Μπασδέκη για την άδεια αναδημοσίευσης του κειμένου «αυτό δεν είναι ένα διήγημα~», το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook.
Η Πέτρα την πλησιάζει, σαν να ήθελε να την αγκαλιάσει. Σταματάει όμως την τελευταία στιγμή
ΠΕΤΡΑ: Ας καθίσουμε. Έχω ετοιμάσει κάτι πρόχειρο. Μαρλένε! Το δίσκο!
Η Μαρλένε βγαίνει.
ΠΕΤΡΑ: Μάλιστα. Ήρθατε τελικά.
ΚΑΡΙΝ: Ναι, ήρθα τελικά.
Γελούν και οι δυο.
ΠΕΤΡΑ: Σας αρέσει η Γερμανία;
ΚΑΡΙΝ: Μόνο πέντε χρόνια έλειψα. Ναι. Μου αρέσει. Δεν έχει αλλάξει πολύ.
ΠΕΤΡΑ: Εδώ σπάνια αλλάζει κάτι. Στη Γερμανία όλα μένουν όπως είναι πάντα. Τίποτα δεν γίνεται. Μιλήστε μου για σας.
ΚΑΡΙΝ: Για μένα; Δεν υπάρχουν πολλά να σας πω.
ΠΕΤΡΑ: Μα ναι, τι σκέφτεστε ή - τι ονειρεύεστε.
ΚΑΡΙΝ: Λίγα πράγματα. Θέλω να έχω μια θέση στον κόσμο. Ζητάω πολλά;
ΠΕΤΡΑ: Όχι, αντίθετα, Κάριν, αντίθετα. Γι’ αυτό ζούμε, για να αγωνιζόμαστε για μία θέση.
ΚΑΡΙΝ: Και ... πρέπει να αγωνιζόμαστε;
ΠΕΤΡΑ: Ασφαλώς. Κι εγώ έπρεπε να αγωνιστώ, και μάλιστα σκληρά. Πολύ σκληρά. Έτσι είναι.
ΚΑΡΙΝ: Δεν ξέρω, πάντα σκαφτόμουν πως είμαι πολύ τεμπέλα για να αγωνίζομαι.
ΠΕΤΡΑ: Πολύ τεμπέλα;
ΚΑΡΙΝ: Ναι. Κοιτάξτε, εμένα μου αρέσει πάνω απ’ όλα να είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, να διαβάζω περιοδικά, μυθιστορήματα και τέτοια. Αυτό δεν ...
ΠΕΤΡΑ: Ίσως δεν έχετε ακόμα το σωστό κίνητρο για τη ζωή. Άλλωστε είστε ακόμα νέα.
ΚΑΡΙΝ: Είκοσι τριών.
ΠΕΤΡΑ: Ακριβώς. Έχετε ακόμα πολλά μπροστά σας. Καλά, κακά, άσχημα, ωραία. Στα είκοσι τρία η ζωή μόλις αρχίζει.
ΚΑΡΙΝ: Ναι;
ΠΕΤΡΑ: Ναι. Ή μήπως όχι;
[…]
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Γιώργος Δεπάστας
Για το έργο Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ
Είναι Ιούνιος του 1971 και το θεατρικό έργο Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ του εικοσιεξάχρονου συγγραφέα, ηθοποιού, σκηνοθέτη και κινηματογραφικού παραγωγού Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ ανεβαίνει στο θεατρικό φεστιβάλ Experimenta 4 στην Φρανκφούρτη, μια παραγωγή του Θεάτρου του Ντάρμσταντ, σε σκηνοθεσία Peer Raben. Σύσσωμη η κριτική κατακεραυνώνει το έργο, με εξαίρεση τον –τότε ακόμη νεαρό κριτικό και μετέπειτα σημαντικό συγγραφέα– Botho Strauß. Απτόητος ο Φασμπίντερ, γυρίζει τον Ιανουάριο του 1972, μέσα σε 10 μέρες, την ομώνυμη ταινία που βασίζεται στο θεατρικό έργο, δίνοντας τον ρόλο της Πέτρα στην Margit Carstensen και κρατώντας τον ρόλο της Κάριν για την Hanna Schygulla. Η ταινία κάνει πρεμιέρα στη Μπερλινάλε τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό πρόγραμμα, δεν κερδίζει όμως κανένα βραβείο.
Παίρνοντας απόσταση από τις νεανικές, πειραματικές του δουλειές για το θέατρο και τον κινηματογράφο, ο Φασμπίντερ είχε ήδη αποφασίσει να στραφεί σε πιο «απλές ιστορίες» και σε πιο mainstream είδη. Καθοριστικό ρόλο για αυτήν τη στροφή έπαιξε η γνωριμία του με τις ταινίες του Γερμανού σκηνοθέτη Detlef Sierck/Douglas Sirk (ο οποίος μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία μετανάστευσε στις Η.Π.Α., άλλαξε το όνομά του και έκανε καριέρα στο Χόλιγουντ), τις οποίες ανακάλυψε ο Φασμπίντερ στα τέλη του 1970, σε ένα αφιέρωμα της Ταινιοθήκης του Μονάχου. Το μελόδραμα, που τόσο απαξίωναν οι Γερμανοί κριτικοί της εποχής, θεωρώντας το κατώτερο, ευτελές είδος, γίνεται πλέον για τον Φασμπίντερ, κατά το πρότυπο του Sirk, βασικό όχημα έκφρασης.
Το ξεκίνημα αυτής της νέας φάσης της καλλιτεχνικής πορείας του Φασμπίντερ σηματοδοτεί η ταινία του Έμπορος των τεσσάρων εποχών, ακολουθούν Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ, μελόδραμα και ταινία δωματίου, που έχει ως θέμα τον (αυτο)καταστροφικό έρωτα της πρωταγωνίστριας, διάσημης σχεδιάστριας μόδας, Πέτρα φον Καντ, για μια νεαρή κοπέλα, την Κάριν Τιμ. Το θεατρικό αυτό έργο, που ακολουθεί τις κλασικές συμβάσεις του δράματος (πέντε πράξεις, ενότητα χώρου και χρόνου, αδρά σχεδιασμένοι χαρακτήρες, προώθηση της δράσης μέσω σύγκρουσης, ανατροπής και μεταστροφής) αποκτά, κατά τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, ένα έντεχνα επιτηδευμένο, άκρως στυλιζαρισμένο ύφος, μακριά από τις επιταγές ενός κινηματογραφικού νατουραλισμού. Μέσα σε αυτό τον περίκλειστο, ασφυκτικό χώρο (όλη η ταινία διαδραματίζεται, όπως και το θεατρικό έργο άλλωστε, μέσα στο διαμέρισμα της Πέτρα), με το κιτς και μπαρόκ ντεκόρ, ο λόγος των προσώπων διατηρεί έναν θεατρικό, τεχνητό χαρακτήρα.
Τόσο στο θεατρικό έργο όσο και στην ταινία δεσπόζει η πλήρης απουσία ανδρών. Και ωστόσο Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ δεν είναι ένα έργο που μιλάει κατά βάση για τον γυναικείο ομοφυλοφιλικό έρωτα, πολύ λιγότερο για τη γυναικεία χειραφέτηση. Εξάλλου, ο Φασμπίντερ –που στο έργο αυτό αποτύπωσε και μετέπλασε, κατά προσωπική του ομολογία, τη σχέση του με έναν άνδρα, τον Günther Kaufmann– είχε δεχθεί ουκ ολίγες κατηγορίες για μισογυνισμό, τις οποίες ο ίδιος αντέκρουε, ισχυριζόμενος ότι αντιμετωπίζει τους ανδρικούς και γυναικείους χαρακτήρες εξίσου κριτικά και ότι προσπαθεί να αναδείξει τις κοινωνικές προϋποθέσεις της συμπεριφοράς τους.
Το έργο αποτελεί στην πραγματικότητα μια σπουδή πάνω στα στάδια μιας ερωτικής σχέσης –ανεξάρτητα από το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό των εμπλεκομένων–με έμφαση στο πλέγμα αλληλεξαρτήσεων που τη συγκροτούν. Ο Φασμπίντερ ανατέμνει τις σχέσεις εξουσίας που διαμορφώνονται μεταξύ των ερωτικών συντρόφων: το πώς αυτές επιβάλλονται και διατηρούνται, στηριζόμενες σε ένα είδος «συναλλαγής», και το πώς ύστερα ανατρέπονται ή/και αντιστρέφονται. Η νεαρή Κάριν, που έχει μόλις επιστρέψει από την Αυστραλία, αφήνοντας τον άνδρα της εκεί, και επιθυμεί να στήσει τη ζωή της εξαρχής στη Γερμανία, δέχεται όχι μόνο την ερωτική προσφορά της Πέτρα αλλά και την οικονομική της στήριξη και εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης που της παρουσιάζεται, καθώς αρχίζει να δουλεύει δίπλα της ως μανεκέν. Εξαρτημένη πολλαπλώς από την Πέτρα και «μαθητευόμενη», η Κάριν καταφέρνει στην πορεία να αντιστρέψει τους όρους της μεταξύ τους σχέσης και να βρεθεί σε ισχυρότερη θέση, καθώς δένει την Πέτρα συναισθηματικά, την απατά και την πληγώνει εσκεμμένα.
Πέρα όμως από τη σχέση μεταξύ Πέτρα και Κάριν, τόσο η σχέση της Πέτρα με τη βοηθό-υπηρέτριά της, Μαρλένε, την οποία ταπεινώνει συστηματικά, όσο και οι σχέσεις των δύο ερωμένων με τους –πρώην, απόντες– άνδρες τους φανερώνουν την ευρύτερη στόχευση του Φασμπίντερ και τον βαθύ προβληματισμό του πάνω στους μηχανισμούς καταπίεσης και υποταγής. Η Πέτρα εφαρμόζει απέναντι στην Κάριν όσα απεχθανόταν στη συμπεριφορά του πρώην συζύγου της και είχε περιγράψει η ίδια στην αρχή του έργου, ενώ η Κάριν, που είχε δραπετεύσει από έναν αποτυχημένο και καταπιεστικό γάμο, σπεύδει να επιστρέψει στον άνδρα της, όταν αυτός έρχεται στην Ευρώπη. Έτσι, η ερωτική σχέση μεταξύ των γυναικών αναπαράγει εντέλει ένα κυρίαρχο κοινωνικό μοντέλο και επικυρώνει τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής.
Η παράσταση της Άντζελας Μπρούσκου, παρακολουθώντας και «σχολιάζοντας» την πλοκή του έργου, αναδεικνύει το ζήτημα της εξουσίας ως βασικό άξονα ανάγνωσης των σχέσεων των προσώπων, και συγχρόνως τονίζει τον τεχνητό, «φτιαχτό» χαρακτήρα της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης, αναδιπλασιάζοντας τη θεατρικότητα και παρουσιάζοντας μια σύνθετη διαπλοκή θεατρικών, έμφυλων και κοινωνικών ρόλων.
Μαρίνα Αγαθαγγελίδου
θεατρολόγος – υποψήφια διδάκτωρ Freie Universität Berlin
Το παραπάνω απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Rainer Werner Fassbinder (1945-1982) Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ ανέβηκε τον Νοέμβριο του 2014 στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία της Άντζελας Μπρούσκου. Το κείμενο της Μαρίνας Αγαθαγγελίδου είναι από το πρόγραμμα της παράστασης.
Αναφερόμενος στη σκηνή κατά την οποία η Πέτρα φον Καντ τσαλαπατάει με τα λαμέ της πέδιλα και κάνει θρύψαλα ένα σερβίτσιο τσαγιού, ο κριτικός λογοτεχνίας και θεάτρου Reinhard Baumgart έγραφε στη Süddeutsche Zeitung τον Δεκέμβριο του 1972 ότι στη σκηνή εκείνη δεν καταρρέει απλώς ένα άτομο αλλά ο πολιτισμός, προσθέτοντας ότι με Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ ο Fassbinder έδωσε μια δική του βερσιόν της νουβέλας του Τόμας Μανν Ο θάνατος στη Βενετία.
Διαβάστε την κριτική του Δημήτρη Τσατσούλη (Καθηγητή στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών) για την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία της Άντζελας Μπρούσκου, με τίτλο Το μελόδραμα του καπιταλισμού.
Το ποίημα της Αμερικανίδας ποιήτριας Emily Dickinson (1830-1886) «Δεν μπορώ να ζήσω μαζί σου» σε μετάφραση της ποιήτριας Αγγελικής Σιδηρά συμπεριλαμβάνεται στο εξαντλημένο πλέον βιβλίο Έμιλυ Ντίκινσον, Ποιήματα (εκδόσεις Ερμείας 1996). Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για την Έμιλυ Ντίκινσον και δείτε ποια βιβλία της κυκλοφορούν στα Ελληνικά.
Αφορμή για αυτή τη δημοσίευση ήταν η μελοποίηση 3 στροφών του συγκεκριμένου ποιήματος από τον Σταύρο Δάλκο, ο οποίος συμπεριέλαβε το τραγούδι στον πρώτο του δίσκο, με τον γενικό τίτλο «Σαν όλα αυτά που φύγανε».
Η πρώτη γνωριμία με τον δίσκο του Σταύρου Δάλκου έγινε εδώ.