Δεν μπορώ να ζήσω μαζί σου
γιατί αυτό θα ’ταν ζωή
και η ζωή μου είν’ εκεί
ακίνητη στο ράφι.
Ο νεωκόρος κρατάει το κλειδί
φυλάγοντας τη ζωή μας,
την πορσελάνη του,
σαν μια κούπα, ξεχασμένη
από την οικοδέσποινα, σπασμένη
ή πολυκαιρινή.
Μια πιο καινούργια τώρα
άλλη εκείνη προτιμά.
Δεν μπορώ να πεθάνω μαζί σου
γιατί ο ένας πρέπει να περιμένει
του άλλου να κλείσει τα μάτια, -
εσύ δεν θα μπορούσες.
Κι εγώ πώς θα στεκόμουν
βλέποντάς σε λίγο λίγο να παγώνεις,
χωρίς να έχω δικαίωμα να παγώσω κι εγώ,
προνόμιο μόνο του θανάτου;
Ούτε θα μπορούσα ν’ αναστηθώ μαζί σου,
γιατί το πρόσωπό σου
θα υποκαθιστούσε το Χριστό!
Εκείνη τη νέα Χάρη
λαμπερή και ξένη
στο νοσταλγικό μου μάτι,
εκτός αν ήσουνα εσύ
αυτός που άστραψε πλάι μου.
Θα μας δικάζανε – αλλά πώς;
Γιατί υπηρέτησες τους ουρανούς – ξέρεις,
ή τουλάχιστον το ζήτησες·
εγώ δεν θα μπορούσα.
Γιατί θα διαπότιζες το βλέμμα μου
κι εγώ δεν θα είχα μάτια πια
για τη μίζερη τελειότητα
σαν αυτή του Παραδείσου.
Κι αν χανόσουνα, εγώ θα υπήρχα,
μόλο που τ’ όνομά μου
ηχούσε εκκωφαντικά
στην ουράνια δόξα.
Κι αν σωζόσουνα, εγώ θα ήμουν
καταδικασμένη να υπάρχω
εκεί που δεν ήσουν εσύ.
Αυτή μου η ύπαρξη
θα ήταν και η κόλασή μου.
Έτσι πρέπει να μείνουμε χωρισμένοι,
εσύ εκεί, εγώ εδώ,
με μόνο την πόρτα μισάνοιχτη
στους ωκεανούς και την Προσευχή,
αυτήν τη χλωμή στήριξη.
Απελπισία!
(1862)
Μετάφραση από τα Αγγλικά: Αγγελική Σιδηρά