Ούτε την πρώτη, ούτε την δεύτερη. Την τρίτη φορά που σε κοίταξα στα μάτια κι αμέσως άρχισα να χάνω αίμα, έσταζαν τα πόδια μου ρέζους αρνητικό και λερώθηκαν και τα καστόρινα μποτάκια που ήθελα να με δεις να φοράω. Δεν είπες τίποτα κι αυτό το θυμάμαι καλά γιατί δε μου μιλάει καμμία φωνή σου εκείνης της μέρας. Τώρα που είναι πάλι μέρα Σάββατο και σε ξαναθυμάμαι νομίζω ότι έβηξες ή έκανες κάτι σαν γκμουχ ή γκμαχ, αλλά δεν ήταν πρόταση με το ρήμα της να τη βάλω μαζί με τις άλλες. Δεν το έκανα επίτηδες πάντως - είχα να θαυματουργήσω από το παγκάκι πίσω απ’ τον Άγιο Αχίλλειο, πολιούχο Λαρίσης, τη μακρινή εποχή που με φιλούσε συστηματικά ένας πολιορκητής που παρουσιαζόταν σαν μουσικοκριτικός, πολύ όμορφος που έσερνε λίγο το δεξί αλλά μετά δεν το έσερνε κι ήταν αρκετά χαρούμενος. Γενικώς τίποτε δεν έκανα επίτηδες όταν σε κοίταζα και δεν με έβλεπες. Ούτε τότε που μου κόπηκε η φωνή στη μέση ενός συντελεσμένου μέλλοντα και σου έγραψα στο τραπεζομάντηλο ότι έχω αμυγδαλίτιδα και θα πάρω αντιβίωση των πεντακοσίων, μην ανησυχείς. Δε φταις εσύ που είσαι σπάνιας ομορφιάς και την πάτησα η θεόκουτη και ξαναξεκίνησε η θαυματοποιία κι αρρωσταίνω λιγάκι και μερικές φορές πάρα πολύ. Είχα πάντοτε ένα πειστήριο αθανασίας μεταμορφωμένο σε πρόβλημα υγείας και να μην κατηγορείς τον εαυτό σου, το τελευταίο που θέλω είναι να στεναχωρηθείς και να σου κοπεί η όρεξη.