ParaMana Puppet Theatre, Το κορίτσι που ήθελε να αγγίξει το μισοφέγγαρο


[...]

 

Συνέχισε, προχώρα, την καρδιά σου αν ακούς τον δρόμο σου θα ανοίξεις.

Μη σταματάς, μη φοβηθείς, αρκεί εσύ να ονειρευτείς και αυτό που θέλεις θα το βρεις.


[...]

 


 

Το παραπάνω απόσπασμα και το βίντεο είναι από την παράσταση «Το κορίτσι που ήθελε να αγγίξει το μισοφέγγαρο» του ParaMana Puppet Theatre, η οποία ανεβαίνει στο «θησείον– ΕΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ» στην εκδοχή για ενήλικες και εφήβους στις 4-6 Μαρτίου 2016, και γίνεται με χρήση τρισδιάστατης απεικόνισης σκιάς, προβολές από αυτοσχέδιο χειροκίνητο προτζέκτορα και ζωντανή  αφήγηση με την συνοδεία  πρωτότυπης ηλεκτρονικής μουσικής.

Στο Δελτίο Τύπου της παράστασης αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Η ιστορία της παράστασης είναι δανεισμένη από την λαϊκή προφορική παράδοση της Ιαπωνίας και βασίζεται στο γιαπωνέζικο παραμύθι  Tsuki no Waguma – The Crescent Moon Bear. Πρόκειται για ένα διαχρονικό παραμύθι για ενήλικες που τους ταξιδεύει στον Πόλεμο των Χαρακωμάτων, αναδεικνύοντας τις δραματικές συνέπειες του. Η παράσταση μιλά όμως και για την αγάπη, το θάρρος και την αυτοθυσία ενός μικρού κοριτσιού που ξεκινά ένα περιπετειώδες και δύσκολο ταξίδι για να σώσει την ψυχή του πατέρα του».

 

Το Κουκλοθέατρο ParaMana ιδρύθηκε το 2006 με σκοπό να συνδυάσει το παραδοσιακό κουκλοθέατρο με νέες και καινοτόμες τεχνικές. Μέχρι σήμερα έχει δημιουργήσει τέσσερις παραστάσεις ενώ μέσα στο 2016 ετοιμάζει μια ακόμη καινούρια παραγωγή για ενήλικο κοινό τον ‘Hikaru’. Από τον Σεπτέμβριο και μέχρι το καλοκαίρι η ομάδα ταξιδεύει σε σχολεία όλης της Ελλάδας και παρουσιάζει παραστάσεις θεάτρου σκιών σε παιδιά και εφήβους στηρίζοντας με ποσοστό επί των εσόδων την οργάνωση «Γιατροί του Κόσμου». Παράλληλα, παρουσιάζει ιστορίες και για ενήλικο κοινό σε επιλεγμένα θέατρα και χώρους πολιτισμού. Tο ParaMana συμμετείχε δύο φορές στο Φεστιβάλ κουκλοθέατρου και Παντομίμας στο Κιλκίς και στο Φεστιβάλ Imagini dell’interno στο Pinerolo της Ιταλίας, στο Art2Work στις Βρυξέλλες στο Βέλγιο και στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Κουκλοθεάτρου στο Charleville-Mézieres.

 

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Σύλληψη-Σκηνοθεσία: Αναστασία Παράβα, Στάθης Τσεμπερλίδης

Εμψύχωση φιγούρας-Ζωντανή Αφήγηση: Αναστασία Παράβα

Μουσική - Ήχος: Στέλιος Γιαννουλάκης

Κατασκευές-Φιγούρες, Σχέδια: Στάθης Τσεμπερλίδης

Πρότυπη Μηχανή Προβολής: Αποστόλης Σορολοπίδης

Φωτισμοί: Γεώργιος Καρακάντζας-Anima Theatre

Μετάφραση: Eliane Pauwels

Καλλιτεχνική επιμέλεια και διασκευή κειμένου: Μάγκη Πούπλη

Φωτογραφίες: Βαγγέλης Παράβας

Σχεδιασμός έντυπου υλικού, video: Κώστας Στεργίου, Στάθης Χρυσίδης, Kaascat

Τεχνική Κάλυψη: Λαέρτης Λιάγκος

Συμπαραγωγή: ParaΜana Puppet Theatre & Μανόλης Σάρδης / Pro4

 

* Μετά από παρότρυνση της Μελίνας Γ. η Logotexnia21 εγκαινιάζει με αυτή την δημοσίευση την ετικέτα «ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥΣ».

 

Γιολάντα Σακελλαρίου, Δίχως κλειδιά και δίχως πόρτες


 








 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όταν ελεύθερα μιλάς να σκέφτεσαι τους άλλους.

Εκείνους που δεν τους αφήνουν να μιλήσουν.

Mahmoud Darwich


Η μικρή οχιά

 

«Ό,τι κι αν συμβεί, δε θα γυρίσω πίσω», είπε κι έβγαλε μέσα από τα ρούχα της ένα τσίγκινο κουτί με διάτρητο καπάκι. «Μια μικρή οχιά. Μόνο αν δε γίνεται αλλιώς, έλεγε η γιαγιά». Τα κορίτσια τρόμαξαν.

Στις στέπες, αίφνης, βόμβος μακρινός. Πρωί, στα ίχνη τους, δυο γενιές γυναίκες. Να τις βρουν∙ πριν έρθουν οι άντρες.

Χεράτ, Μασχάντ, Τεχεράνη, Βατούμ, Ισταμπούλ, Κεσάν, ποταμός Έβρος, Ελλάδα. «Η γιαγιά ήθελε πάντα να φύγει. Tη σκότωσαν. Η μάνα μου δεν τόλμησε. Εμείς, θα φύγουμε».

Αγριεμένος χείμαρρος τα σώματα των γυναικών διασχίζουν τη γύμνια του τόπου. Θρυμματισμένες συλλαβές, φωνές οικείες. Απ' την ηχώ η απόσταση.

«Κρυφτείτε! Φτάνουν…»

Κραυγές, κλάματα, ικεσίες. Σούρουπο∙ οι γυναίκες ήταν εκεί. Μια πεσμένη μαντήλα κοντά στο πηγάδι έγινε στο στόμα τους τραγούδι παιδικό. Τρύπωναν στα γκρεμισμένα σπίτια, τις αυλές, τα σοκάκια∙ τρύπωνε και το τραγούδι…

Σαν να το περίμεναν… Πρώτη βγήκε η μικρότερη.

Μόνον η Ζάχρα δε φάνηκε. Τη γύρεψαν.

 

Στο κοίλωμα ενός βράχου κείτονταν σαν έμβρυο. Ο άνεμος ούρλιαζε. Ο χάρτης με τις σημαδεμένες πόλεις στροβιλιζόταν στο κεφάλι της.

(Στον κόρφο της παγιδευμένη σύριζε- στο φεγγαρόφωτο- η μικρή οχιά)



Σκουπίδια και τριαντάφυλλα σε ρυθμό ραπ

 

Δέντρα ματώνουν στην πατρίδα μου

το Σιμόργκ* ξαγρυπνά

τις νύχτες που στον άνεμο

ψιθυρίζουν τα φυλλώματα

μυστικά όσα οι δικές μας μέρες λένε.

Απ' το παράθυρο η ζωή ο ήλιος το ποτάμι

τα παιδιά που παίζουν

κλαίνε κι ύστερα γελούν

όμως η σκιά μου λυπημένη

απ' την πάνινη φυλακή μ' ακολουθεί

ως τα τραγούδια μου

να μην ξεχνώ γιατί

«αλλού τριαντάφυλλα οι γυναίκες, κι εδώ σκουπίδια»

Ποιός Θεός φοβάται την πρωτόπλαστη

ποιος δε συγχώρησε την ανυπακοή

μύηση στη ζωή, επιθυμίας υπόσχεση

γυναίκα αόρατη θέλω να δω το πρόσωπό σου

Κομμένη γλώσσα∙ σφραγισμένο στόμα μου

εσύ θα τραγουδάς θα τραγουδάς θα τραγουδάς…

 

Όνειρα και αγέννητα παιδιά

ν' αγαπηθούν μια μέρα ως το θάνατο.



Ο μάρτυρας

 

Στο παλιό χαλί της προσευχής

έριξα πάλι τα κομματάκια

από ξεθωριασμένη θάλασσα του παζλ

γονατιστός τα συναρμολογώ

σπρώχνω απάνω της με ιαχές καράβια

και πολεμιστές –κλαράκια.

Η αύρα των μαρτύρων στο δωμάτιο

με μυρωδιές

μαγειρεμένου φαγητού και

άνθη λεμονιάς απ' το ανοιχτό παράθυρο.

Μπαινόβγαινε απ' την κουζίνα αμίλητη

η μητέρα με λευκό πανί

σαν χάδι το περνούσε πάνω απ' το γυαλί

στα μέτωπα, τα μάτια, τα ζυγωματικά,

τα στόματα∙ στις κορνίζες.

Κλεφτό το βλέμμα της

στους ώμους μου το ένοιωθα

ωστόσο, ο δικός μου μικρούλης πόλεμος μεγάλωνε

ώσπου αίφνης - κομβική στιγμή - ζωσμένος με

τα εκρηκτικά μου σύμφωνα

χειλικά, φατνιακά, ουρανικά, ορμάω∙

 

πάνω στις μνήμες της ανατινάζομαι.

Κραυγή πληγωμένου ζώου.

Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν…

 

Στις ίριδες των ματιών της τυλιγόμουν στις φλόγες.

 

 

 

* Simorgh: μυθικό πουλί που έχει τις ρίζες του στην Περσία των αρχαίων χρόνων. Το συναντάμε σε πολλές και διαφορετικές μυθολογίες, θρησκείες και πολιτισμούς διαφοροποιημένο ως προς τη μορφή, το συμβολισμό και τις ιδιότητες. Άλλοτε συμβολίζει την πνευματικότητα, άλλοτε τη διαμεσολάβηση μεταξύ ουρανού και γης, και άλλοτε τις επιθυμίες.

 Ο τίτλος της παρούσας τριλογίας είναι στίχος από το ποίημα «Keys» της σύγχρονης Aιγυπτίας ποιήτριας Φάτμα Καντίλ (Fatma Kandil).

Το ποίημα «Σκουπίδια και τριαντάφυλλα σε ρυθμό ραπ» είναι εμπνευσμένο από ένα τραγούδι της νεαρής Αφγανής ράπερ Σουζάν Φαϊρούζ (Soozan Firooz), που γνώρισε μεγάλη επιτυχία το 2012. Πέντε μήνες μετά την κυκλοφορία του δίσκου, έχοντας δεχτεί σοβαρές απειλές κατά της ζωής της, η Φαϊρούζ αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στην Ινδία.

Το ποίημα «Ο μάρτυρας» είναι αφιερωμένο στη μνήμη του παλαιστίνιου ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς ( Mahmoud Darwich).

 

Η Γιολάντα Σακελλαρίου γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται ως λογοπεδικός. Σπούδασε ελληνική και γαλλική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και παθολογία λόγου - φωνής - ομιλίας στο Παρίσι. Είναι διδάκτωρ του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και ασχολείται με τις δυσκολίες του γραπτού λόγου παιδιών και εφήβων. Κείμενα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στις Ιστορίες Μπονζάι του περιοδικού «Πλανόδιον» και στο ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση Poeticanet, στην Ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου(Μαλλιάρης - Παιδεία, Θεσσαλονίκη 2006) καθώς και στο συλλογικό τόμο  «Τα ποιήματα του 2009» [Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα 2010]. Η πρώτη της ατομική ποιητική συλλογή Κάποιες φορές ένας θλιμμένος λύκος κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης τον Οκτώβριο του 2009. Διαβάστε στη Logotexnia21 αποσπάσματα από την πρώτη ποιητική συλλογή της Γιολάντας Σακελλαρίου εδώEδώ μπορείτε να διαβάσετε κάποια ποιήματά της, που συμπεριλήφθησαν στη δεύτερη ποιητική συλλογή της,  Αόρατο τρωκτικό και εδώ ένα πεζοποίημα από αυτή τη δεύτερη ποιητική συλλογή της.

 

池莉 (Τσι Λι), Είσαι ένα ποτάμι


Εκείνη τη νύχτα το φεγγάρι ήταν χλωμό. Αμέσως μόλις η Λαλά, βγαίνοντας από το μικρό λιθόστρωτο σοκάκι, άρχισε να περπατάει στις πράσινες πλάκες του μεγάλου δρόμου, ακούστηκε ένα μπαμ κι ύστερα το τσαγάδικο Χάο Γι απέναντι κατέρρευσε μεμιάς. Η γη έτρεμε κι ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης υψώθηκε στον ουρανό μ’ έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Άνθρωποι αναπηδούσαν σαν ποντίκια, ξύλα έπεφταν απ’ το κτίριο στριφογυρίζοντας στον αέρα και πίσω τους, η Λαλά είδε τον άντρα της, λες και κατέβαινε από τον ουρανό, να πέφτει στο καζάνι όπου κόχλαζε το νερό, στη μέση της αίθουσας, ν’ αναπηδάει στο καυτό νερό σαν ψάρι που το βράζουν κι ύστερα με αγριάδα οι φλόγες περικύκλωσαν το εκατόχρονο τσαγάδικο.


Όταν η Λαλά όρμησε προς τις μαινόμενες φλόγες, η Τσιάγκ Σιουτσίγκ της αγκάλιασε τα δυο πόδια.


Η Τσιάγκ Σιουτσίγκ, φημισμένη από τον Γιαγκτσέ ως τον Χαν για τα λυπητερά χουά κού* που τραγουδούσε με την βραχνή φωνή της, πεσμένη καταγής μες στα χαλάσματα, με το πρόσωπο βρώμικο και μάτια που έμοιαζαν μαγεμένα από το θέαμα, κοίταζε λυπητερά την Λαλά.


Η Λαλά εξοργισμένη έβγαλε μια φωνή: «Βρωμοπουτάνα! Δος μου πίσω τον άντρα μου!»


Η Τσιάγκ Σιουτσίγκ, χωρίς να ξεσφίξει τα χέρια, της είπε: «Δεν μπορείς να πας εκεί, κουνιάδα μου».


Η Λαλά, δίχως στιγμή να πάψει να φωνάζει, προσπάθησε ν’ απελευθερώσει τα πόδια της, μ’ αποτέλεσμα να πέσει επάνω στην Τσιάγκ Σιουτσίγκ. Κρατημένες σφιχτά και οι δυό τους κύλησαν πάνω στο δρόμο, ενώ απ’ τα κορμιά τους άρχισε να κυλάει φρέσκο κόκκινο αίμα που όλο και δυνάμωνε σχηματίζοντας λεπτούς μαιάνδρους πάνω στο γρανίτη..


Οι κάτοικοι του οικισμού Μιέν Σουέι τα είχαν χάσει τελείως μ’ αυτή την απροσδόκητη κατάσταση. Σοκαρισμένοι, χρειάστηκαν κάποιο χρόνο πριν πράξουν το παραμικρό. Ώσπου ο έμπειρος από παράξενα συμβάντα –έχοντας περιπλανηθεί σε πόλεις και χωριά πουλώντας τις καραμέλες του–, ο ζαχαροπλάστης Σούν Κουάι, βλέποντας τι είχε συμβεί, έβγαλε μια φωνή κι έτρεξε προς τα εκεί, και τότε μόνο ακολούθησαν και όλοι οι άλλοι.



Η Λαλά έμεινε χήρα στα τριάντα της.


Εκείνη την εποχή είχε εφτά παιδιά. Ο μεγάλος της γιός, ο Τεγού, ήταν δεκατριών χρονών και τα πιο μικρά, τα δίδυμα φυστικάκια της –το αγόρι Φουτσί και το κορίτσι Κουιτσί–, μόλις είχαν κλείσει τα δύο. Επιπλέον ήταν έγκυος, τέσσερεις μήνες και μισό. Όσο ζούσε ακόμη ο ρωμαλέος Γουάγκ Σιενμού η Λαλά δεν είχε σκεφτεί ποτέ το ζήτημα του ελέγχου των γεννήσεων, πίστευε μάλιστα πως μόνο οι πουτάνες δεν θέλουν να γεννούν παιδιά.


Στις 11 Νοεμβρίου του 1964 το πρωί, όταν οι κάτοικοι της Μιέν Σουέι τον έσυραν μέσα από τα συντρίμμια του τσαγάδικου Χάο Γι και τον έφεραν στο σπίτι του, εκείνη, βλέποντας τα εφτά στοματάκια να κλαίνε γοερά, λιποθύμησε.


Η Λαλά συνήλθε την άλλη μέρα το μεσημέρι. Εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο που ετοίμαζε την κηδεία, βγήκε κλεφτά από την πίσω πόρτα, ανέβηκε το μεγάλο φράγμα του ποταμού Σιάγκ κι έκανε πως περπατάει ως το μώλο. Φτάνοντας εκεί, κοίταξε γύρω της και μην βλέποντας κανέναν, σήκωσε το φόρεμα κι αφού το έδεσε γύρω απ’ το πρόσωπό της, έπεσε με το κεφάλι στα νερά του Σιάγκ.


Έλα, όμως, που η τρίτη κόρη της, η Τογκέρ, είναι μια πολύ αποφασιστική κοπέλα. Παρακολούθησε, λοιπόν, στα κρυφά τις κινήσεις της μάνας της. Όταν η μάνα της ήταν πάνω στο φράγμα του Σιάγκ, έτρεξε και το είπε στον θείο της τον Γουάγκ Σιενλιάγκ. Κι αν η μεγάλη μυωπία του Γουάγκ Σιενλιάγκ δεν τον έκανε να σκουντρήσει στο κεφάλι ενός γαιδάρου πάνω στο φράγμα, η Λαλά δεν θα είχε καν προλάβει να πέσει στο νερό.

 

[...]

 

Μετάφραση από τα Κινεζικά: Σωτήρης Χαλικιάς

 

 

 

* (Σ.τ.Μ.) Ένα είδος «δημοτικού τραγουδιού» που χρονολογείται από την Δυναστεία των Νότιων Σογκ (1127-1279). Εκτελείται από έναν άντρα και μία γυναίκα που τραγουδούν και χορεύουν παίζοντας ταυτόχρονα ένα γκονγκ και ένα τύμπανο.



Το παραπάνω απόσπασμα από τη νουβέλα της Τσι Λι (池莉, γεν. 1957) «Είσαι ένα ποτάμι» συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Η αυγή αρχίζει στα μισά της νύχτας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος, με πρόλογο και ερμηνευτικές σημειώσεις του Σωτήρη Χαλικιά, ο οποίος μεταφράζει από τα Κινεζικά. Στο ίδιο βιβλίο συμπεριλαμβάνεται και η νουβέλα «Μια βασανισμένη ζωή». 

Στον πρόλογό του ο μεταφραστής αναφέρει μεταξύ άλλων: 

"Αν στην σημερινή Κίνα η δυστυχία των πολλών έχει ως εφαλτήριο τον εξοργιστικό πλουτισμό των λίγων –η προϋπόθεση που θεσπίστηκε από την κομματική και κυβερνητική της ηγεσία, μετά την τραγωδία της «Πολιτιστικής Επανάστασης», ως αναγκαία και ικανή συνθήκη για την συνολική κοινωνική άνοδο–, η σιωπή για τις δραματικές συνέπειες αυτής της κυνικής επιλογής στην καθημερινή ζωή των θυμάτων της αποτελεί ουσιαστικό διακύβευμα για την ομαλή πορεία των πραγμάτων. Σιωπή που την διακόπτουν μόνο, όταν ξεπεραστεί κάθε υποφερτό όριο, οι βίαιες αντιδράσεις όσων δεν αντέχουν άλλο τις θλιβερές συνέπειες της «νέας πορείας». Αντιδράσεις που επιτρέπουν ωστόσο να φανεί το αβυσσαλέο χάσμα που συνεχώς διευρύνεται ανάμεσα στις διάφορες περιοχές της Κίνας, αλλά και στις ομάδες που συγκροτούν τον ολοένα και πιο άνισο ιστό της νέας κοινωνίας της. Κι αν ένας μεγάλος αριθμός των πνευματικών ανθρώπων αυτής της χώρας μοιάζει με τον ένα η τον άλλο τρόπο να έχει αποδεχτεί αυτήν την πραγματικότητα στο όνομα των «εκσυγχρονιστικών» επιτευγμάτων που επιδιώκονται –η αντιδρά μόνο ως προς την υστέρηση που ενδεχομένως παρουσιάζει η εξέλιξη σε σχέση με τα δυτικότροπα, αγγλοσαξωνικά κυρίως, πρότυπά τους–, λίγοι είναι ανάμεσά τους όσοι επικεντρώνουν το έργο τους στις δυσκολίες και τα βάσανα εκείνων που, κατά χιλιάδες, συνεχώς ξεβράζει στην παλιρροική πορεία της η σύγχρονη ετούτη σινική εκδοχή «πρωταρχικής συσσώρευσης».

Αυτή είναι όμως η περίπτωση της Τσι Λι, από την πρώτη της νουβέλα έως σήμερα. Μέσα από την νεορεαλιστική, θα λέγαμε, γραφή της, είναι απολύτως φανερή η θέρμη με την οποία αγκαλιάζει τους βασανισμένους χαρακτήρες των βιβλίων της, επιτυγχάνοντας επιπλέον, με την χαρακτηριστική λιτότητα της έκφρασής της –λιτότητα που πληγώνει ωστόσο βαθιά, καθώς οι λέξεις των κειμένων της μοιάζει να βγαίνουν απ’ τον ιδρώτα και τις πίκρες των ανθρώπων που είναι οι ήρωές τους– αυτό που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να πετύχει η επιδεικτική κομπορρημοσύνη πολλών από τους σύγχρονους συναδέλφους της, τόσο επιφανών όμως στη Δύση. Ίσως αυτό να το οφείλει πάνω απ’ όλα στην ιατρική της πρακτική. Στη διάρκεια, με άλλα λόγια, της εργασίας της ως γιατρού στο Νοσοκομείο της Γουχάν, ενός από τα πιο σημαντικά βιομηχανικά κέντρα της Κίνας, η Τσι Λι γνώρισε από πρώτο χέρι τις νέες συνθήκες ζωής κυρίως των βιομηχανικών εργατών, των ανθρώπων που –για λόγους που μπορούμε τόσο καλά να φανταστούμε– από την μια πλευρά διαθέτουν την περηφάνια των παλιών ιδιοκτητών κι από την άλλη εκφράζουν την θλίψη εκείνων που τους πέταξαν πιά έξω από το σπίτι. Άνθρωποι, δηλαδή, που ως κοινωνική ομάδα αισθάνθηκαν προκαταβολικά τις θύελλες που έρριχνε επάνω στους κατοίκους αυτής μαρτυρικής χώρας η νέα περίοδος της μεταρρύθμισης, προκαλώντας ιδιαίτερη ανησυχία για τη ζωή τους από εδώ και πέρα.

Όπως παλιότερα ο Λού Σουέν, έτσι και τώρα η Λι Τσι πήρε το δρόμο της λογοτεχνίας μέσα από τις εμπειρίες του ιατρικού επαγγέλματός της. Αν ο Λού Σουέν, ωστόσο –μπροστά στην σοβαρότητα της «ψυχικής διαταραχής» που συνιστούσε στο πνευματικό στερέωμά του η παραδοσιακή νοοτροπία των συμπατριωτών του–, θεώρησε απαραίτητο ν’ αφήσει οριστικά στην άκρη την ιατρική πρακτική και να επικεντρωθεί αποκλειστικά στην λογοτεχνική αποστολή του, η Τσι Λι, αντιθέτως, θεώρησε το ιατρικό της λειτούργημα απαραίτητη πηγή και τροφοδότη των βιβλίων της κι έτσι δεν το άφησε ποτέ.

Διαβάζοντας τα κείμενά της –μεστά και συνοπτικά σαν να μην επιτρέπει στον εαυτό της να μακρηγορήσει όταν πρόκειται για την αθλιότητα που οφείλει κλινικά σχεδόν να περιγράψει– έχεις έντονα την ακόλουθη αίσθηση: ιδού η αληθινή ζωή σ’ αυτήν την τόσο ιδιαίτερη περίοδο της χώρας που μόλις δύο δεκαετίες πριν αποτέλεσε το πεδίο του πιο ριζοσπαστικού εγχειρήματος κοινωνικής ισότητας, για να μετατραπεί στις μέρες μας σε μια από τις πιο βάρβαρα άνισες κοινωνίες. Κείμενα ωστόσο που στην κάθε τους γραμμή σε κάνουν να συγκινηθείς απ’ το οικείο, το απλό, το τραγικό, το ελαφρύ στοιχείο που έχει η ίδια η ζωή, νιώθοντας παράλληλα τη ζεστασιά της, όπως την ένιωσε, πρώτη απ’ όλους, η συντάκτριά τους. Με λίγα λόγια η Τσι Λι, από τη μια πλευρά παρατηρεί προσεχτικά τη ζωή των ανθρώπων για τους οποίους αποφάσισε να μας μιλήσει, από την άλλη όμως μιλάει η ίδια μέσα από τα σωθικά της κατορθώνοντας έτσι να αγγίξει τις καρδιές και όσων την διαβάζουν, με τρόπο που γεφυρώνει αντιλήψεις κι εμπειρίες. Όπως ρητά έχει δηλώσει η ίδια, παίρνοντας τις αποστάσεις της από μια ορισμένη οπτική: «η ζωή που είναι μπροστά μας σήμερα δεν είναι η ζωή που βρίσκεις στην επιφανή λογοτεχνία»".

Henrik Ibsen, Το κουκλόσπιτο


[…]


Νόρα: … κι εσύ ήσουνα τόσο καλός μαζί μου, όμως το σπίτι μας ήταν σαν το δωμάτιο με τα παιχνίδια…
 

[…]


Νόρα: Ναι, το θαύμα... είναι όμως τόσο φριχτό και τόσο τρομερό, Κριστίνα… όχι, όχι, δεν πρέπει να συμβεί... δεν πρέπει, ο κόσμος να χαλάσει.


[…]

Διασκευή-μετάφραση: Γιώργος Σκεύας




Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από την θεατρική παράσταση «Το κουκλόσπιτο (Νόρα)» του Χένρικ Ίψεν (1828-1906),  που παρουσιάζεται στο «Θέατρο της οδού Κυκλάδων Λευτέρης Βογιατζής», σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα, ο οποίος υπογράφει επίσης τη μετάφραση και δραματουργική επεξεργασία του έργου (το κείμενο της παράστασης κυκλοφορεί σε βιβλίο από την Κάπα εκδοτική)

Στο Δελτίο Τύπου της παράστασης σημειώνεται: "Εκατόν σαράντα χρόνια σχεδόν, μετά την πρώτη του εμφάνιση στην ευρωπαϊκή θεατρική σκηνή, το αριστούργημα του Χένρικ Ίψεν, διατηρεί αναλλοίωτη τη δύναμή του, χάρη στην ανατρεπτική του φύση και την εκρηκτική του ένταση. Ο ήχος της πόρτας που κλείνει πίσω της η Νόρα, αφήνοντας σύζυγο και παιδιά, φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Γραμμένο το 1879, το έργο του μεγάλου Νορβηγού συγγραφέα, συντάραξε την εποχή του και υπήρξε καταλυτικό για την εξέλιξη της θεατρικής τέχνης. Η Νόρα -πρόσωπο μυθικό για τη σύγχρονη δραματουργία— γίνεται στην εποχή μας, ένα σύμβολο όχι μόνο για την γυναίκα, αλλά γενικότερα για τον άνθρωπο.  

Μέσα από την ποιητική διάσταση του λόγου, ο Ίψεν μας καλεί σ’ ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Η Νόρα αναζητά και προσμένει το «θαύμα» κι όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οκτώ γωνιές των ανέμων γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου".


ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Διανομή

Αμαλία Μουτούση: Νόρα

Άρης Λεμπεσόπουλος: Τόρβαλντ Χέλμερ

Μαρία Ζορμπά: Κριστίνα Λίντε

Γιώργος Συμεωνίδης: Νιλς Κρόγκσταντ

Νικόλας Παπαγιάννης: Γιατρός Ρανκ


Μετάφραση - Δραματουργική επεξεργασία: Γιώργος Σκεύας

Σκηνοθεσία: Γιώργος Σκεύας 

Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη 

Κοστούμια: Άγγελος Μέντης

Μουσική - Σύνθεση ήχων: Σήμη Τσιλαλή 

Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη 

Βοηθός σκηνοθέτη: Σύλβια Λιούλιου

Βοηθός σκηνογράφου: Φιλάνθη Μπουγάτσου 

Βοηθός ενδυματολόγου: Βέρικο Μγκελάτζε

Σχεδιασμός χτενισμάτων: Αλέξανδρος Μπαλαμπάνης 

Φωτογραφίες: Κώστας Ορδόλης

Γραφιστικά: Γιώργος Ρυμενίδης

Παραγωγή: Λυκόφως – Γ. Λυκιαρδόπουλος

Διεύθυνση παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα


Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε επίσης να διαβάσετε αποσπάσματα από το θεατρικό έργο «Τι συνέβη, αφότου η Νόρα εγκατέλειψε τον άντρα της ή Στηρίγματα των κοινωνιών», μία μετεξέλιξη της Ιψενικής Νόρας στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο, έτσι όπως την είδε η Αυστριακή νομπελίστρια συγγραφέας Ελφρήντε Γέλινεκ.