Αλέξανδρος Κ., Αγαπητέ Χριστόφορε
Αγαπητέ Χριστόφορε,
πώς είναι να πεθαίνεις; Πώς είναι να τρέχεις πάνω σε άλογο,
κρατώντας τη σημαία; Και να ’ναι φθινόπωρο, που μοιάζει καλοκαίρι;
Πόσες φορές σκοτώθηκες όλα αυτά τα χρόνια; Σε πόσες γλώσσες σε
φωνάξανε να σηκωθείς, να τρέξεις; Και τα παράθυρα; Σε ποια γλώσσα στριγκλίζουνε
πιο τρομακτικά «Φωτιά!»; Πες μου.
Πώς ψελλίζουν οι σάλπιγγες απ’ έξω, στο προαύλιο; Πώς
πάλλονται τα τύμπανα να δίνουν τον ρυθμό; Πώς καίγεται ο πύργος; Οι διάδρομοι,
οι πόρτες; Πώς καίνε πάλι τα πόδια σου οι ξύλινες οι σκάλες; Πώς μαίνεται ο
τόπος όλος;
Κι εκείνο το λυπητερό τραγούδι; Εκείνο που λένε τα κορίτσια
στον τόπο σου, το φθινόπωρο, στα χωράφια; Πώς πάει ο σκοπός του;
Βλέπεις κι εσύ κάθε φορά τα παγωμένα μάτια του σκοτωμένου
χωρικού; Τι είν’ αυτό που καθρεφτίζεται μέσα τους, αφού δεν είν’ ο ουρανός; Πόση
ώρα μετά ακούτε σκυλιά να αλυχτάνε; Ποιος βλέπει πρώτος, και χαίρεται, τον
πέτρινο τον πύργο;
Είναι, αλήθεια, πιο μικρές στο κρεβάτι οι προσευχές; Και πιο
βαθιές;
Πόσες ζωές σού χάρισε ο ποιητής μ’ εκείνη τη μία νύχτα; Που
δεν τη ρωτάς για τον άντρα της, που δεν σε ρωτά τ’ όνομά σου;
Την πλησιάζεις πρώτος εσύ ή σε διαλέγει εκείνη; Τι λόγια σού
ψιθυρίζει;
Πώς παίρνεις στα χέρια σου το σύμβολο σαν λιπόθυμη γυναίκα;
Και τη στολή, πώς την ξεχνάς πίσω σου, πάνω στην καρέκλα, να καεί; Και μαζί με
τη στολή και το γράμμα που γράφεις στη μητέρα σου; Και το ροδοπέταλο της ξένης
της γυναίκας, που θα ’δινε στο γράμμα τ’ άρωμά του και σου το δίνει ο άντρας της
σαν θεία κοινωνία, για να σε προστατεύει;
Πώς γίνεσαι ένα μ’ εκείνο τ’ άλογο, πώς γίνεστε μαζί μία
κραυγή, μία ιαχή που σκίζει τον αέρα; Τι μουσικές να φτάνουνε στ’ αφτιά σου;
Γιατί τους περνάς όλους και φεύγεις μόνος σου μπροστά, γιατί
απομακρύνεσαι τόσο πολύ κι αφήνεις, καλπάζοντας, ακάλυπτα τα νώτα σου;
Πες μου, σε παρακαλώ, ξαφνιάζεται το σώμα με κάθε χτύπημα ή
μόνο με το πρώτο;
Πόση ζωή μεσολαβεί ανάμεσα στο πρώτο και το τελευταίο χτύπημα;
Θυμάσαι;
Με ειλικρινή εκτίμηση,
Αλέξανδρος Κ.
ΥΓ. Κρατάς τα μάτια σου ανοιχτά, όταν αστράφτουνε τα δεκαέξι
γιαταγάνια; Δεν σε τυφλώνουν; Δεν λιποψυχείς;
Το κείμενο «Αγαπητέ Χριστόφορε» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά
στην Εφημερίδα των Συντακτών τον Νοέμβριο του 2015, στη σειρά κειμένων «Γράμμα σ' έναν (λογοτεχνικό) ήρωα» της στήλης «Βιβλιοστάτης», την οποία επιμελείται ο Μισέλ Φάις, και αναφέρεται στον ήρωα του βιβλίου Ο σκοπός του έρωτα και του θανάτου του σημαιοφόρου
Χριστοφόρου Ρίλκε [Die Weise von Liebe und Tod des Cornets Christoph Rilke] του γερμανόφωνου ποιητή και πεζογράφου της Πράγας Rainer Maria Rilke (1875-1926), το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1906 από τον εκδοτικό οίκο Axel Juncker. Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε και δείτε ποια βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.
O Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Άρχισε να δημοσιεύει κείμενα στο blog Logotexnia21 ως Αλέξανδρος
Κ. τον Δεκέμβριο του 2009. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίνδικτος το
πρώτο του βιβλίο με τίτλο Μ'
ένα καλό ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων. Κείμενά του έχουν
δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.