池莉 (Τσι Λι), Είσαι ένα ποτάμι


Εκείνη τη νύχτα το φεγγάρι ήταν χλωμό. Αμέσως μόλις η Λαλά, βγαίνοντας από το μικρό λιθόστρωτο σοκάκι, άρχισε να περπατάει στις πράσινες πλάκες του μεγάλου δρόμου, ακούστηκε ένα μπαμ κι ύστερα το τσαγάδικο Χάο Γι απέναντι κατέρρευσε μεμιάς. Η γη έτρεμε κι ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης υψώθηκε στον ουρανό μ’ έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Άνθρωποι αναπηδούσαν σαν ποντίκια, ξύλα έπεφταν απ’ το κτίριο στριφογυρίζοντας στον αέρα και πίσω τους, η Λαλά είδε τον άντρα της, λες και κατέβαινε από τον ουρανό, να πέφτει στο καζάνι όπου κόχλαζε το νερό, στη μέση της αίθουσας, ν’ αναπηδάει στο καυτό νερό σαν ψάρι που το βράζουν κι ύστερα με αγριάδα οι φλόγες περικύκλωσαν το εκατόχρονο τσαγάδικο.


Όταν η Λαλά όρμησε προς τις μαινόμενες φλόγες, η Τσιάγκ Σιουτσίγκ της αγκάλιασε τα δυο πόδια.


Η Τσιάγκ Σιουτσίγκ, φημισμένη από τον Γιαγκτσέ ως τον Χαν για τα λυπητερά χουά κού* που τραγουδούσε με την βραχνή φωνή της, πεσμένη καταγής μες στα χαλάσματα, με το πρόσωπο βρώμικο και μάτια που έμοιαζαν μαγεμένα από το θέαμα, κοίταζε λυπητερά την Λαλά.


Η Λαλά εξοργισμένη έβγαλε μια φωνή: «Βρωμοπουτάνα! Δος μου πίσω τον άντρα μου!»


Η Τσιάγκ Σιουτσίγκ, χωρίς να ξεσφίξει τα χέρια, της είπε: «Δεν μπορείς να πας εκεί, κουνιάδα μου».


Η Λαλά, δίχως στιγμή να πάψει να φωνάζει, προσπάθησε ν’ απελευθερώσει τα πόδια της, μ’ αποτέλεσμα να πέσει επάνω στην Τσιάγκ Σιουτσίγκ. Κρατημένες σφιχτά και οι δυό τους κύλησαν πάνω στο δρόμο, ενώ απ’ τα κορμιά τους άρχισε να κυλάει φρέσκο κόκκινο αίμα που όλο και δυνάμωνε σχηματίζοντας λεπτούς μαιάνδρους πάνω στο γρανίτη..


Οι κάτοικοι του οικισμού Μιέν Σουέι τα είχαν χάσει τελείως μ’ αυτή την απροσδόκητη κατάσταση. Σοκαρισμένοι, χρειάστηκαν κάποιο χρόνο πριν πράξουν το παραμικρό. Ώσπου ο έμπειρος από παράξενα συμβάντα –έχοντας περιπλανηθεί σε πόλεις και χωριά πουλώντας τις καραμέλες του–, ο ζαχαροπλάστης Σούν Κουάι, βλέποντας τι είχε συμβεί, έβγαλε μια φωνή κι έτρεξε προς τα εκεί, και τότε μόνο ακολούθησαν και όλοι οι άλλοι.



Η Λαλά έμεινε χήρα στα τριάντα της.


Εκείνη την εποχή είχε εφτά παιδιά. Ο μεγάλος της γιός, ο Τεγού, ήταν δεκατριών χρονών και τα πιο μικρά, τα δίδυμα φυστικάκια της –το αγόρι Φουτσί και το κορίτσι Κουιτσί–, μόλις είχαν κλείσει τα δύο. Επιπλέον ήταν έγκυος, τέσσερεις μήνες και μισό. Όσο ζούσε ακόμη ο ρωμαλέος Γουάγκ Σιενμού η Λαλά δεν είχε σκεφτεί ποτέ το ζήτημα του ελέγχου των γεννήσεων, πίστευε μάλιστα πως μόνο οι πουτάνες δεν θέλουν να γεννούν παιδιά.


Στις 11 Νοεμβρίου του 1964 το πρωί, όταν οι κάτοικοι της Μιέν Σουέι τον έσυραν μέσα από τα συντρίμμια του τσαγάδικου Χάο Γι και τον έφεραν στο σπίτι του, εκείνη, βλέποντας τα εφτά στοματάκια να κλαίνε γοερά, λιποθύμησε.


Η Λαλά συνήλθε την άλλη μέρα το μεσημέρι. Εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο που ετοίμαζε την κηδεία, βγήκε κλεφτά από την πίσω πόρτα, ανέβηκε το μεγάλο φράγμα του ποταμού Σιάγκ κι έκανε πως περπατάει ως το μώλο. Φτάνοντας εκεί, κοίταξε γύρω της και μην βλέποντας κανέναν, σήκωσε το φόρεμα κι αφού το έδεσε γύρω απ’ το πρόσωπό της, έπεσε με το κεφάλι στα νερά του Σιάγκ.


Έλα, όμως, που η τρίτη κόρη της, η Τογκέρ, είναι μια πολύ αποφασιστική κοπέλα. Παρακολούθησε, λοιπόν, στα κρυφά τις κινήσεις της μάνας της. Όταν η μάνα της ήταν πάνω στο φράγμα του Σιάγκ, έτρεξε και το είπε στον θείο της τον Γουάγκ Σιενλιάγκ. Κι αν η μεγάλη μυωπία του Γουάγκ Σιενλιάγκ δεν τον έκανε να σκουντρήσει στο κεφάλι ενός γαιδάρου πάνω στο φράγμα, η Λαλά δεν θα είχε καν προλάβει να πέσει στο νερό.

 

[...]

 

Μετάφραση από τα Κινεζικά: Σωτήρης Χαλικιάς

 

 

 

* (Σ.τ.Μ.) Ένα είδος «δημοτικού τραγουδιού» που χρονολογείται από την Δυναστεία των Νότιων Σογκ (1127-1279). Εκτελείται από έναν άντρα και μία γυναίκα που τραγουδούν και χορεύουν παίζοντας ταυτόχρονα ένα γκονγκ και ένα τύμπανο.



Το παραπάνω απόσπασμα από τη νουβέλα της Τσι Λι (池莉, γεν. 1957) «Είσαι ένα ποτάμι» συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Η αυγή αρχίζει στα μισά της νύχτας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος, με πρόλογο και ερμηνευτικές σημειώσεις του Σωτήρη Χαλικιά, ο οποίος μεταφράζει από τα Κινεζικά. Στο ίδιο βιβλίο συμπεριλαμβάνεται και η νουβέλα «Μια βασανισμένη ζωή». 

Στον πρόλογό του ο μεταφραστής αναφέρει μεταξύ άλλων: 

"Αν στην σημερινή Κίνα η δυστυχία των πολλών έχει ως εφαλτήριο τον εξοργιστικό πλουτισμό των λίγων –η προϋπόθεση που θεσπίστηκε από την κομματική και κυβερνητική της ηγεσία, μετά την τραγωδία της «Πολιτιστικής Επανάστασης», ως αναγκαία και ικανή συνθήκη για την συνολική κοινωνική άνοδο–, η σιωπή για τις δραματικές συνέπειες αυτής της κυνικής επιλογής στην καθημερινή ζωή των θυμάτων της αποτελεί ουσιαστικό διακύβευμα για την ομαλή πορεία των πραγμάτων. Σιωπή που την διακόπτουν μόνο, όταν ξεπεραστεί κάθε υποφερτό όριο, οι βίαιες αντιδράσεις όσων δεν αντέχουν άλλο τις θλιβερές συνέπειες της «νέας πορείας». Αντιδράσεις που επιτρέπουν ωστόσο να φανεί το αβυσσαλέο χάσμα που συνεχώς διευρύνεται ανάμεσα στις διάφορες περιοχές της Κίνας, αλλά και στις ομάδες που συγκροτούν τον ολοένα και πιο άνισο ιστό της νέας κοινωνίας της. Κι αν ένας μεγάλος αριθμός των πνευματικών ανθρώπων αυτής της χώρας μοιάζει με τον ένα η τον άλλο τρόπο να έχει αποδεχτεί αυτήν την πραγματικότητα στο όνομα των «εκσυγχρονιστικών» επιτευγμάτων που επιδιώκονται –η αντιδρά μόνο ως προς την υστέρηση που ενδεχομένως παρουσιάζει η εξέλιξη σε σχέση με τα δυτικότροπα, αγγλοσαξωνικά κυρίως, πρότυπά τους–, λίγοι είναι ανάμεσά τους όσοι επικεντρώνουν το έργο τους στις δυσκολίες και τα βάσανα εκείνων που, κατά χιλιάδες, συνεχώς ξεβράζει στην παλιρροική πορεία της η σύγχρονη ετούτη σινική εκδοχή «πρωταρχικής συσσώρευσης».

Αυτή είναι όμως η περίπτωση της Τσι Λι, από την πρώτη της νουβέλα έως σήμερα. Μέσα από την νεορεαλιστική, θα λέγαμε, γραφή της, είναι απολύτως φανερή η θέρμη με την οποία αγκαλιάζει τους βασανισμένους χαρακτήρες των βιβλίων της, επιτυγχάνοντας επιπλέον, με την χαρακτηριστική λιτότητα της έκφρασής της –λιτότητα που πληγώνει ωστόσο βαθιά, καθώς οι λέξεις των κειμένων της μοιάζει να βγαίνουν απ’ τον ιδρώτα και τις πίκρες των ανθρώπων που είναι οι ήρωές τους– αυτό που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να πετύχει η επιδεικτική κομπορρημοσύνη πολλών από τους σύγχρονους συναδέλφους της, τόσο επιφανών όμως στη Δύση. Ίσως αυτό να το οφείλει πάνω απ’ όλα στην ιατρική της πρακτική. Στη διάρκεια, με άλλα λόγια, της εργασίας της ως γιατρού στο Νοσοκομείο της Γουχάν, ενός από τα πιο σημαντικά βιομηχανικά κέντρα της Κίνας, η Τσι Λι γνώρισε από πρώτο χέρι τις νέες συνθήκες ζωής κυρίως των βιομηχανικών εργατών, των ανθρώπων που –για λόγους που μπορούμε τόσο καλά να φανταστούμε– από την μια πλευρά διαθέτουν την περηφάνια των παλιών ιδιοκτητών κι από την άλλη εκφράζουν την θλίψη εκείνων που τους πέταξαν πιά έξω από το σπίτι. Άνθρωποι, δηλαδή, που ως κοινωνική ομάδα αισθάνθηκαν προκαταβολικά τις θύελλες που έρριχνε επάνω στους κατοίκους αυτής μαρτυρικής χώρας η νέα περίοδος της μεταρρύθμισης, προκαλώντας ιδιαίτερη ανησυχία για τη ζωή τους από εδώ και πέρα.

Όπως παλιότερα ο Λού Σουέν, έτσι και τώρα η Λι Τσι πήρε το δρόμο της λογοτεχνίας μέσα από τις εμπειρίες του ιατρικού επαγγέλματός της. Αν ο Λού Σουέν, ωστόσο –μπροστά στην σοβαρότητα της «ψυχικής διαταραχής» που συνιστούσε στο πνευματικό στερέωμά του η παραδοσιακή νοοτροπία των συμπατριωτών του–, θεώρησε απαραίτητο ν’ αφήσει οριστικά στην άκρη την ιατρική πρακτική και να επικεντρωθεί αποκλειστικά στην λογοτεχνική αποστολή του, η Τσι Λι, αντιθέτως, θεώρησε το ιατρικό της λειτούργημα απαραίτητη πηγή και τροφοδότη των βιβλίων της κι έτσι δεν το άφησε ποτέ.

Διαβάζοντας τα κείμενά της –μεστά και συνοπτικά σαν να μην επιτρέπει στον εαυτό της να μακρηγορήσει όταν πρόκειται για την αθλιότητα που οφείλει κλινικά σχεδόν να περιγράψει– έχεις έντονα την ακόλουθη αίσθηση: ιδού η αληθινή ζωή σ’ αυτήν την τόσο ιδιαίτερη περίοδο της χώρας που μόλις δύο δεκαετίες πριν αποτέλεσε το πεδίο του πιο ριζοσπαστικού εγχειρήματος κοινωνικής ισότητας, για να μετατραπεί στις μέρες μας σε μια από τις πιο βάρβαρα άνισες κοινωνίες. Κείμενα ωστόσο που στην κάθε τους γραμμή σε κάνουν να συγκινηθείς απ’ το οικείο, το απλό, το τραγικό, το ελαφρύ στοιχείο που έχει η ίδια η ζωή, νιώθοντας παράλληλα τη ζεστασιά της, όπως την ένιωσε, πρώτη απ’ όλους, η συντάκτριά τους. Με λίγα λόγια η Τσι Λι, από τη μια πλευρά παρατηρεί προσεχτικά τη ζωή των ανθρώπων για τους οποίους αποφάσισε να μας μιλήσει, από την άλλη όμως μιλάει η ίδια μέσα από τα σωθικά της κατορθώνοντας έτσι να αγγίξει τις καρδιές και όσων την διαβάζουν, με τρόπο που γεφυρώνει αντιλήψεις κι εμπειρίες. Όπως ρητά έχει δηλώσει η ίδια, παίρνοντας τις αποστάσεις της από μια ορισμένη οπτική: «η ζωή που είναι μπροστά μας σήμερα δεν είναι η ζωή που βρίσκεις στην επιφανή λογοτεχνία»".