George Le Nonce, Νεκρὴ Φύση
[ΙI. Κιβώτιο]
Συνάντηση παλαιῶν συμμαθητῶν
Πῶς πέρασαν τὰ χρόνια, σκεφτόμουν καθὼς κοίταζα
τὸ ξεφτισμένο βελοῦδο τῶν ἐπίπλων
τὶς σπασμένες χάντρες τοῦ πολυελαίου
καὶ τὶς φθαρμένες κορνίζες τῶν πινάκων.
Τὸ σῶμα καὶ τὸ πρόσωπο εἶναι ἀλλιῶς:
Μιθριδάτης κάθε μέρα στὸν καθρέφτη
ἀναπτύσσεις κάποιου εἴδους τυφλὴ ἀνοσία
γι᾽ αὐτὸ σὲ προσβάλλει τόσο ἡ θέα
ὁμηλίκων ποὺ εἶχες χρόνια νὰ δεῖς.
Τὰ ὡραῖα ἐρείπια τῆς καθημερινότητας
εἶναι τὰ μόνα ἀξιόπιστα πειστήρια
αὐτὰ ποὺ ποτὲ δὲν θὰ ἔχεις λεφτὰ νὰ μπαλώσεις
καὶ πάντα θὰ σοῦ θυμίζουν πῶς ἤσουν μιὰ
φορά.
[VI. Βρικόλακας]
Ἡ ἀνθρώπινη φύση
Μὲ βλέπετε. Σᾶς μοιάζω. Ἐκ πρώτης ὄψεως δὲν φαίνεται τί εἶμαι:
κρίνοντας ἀπὸ τὰ φαινόμενα, θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθεῖ κανεὶς πὼς εἶμαι ἕνας ἀπὸ
ἐσᾶς, ἀνθρώπινος. Οἱ πιὸ ἐπιπόλαιοι θὰ μπορούσατε πράγματι ἀκόμη καὶ πὼς εἶμαι
ἄνθρωπος νὰ πεῖτε. Δὲν ἔχετε μάτια γιὰ νὰ δεῖτε ἐνώπιόν σας τὸν βρικόλακα, δὲν
ἔχετε νοῦ γιὰ νὰ τὸν ξεχωρίσετε. Μόνο τὰ πλάσματα τῶν μύθων ἀναγνωρίζετε, μόνο
τὰ τέρατα τῶν ξοφλημένων μυθοπλασιῶν σας. Πλανημένοι, ἐθελότυφλοι καὶ
ἐθελόδουλοι, αὐτὴ εἶναι ἡ φρικτὴ φύση σας, τὴν γνωρίζω, τὴν γνωρίζω καλά, κανεὶς
δὲν γνωρίζει τὴν ἀνθρώπινη φύση καλύτερα ἀπὸ ἐμένα.
Γιατὶ αὐτὴ ἦταν κάποτε καὶ ἡ δική μου φύση. Πρὶν ἀπὸ αἰῶνες
πολλούς. Μὰ δὲν τὴν ἀνέχθηκα. Τῆς ἀντιτάχθηκα. Τὴν διέλυσα. Θέλησα νὰ τὴν
ἐξαφανίσω καὶ νὰ ἐξαφανισθῶ. Καὶ ἐξακολουθῶ νὰ πιστεύω, ἀκόμη καὶ τώρα ποὺ ἡ
φύση μου ἄλλαξε ὡς ἐκ τοῦ μαύρου θαύματος ποὺ θὰ σᾶς διηγηθῶ, ὅτι δὲν ἀξίζει νὰ
ζεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Εἶναι καταδικασμένο, ἀξιολύπητο, δυστυχισμένο. Εἶναι
ἄδικη ἡ ἀνθρώπινη φύση. Κι ἐγὼ εἶμαι ὁ διώκτης της. Τὴν καταδιώκω τὴ φύση σας,
ὅπου τὴν πετύχω ζωντανή. Καὶ τὸ γένος σας, σὰν φιλεύσπλαγχνος δαίμονας, τὸ
ἐξολοθρεύω. Ἂν ὑπῆρχε θεός, τὸ ἴδιο ἀκριβῶς θὰ ἔπραττε καὶ αὐτός, θὰ σᾶς
ἐξαφάνιζε, ὁ παντελεήμων.
Ὅ,τι ξέρετε γιὰ μένα καὶ γιὰ τὸ γένος μου εἶναι ψέμμα. Μὴν
ἐκπλήσσεσθε, εἶναι ἴδιον τῶν ἀνθρώπων ἡ ἐθελοτυφλία ἀπέναντι στὰ ψεύδη ποὺ τοὺς
ὁρίζουν, αὐτὸ τοὐλάχιστον θὰ μπορούσατε νὰ τὸ ἔχετε ἀντιληφθεῖ. Σὰν σὲ παιδιὰ
ἀφελῆ καὶ ἀμαθῆ θὰ σᾶς μιλήσω. Μὲ λόγια ἁπλά, καθὼς ἁπλοὶ εἶσθε οἱ
ἄνθρωποι.
Θὰ σᾶς τὰ ἱστορήσω ἀπὸ τὴν ἀρχή. Νὰ μάθετε πῶς ἔφτασα ὣς ἐδῶ.
Ὄχι πῶς νὰ φυλαχθεῖτε, ἐλπίζω πὼς ἀκόμη κι ἐσεῖς θὰ καταλάβετε ὅτι δὲν ὑπάρχει
τρόπος νὰ φυλαχθεῖ κανεὶς ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ βρικόλακα. Νὰ μάθετε πῶς νὰ μὲ
ἀκολουθήσετε, πῶς νὰ σωθεῖτε, αὐτὸ πρέπει. Γιατὶ αὐτὸ μόνο τὸ μάθημα πῆρα κι ἐγὼ
ὅλους αὐτοὺς τοὺς αἰῶνες, πὼς μόνο τοῦτο εἶναι τὸ ἀντίδοτο τοῦ φόβου ποὺ
καταστρέφει καὶ καταστέλλει τοὺς ἀνθρώπους: ὄχι νὰ φυλάγεται κανεὶς καὶ νὰ
προσπαθεῖ νὰ προστατεύσει μιὰ ζωὴ ἐξ ὁρισμοῦ χαμένη, ἀλλὰ νὰ παραδίδεται καὶ μὲ
λατρεία νὰ ἀκολουθεῖ τὸν δρόμο τοῦ δολοφόνου του, τὸν μόνο δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ
πραγματικὰ κάπου. Ἀκόμη κι ἂν δὲν μιλᾶμε γιὰ βρικόλακες καὶ τέτοια μεταφυσικά,
ἄλλες ἐπιλογὲς δὲν ὑπάρχουν, ὅσοι εἶχαν μυαλὸ πάντα τὸ γνώριζαν, ἀκόμη καὶ οἱ
θεολόγοι.
Θὰ σᾶς παρουσιάσω, λοιπόν, τὴν πραγματικὴ ὁδὸ τῆς σωτηρίας
σας. Δὲν χρειάζονται ἅλματα, δὲν χρειάζεται φαντασία, οὔτε πίστη. Μόνο τὰ
γεγονότα θὰ χρειαστεῖ νὰ ἐξετάσετε. Καὶ ἡ γνώση θὰ σᾶς ὁδηγήσει. Ἡ ἱστορία μου
ἔχει κάποιο ἐνδιαφέρον, παρὰ τὴν ἔλλειψη ἐκπλήξεων καὶ ἀνατροπῶν. Θὰ σᾶς τὴν πῶ,
καὶ θὰ ἐκτιμήσετε κι ἐσεῖς, ὅσοι τοὐλάχιστον ἀντέχετε, τὴν ζωογόνο δύναμη τῆς
ἀφήγησης.
[VIΙ. Ἐλιξήριο]
Τρόμος
Φιλῆστε με, φιλῆστε με μὲ πάθος!
Τὸ σάπιο στόμα μου
μὴ σᾶς τρομάζει, τὸ γέμισαν
βαμβάκι μυρωμένο.
Ἔρχονται οἱ μητέρες, ὅλες γρηὲς κυρτὲς
ἀποστεωμένες, μιὰ μακριὰ σειρὰ μητέρες
ντροπιασμένες, σέρνουν τοὺς γιούς τους
μὲ ἁλυσίδα περασμένη στὸν λαιμό, οἱ γιοὶ
μὲ σκυφτὴ περηφάνεια ἀκολουθοῦν,
οἱ Γιώργηδες, ὅλοι ἁλυσοδεμένοι
μὲ αἵματα, μὲ τραύματα, μὲ χαίνουσες πληγὲς
μὲ ἕλκη νὰ κατατρῶν τὰ εὐσταλῆ τους σώματα
ἡττημένοι, τ᾽ ἄλογά τους βορὰ τοῦ δράκου,
τὰ ξίφη τους σπασμένα, οἱ πανοπλίες διαλυμένες,
καὶ ἡ ξηρασία νὰ ἁπλώνεται στὴ χώρα.
Οἱ μητέρες τοὺς ἀποθέτουν στὰ πόδια μου
ἄλαλους, γυμνούς, αἱμάσσοντες
καὶ βακχευμένες ὠρύονται
καλύτερα νὰ μὴ σὲ εἶχα γεννήσει
νὰ ξέσκιζες μὲ τὰ νύχια σου τὴ μήτρα μου
κι οἱ δυὸ νὰ σκοτωνόμασταν ὅσο ἦταν καιρός,
παρὰ ἐτούτη ἡ μαύρη μοίρα.
Φιλῆστε με ὅλοι
οἱ πτοημένοι.
Δὲν εἶμαι
ὀμίχλη, καπνός, σκόνη πιά,
ἔγινα σῶμα ἀνθρώπινο –
στεγνὸ σῶμα
ἀλλὰ ἀνθρώπινο, μὲ ἐπιθυμίες
καὶ αἰσθήσεις.
Γιώργηδες ὄχι ἅγιοι, Γιώργηδες
τῆς κολάσεως.
Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του George Le Nonce (γεν. 1967) Νεκρή Φύση, που κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 2016 σε συλλεκτική έκδοση από τις Εκδόσεις Bibliotheque. Το πρώτο βιβλίο του, Ο Εμονίδης, κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος. Το προσωπικό ιστολόγιο του George Le Nonce μπορείτε να το βρείτε εδώ.