[...]
Είχε
ανοίξει τα μάτια κατά λάθος, χωρίς να
σκεφτεί πόσο δύσκολο θα ήταν να φωτίσει
εκείνο τον ζοφερό τετράγωνο
χώρο και την απαγωγέα που τον καθάριζε
σαν απλή νοικοκυρά. Ήθελε να μην χρειαστεί
να αναρωτηθεί για άχρηστα θέματα, αλλά
ήταν ήδη πέρα από τις δυνάμεις της, καθώς
βρισκόταν στο κουβάρι του αγνώστου,
υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει κάτι που
δεν μπορούσε να λύσει. Να δει τα πράγματα
του κόσμου, το σκοτεινό και το φωτεινό
να πλέκονται και να ξεπλέκονται, έναν
σωρό από πράγματα που καταλαμβάνουν
μια θέση μέσα στη θεατρινίστικη σύνθεση
του drag queen Θεού της φίλης της της Αν
–εκείνη τι θα έλεγε όταν αντιλαμβανόταν
την εξαφάνισή της; Και η Φιόρε; Η Νατάλια;
Η Αναλία; Η Χίμε;– τα μάτια της καίγανε
σαν να είχε πυρετό. Κάποια πράγματα δεν
ήθελε να τα βλέπει και να της κάνουν
κακό, αλλά πόσο σοβαρή μπορεί να ήταν η
κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει; Η
απάντηση προμήνυε μια καινούρια δυσκολία· έναν
κόμπο στο κενό του λαιμού της. Το σώμα
που σφουγγάριζε το πάτωμα στάθηκε και
την κοίταξε, ή έτσι νόμισε εκείνη, παρότι
με κόντρα το φως δεν μπόρεσε να δει παρά
μια φιγούρα που έμοιαζε με τη νύχτα.
‒ Αν
ξύπνησες, σήκω.
Η
Φερνάντα, με το δεξί της μάγουλο
τσαλακωμένο στο ξύλο, έσκασε άθελά της
ένα κοφτό γέλιο για το οποίο μετάνιωσε
αμέσως μετά, μόλις το άκουσε και μπόρεσε
να συγκρίνει τον θόρυβο των ενστίκτων
της με το κλάμα της νυφίτσας. Κάθε
δευτερόλεπτο που περνούσε καταλάβαινε
καλύτερα τι της συνέβαινε και η αγωνία
της αυξανόταν κι απλωνόταν στον χώρο
μέσα στο μισοσκόταδο σαν να σκαρφάλωνε
στον αέρα. Προσπάθησε να καθίσει, αλλά
οι λιγοστές της κινήσεις θύμιζαν ψάρι
που σπαράζει πάνω στους ίδιους του τους
φόβους. Αυτή η τελευταία αποτυχία την
ανάγκασε να αναγνωρίσει τη γελοιότητα
του σώματός της που τώρα ήταν σε στάση
σκουληκιού και της προκάλεσε ένα σπαστικό
γέλιο που αδυνατούσε να ελέγξει.
‒ Τι
γελάς; ρώτησε η ζωντανή σκιά, αν και
χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον, καθώς
έστυβε τη σφουγγαρίστρα για χόμπιτ στη
σκιά ενός κουβά.
Η
Φερνάντα συγκέντρωσε τη δύναμη της
θέλησής της για να σταματήσει το ξέφρενο
γέλιο που την είχε κυριεύσει και όταν
επιτέλους μπόρεσε να συνέλθει, ντροπιασμένη
για το πόσο ανήμπορη ήταν να δαμάσει
τις αντιδράσεις της, θυμήθηκε ότι είχε
φανταστεί τον εαυτό της στο πάτωμα με
ένα μπλε ελεκτρίκ φόρεμα, σαν σύγχρονη
εκδοχή μιας απαχθείσας Τουίγκι –top
model always diva ακόμα και σε ακραίες καταστάσεις–
και όχι με τη στολή του σχολείου που
φορούσε στην πραγματικότητα· ζεστή,
φρεσκοσιδερωμένη και με μυρωδιά
μαλακτικού. Η
απογοήτευση είχε τη μορφή καρώ φούστας
και λευκής μπλούζας με λεκέδες από
κέτσαπ.
‒
Sorry,
Μις Κλάρα. Αλλά δεν μπορώ να κουνηθώ.
Το
σώμα ακούμπησε τη σφουγγαρίστρα στον
τοίχο και, σκουπίζοντας τα χέρια στα
ρούχα επίδοξης μοναχής, βάδισε προς το
μέρος της· αναδύθηκε
από τις σκιές που όξυνε το σκληρό φως,
το οποίο αποκάλυπτε το ροδαλό δέρμα
ξεπουπουλιασμένου πελεκάνου. Η Φερνάντα
στύλωσε το βλέμμα στο ωοτόκο πρόσωπο
της καθηγήτριάς της σαν να ήταν ζωτικής
σημασίας αυτή η στιγμή-μεγεθυντικός
φακός, κατά την οποία μπόρεσε να δει
μερικές γαλάζιες φλέβες, που ποτέ άλλοτε
δεν είχε παρατηρήσει, στα μάγουλά της.
Αλήθεια αυτές οι μαλακίες μόνο στα πόδια
δε βγαίνουνε; αναρωτήθηκε όταν ξαφνικά
δυο υπερβολικά μακριά χέρια τη σήκωσαν
από το πάτωμα και την έβαλαν να καθίσει.
[...]
Μετάφραση από τα Ισπανικά: Ιφιγένεια Ντούμη
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημα της Μόνικα Οχέδα Mandíbula, που μόλις κυκλοφόρησε σε μετάφραση Ιφιγένειας Ντούμη από τις εκδόσεις Σκαρίφημα. Όπως μας πληροφορεί μια σημείωση στο αυτί του βιβλίου, «mandíbula» σημαίνει «σιαγόνα», «γνάθος», «σαγόνι», «μασέλα», «χηλή», «δαγκάνα» και «αρπάγη».
Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης επίσης διαβάζουμε: «Η Μόνικα Οχέδα μια ανερχόμενη 32χρονη συγγραφέας και ποιήτρια από το Εκουαδόρ, αυτή τη μικρή χώρα της Λατινικής Αμερικής με τις μεγάλες αντιθέσεις και ανισότητες, συνθέτει μια συναρπαστική ιστορία για τον φόβο, ο οποίος μπορεί να παίρνει πολύ αθώες μορφές.
Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης επίσης διαβάζουμε: «Η Μόνικα Οχέδα μια ανερχόμενη 32χρονη συγγραφέας και ποιήτρια από το Εκουαδόρ, αυτή τη μικρή χώρα της Λατινικής Αμερικής με τις μεγάλες αντιθέσεις και ανισότητες, συνθέτει μια συναρπαστική ιστορία για τον φόβο, ο οποίος μπορεί να παίρνει πολύ αθώες μορφές.
Μια κοριτσοπαρέα στην ηλικία της εφηβείας παίζει ακραία και επώδυνα σωματικά και ψυχολογικά παιχνίδια, αντιδρώντας στο αυστηρό καθεστώς του σχολείου τους, το οποίο διευθύνει το σκοταδιστικό τάγμα Opus Dei της Καθολικής Εκκλησίας. Επηρεασμένες από τις ιστορίες τρόμου που διαβάζουν στο Ίντερνετ, οι κοπέλες πειραματίζονται με τις αντοχές τους, στη σκιά της Μητέρας, της Δασκάλας και του Φόβου, μέσα στο ηφαιστειακό, καταπράσινο και υγρό περιβάλλον του Εκουαδόρ».
Το Mandíbula είναι το πρώτο βιβλίο της Μόνικα Οχέδα που κυκλοφορεί στα Ελληνικά.