[...] |
Είχε πει εκείνη, τη στιγμή εκείνη: |
‘Με χτυπά ο ήλιος στα μάτια και δακρύζω’, |
Αλλά, δεν πήγε λίγο πιο εκεί, λίγο παραπέρα, για να μη τη χτυπά ο ήλιος στα μάτια και δακρύζει και που, τόσους χρόνους τώρα, τη χτυπά από το παράθυρο ο ήλιος στα μάτια, |
Είχε πει αυτό για τον ήλιο στα μάτια της, |
Το είχε πει, |
Αποτυπωμένο στα φωτογραφημένα χείλη της είναι, |
Το βλέπει, το ακούει, |
Το είχε προφέρει σαν μία μακρόσυρτη άτονη λέξη ‘μεχτυπαοηλιοςσταματιακαιδακρυζω’, |
Σαν για να κάνουν πιο γρήγορα, |
Σαν γιατί είχε κουραστεί, |
Σαν για να επιστρέψουν, |
Σαν γιατί κρύωνε, |
Σαν, |
Όχι, δηλαδή, για να δείξει πιο όμορφη στα δικά του μάτια ή στη φωτογραφία που θα την απαθανάτιζε, |
Όχι, όχι, |
Αυτό θα το ένιωθε αμέσως και δεν θα είχε δώσει τόσο από τη ζωή του σε οκτώ λέξεις, |
Ναι, θα το είχε νιώσει αυτό, |
Αλλά επειδή κάτι άλλο εννοούσε λέγοντας ‘με χτυπά ο ήλιος στα μάτια και δακρύζω’ |
Κάτι άλλο, |
Κάτι άλλο που χρόνια τώρα ψάχνει, |
Κάτι που τότε δείλιασε και δεν ρώτησε, |
Κάτι που ποτέ δεν έμαθε αφού δεν ρώτησε, |
Κάτι που δεν του δόθηκε δεύτερη ευκαιρία να ρωτήσει, |
Κάτι που δεν, |
Μάλλον σάστισε, |
Μάλλον αισθάνθηκε μετέωρος, |
Ένας ίλιγγος, μια ζάλη, μια σκοτοδίνη, |
Και αυτοστιγμεί, |
Ν’ αναβάλει την ερώτηση, |
Να την ξεχάσει, |
Να μην ακούσει την απάντηση, |
Να μην τον αδράξει η αντάρα, το πανδαιμόνιο, ο ορυμαγδός, |
Να φύγει, |
Να ξεφύγει, |
Να μην, |
Δεν θυμάται άλλωστε ούτε και τον ήλιο που την έκανε να δακρύσει ή που εκείνη νόμισε ή που προφασίστηκε, |
Γιατί δεν είχε ήλιο, |
Σούρουπο πάντα θυμάται, δεν θυμάται ήλιο –καθόλου μάλιστα-, |
Σούρουπο σταχτί, συννεφιασμένο –αποτυπωμένο κι αυτό-, |
Ίσως και ψιλόβροχο, |
Αδιόρατο ψιλόβροχο, |
Ίσως, |
Θρυμματισμένες σταγόνες, |
Ίσως, |
[...] |