Ανδρέας Κεντζός, Κρίση

Caravaggio, Giuditta e Oloferne, 1599

Πρώτη φορά τον έβλεπα τόσο σκεφτικό. Και μιλάμε γι’ άνθρωπο που ήξερε να είναι ψύχραιμος στα δύσκολα, έναν άνθρωπο με αυτή την ειδικότητα θα μπορούσε να πει κανείς. Πριν μερικά χρόνια είχε τύχει να γνωρίσω σε μια εκδήλωση του Πολεμικού μουσείου έναν συμπολεμιστή του, ίσως τον τελευταίο εν ζωή. «Δεν μπορείς να φανταστείς», μου είπε το γερόντιο, «πόσο μ’ εκνεύριζε που τον έβλεπα να χαμογελάει όταν οι οβίδες πέφτανε γύρω μας βροχή». Αλλά και στην ειρήνη, όπου τα πράγματα μπορεί να είναι δυσκολότερα αφού ο εχθρός είναι πολλές φορές αόρατος, είχε την ίδια στάση. Μισόν αιώνα παντρεμένος με τη γυναίκα του και ούτε που δάκρυσε στην κηδεία της. «Λες και θάβει το σκυλί του», είπαν μερικοί. Την επομένη έμεινε όλη μέρα κλεισμένος σπίτι του και τη μεθεπομένη (θα ήταν ψέμα να πω ότι δεν το περίμενα) μου τηλεφώνησε να πάμε για φαγητό. Καταλήξαμε να δοκιμάζουμε κρασιά σε μια από αυτές τις μοντέρνες ταβέρνες που γράφουν απ' έξω «οινοθήκη», και να μιλάμε για ταξίδια. Με τη γνωστή τόλμη ή απερισκεψία που σου δίνει το οινόπνευμα, τον ρώτησα πώς είναι τώρα χωρίς τη σύντροφο. «Τυχερή αυτή που ησύχασε, τυχεροί κι εμείς που πάμε γι’ άλλα», μου είπε κλείνοντας το μάτι και άρχισε να μιλάει για τη φυσικοθεραπεύτρια που τον βοηθούσε να ξεπεράσει κάτι πόνους στη μέση, προβλήματα των ψηλών, όπως του άρεσε να λέει. Και κατέβαζε το κρασί σαν να ήταν νερό. Κάποια στιγμή μου ήρθε να του πω να κόψει λίγο φόρα, μην πάθει τίποτα στην ηλικία του, αλλά εντέλει δεν είπα τίποτα. Ας πιει όσο θέλει, σκέφτηκα, δεν είναι μικρό παιδί. Ας πιει όσο θέλει, ξανασκέφτηκα, και αν είναι τώρα η ώρα του θα φύγει ευτυχισμένος. Κάπου πρέπει να είχε δει φωτογραφίες από το Ντουμπάι και το Αμπού Ντάμπι. Μιλούσε γι’ αυτά τα μέρη μ’ ενθουσιασμό. Μου πρότεινε να πάμε μαζί, «να δούμε τους ουρανοξύστες και την έρημο». Γέλασα. «Ωραία τα λες», του είπα, «εσύ έχεις τη σύνταξή σου και όλο τον χρόνο του κόσμου να κάνεις ό,τι θέλεις». Με κοίταξε αυστηρά. «Κι εσύ δεν είσαι σκλάβος», μου είπε, «πάρε ένα πενθήμερο άδεια και φύγαμε». Ήθελε να με τσιγκλήσει, ήξερε ότι κάτι τέτοιο ήταν σχεδόν αδύνατο, δεν ήταν η πρώτη φορά που το συζητούσαμε. Ο προϊστάμενός μου ήταν ένας πραγματικός τύραννος που μου έκανε το βίο αβίωτο εκμεταλλευόμενος την απέχθεια που τρέφω για την παραμικρή αντιπαράθεση και σύγκρουση. «Πες του να πάει να γαμηθεί», με συμβούλευε διαρκώς ο καλός μου φίλος, «και θα δεις μετά πώς θα σε σέβεται ο μαλάκας- αφού σε χρειάζεται». Και δεν είχε άδικο αλλά κάθε φορά που πήγαινα ν’ αντιμιλήσω τα λόγια μου κολλούσαν στο λαρύγγι- και τελικά έμενα σιωπηλός ή απαντούσα «μάλιστα». Εκείνο το βράδυ τον είχα αποχαιρετήσει μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά. Δεν ξέρω γιατί- ίσως να ήμουν επηρεασμένος από τον θάνατο του παππού και της γιαγιάς μου, οι οποίοι πέθαναν με διαφορά ούτε μισό μήνα μεταξύ τους, πρώτα εκείνη και ύστερα αυτός. Μέσα μου μια φωνή μου έλεγε ότι δεν θα τον ξαναδώ. Αλλά η φωνή έκανε λάθος. Μεγάλο λάθος αν σκεφτεί κανείς ότι από τότε έχουν περάσει ούτε λίγο ούτε πολύ δυο χρόνια.

Αυτός είναι πλέον ο τρίτος χρόνος. Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει, δεν πάνε και πολύ καλά. Η αλήθεια να λέγεται, δεν πάνε καθόλου καλά. Στο δρόμο ακούς να μιλούν για κρίση και βλέπεις την αγωνία για το μέλλον ζωγραφισμένη στο πρόσωπο όλων των ανθρώπων, μεγάλων και μικρών. Το μόνο καλό είναι ότι έχουν αρχίσει ν’ απολύουν τους προϊστάμενους (ή στην καλύτερη περίπτωση να τους υποβαθμίζουν σε απλούς υπαλλήλους) επειδή κοστίζουν και αυτό έχει κυριολεκτικά μεταμορφώσει τον προϊστάμενό μας. Από τύραννος έχει γίνει ένα άκακο παιδάκι που μπορούμε να το κάνουμε ό,τι θέλουμε. Τώρα πια δίνει εντολές ξεκινώντας με το «σε παρακαλώ» και ταυτόχρονα σε κοιτάζει μ’ ένα βλέμμα όλο αγωνία φοβούμενος τυχόν αρνητική αντίδραση. Ομολογώ ότι στην αρχή είχα μπει στον πειρασμό να τον στείλω στο διάβολο, έτσι για να το ευχαριστηθώ, αλλά τελικά τον λυπήθηκα και δεν το έκανα. Φοβήθηκα μην καταρρεύσει μπροστά μου και αν υπάρχει κάτι που απεχθάνομαι πάνω απ’ όλα είναι οι σκηνές που σε φέρνουν σε αμηχανία μπροστά σ’ ένα σωρό κόσμο, στο γραφείο ή στον δρόμο. Τι αξία έχει άλλωστε να πατάς έναν πεσμένο άνθρωπο; Στις εταιρείες πλέον δεν υπάρχει πυραμίδα. Υπάρχει μόνο κορυφή και βάση. Κορυφή είναι το υπέρτατο ον που διοικεί και βάση όλοι εμείς. Απ’ όσο καταλαβαίνω, το υπέρτατο ον στην ουσία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να δίνει την εντολή «αυξήστε τα έσοδα». Από εκεί και πέρα εναπόκειται σε όλους εμάς να βρούμε τον τρόπο- αν δεν θέλουμε να κλείσει η εταιρεία που μας δίνει το ψωμί μας. Και μπορεί να φαίνεται απλή αυτή η εντολή αλλά στην καθημερινότητα είναι βουνό η εφαρμογή της. Ίσως γιατί κανείς δεν πιέζει κανέναν και είμαστε όλοι ελεύθεροι να κάνουμε ή να μην κάνουμε αυτό που πρέπει. Υπό αυτές τις νέες συνθήκες μπορώ να πάρω άδεια όποτε θέλω και η αλήθεια είναι ότι δεν μου έχει φύγει από το μυαλό εκείνο το ταξίδι στο Ντουμπάι και το Αμπού Ντάμπι, για το οποίο εκείνος μου είχε μιλήσει με τόση θέρμη.

Αποφάσισα να περάσω από το σπίτι του για να του ανακοινώσω ότι μπορούσα να το κανονίσω στη δουλειά ώστε να είμαι διαθέσιμος για τρεις-τέσσερις ημέρες. Και αν δεν έφταναν για Ντουμπάι ή Αμπού Ντάμπι, μπορούσαμε να πάμε αλλού. Χτύπησα πολλές φορές μέχρι να μου ανοίξει. Μου είπε ότι δεν άκουγε γιατί ήταν στο μπάνιο αλλά δεν πείστηκα. Από το ύφος του κατάλαβα ότι δεν ήθελε να δει κανέναν. Μου το παραδέχτηκε άλλωστε λίγο αργότερα όταν καθίσαμε στο σαλόνι. Σκέφτηκα τότε μήπως ήταν καλύτερα να σηκωθώ να φύγω με μια βολική και για τους δυο μας δικαιολογία. Δεν μου έκανε όμως καρδιά να τον αφήσω πάλι ολομόναχο και αποφάσισα να μείνω. Αποφάσισα επίσης να μην του κάνω λόγο γι’ άδειες και ταξίδια, όπως είχα σχεδιάσει. Παρέμεινα σιωπηλός περιμένοντας να μιλήσει εκείνος πρώτος. Όμως εκείνος δεν μιλούσε, βυθισμένος όπως ήταν αληθινά μέσα στις σκέψεις του. Και δεν φαινόταν διατεθειμένος να μιλήσει καθόλου. Πρόσεξα τότε στο τραπέζι απλωμένα μερικά αποκόμματα εφημερίδων και πιάστηκα από εκεί για ν’ αρχίσω εγώ κουβέντα. Μου απάντησε ότι προσπαθούσε να είναι ενημερωμένος γιατί με τούτη την κρίση τα δεδομένα αλλάζουν από τη μια ημέρα στην άλλη και δεν έχεις ιδέα τι θα σου ξημερώσει, πράγμα ιδιαίτερα εκνευριστικό. Βλέποντάς με να συμφωνώ πήρε φόρα και μου διάβασε τις φράσεις που είχε υπογραμμίσει στα αποκόμματα. «Θα μου πει κανείς τι συμβαίνει σε τούτο το κράτος», κατέληξε συγχυσμένος, «λεφτά υπάρχουν ή όχι;». Του είπα ότι στη συγκεκριμένη ερώτηση ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος μπορούσαμε να δώσουμε απάντηση. «Τουλάχιστον να μάθουμε μέχρι πότε θα είμαστε έτσι». Σήκωσα τους ώμους και κατάλαβε. «Σκατά», είπε.

Δεν έμεινε όμως για πολύ ακόμα σκεφτικός. Ξαφνικά είδα το βλέμμα του να λάμπει, σαν να θυμήθηκε κάτι καλό και σημαντικό. «Περίμενε λίγο», μου είπε και με παράτησε στο σαλόνι να σκέφτομαι πώς τα κατάφερνε στην ηλικία του να κινείται τόσο γρήγορα. Κάποιο μυστικό θα έχει, έλεγα στον εαυτό μου μισοαστεία μισοσοβαρά, και αν είσαι καλό παιδί μπορεί να σου το πει και σένα μια ωραία ημέρα. Εντέλει επέστρεψε κρατώντας ένα σιδερένιο κουτί, το οποίο τοποθέτησε τελετουργικά πάνω στο τραπέζι. «Ό,τι και να γίνει», μου είπε, «εμείς οι δυο δεν πρόκειται να πεθάνουμε από την πείνα». Πάει κι αυτός, σκέφτηκα στην αρχή, τρελάθηκε. Γιατί μέσα στο κουτί ήταν ένα βαλσαμωμένο κεφάλι. Κοίταξα τον φίλο μου όσο πιο ήρεμα μπορούσα. «Ξέρω τι σκέφτεσαι», χαμογέλασε εκείνος, «αλλά εδώ δεν έχουμε ένα συνηθισμένο κεφάλι». Και πάλι δεν καταλάβαινα τίποτα. «Η αυτού μεγαλειότης», αναφώνησε, «ο Ερρίκος ο Δ΄ της Γαλλίας».

Κοίταζα το κεφάλι σαν χαζός όσο εκείνος μιλούσε. Και τι δεν έλεγε- πώς έζησε και πέθανε ο βασιλιάς, πώς θάφτηκε και ξεθάφτηκε, πώς κόπηκε το κεφάλι και βρέθηκε σήμερα μαζί μας εδώ- ολόκληρη ιστορία που μια άλλη στιγμή ίσως θα ήταν ωραία να πιάσω να καταγράψω. «Λέω να πάμε ένα ταξίδι στη Γαλλία να το πουλήσουμε», μου πρότεινε στο τέλος, «θα βγάλει καλά λεφτά, δε νομίζεις;». Πραγματικά δεν ήξερα τι να του πω, δεν είχα ιδέα από τέτοια πράγματα. Ξανακοίταξα το κεφάλι μέσα στο κουτί. Φαινόταν άριστα διατηρημένο παρά τους αιώνες που είχαν περάσει από πάνω του. Μπορεί να είχε δίκιο. Δεν τον άκουγα πια- σκεφτόμουν σ’ εκατό ή διακόσια χρόνια από τώρα δυο τύπους να προσπαθούν να σωθούν πουλώντας το κεφάλι ενός προέδρου δημοκρατίας, ενός πρωθυπουργού.



Ο Ανδρέας Κεντζός γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή Συγκεκριμένα ποιήματα. Η Logotexnia21 τον ευχαριστεί πολύ για την άδεια να δημοσιεύσει στις σελίδες της το παραπάνω ανέκδοτο διήγημά του. Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε επίσης να διαβάσετε 9 ανέκδοτα ποιήματα του Ανδρέα Κεντζού, όπως επίσης και το ανέκδοτο διήγημά του «Τριλογία».


© Logotexnia 21 + Andreas Kentzos

Фёдор Достоевский, Υπόγειο

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Λιθογραφία του Β. Δ. Φαλαζίεφ, 1921
[Απόσπασμα]

Είμαι ένας άνθρωπος άρρωστος… Ένας κακός άνθρωπος. Άνθρωπος αποκρουστικός. Νομίζω ότι πάσχω από το συκώτι μου. Εδώ που τα λέμε, δεν σκαμπάζω γρυ σχετικά με την αρρώστια μου και σίγουρα δεν ξέρω από τι πάσχω. Δεν ακολουθώ καμιά θεραπεία και ποτέ δεν νοσηλεύτηκα για κάτι, παρότι τιμώ και την ιατρική και τους γιατρούς. Επιπλέον, είμαι δεισιδαίμων, στο έπακρον∙ εντάξει, τόσο όσο να εκτιμώ την ιατρική. (Είμαι αρκετά μορφωμένος για να είμαι δεισιδαίμων, μα είμαι δεισιδαίμων). Όχι, δεν θέλω να τρέχω για γιατρειές, από κακία. Όμως εσείς αυτό, σίγουρα, δεν το καταλαβαίνετε. Εγώ ωστόσο το καταλαβαίνω. Εννοείται ότι δεν θα μπορέσω να σας εξηγήσω ποιον ακριβώς, εν τοιαύτη περιπτώσει, θα κακοκαρδίσω με την κακία μου∙ γνωρίζω πολύ καλά ότι τους γιατρούς δεν πρόκειται να τους «βλάψω» με το να μην τους ζητάω να με κάνουν καλά∙ ξέρω καλύτερα από τον καθένα ότι μόνο τον εαυτό μου θα βλάψω έτσι, κανέναν άλλο. Παρ’ όλα αυτά, αν δεν θέλω να θεραπευτώ, είναι από κακία. Το συκώτι πονάει, άσ’ το λοιπόν να πονέσει ακόμα περισσότερο!

Ζω έτσι εδώ και πολύ καιρό − είκοσι χρόνια. Τώρα είμαι σαράντα. Παλιότερα εργαζόμουνα σε μια υπηρεσία, τώρα δεν εργάζομαι πια. Ήμουν ένας χολωμένος δημόσιος υπάλληλος. Ήμουν άξεστος κι έβρισκα ευχαρίστηση σ’ αυτό. Ξέρετε, δεν λαδωνόμουνα, άρα, όφειλα να επιβραβεύω με κάποιον τρόπο τον εαυτό μου. (Ατυχές ευφυολόγημα∙ αλλά δεν θα το απαλείψω. Το έγραψα νομίζοντας ότι θα είναι πολύ ευφυές∙ τώρα όμως που είδα πως ήθελα μόνο να κομπάσω ελεεινά, εσκεμμένα δεν το απαλείφω!) Όταν στο γραφείο που καθόμουνα πλησίαζαν διάφοροι με τις αιτήσεις τους ανά χείρας, εγώ γρύλιζα κι ένιωθα ασίγαστη ηδονή αν κατάφερνα να στεναχωρήσω κάποιον. Τα κατάφερνα σχεδόν πάντα. Στην πλειοψηφία τους ήταν άνθρωποι συνεσταλμένοι: ξέρετε... αιτούντες. Αλλά από τους λιμοκοντόρους αυτούς περισσότερο δεν μπορούσα να αντέξω έναν αξιωματικό. Δεν ήθελε με τίποτα να υποταχτεί και βροντούσε απαίσια το ξίφος του. Εξαιτίας αυτού του ξίφους ήμουνα σε πόλεμο μαζί του ενάμιση χρόνο. Τελικά υπερίσχυσα. Έπαψε να βροντάει. Εδώ που τα λέμε, αυτό συνέβη τότε που ήμουν ακόμη νέος. Ξέρετε όμως, κύριοι, σε τι συνίστατο η κεντρική ιδέα της κακίας μου; Το όλο θέμα, η μεγαλύτερη κακοήθεια συνίστατο στο ότι κάθε στιγμή, ακόμα και τη στιγμή που χόλωνα περισσότερο, συνειδητοποιούσα ντροπιασμένα μέσα μου ότι όχι μόνο δεν είμαι κακιωμένος, αλλά ούτε καν θυμωμένος, ότι μάταια γαβγίζω, ξεγελάω τον εαυτό μου. Βγάζω μεν αφρούς από το στόμα, αλλά για δοκιμάστε να μου χαρίσετε κανένα κουκλάκι, να με τρατάρετε κάνα τσαγάκι με μπισκοτάκι και θα δείτε πώς θα ησυχάσω. Θα συγκινηθώ μάλιστα ως τα τρίσβαθα της ψυχής μου, έστω κι αν μετά, σίγουρα, θα γρυλίζω σ’ εμένα τον ίδιο κι από ντροπή θα έχω κάμποσους μήνες αϋπνίες. Αυτό το συνήθειο έχω.

Είπα ψέματα πριν λίγο ότι ήμουνα ένας χολωμένος υπάλληλος. Από κακία είπα ψέματα. Απλώς παιδιάριζα και με τους αιτούντες και με τον αξιωματικό, κι επί της ουσίας ποτέ δεν κατάφερα να γίνω κακός. Μονίμως αναγνώριζα μέσα μου πολλά, πάμπολλα, αντικρουόμενα στοιχεία. Ένιωθα ότι αυτά τα αντικρουόμενα στοιχεία συνωθούνται μέσα μου σαν μυρμήγκια. Ήξερα ότι μια ολόκληρη ζωή συνωθούνταν και πάσχιζαν να βγουν από μέσα μου, αλλά δεν τα άφηνα, δεν τα άφηνα, σκόπιμα δεν τα άφηνα να βγουν. Με βασάνιζαν μέχρι αισχύνης∙ μου προκαλούσαν παροξυσμό σχεδόν, και εντέλει τα βαρέθηκα, ω, πώς τα βαρέθηκα! Μήπως νομίζετε, κύριοι, ότι τώρα μεταμελούμαι ενώπιόν σας, ότι σας ζητάω συγχώρεση για κάτι;.. Είμαι σίγουρος ότι αυτό σκέφτεστε… Όπως και να ’χει, σας διαβεβαιώνω ότι το ίδιο μου κάνει κι αν το σκέφτεστε…

Όχι μόνο κακός αλλά και τίποτα άλλο δεν κατάφερα να γίνω: ούτε κακός ούτε καλός, ούτε κάθαρμα ούτε τίμιος, ούτε ήρωας ούτε ζωύφιο. Τώρα ζω στην ακρούλα μου, εμπαίζοντας τον εαυτό μου με μια κακιωμένη και ολωσδιόλου άχρηστη παρηγοριά ότι ο έξυπνος άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει τίποτα, ενώ γίνεται κάτι μόνον ο βλάκας. Ο έξυπνος άνθρωπος του δέκατου ένατου αιώνα μάλιστα οφείλει, και από ηθική άποψη υποχρεούται, να είναι ένα πλάσμα κατεξοχήν αδύναμου χαρακτήρα∙ ο άνθρωπος με χαρακτήρα, ο αποτελεσματικός, είναι πλάσμα κατεξοχήν περιορισμένης αντίληψης. Αυτή είναι η σαραντάχρονη πεποίθησή μου. Τώρα είμαι σαράντα χρονών, μια ολόκληρη ζωή∙ βαθιά γεράματα, ξέρετε. Το να ζεις πάνω από τα σαράντα είναι απρεπές, χυδαίο, ανήθικο! Ποιος ζει πάνω από σαράντα χρόνια, απαντήστε μου ειλικρινά, τίμια. Εγώ θα σας πω ποιος ζει: οι βλάκες και οι παλιάνθρωποι. Θα το πω αυτό σε όλα τα γερόντια, κατάμουτρα, σε όλα αυτά τα ασπρομάλλικα και παρφουμαρισμένα γερόντια! Θα το πω κατάμουτρα σε όλον τον κόσμο! Έχω δικαίωμα να μιλάω έτσι, διότι θα ζήσω κι ο ίδιος μέχρι τα εξήντα. Μέχρι τα εβδομήντα θα ζήσω! Μέχρι τα ογδόντα θα ζήσω!.. Περιμένετε! Αφήστε με μόνο να πάρω μια ανάσα…

Πιθανότατα να σκέφτεστε, κύριοι, ότι θέλω να σας διασκεδάσω. Σφάλλετε και σ’ αυτό. Δεν είμαι διόλου ο χαρούμενος άνθρωπος που νομίζετε ή ίσως νομίζετε∙ πάντως, αν, εκνευρισμένοι από όλοι αυτή τη φλυαρία (και το νιώθω ήδη ότι είστε εκνευρισμένοι), σκεφτείτε να με ρωτήσετε ποιος είμαι τελικά; − θα σας απαντήσω: είμαι ένας δημόσιος υπάλληλος όγδοης βαθμίδας. Υπηρετούσα στο δημόσιο για να έχω κάτι να τρώω (αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτό), κι όταν τον περασμένο χρόνο ένας από τους μακρινούς συγγενείς μού άφησε στη διαθήκη του έξι χιλιάδες ρούβλια, υπέβαλα αμέσως την παραίτησή μου κι εγκαταστάθηκα σε ένα δικό μου δωματιάκι. Είχα ζήσει και παλιότερα εδώ, αλλά τώρα εγκαταστάθηκα για τα καλά. Το δωμάτιό μου είναι άθλιο, απαίσιο, στην άκρη της πόλης. Η οικιακή βοηθός μου είναι μια χωριάτισσα, γριά, κακιά λόγω βλακείας κι επιπλέον μυρίζει πάντα απαίσια. Μου λένε ότι το κλίμα της Πετρούπολης με βλάφτει κι ότι με τα ασήμαντα μέσα που διαθέτω είναι πολύ ακριβά να μένω στην Πετρούπολη. Όλα αυτά τα ξέρω καλύτερα από τους πεπειραμένους και πάνσοφους συμβουλάτορες και εκείνους που κουνάνε το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Αλλά παραμένω στην Πετρούπολη∙ δεν θα φύγω από την Πετρούπολη! Δεν θα φύγω διότι… Μα! είναι ξέρετε απολύτως αδιάφορο το αν θα φύγω ή δεν θα φύγω.

Εδώ που τα λέμε, για ποιο πράγμα μπορεί να μιλάει ένας καθωσπρέπει άνθρωπος με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση;

Απάντηση: Για τον εαυτό του.

Έτσι λοιπόν, θα μιλήσω κι εγώ για τον εαυτό μου.

[...]

Μετάφραση από τα Ρωσικά: Ελένη Μπακοπούλου


Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Υπόγειο Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (Фёдор Достоевский) Υπόγειο που κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίνδικτος σε νέα μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου. Το βιβλίο συμπεριλαμβάνει και το αφήγημα «Μ' αφορμή το υγρό χιόνι». Στην πρώτη έκδοση αυτών των δύο αφηγημάτων με τον τίτλο Σημειώσεις από το υπόγειο ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι σημείωνε:  «Εξυπακούεται ότι και ο συγγραφέας των σημειώσεων και οι ίδιες οι "Σημειώσεις" είναι επινοημένοι. Εν τούτοις, πρόσωπα όπως ο συντάκτης αυτών των σημειώσεων όχι μόνο μπορούν αλλά και οφείλουν να υπάρχουν στην κοινωνία μας, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαμορφώθηκε η κοινωνία μας. Ήθελα να προβάλω ενώπιον της κοινωνίας, περισσότερο του συνηθισμένου, έναν από τους χαρακτήρες μιας όχι και τόσο μακρινής εποχής. Είναι από τους εκπροσώπους μιας γενιάς που ζει ακόμα. Στο απόσπασμα που τιτλοφορείται "Υπόγειο" το πρόσωπο αυτό αυτοσυστήνεται, εκθέτει την άποψή του και μοιάζει να θέλει να διευκρινίσει τους λόγους που το γέννησαν και για τους οποίους όφειλε να εμφανιστεί ανάμεσά μας. Σ’ ένα επόμενο απόσπασμα θα ακολουθήσουν οι πραγματικές "σημειώσεις" του προσώπου αυτού για ορισμένα περιστατικά της ζωής του». Την ελληνική έκδοση συμπληρώνει και ένας κατατοπιστικός πρόλογος της μεταφράστριας. Σε μετάφραση της ίδιας κυκλοφορούν ήδη τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα Οι δαιμονισμένοι και Ο ηλίθιος. Αξίζει να αναφερθεί τι έχει γραφτεί μεταξύ άλλων για το μεταφραστικό έργο της Ελένης Μπακοπούλου: «Η μεταφράστρια, Ελένη Μπακοπούλου, μετά τους "Δαιμονισμένους" καταθέτει και τον "Ηλίθιο", κι όπως φαίνεται, όχι μόνο αναμετριέται με ένα μεγάλο έργο, αλλά και με το μεγάλο στοίχημα να ανανεώσει το ενδιαφέρον για τον Ντοστογιέφσκι, μέσα από τις δικές της μεταφραστικές προτάσεις, που έχουν ήδη κερδίσει, όχι μόνο τις εντυπώσεις, αλλά και την ουσία» (Ξ. Μπρουντζάκης, Το Ποντίκι, 23/10/2008). Και: «Αυτή η γυναίκα είναι μορφοδούλα (ό,τι πιάνει γίνεται όμορφο), υποστήριξε διαφορετικά το κείμενο, το γλύκανε και το ηρέμησε, του χάρισε εσωτερική εδραίωση, αποδεικνύοντας ότι μετά τον Άρη Αλεξάνδρου -ό,τι κι αν μεσολάβησε- μόνο στην Ίνδικτο το πείραμα της ανανέωσης επέτυχε» (Κ. Παπαγιώργης, Lifo, 27/11/2008).

© Εκδόσεις Ίνδικτος + Ελένη Μπακοπούλου

Ανδρέας Κεντζός, Τριλογία

Francis Bacon_Three Studies for Figures at the Base of Crucifixion 1944

Ζήτησα από τη μητέρα να βάλει τα λεφτά στο ψυγείο. Μου είπε ναι- αλλά (ήμουν βέβαιος) χωρίς να καταλαβαίνει τι της έλεγα. Έπρεπε να το πάρουμε από την αρχή- δεν γινόταν αλλιώς. Μέσα στο δωμάτιό μου, της είπα, είσαι μέσα στο δωμάτιό μου; Περίμενε, μου είπε. Περίμενα. Ναι, μου είπε. Ωραία, της είπα, βλέπεις το μαύρο σακάκι; Ποιο μαύρο σακάκι;

Πήρα βαθιά αναπνοή. Έπρεπε να είμαι όσο το δυνατόν πιο σύντομος, ακριβής και περιεκτικός. Αλλιώς δεν θα κάναμε τίποτα. Ένα σακάκι υπάρχει και είναι μαύρο, είπα, δεν είναι δύσκολο να το βρεις. Το βρήκα, είπε. Στην εσωτερική τσέπη, της είπα, βάλε το χέρι σου. Το έβαλα. Έχει ένα ποσό; Ναι. Πάρε τα λεφτά όπως είναι από ‘κει- τα πήρες; Τα πήρα.

Ήταν το μόνο που μου ήρθε στο μυαλό εκείνη τη στιγμή- στο ψυγείο. Αμέσως μόλις το είπα ένιωσα περίεργα. Δεν ξέρω, ήταν σαν να μην έκανα καλά. Σαν να καταστρατηγούσα κάποιον άγραφο νόμο. Ένιωσα πολύ άσχημα και καθάρισα το λαιμό μου για να μιλήσω και να διορθώσω τα πράγματα. Αλλά η μητέρα με πρόλαβε- τα έβαλα, είπε, εντάξει. Η φωνή της, ήρεμη και σίγουρη τώρα, με καθησύχασε. Σκέφτηκα να τη ρωτήσω τη γνώμη της αν έκανα καλά. Τα έβαλα, ξαναείπε. Την ένιωθα στην άλλη άκρη της γραμμής να περιμένει νέα διαταγή. Όλα καλά, πάμε παρακάτω. Εντάξει, είπα τελικά, τι ώρα θα έρθει ο μάστορας; Ήξερα την ώρα, απλά δεν ήθελα να κλείσω μ’ εκείνη την κουβέντα. Ήξερα και την απάντησή της- ποιος μάστορας; Σε λίγο θα σου χτυπήσει κάποιος το κουδούνι, της είπα, κοίτα να του ανοίξεις.

Έκλεισα το τηλέφωνο και προσπάθησα να ηρεμήσω. Το βλέμμα μου έπεσε στον δρόμο με τους ανθρώπους που εκείνη την ώρα έτρεχαν βιαστικοί για να προλάβουν τις δουλειές τους. Τίποτα φοβερό δεν θα γίνει, είπα από μέσα μου τόσο δυνατά που ένας συνάδελφος με κοίταξε και με ρώτησε τι τραγουδάω.

Έβαλα να πιω λίγο καφέ και θυμήθηκα αυτό που είχα διαβάσει ή ακούσει κάπου- ότι η ζωή ενός ανθρώπου αναλύεται βασικά σε δυο τομείς, τον επαγγελματικό και τον προσωπικό. Σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει, όλα ανήκουν σ’ έναν από τους δυο. Ή και στους δυο κάποιες φορές, γιατί όχι; Το κακό θα με χτυπούσε λοιπόν σ’ έναν από τους δυο- ή και στους δυο μαζί.

Αν ψάχνοντας μια μπύρα στο ψυγείο ο μάστορας δει τα λεφτά και τα πάρει, αυτή η περίπτωση σε ποιον τομέα θ’ ανήκει άραγε; Τέτοιες ωραίες σκέψεις έκανα την ώρα που δούλευα στο γραφείο μου. Και να τον έβλεπε η μητέρα δεν θα έλεγε τίποτα. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη εξυπνάδα για να καταλάβει κανείς στα πέντε πρώτα λεπτά ή στις πρώτες πέντε κουβέντες την κατάστασή της. Αν ήθελε, θα μπορούσε ακόμα και να το διασκεδάσει. Αυτά είναι δικά μου, θα μπορούσε να της πει. Ευχαριστώ που μου τα φυλάξατε αλλά δεν ήταν ανάγκη, θα μπορούσε να της πει και μετά να γίνει καπνός. Αξίζει τον κόπο να ρισκάρεις για ένα τέτοιο ποσό. Άλλοι ρισκάρουν τη ζωή τους για πολύ λιγότερα, για το τίποτα σχεδόν. Και λένε πως η τύχη βοηθά τους τολμηρούς.

Ναι θα έλεγε η μητέρα μου.

Ναι σε όλα.

Πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι πρώτα απ’ όλα φτιαγμένος για να δρα, ότι δεν πρέπει να κάθεται να περιμένει αν θα του χτυπήσουν την πόρτα το καλό ή το κακό. Και σκέφτηκα ότι ο μόνος τρόπος για να προλάβει κανείς μια μεγάλη τραγωδία είναι να προκαλέσει μερικές μικρές, με τον ίδιο τρόπο που οι πυροτεχνουργοί προκαλούν τις τεχνητές εκρήξεις για να αποδυναμώσουν τη μεγάλη βόμβα. Έτσι παράτησα προσωρινά το μικρό μου γραφείο όπου κάθομαι τουλάχιστον οχτώ ώρες την ημέρα προσπαθώντας να κάνω αυτό που λένε όνομα στην αγορά και βγήκα στους διαδρόμους και τις καντίνες μεταξύ τέταρτου, πέμπτου και έκτου ορόφου όπου έγινα πρωταγωνιστής σε τρία (τέσσερα για την ακρίβεια, αλλά το τέταρτο λέω να το αφήσω στην άκρη για χάρη μιας οικονομίας που την αισθάνομαι κατά κάποιον τρόπο ιερή) επεισόδια. Αν ήμουν καλός ή κακός δεν ξέρω και δεν μπορώ να πω. Αφήνω τους τρίτους να κρίνουν, οι οποίοι φυσικά θα είναι πιο αντικειμενικοί από μένα. Το βέβαιο είναι ότι θα μπορούσε να γραφτεί ένα αρκετά καλό μυθιστόρημα με τουλάχιστον πεντακόσιες σελίδες. Επιτρέψτε μου όμως να σταματήσω κάπου εδώ και να μη φανερώσω τίποτα παραπάνω. Ούτε λέξη παραπάνω- γιατί κάποτε επιτέλους πρέπει να ξαναγίνουμε σεμνοί και ταπεινοί και να μάθουμε να μη λέμε τα πάντα. Να μας αρκεί ένα τέλος σαν αυτό περίπου:

Γυρίζοντας στο σπίτι το βράδυ βρήκα τα πράγματα σε τάξη. Η μητέρα μού διηγήθηκε πώς έφτιαξε ο μάστορας τη βρύση. Μου το διηγήθηκε τρεις-τέσσερις φορές με τα ίδια λόγια, σαν παιδί που έχει μάθει το μάθημα απ’ έξω. Τίποτα φοβερό δεν έγινε τελικά, τα χρήματα ήταν στη θέση τους. Και μέχρι σήμερα τίποτα φοβερό δεν έχει γίνει. Αλλά δε μ’ αφήνει ούτε λεπτό η αίσθηση ότι η πτώση μου συνεχίζεται.



Ο Ανδρέας Κεντζός γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή Συγκεκριμένα ποιήματα. Η Logotexnia21 τον ευχαριστεί πολύ για την άδεια να δημοσιεύσει στις σελίδες της το παραπάνω ανέκδοτο διήγημά του. Στις σελίδες της μπορείτε επίσης να διαβάσετε 9 ανέκδοτα ποιήματα του Ανδρέα Κεντζού.

© Logotexnia 21 + Andreas Kentzos

Jenny Erpenbeck, «κάτι σαν συγγένεια ψυχής»

Vein_Foto_by_gerard79

Η παρακάτω συνέντευξη της Jenny Erpenbeck στον Αλέξανδρο Κυπριώτη πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2005.

A.K.: Πέρυσι τον Νοέμβριο ήρθες για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στην Αθήνα, για την παρουσίαση της Ιστορίας του γερασμένου παιδιού, τώρα που μιλάμε ετοιμάζεσαι για τη δεύτερη επίσκεψή σου, αυτή τη φορά στη Θεσσαλονίκη, όπου οργανώνεται ένα θεατρικό σεμινάριο με αφορμή την παράσταση του πρώτου θεατρικού έργου σου. Πώς νιώθεις;

J.E.: Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να μην έχω έρθει πολύ νωρίτερα. Οι Έλληνες με υποδέχθηκαν με τόσο φιλικά συναισθήματα και τόσο ενδιαφέρον, σαν να με περίμεναν από καιρό. Πρέπει μάλλον να υπάρχει κάτι σαν συγγένεια ψυχής, και τώρα πραγματικά είμαι περίεργη ν’ ανακαλύψω από πού προέρχεται.

A.K.: Την Ιστορία του γερασμένου παιδιού την έγραψες μετά τον θάνατο της γιαγιάς σου, απ’ την οποία άκουσες και την πραγματική ιστορία που στάθηκε αφορμή για το βιβλίο σου. Ήταν στην πραγματικότητα ο δικός σου τρόπος να την αποχαιρετήσεις;

J.E.: Όχι, το γράψιμο αυτής της ιστορίας είχε περισσότερο να κάνει με το ότι είχα πια τελειώσει τις σπουδές μου και για πρώτη φορά είχα τον χρόνο να γράψω κάτι μεγαλύτερο.

A.K.: Πότε έγραψες κάτι για πρώτη φορά;

J.E.: Ημερολόγιο άρχισα να γράφω στο τέλος της πρώτης τάξης, μόλις δηλαδή έμαθα να γράφω – αλλά τα πρώτα δικά μου κείμενα, που προορίζονταν να είναι «τέχνη», στα δεκατέσσερά μου, όταν οι γονείς μου μου πήραν δώρο την πρώτη μου γραφομηχανή. Βλέποντας τα τυπωμένα γράμματα πήρα θάρρος, δεν ήμουν αναγκασμένη ν’ αντικρίζω πια τον εαυτό μου στον γραφικό μου χαρακτήρα, και δεν ντρεπόμουν πια για τον εαυτό μου, όταν έγραφα «άγρια» πράγματα.

A.K.: Είπες ότι η Ιστορία δεν είχε σχέση με τον θάνατο της γιαγιάς σου. Είναι παρ’ όλ’ αυτά ένα είδος αποχαιρετισμού;

J.E.: Μάλλον της χώρας που μεγάλωσα, της ΓΛΔ, και της ζωής που είχα γνωρίσει, που εκείνο τον καιρό διαλυόταν με απίστευτη ταχύτητα και που με την ανασκόπηση απ’ την πλευρά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας την αξιολογούσαν σχεδόν πάντα αποκλειστικά αρνητικά. Με ενδιέφερε εκείνη την αξιολόγηση να την «αντιστρέψω» και πάλι, κι εκείνη την άλλη ματιά στα πράγματα να τη μεγεθύνω περνώντας πια στο παράλογο.

A.K.: Πράγμα που κάνεις με έναν θαυμάσια σκληρό και ποιητικό συγχρόνως τρόπο και στο τελευταίο σου βιβλίο, το Παιχνίδι με τις λέξεις. Θα μπορούσε, λοιπόν, να πει κανείς ότι είσαι και πολιτική συγγραφέας; Και θα ήθελα να μου πεις αν σε ενοχλεί αυτός ο χαρακτηρισμός.

J.E.: Κάθε άλλο, είναι μάλλον φιλοφρόνηση! Όταν βλέπω τι γίνεται στον κόσμο, δεν θα ήθελα ουσιαστικά να γράφω τίποτα που παράλληλα με το προσωπικό επίπεδο δεν θα ήταν και πολιτικό.

A.K.: Ποιος ήταν ο άνθρωπος που διάβασε πρώτος την Ιστορία;

J.E.: Ο τότε φίλος μου, σκηνοθέτης κινηματογράφου, που αρχικά ήθελε να κάνει ταινία την Ιστορία. Όταν το βιβλίο μετά τέλειωσε, είπε ότι έτσι όπως ήταν τότε δεν μπορούσε να το κάνει ταινία. Και τώρα πια πιστεύω πράγματι ότι είχε δίκιο: κεντρική είναι αυτή η ιστορία της προσποίησης και της μεταμφίεσης, που ο αναγνώστης μπορεί να την συμπληρώσει πολύ καλά με τη φαντασία του, αλλά μέσω της συγκεκριμένης απεικόνισης από μία ηθοποιό θα έχανε πολλά από το μυστήριό της. Και, πέρα απ’ αυτό, το βιβλίο αποτελείται και από μία σειρά σκέψεων, που δεν είναι δυνατόν να τις αφηγηθεί κανείς με οπτικά μέσα.

A.K.: Όταν διάβαζα την Ιστορία του γερασμένου παιδιού είχα την αίσθηση ότι δημιουργείς τη γλώσσα απ’ την αρχή, επινοώντας την όταν θέλεις να εκφράσεις κάτι που δεν λέγεται στη μητρική σου γλώσσα, όπως για παράδειγμα το σημείο με την πέτρα και την νερολακούβα, όπου στην πραγματικότητα περιγράφεις αναλυτικά την ελληνική φράση «κάνω μια τρύπα στο νερό». Τι είναι αλήθεια οι λέξεις, τι είναι η γλώσσα για σένα;

J.E.: Τα Ελληνικά δυστυχώς δεν μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω! Πάντως είναι πράγματι παράξενη σύμπτωση που υπάρχει αυτή η έκφραση στα Ελληνικά. Τις περισσότερες φορές δεν επινοώ καθόλου τη γλώσσα, αλλά χρησιμοποιώ απλώς κάποιες εκφράσεις, που έχουν γίνει συνήθεια πια, κυριολεκτικά και μόνο, κι έτσι γίνονται πάλι «φρέσκες». Τώρα, όσο δούλευα το νέο μου βιβλίο, το Παιχνίδι με τις λέξεις, σκεφτόμουν πολύ ότι μέσω της γλώσσας και των λέξεων, που ουσιαστικά είναι απλώς και μόνο το περίβλημα των πραγμάτων, μαθαίνουμε τα ίδια τα πράγματα. Όταν λοιπόν γίνεται απάτη με τις λέξεις, χάνει κανείς και τα σύνεργα που χρειάζεται για να συναναστραφεί κατάλληλα τον κόσμο. Αυτό είναι κάτι που με ενδιαφέρει πολύ.

A.K.:Οι γάτες έχουν επτά ζωές. Στα Ελληνικά λέμε «οι γάτες είναι εφτάψυχες», όσον αφορά λοιπόν τις γάτες φαίνονται η ζωή και η ψυχή να είναι συνώνυμα. Ισχύει αυτό και για τις γυναίκες;

J.E.: Εγώ θα το συνέχιζα μάλιστα και θα έλεγα: Αυτό ισχύει μάλλον για όλους τους ανθρώπους. Φυσικά υπάρχουν συγκεκριμένες σταθερές συμπεριφοράς σε κάθε άνθρωπο, αλλά παρ’ όλ’ αυτά πιστεύω ότι ο καθένας φέρεται σε κάθε σχέση που συνάπτει με καινούργιο τρόπο. Ο καθένας είναι πολλοί. Τις ζωές στο θεατρικό έργο τις μοίρασα σε διαφορετικούς χαρακτήρες, συγχρόνως όμως προσπάθησα μέσω των εμβόλιμων να θυμίζω ότι ουσιαστικά πάντα πρόκειται για μία ψυχή μόνο, που διαρκώς κομματιάζεται και κατακερματίζεται.

A.K.: Γιατί έδωσες αυτόν τον τίτλο στο έργο σου;

J.E.: Στην αρχή ήταν απλώς ένας προσωρινός τίτλος, όσο έγραφα το έργο. Μου άρεσε αυτή η έκφραση στα Γερμανικά κι εκείνο τον καιρό διάβαζα και το Αίμα στο λαιμό της γάτας του Fassbinder. Ουσιαστικά είναι κλισέ το να παρομοιάζεις τις γυναίκες με γάτες, αλλά λόγω της δομής του έργου παρέμεινε απλώς ο καλύτερος δυνατός τίτλος.

A.K.: Ποια είναι η γνώμη σου για τον Fassbinder; Ξεχωρίζεις κάποια ταινία του;

J.E.: Ο Fassbinder είναι για μένα σαν μετεωρίτης στην ιστορία του κινηματογράφου. Στη Γερμανία δεν υπάρχει κανένας άλλος κινηματογραφιστής που να έχει αφηγηθεί με τέτοια καθαρότητα και αθωότητα, και συγχρόνως με τόσο απίστευτα μέσα ουσιαστικές ιστορίες. Είναι δύσκολο να πω ποια ταινία του είναι η αγαπημένη μου. Είναι όλες καλές, η κάθε μία με τον τρόπο της. Αν έπρεπε πράγματι να διαλέξω, ίσως να έλεγα το Faustrecht der Freiheit (ελλ. τίτλος: Το παιχνίδι της τύχης).

A.K.: Παρακμή, κατάρρευση, απώλεια, προδοσία. Είναι αυτά τα αγαπημένα σου θέματα;

J.E.: Έτσι φαίνεται. Πριν από πέντε χρόνια δεν ήταν ξεκάθαρο ούτε και σ’ εμένα την ίδια.

A.K.: Όποτε διαβάζω κάποιο βιβλίο σου θυμάμαι πάντα αυτό που είχε γράψει κάπου ο Kafka, ότι «ένα βιβλίο πρέπει να είναι το τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας». Το πιστεύεις κι εσύ αυτό;

J.E.: Απολύτως.

A.K.: Στη συλλογή διηγημάτων σου Σκύβαλα εμφανίζεται τρεις φορές το θέμα του έρωτα. Στο πρώτο διήγημα με τίτλο «Στο μισοσκόταδο του κρανίου μου», στο «Atropa bella-donna» και τέλος στη «Σιβηρία». Έχει ο έρωτας να κάνει πάντα με προδοσία και πόνο;

J.E.: Θα έλεγα σχεδόν πάντα. Ο έρωτας είναι ένα τόσο δυνατό συναίσθημα, που συχνά λειτουργεί καταστρεπτικά, αν βρεθεί κάτι στον δρόμο του. Στην άλλη περίπτωση, όταν ο ερωτευμένος παίρνει ή πρέπει να πάρει υπ’ όψη του και τον άλλον και κάνει πίσω, αυτή η καταστροφή γυρίζει συχνά στον ίδιο του τον εαυτό. Στον έρωτα μπλέκονται δυστυχώς συχνά πάνω από δύο.

A.K.: Στο ομότιτλο διήγημα «Σκύβαλα» η αφηγήτρια μιλά για τη γιαγιά της, ενώ σ’ ένα άλλο διαβάζουμε την ιστορία μίας ηλικιωμένης γυναίκας, της Μαρίας από το Κάινμπαχ. Ποια είναι η σχέση σου με τους ηλικιωμένους ανθρώπους;

J.E.: Συχνά οι ηλικιωμένοι άνθρωποι μου φαίνονται απ’ την αρχή πολύ γνώριμοι. Ιδιαίτερα οι ηλικιωμένες γυναίκες. Ίσως οφείλεται στο ότι για έναν χρόνο στην πρώιμη παιδική μου ηλικία μεγάλωσα κοντά στη γιαγιά και την προγιαγιά μου απ’ την πλευρά της μητέρας μου. Ιδιαίτερα την προγιαγιά μου την αγαπούσα πολύ. Μου είναι εύκολο να μιλώ με μεγάλες γυναίκες, με ενδιαφέρει να μοιράζομαι τη ζωή τους, που συχνά διαφέρει ριζικά απ’ τη δική μου, και με ενδιαφέρουν προ πάντων αυτά που έχουν να διηγηθούν. Όταν ακούς για πολέμους, κατατρεγμούς, διωγμούς, εμιγκρέδες, πολλά που μπορεί να σου φαίνονται δύσκολα στη σημερινή ζωή αποκτούν μια άλλη διάσταση.

A.K.: Πιστεύεις ότι οι ηλικιωμένοι μας προστατεύουν απ’ το να ξεχνάμε;

J.E.: Ίσως περισσότερο απ’ το να μη γνωρίζουμε. Μετά τον θάνατο της γιαγιάς μου έμειναν ανοιχτά πάρα πολλά ερωτήματα, που μερικές φορές μου δημιουργήθηκαν χρόνια αργότερα. Αλλά κάποιον που έχει ήδη φύγει δεν μπορείς πια να τον φέρεις πίσω.

A.K.: Με την απάντησή σου θυμάμαι τα λόγια του Brecht «Στέκουμε θλιμμένοι και βλέπουμε συγκινημένοι την αυλαία να πέφτει κι όλα τα ερωτήματα ανοιχτά». Στην Ιστορία του γερασμένου παιδιού αναφέρεται και το έργο του Ο κύριος Πούντιλα και ο δούλος του ο Μάττι. Ποια είναι αλήθεια η σχέση σου με τον Brecht;

J.E.: Εδώ στο Βερολίνο υπάρχει βέβαια ο κίνδυνος να πάρεις υπερβολική δόση Brecht, αλλά ο Brecht είναι, δόξα τω Θεώ, κάποιος που τα βιβλία του μπορείς πάντα να τ’ ανοίγεις σε οποιαδήποτε σελίδα – και πάντα έχουν ενδιαφέρον, πάντα είναι ασυνήθιστα και ξεχωριστά, πάντα αρχίζεις να σκέφτεσαι.

A.K.: Μου έχεις ήδη πει κάποια φορά ότι αγαπάς τα παραμύθια των Grimm. Σου έλεγε ή σου διάβαζε κάποια γιαγιά σου παραμύθια;

J.E.: Ουσιαστικά οι γονείς μου. Αλλά ήμουν ανυπόμονη, ήθελα να διαβάσω μόνη μου και μετά, μόλις έμαθα να διαβάζω, άρχισα να «καταβροχθίζω» όλα τα παραμύθια που μπορούσα να βρω ανεξαιρέτως.

A.K.: Θυμάσαι το πρώτο βιβλίο που διάβασες όταν ήσουν παιδί;

J.E.: Δυστυχώς όχι.

A.K.: Θυμάσαι τότε το τελευταίο βιβλίο που διάβασες και σου άρεσε;

J.E.: Αυτόν τον καιρό διαβάζω δύο βιβλία συγχρόνως. Το Die Wand [Ο τοίχος] της Marlen Haushofer και το Alle Tage [Όλες τις μέρες] της Terézia Mora. Και τα δύο είναι εξαιρετικά βιβλία.

A.K.: Ποιοι συγγραφείς σε έχουν σημαδέψει;

J.E.: Παιδί και έφηβη διάβαζα πολύ συγγραφείς του 19ου αιώνα: Keller, Stifter, Storm, E.T.A. Hofmann. Αργότερα κατάφερα να «προαχθώ» στον Thomas Mann και τον Kafka, που τους αγαπώ πολύ. Και τον Thomas Bernhard φυσικά.

A.K.: Ποιους σύγχρονους γερμανόφωνους συγγραφείς θεωρείς καλούς;

J.E.: Από τους νέους γερμανόφωνους συγγραφείς υπάρχουν κάποιοι που με έχουν συγκινήσει πολύ: Ο Josef Winkler, που πάντα γράφει για τον θάνατο, ο Ingo Schulze, ή όπως είπα πριν η Terézia Mora.

A.K.: Πόσο εύκολο ήταν να μεγαλώσεις σε μία οικογένεια με τέτοια λογοτεχνική παράδοση; Εννοώ, σου ήταν απλό να καθιερωθείς ως συγγραφέας εντός της οικογένειας;

J.E.: Το καλό μ’ εμάς στην οικογένειά μου είναι ότι ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο να γράφει. Τη δική μου γραφή αυτήν καθ’ εαυτήν πάντα την υποστήριζε η οικογένειά μου, αλλά οι γονείς μου ή ο παππούς και η γιαγιά μου ποτέ δεν με πίεσαν να τους δώσω τα κείμενά μου «για διόρθωση». Τα πρώτα χρόνια κρατούσα για τον εαυτό μου ό,τι έγραφα και μπόρεσα να εξελιχθώ έτσι όπως μου ταίριαζε. Αργότερα, όταν ήρθε η επιτυχία, οι γονείς μου ήταν πολύ περήφανοι για μένα.

A.K.: Την Ιστορία του γερασμένου παιδιού την αφιέρωσες στη μητέρα σου, τη συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα στον σύντροφό σου και πατέρα του παιδιού σου και το Παιχνίδι με τις λέξεις το αφιερώνεις στον πατέρα σου. Γράφεις και γι’ αυτούς που αγαπάς; Για ποιον λόγο γράφεις;

J.E.: Χωρίς τη μητέρα μου, τον πατέρα μου, τον φίλο μου σίγουρα δεν θα υπήρχαν τα βιβλία, χωρίς την αγάπη τους, την υποστήριξή τους και την πίστη τους στη δουλειά μου. Είναι ωραίο όταν μπορείς με την αφιέρωση να τους επιστρέψεις κάτι. Γράφω όμως για άλλους λόγους. Είναι για μένα ένας καλός τρόπος να μοιράζομαι με άλλους ανθρώπους ερωτήματα που έχω. Και γράφω σίγουρα και για να δώσω σε ανθρώπους που για κάτι που έχουν ζήσει δεν έχουν καμία γλώσσα τη δική μου τη γλώσσα.

A.K.: Σ’ ευχαριστώ πολύ.

J.E.: Κι εγώ.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης

Erpenbeck, Jenny _ Foto by Katharina Behling Η παραπάνω συνέντευξη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Highlights (τ. 15, Μάρτιος - Απρίλιος 2005) και αναδημοσιεύεται εδώ με ελάχιστες αλλαγές (στην γραφή των ονομάτων και στους τίτλους των βιβλίων). Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε το διήγημα «Σιβηρία» από τη συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα, το διήγημα «και η ευχή θα εκπληρωθεί» και το αυτοβιογραφικό κείμενο «Στο επέκεινα των αχρήστων». Δείτε φωτογραφίες από την παράσταση του θεατρικού έργου Οι γάτες έχουν επτά ζωές από την DameBlanche στη Θεσσαλονίκη σε σκηνοθεσία Χρύσας Καψούλη και μετάφραση Τατιάνας Λιάνη. Δείτε στη βιβλιιοnet τη σελίδα για την Jenny Erpenbeck. Παρακολουθήστε την ανάγνωση του διηγήματος «Sibirien» από την Jenny Erpenbeck στις «Μέρες γερμανόφωνης λογοτεχνίας 2001» (Διαγωνισμός για το Βραβείο Ingeborg Bachmann) στο YouTube ή το Dailymotion.

© Jenny Erpenbeck + Alexandros Kypriotis

Inge Müller, 5 ποιήματα

Dust_n_leaf_Foto_by_fa snail

ΤΩΡΑ

Ό,τι περπατάει είμαι εγώ

Ό,τι πέφτει κάτω είμαι επίσης εγώ

Γδαρμένη σηκώνω το πρόσωπό μου

Μέσα από περιττώματα και χώμα

Πάλι και πάλι

Ποιος με βοηθάει

Ποιον βοηθάω;

Έτσι πάλι και πάλι έτσι.

Εγώ εμείς

Η ζωή

Το πρόσωπό μας

Χώμα περιττώματα φως

Όσο ο μυς αριστερά κινείται έτσι

Άνεμος φυσάει

Τις σπίθες μέσα από τη στάχτη να ανασηκώσει

Ο Προμηθέας, πληγές και μορφασμοί, ζει.



ΜΑΣΚΕΣ

Αρνούμαι μάσκες να φοράω

Τον εαυτό μου ψάχνω

Δεν θέλω να με πιθηκίζετε

Ψάχνω το πρόσωπό μας

Γυμνό και μεταβαλλόμενο.

Ούτε δάκρυα ούτε θαυμασμοί

ξεπλένουν τις προσωπίδες από πάνω μας

Καμιά φωτιά κανένας θεός εμείς οι ίδιοι

Αποθέτουμε τον εαυτό μας στον τάφο.



ΣΕ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΑ ΣΗΜΕΡΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Για πολύ καιρό, μου φαίνεται: για πάντα.

Το πρωινό ήταν ένα γκρίζο δωμάτιο

Και όταν έφυγες ήταν καπνός στους δρόμους.



ΕΡΕΙΠΙΑ 45

Εκεί με βρήκα

Και με έδεσα μέσα σ’ ένα μαντίλι ∙

Ένα κόκαλο για τη μαμά

Ένα κόκαλο για τον μπαμπά

Ένα μες στο βιβλίο.


Η ΜΑΥΡΗ ΑΜΑΞΑ

Να, έρχεται η μαύρη άμαξα

Το άλογο, αυτό πηγαίνει με βήμα

Και όποιος μόνος δεν μπορεί να περπατήσει

Αυτόν τον παίρνει η άμαξα.

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Σούλα Ζαχαροπούλου


IngeMüller Η Ίνγκε Μύλλερ [Inge Müller] γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1925 στο Βερολίνο. Κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της πόλης έμεινε τρεις μέρες θαμμένη κάτω από τα χαλάσματα και ανέσυρε νεκρούς τους γονείς της από τα ερείπια. Γεγονότα που σημάδεψαν τόσο τη ζωή της όσο και τη γραφή της. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Την τρίτη με τον Χάινερ Μύλλερ. Έγραψαν μαζί κάποια θεατρικά έργα και βραβεύτηκαν για δύο από αυτά. Η Ίνγκε Μύλλερ, καταθλιπτική και αλκοολική, αυτοκτόνησε τελικά μετά από πολλές απόπειρες το 1966 στο σπίτι της στο Βερολίνο. Αν και για πολλούς θεωρείται μία από τις σημαντικότερες Γερμανίδες συγγραφείς της εποχής της, το έργο της έμεινε για πολλά χρόνια σχεδόν στην αφάνεια ακόμα και μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Έγραψε παιδικά διηγήματα, πρόζα, ποίηση και θεατρικά έργα.

Της Σούλας Ζαχαροπούλου

Η Logotexnia21 ευχαριστεί τη μεταφράστρια Σούλα Ζαχαροπούλου για την παραχώρηση των ποιημάτων της Inge Müller. Αυτή είναι η πρώτη φορά που μεταφράζονται και δημοσιεύονται ποιήματα της  Inge Müller στα Ελληνικά.

© Logotexnia21 + Soula Zacharopoulou

Luigi Pirandello - Ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες

Portrait of Ambroise Vollard by Pablo Picasso

[Αποσπάσματα]

Η σύζυγός μου και η μύτη μου

«Τι κάνεις;», με ρώτησε η σύζυγός μου, βλέποντάς με να χασομερώ με ασυνήθιστο τρόπο μπροστά στον καθρέφτη.

«Τίποτα», της αποκρίθηκα, «κοιτάζω εδώ, μες στη μύτη μου, σ’ αυτό το ρουθούνι. Όταν το πιέζω, αισθάνομαι ένα πονάκι.»

Η σύζυγός μου χαμογέλασε και είπε:

«Νόμιζα ότι κοίταζες από ποια πλευρά κλίνει.»

Γύρισα σαν τον σκύλο που του πάτησε κάποιος την ουρά:

«Κλίνει; Εμένα; Η μύτη μου;»

Και η σύζυγός μου, με ηρεμία:

«Μα ναι, καλέ μου. Κοίταξέ την καλά: κλίνει προς τα δεξιά.

Ήμουν είκοσι οχτώ χρόνων και ανέκαθεν μέχρι τότε θεωρούσα τη μύτη μου, αν όχι ακριβώς ωραία, τουλάχιστον πολύ ταιριαστή όπως κι όλα τ’ άλλα μέρη τού σώματός μου. Γι’ αυτό μού ήταν εύκολο να παραδέχομαι και να υποστηρίζω εκείνο που συνήθως παραδέχονται και υποστηρίζουν όλοι αυτοί που δεν είχαν την ατυχία να τους τύχει ένα κορμί δύσμορφο: ότι δηλαδή είναι βλακώδες να καυχιούνται για τα χαρακτηριστικά τους. Γι’ αυτό η ξαφνική και αναπάντεχη ανακάλυψη εκείνου του ελαττώματος με εξόργισε σαν μια τιμωρία που δεν μου άξιζε.

Μάλλον η σύζυγός μου, σ’ εκείνη την οργή μου, είδε πολύ πιο μέσα από εμένα και πρόσθεσε αμέσως ότι, αν είχα επαναπαυτεί μες στη σιγουριά ότι ήμουν ολόκληρος χωρίς ψεγάδια, να το έβγαζα μια και καλή απ’ το μυαλό μου, αφού, όπως έκλινε η μύτη μου προς τα δεξιά, έτσι…

«Τι άλλο;»

Ε, διάφορα! Διάφορα! Τα φρύδια μου έμοιαζαν πάνω απ’ τα μάτια μου σαν δυο περισπωμένες, ~ ~, τ’ αφτιά μου ήταν άσχημα κολλημένα, το ένα πιο πεταχτό απ’ τ’ άλλο· και διάφορα ελαττώματα…

«Κι άλλα;»

Ε, ναι, κι άλλα: στα χέρια, στο μικρό δάχτυλο· και στα πόδια (όχι, στραβά, όχι!), το δεξί, ελάχιστα πιο τοξωτό απ’ τ’ άλλο: προς το γόνατο, ελάχιστα.

Έπειτα από έναν προσεχτικό έλεγχο έπρεπε ν’ αναγνωρίσω ότι όλ’ αυτά τα ελαττώματα ήταν αληθινά. Και τότε μονάχα, αφού βέβαια είχε αλλάξει η έκπληξη που ένιωσα αμέσως μετά την οργή σε λύπη και ταπείνωση, η σύζυγός μου για να με παρηγορήσει με παρότρυνε να μην θλίβομαι και τόσο, αφού ακόμη και μ’ αυτά, σε γενικές γραμμές, παρέμενα ένας ωραίος άντρας.

Φυσικά να μην εξοργιζόμαστε, όταν δεχόμαστε ως γενναιόδωρη παραχώρηση εκείνο που πρωτύτερα ως δικαίωμα μας το είχαν αρνηθεί. Πέταξα ένα φαρμακερότατο «ευχαριστώ» και, σίγουρος ότι δεν είχα λόγο ούτε να λυπάμαι ούτε να ταπεινώνομαι, δεν έδωσα καμία σημασία σ’ εκείνα τα ελαφρά ελαττώματα, μα μια τεράστια και ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι τόσα χρόνια ζούσα χωρίς ν’ αλλάξω μύτη, πάντοτε μ’ εκείνη, και μ’ εκείνα τα φρύδια και μ’ εκείνα τ’ αφτιά, μ’ εκείνα τα χέρια κι εκείνα τα πόδια· κι έπρεπε να περιμένω ν’ αποκτήσω σύζυγο για να προσέξω ότι τα είχα ελαττωματικά.

«Ω, τι έκπληξη! Δεν τις ξέρεις τις γυναίκες; Είναι φτιαγμένες επίτηδες για ν’ ανακαλύπτουν τα ελαττώματα των συζύγων τους.»

Να, όντως, οι γυναίκες, δεν το αρνούμαι. Κι εγώ όμως κάποτε, αν μου επιτρέπετε, ήμουν φτιαγμένος για να βουλιάζω σε κάθε λέξη που μου έλεγαν ή σε κάθε μύγα που έβλεπα να πετάει, στην άβυσσο των σκέψεων και των συλλογισμών που με έσκαβαν μέσα μου και με τρυπούσαν χιαστή στην ψυχή, σαν τη φωλιά τυφλοπόντικα· χωρίς να φαίνεται απ’ έξω τίποτα.

«Αυτό δείχνει», θα μου πείτε, «ότι είχατε αρκετό χρόνο για χάσιμο».

Όχι, να. Λόγω της ψυχικής διάθεσης στην οποία βρισκόμουν. Γενικά όμως, ναι, και λόγω της απραξίας, δεν το αρνούμαι. Πλούσιος, με δυο έμπιστους φίλους, τον Σεμπαστιάνο Κουαντόρτσο και τον Στέφανο Φίρμπο, που φρόντιζαν τις δουλειές μου μετά τον θάνατο του πατέρα μου· ο οποίος, όσο κι αν είχε μοχθήσει μα με το καλό μα με το κακό, δεν είχε καταφέρει να με κάνει να πετύχω ποτέ τίποτα· εκτός απ’ το ν’ αποκτήσω σύζυγο, αυτό ναι, πάρα πολύ νέος· ίσως με την ελπίδα ότι τουλάχιστον θ’ αποκτούσα ένα παιδί που δεν θα μου έμοιαζε καθόλου· και, ο καημένος, ούτε καν αυτό δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει από εμένα.

Να σημειωθεί βέβαια ότι εγώ δεν εναντιωνόμουν ηθελημένα στο να πάρω τον δρόμο που με οδηγούσε ο πατέρας μου. Όλους τους έπαιρνα. Να τους περπατήσω όμως, δεν τους περπατούσα. Σταματούσα σε κάθε βήμα· αρχικά άρχιζα από μακριά, έπειτα όλο και πιο κοντά να γυρίζω γύρω από κάθε πετραδάκι που συναντούσα, και μου προκαλούσε μεγάλη έκπληξη που οι άλλοι μπορούσαν να με προσπερνούν χωρίς να δίνουν καμία σημασία σ’ εκείνο το πετραδάκι που για μένα εν τω μεταξύ είχε πάρει τις διαστάσεις ενός ανυπέρβλητου βουνού ή μάλλον ενός κόσμου όπου θα μπορούσα σίγουρα να κατοικήσω.

Είχα μείνει έτσι, ακίνητος στα πρώτα βήματα πολλών δρόμων, με την ψυχή γεμάτη κόσμους ή πετραδάκια· που είναι το ίδιο. Δεν μου φαινόταν όμως καθόλου ότι εκείνοι, που με είχαν προσπεράσει και είχαν διασχίσει όλο τον δρόμο, είχαν μάθει στην ουσία περισσότερα από εμένα. Με είχαν προσπεράσει, δεν τίθεται αμφιβολία, κι όλοι τους προχωρώντας με τόλμη όπως πολλά αλογάκια· έπειτα όμως, στο βάθος τού δρόμου, βρήκαν μια άμαξα: τη δική τους άμαξα· ζεύτηκαν μ’ αυτήν με πολλή υπομονή, και τώρα την σέρνουν πίσω τους. Δεν έσερνα καμιά άμαξα εγώ· και γι’ αυτό δεν είχα ούτε χαλινάρια ούτε παρωπίδες· σίγουρα έβλεπα περισσότερο από ’κείνους· να πορευτώ όμως, δεν ήξερα προς τα πού να πορευτώ.

Τώρα, γυρίζοντας στην ανακάλυψη εκείνων των ελαφρών ελαττωμάτων, αμέσως, βούλιαξα ολόκληρος στη σκέψη ότι συνεπώς – είναι δυνατόν; - δεν γνώριζα καλά ούτε καν το ίδιο μου το κορμί, τα δικά μου πράγματα που βαθιά μέσα μου μού ανήκαν: τη μύτη μου, τ’ αφτιά μου, τα χέρια μου, τα πόδια μου. Και πήγαινα να κοιταχτώ για να τα ελέγξω και πάλι.

Απ’ αυτό άρχισε το κακό μου. Εκείνο το κακό που θα με οδηγούσε σύντομα σε μια ψυχική και σωματική κατάσταση τόσο άθλια και απελπιστική που σίγουρα θα είχα πεθάνει ή θα είχα τρελαθεί εξαιτίας του, αν δεν είχα βρει σ’ αυτό το ίδιο (όπως θα πω) το γιατρικό που θα με θεράπευε.

[...]

Δύο επισκέψεις

Είμαι ευτυχής λοιπόν που μόλις τώρα, ενώ διαβάζετε αυτό το βιβλιαράκι μου με το περιπαιχτικό χαμόγελο που απ’ την αρχή συντρόφευε την ανάγνωσή σας, δύο επισκέψεις, η μια μέσα στην άλλη, ήρθαν ξαφνικά να σας αποδείξουν πόσο χαζό ήταν εκείνο σας το χαμόγελο.

Είσαστε ακόμη αναστατωμένος -σας βλέπω- εξοργισμένος, πληγωμένος για την απαίσια εντύπωση που κάνατε στον παλιό σας φίλο, που τον ξαποστείλατε όταν λίγο αργότερα εμφανίστηκε ξαφνικά ο καινούριος, με μια άθλια δικαιολογία, επειδή δεν αντέχατε πλέον να τον βλέπετε μπροστά σας, να τον ακούτε να μιλάει και να γελάει παρουσία εκείνου του άλλου. Μα πώς; Να τον ξαποστείλετε έτσι, ενώ λίγο πριν φτάσει εκείνος ο άλλος, ευχαριστιόσασταν τόσο να μιλάτε και να γελάτε μαζί του;

Τον ξαποστείλατε. Ποιον; Τον φίλο σας; Σοβαρά πιστεύετε ότι ξαποστείλατε εκείνον;

Σκεφτείτε το λιγάκι.

Τον παλιό σας φίλο, μέσα του και για τον εαυτό του, δεν υπήρχε κανένας λόγος να τον ξαποστείλετε, με το που εμφανίστηκε ξαφνικά ο καινούριος. Οι δυο τους, μεταξύ τους, δεν γνωρίζονταν καθόλου· εσείς παρουσιάσατε τον έναν στον άλλον· και θα μπορούσαν να παραμείνουν μαζί κανένα μισάωρο στο σαλόνι σας να κουβεντιάζουν περί ανέμων και υδάτων. Καμία αμηχανία ούτε για τον έναν ούτε για τον άλλον.

Την αμηχανία τη νιώσατε εσείς, και γινόταν όλο και πιο ζωντανή και δυσβάσταχτη, όσο μάλιστα τους βλέπατε εκείνους τους δύο σιγά-σιγά να συμφιλιώνονται μεταξύ τους για να κάνουν μαζί μια συμφωνία. Τη σπάσατε αμέσως εκείνη τη συμφωνία. Γιατί; Μα επειδή εσείς (ακόμη δεν λέτε να το καταλάβετε;) εσείς, ξαφνικά, δηλαδή με την άφιξη του καινούριου σας φίλου, ανακαλύψατε δύο, τον έναν τόσο διαφορετικό απ’ τον άλλον, που αναγκαστικά κάποια στιγμή, μην αντέχοντας πλέον, έπρεπε να ξαποστείλετε κάποιον. Όχι τον παλιό σας φίλο, όχι· ξαποστείλατε τον ίδιο σας τον εαυτό, εκείνον τον έναν που είστε για τον παλιό σας φίλο, διότι τον αισθανθήκατε εντελώς διαφορετικό από εκείνον που είστε ή που θέλετε να είστε για τον καινούριο.

Ασύμβατοι μεταξύ τους δεν ήταν εκείνοι οι δύο, ξένοι ο ένας στον άλλον, αρκετά καλότροποι και οι δύο και φτιαγμένοι ενδεχομένως να συνεννοηθούν θαυμάσια· αλλά εσείς οι δύο που ξαφνικά ανακαλύψατε στον ίδιο σας τον εαυτό. Δεν μπορέσατε ν’ ανεχτείτε ότι τα πράγματα του ενός είχαν μπλεχτεί μ’ εκείνα του άλλου, χωρίς αυτά να έχουν κυριολεκτικά τίποτα το κοινό μεταξύ τους. Τίποτα, τίποτα, αφού για τον παλιό σας φίλο εσείς έχετε μια πραγματικότητα και για τον καινούριο μια άλλη, τόσο διαφορετικές στο σύνολό τους ώστε ν’ αντιλαμβάνεστε ο ίδιος ότι, όταν απευθυνόσασταν στον έναν, ο άλλος θα έμενε να σας κοιτάζει άναυδος· δεν θα σας αναγνώριζε πλέον· θα φώναζε στον εαυτό του:

«Μα πώς; Αυτός είναι; Έτσι είναι;»

Και μέσα στην αφόρητη αμηχανία που βρισκόσασταν, έτσι, δύο, ταυτόχρονα, αναζητήσατε μια άθλια δικαιολογία για ν’ απελευθερωθείτε, όχι απ’ τον έναν από εκείνους, αλλά απ’ τον έναν εκ των δύο που εκείνοι οι δύο σας ανάγκαζαν να είστε την ίδια στιγμή.

Άντε, άντε, γυρίστε να διαβάσετε αυτό το βιβλιαράκι μου, χωρίς πλέον να χαμογελάτε όπως κάνατε μέχρι τώρα.

Πιστέψτε επίσης ότι, αν μπόρεσε να σας προκαλέσει κάποια δυσαρέσκεια η εμπειρία που μόλις τώρα είχατε, δεν είναι τίποτα αυτό, αγαπητέ μου, διότι εσείς δεν είστε μονάχα δύο, αλλά ποιος ξέρει πόσοι, χωρίς να το ξέρετε, και νομίζετε ότι είστε πάντοτε ένας.

[...]

Πολλαπλασιασμός κι αφαίρεση

Μπαίνοντας στο σπίτι, βρήκα τον Κουαντόρτσο σε σοβαρή κουβέντα με τη σύζυγό μου Ντίντα.

Πόσο σίγουροι ήταν στις θέσεις τους, καθισμένοι και οι δύο στο ανοιχτόχρωμο σαλονάκι στο ημίφως· ο ένας χοντρός και μελαψός, βυθισμένος στον πράσινο καναπέ· η άλλη λεπτή και λευκή με τη γεμάτη φραμπαλάδες ρόμπα της, καθισμένη άκρη-άκρη στα τρία τέταρτα της διπλανής πολυθρόνας, με μια ηλιαχτίδα πάνω στον αυχένα της. Μιλούσαν σίγουρα για μένα, διότι καθώς με είδαν να μπαίνω, φώναξαν ταυτόχρονα:

«Ω, νά ’τος!»

Κι αφού ήταν δύο να με βλέπουν να μπαίνω, μου ήρθε η επιθυμία να στραφώ να ψάξω τον άλλον που θα έμπαινε μαζί μου, ξέροντας βέβαια καλά ότι ο «αγαπητός Βιτάντζελο» τού στοργικού μου Κουαντόρτσο όχι μονάχα ήταν κι αυτός μέσα μου όπως κι ο «Τζεντζέ» τής συζύγου μου Ντίντα, αλλά κι ότι εγώ ολόκληρος, για τον Κουαντόρτσο, δεν ήμουν άλλος παρά ο δικός του «αγαπητός Βιτάντζελο», ακριβώς όπως για τη Ντίντα δεν ήμουν άλλος παρά ο δικός της «Τζεντζέ». Δύο, λοιπόν, όχι στα μάτια τους, αλλά μονάχα για μένα που με ήξερα ως εκείνους τους δύο έναν κι έναν· κι αυτό για μένα δεν έκανε ένα επί αλλά ένα πλην, εφόσον σήμαινε ότι στα μάτια τους, εγώ ως εγώ, δεν ήμουν κανένας.

Μονάχα στα μάτια τους; Και για μένα επίσης, και για τη μοναξιά τής ψυχής μου επίσης που, εκείνη τη στιγμή, πέρα από κάθε εμφανή υπόσταση, κατανοούσε την αηδία να βλέπει το ίδιο της το σώμα μόνο του σαν να μην είναι κανενός μέσα στη διαφορετική, ασύλληπτη πραγματικότητα που εν τω μεταξύ του έδιναν εκείνοι οι δύο.

Η σύζυγός μου, βλέποντάς με να γυρίζω πίσω, ρώτησε:

«Ποιον ψάχνεις;»

Έσπευσα ν’ απαντήσω, χαμογελώντας:

Α, κανέναν, καλή μου, κανέναν. Νά ’μαστε!

Δεν κατάλαβαν, φυσικά, τι υπονοούσα μ’ εκείνο το «κανέναν» που έψαχνα δίπλα μου· και πίστεψαν ότι μ’ εκείνο το «νά ’μαστε» αναφερόμουν και σ’ εκείνους τους δύο, σιγουρότατοι ότι εκεί μέσα σ’ εκείνο το σαλόνι ήμασταν τώρα τρεις κι όχι εννέα· ή τουλάχιστον, οχτώ, μιας κι εγώ – για τον εαυτό μου – τώρα πια δεν μετρούσα πλέον.

Θέλω να πω:

1. Η Ντίντα, όπως ήταν για τον εαυτό της·

2. Η Ντίντα, όπως ήταν για μένα·

3. Η Ντίντα, όπως ήταν για τον Κουαντόρτσο·

4. Ο Κουαντόρτσο, όπως ήταν για τον εαυτό του·

5. Ο Κουαντόρτσο, όπως ήταν για τη Ντίντα·

6. Ο Κουαντόρτσο, όπως ήταν για μένα·

7. Ο αγαπητός Τζεντζέ τής Ντίντα·

8. Ο αγαπητός Βιτάντζελο του Κουαντόρτσο.

Ετοιμαζόταν σ’ εκείνο το σαλόνι, ανάμεσα σ’ εκείνους τους οχτώ που θεωρούνταν τρεις, μια ωραία συζήτηση.


Μετάφραση από τα Ιταλικά: Αρχοντία Κυπριώτου


pirandello

Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το τελευταίο μυθιστόρημα του Σικελού νομπελίστα Λουίτζι Πιραντέλλο (1867-1936) Ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες που ολοκληρώθηκε το 1925 και κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίνδικτος.  Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε επίσης να διαβάσετε αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Λουίτζι Πιραντέλλο Ο μακαρίτης Ματτία Πασκάλ και το κείμενο Σημείωση σχετικά με τους ενδοιασμούς της φαντασίας. Δείτε στη βιβλιοnet ποια έργα του συγγραφέα έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

© Εκδόσεις Ίνδικτος + Archodia Kypriotou

Thomas Mann, Στον καθρέπτη

Thomas Mann


Ό,τι αντικρίζω, αξιότιμη σύνταξη, στον καθρέπτη σας είναι εκπληκτικό και σκανδαλώδες, - παραδέχομαι πως υποκειμενικά δεν μου είναι λίγο αρεστό, σημειώνω όμως κατηγορηματικά πως εγώ δεν θα ήμουν σε θέση να το επικροτήσω υπό μία υψηλότερη έννοια.

Έχω ένα σκοτεινό και εξευτελιστικό παρελθόν, ούτως ώστε μου είναι εξαιρετικά οδυνηρό να ομιλώ γι’ αυτό ενώπιον του κοινού σας. Εν πρώτοις είμαι ένας ξοφλημένος γυμνασιόπαις. Όχι πως θα είχα απορριφθεί στις απολυτήριες εξετάσεις, θα ήταν μεγαλοστομία, εάν ισχυριζόμουν κάτι τέτοιο. Αντιθέτως δεν έφθασα μήτε καν στην ογδόη· ήμουν κιόλας στην εβδόμη εσχατόγηρος. Ακαμάτης, πεισματάρης και γιομάτος έκλυτο χλευασμό για το όλο πράγμα, μισητός στους δασκάλους του αξιοσέβαστου για τα χρόνια του ιδρύματος, στους εξαίρετους άνδρες, οι οποίοι - έχοντας απόλυτο δίκιο, συμφωνώντας απολύτως με κάθε πείρα, με κάθε πιθανότητα - προφήτευσαν τη δική μου βεβαία κατιούσα, κι είχα το πολύ-πολύ στα μάτια μερικών συμμαθητών εξ αιτίας κάποιας δύσκολα προσδιοριζόμενης υπεροχής μια κάποια υπόληψη: έτσι εξέτισα τα χρόνια, μέχρι που μου εξέδωσαν το δικαιόγραφο μονοετούς στρατιωτικής θητείας.

Διέφυγα μ’ εκείνο στο Μόναχο, όπου μετά τον θάνατο του πατέρα μου, ο οποίος υπήρξε ιδιοκτήτης εταιρείας σιτηρών και γερουσιαστής στη Λυβέκκη, είχε μετακομίσει και διέμενε η μητέρα μου· κι εφόσον μολαταύτα δίσταζα να παραδοθώ πάραυτα και αναφανδόν στην αργία, μπήκα, έχοντας τη λέξη «προσωρινά» στην καρδιά μου, ασκούμενος στα γραφεία κάποιας πυρασφαλιστικής εταιρείας. Αντί όμως να προσπαθώ να εξοικειωθώ με τις επιχειρήσεις, θεώρησα καλό καθήμενος στην περιστρεφόμενη πολυθρόνα μου να γράφω στα κλεφτά ένα φανταστικό διήγημα, μια ερωτική ιστορία ανάμεικτη με στίχους, την οποία κατόπιν κατάφερα να μου δημοσιεύσουν σ’ ένα ανατρεπτικά διακείμενο μηνιαίο περιοδικό και για την οποία μάλιστα καμάρωνα και κάπως.

Έφυγα από το γραφείο, προτού με πετάξουν έξω, δήλωσα πως ήθελα να γίνω δημοσιογράφος, και για κάνα δυο εξάμηνα παρακολούθησα ως ακροατής στις ανώτατες σχολές του Μονάχου μέσα σε μια μπερδεμένη και ανωφελή ανακατωσούρα διαλέξεις ιστορίας, εθνικής οικονομίας και φιλολογίας. Ξαφνικά ωστόσο, σαν βαγαπόντης σωστός, τα βρόντηξα όλα και πήγα στην αλλοδαπή, στη Ρώμη, όπου τριγυρνούσα για έναν χρόνο δίχως σχέδια και δίχως απασχόληση. Περνούσα τις ημέρες μου γράφοντας και καταβροχθίζοντας εκείνα τ’ αναγνώσματα τα οποία ονομάζουν λογοτεχνικά και στα οποία ένας άνθρωπος ευυπόληπτος στρέφεται το πολύ-πολύ για διασκέδαση κατά τις ώρες της ανάπαυσής του, - και τα βράδια μου με ποντς και παίζοντας ντόμινο. Κατείχα ακριβώς τα μέσα, να ζω και να καπνίζω δίχως μέτρο πολλά από εκείνα τα γλυκά σιγαρέτα της πεντάρας, τα οποία μονοπωλεί το ιταλιάνικο κράτος και στα οποία εγώ τον καιρό εκείνο ήμουν μέχρι σκασμού υποταγμένος.

Έχοντας επιστρέψει στο Μόναχο μαυρισμένος, ισχνός και σε αρκετά καταβεβλημένη κατάσταση, αναγκάστηκα τελικά να κάμω χρήση του δικαιογράφου εθελοντικής θητείας μου. Εάν όμως ελπίζετε ν’ ακούσετε πως στον στρατιωτικό τομέα αποδείχθηκα κάπως ικανότερος απ’ ό,τι σ’ άλλους, τότε θ’ απογοητευτείτε. Ύστερα από τρεις μήνες κιόλας, πριν απ’ τα Χριστούγεννα ακόμη, απολύθηκα μ’ έναν απλούστατο χαιρετισμό, εφόσον τα πόδια μου δεν έλεγαν να συνηθίσουν σ’ εκείνο το ιδεώδες κι ανδρικό βάδισμα τ’ οποίο λέγεται βηματισμός παρέλασης, κι εγώ ήμουν διαρκώς κλινήρης με τενοντίτιδα. Αλλά το σώμα υποτάσσεται μέχρι κάποιον συγκεκριμένο βαθμό στο πνεύμα, κι εάν ήταν μέσα μου ζωντανή η παραμικρή αγάπη για ’κείνο το ζήτημα, τότε οι πόνοι θα είχαν μάλλον κατανικηθεί.

Αρκεί, αποστρατεύτηκα και συνέχισα με πολιτικά την αμελή ζωή μου. Κάποιο χρονικό διάστημα ήμουν ένας από τους συντάκτες του Simplicissimus, βλέπετε, κατέβαινα απ’ το ένα σκαλοπάτι στ’ άλλο. Έμπαινα στην τέταρτη δεκαετία της ζωής μου.

Και τώρα; Και σήμερα; Μήπως στρογγυλοκάθομαι με γυάλινο βλέμμα κι ένα μάλλινο κασκόλ στον λαιμό μαζί με άλλους χαμένους μαντράχαλους σε κάποιο καπηλειό αναρχικών; Μήπως έχω κατρακυλήσει στον βούρκο, όπως θα ήταν αρμόζον;

Όχι. Αίγλη με περιβάλλει. Τίποτε δεν συγκρίνεται με την ευτυχία μου. Είμαι νυμφευμένος, έχω μίαν εξαιρετικά ωραία, νεαρή γυναίκα - μία γυναίκα πριγκίπισσα, εάν θέλετε με πιστεύετε, της οποίας ο πατέρας είναι μεγάλος και τρανός καθηγητής πανεπιστημίου και η οποία απ’ τη δική της την πλευρά έχει περάσει στις απολυτήριες εξετάσεις, δίχως γι’ αυτό να με κοιτάζει αφ’ υψηλού, καθώς και δύο ακμαία, τα πλείστα υποσχόμενα τέκνα. Είμαι κύριος μιας μεγάλης κατοικίας σε άριστη τοποθεσία με ηλεκτρικό φως και όλα τα κομφόρ της σύγχρονης εποχής, διαρρυθμισμένης με τα πλέον εξαίσια έπιπλα, τάπητες και πίνακες ζωγραφικής. Το σπιτικό μου είναι πλούσιο, διατάσσω τρεις γεροδεμένες υπηρέτριες κι ένα σκοτσέζικο τσοπανόσκυλο, τρώγω μάλιστα με το πρωινό τσάι μου κουλουράκια και φορώ σχεδόν αποκλειστικά λουστραρισμένες μπότες. Τι άλλο; Κάμνω ταξίδια του θριάμβου. Επισκέπτομαι τις πόλεις, προσκεκλημένος από φιλότεχνες ομηγύρεις, κάμνω τις εμφανίσεις μου με φράκο, και οι άνθρωποι κουρταλούν τα χέρια, με το που εμφανίζομαι εγώ. Πέρασα επίσης απ’ τη γενέτειρά μου. Τα εισιτήρια για τη μεγάλη την αίθουσα του καζίνο είχαν όλα πωληθεί, μου απένειμαν ένα δάφνινο στεφάνι, και οι συμπολίτες μου χειροκρότησαν. Πανταχού λέγουν τ’ όνομά μου με τα φρύδια υψωμένα, ανθυπολοχαγοί και νεαρές κυρίες μου ζητούν με τα πλέον τιμητικά λόγια το αυτόγραφό μου, κι εάν αύριο πάρω κάποιο παράσημο, δεν θα μου κάμει και αυτό εντύπωση καμμία.

Και πώς κι όλα αυτά; Μέσω ποίου πράγματος; Αντί ποίων πραγμάτων; Εγώ δεν έχω αλλάξει, δεν έχω βελτιωθεί. Εγώ απλώς συνέχισα να καταγίνομαι με ό,τι καταγινόμουν ήδη ως χείριστος μαθητής, τουτέστιν να ονειροπολώ, να διαβάζω βιβλία ποιητικά και να σκαρώνω παρόμοια και του λόγου μου. Αντ’ αυτών είμαι τώρα όλο μεγαλεία. Αλλά είν’ αυτή άραγε η λογική ανταμοιβή του βίου του δικού μου; Εάν με έβλεπαν οι θεματοφύλακες της νιότης μου μες στη μεγαλοπρέπειά μου, θα άρχιζαν σίγουρα να αμφιβάλλουν για όλα όσα πίστευαν.

Εκείνοι που έχουν φυλλομετρήσει τα γραπτά μου θα θυμούνται πως εγώ τη μορφή ζωής του καλλιτέχνη, του ποιητή διαρκώς την αντιμετώπιζα με άκρα δυσπιστία. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν θα παύσουν οι τιμές τις οποίες αποδίδει η κοινωνία στο είδος τούτο εμένα να με εκπλήσσουν. Ξεύρω τι είναι ένας ποιητής, διότι κατά γενική ομολογία είμαι και του λόγου μου. Ένας ποιητής είναι, εν ολίγοις, ένας απολύτως άχρηστος σε όλους τους τομείς των σοβαρών δραστηριοτήτων, σκεπτόμενος μόνο τρέλες, στο κράτος όχι μόνο καθόλου χρήσιμος, αντιθέτως μάλιστα ενάντια διακείμενος σύντροφος, ο οποίος δεν χρειάζεται καν να διαθέτει εξαιρετικές λογικές ικανότητες, αντιθέτως μπορεί να είναι αργού και κάθε άλλο παρά κοφτερού πνεύματος, όπως ήμουν πάντοτε εγώ, - πέραν τούτου ένας ενδόμυχα παιδαριώδης, επιρρεπής στην ασωτία και από κάθε άποψη αμφιβόλου φήμης τσαρλατάνος, ο οποίος δεν θα έπρεπε να αναμένει τίποτε άλλο από την κοινωνία - και κατά βάθος δεν αναμένει και τίποτε άλλο - παρά σιωπηρή περιφρόνηση. Γεγονός όμως είναι πως η κοινωνία σε τούτο το γένος των ανθρώπων παρέχει τη δυνατότητα να επιτυγχάνει στους κόλπους της υπόληψη κι υπέρτατη ευζωία.

Εμένα τούτο με βολεύει· εγώ έχω όφελος απ’ αυτό. Δεν είναι όμως και ορθό. Τούτο μέλλει να ενθαρρύνει το κακό και στην αρετή οργή να προκαλεί.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης


9605181312M Το κείμενο "Στον καθρέπτη" ["Im Spiegel"] δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1907, στη Λογοτεχνική Ηχώ [Literarisches Echo] στο Βερολίνο και αποτελεί ένα τρόπον τινά "βιογραφικό σημείωμα" του 32χρονου τότε συγγραφέα Τόμας Μανν. Στα Ελληνικά μεταφράστηκε και συμπεριλήφθηκε για πρώτη φορά, αντί προλόγου, στη συλλογή διηγημάτων Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Διαβάστε μια εισαγωγή στη ζωή και το έργο  του Τόμας Μανν, η οποία συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Τόνιο Κραίγκερ. Ο Μάριο και ο μάγος, το οποίο κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Επισκεφθείτε τη σελίδα της βιβλιοnet για τον Τόμας Μανν και δείτε ποια βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

© Εκδόσεις Ίνδικτος + Alexandros Kypriotis

Ξενοφών Κομνηνός, Η μονή των Ασωμάτων

Foto by Glattwalzwerk

[Απόσπασμα]

[...]

Μα να που σιγά σιγά πυκνώνει μέσα μου κάτι απροσδιόριστο στην αρχή, μα που όλο και παίρνει σχήμα. Όλα τούτα τα κλειστά και γνώριμα βγαίνοντας από το στόμα του σάμπως να παίρνουν ένα άλλο, ευρύχωρο, καινό νόημα μέσα σε τούτη τη στενάχωρη σήραγγα. Να πάλι εκείνο το αίσθημα που δοκίμασα την πρώτη φορά που τον άκουσα στο κελί. Να τος πάλι στριμωγμένος μέσα στους συντρόφους κι όμως σαν να ’χη ολόγυρά του ένα πλατύ αλώνι. Ό,τι ξέρει του το ’χει διδάξει το κόμμα. Πώς γίνεται τώρα και διδάσκει αυτός το κόμμα ανεπίγνωστα; Από πού έρχεται τούτο το φως που μέσα του το κόμμα φανερώνεται ξάφνου σαν γκρίζα σκιά; Ποια η πηγή του; Αίνιγμα σκοτεινό που τόσον καιρό με βασανίζει. Κάτι αμίλητο μες στα χιλιομιλημένα με κοιτάζει καταπρόσωπο κι η σιωπή του με θαμπώνει από ψηλά. Μα ποιος είσαι συ τέλος πάντων που στέκεις τόσο στέρεα σε κείνον τον μυστήριο τόπο, σε τούτη την ιλαρή, ανάλαφρη σαν μέρα καλοσύνης πάνω από θάλασσα καλοκαιριού λάμψη στα μάτια σου και μας φωτίζεις όλους εμάς και μας φανερώνεις μικρές, αξιοθρήνητες, γκρίζες φιγούρες σκυμμένες στον ζυγό της ανάγκης; Ναι τώρα το βλέπω, αν το κόμμα βούλιαζε σύψυχο, όλοι μας θα πηγαίναμε μαζί του στα βάθη, όλοι εκτός από σένα. Εσύ θα ’μενες εκεί στον αφρό. Έχεις τάξει την ζωή σου στο κόμμα, μα εσύ δεν το χρειάζεσαι, δεν το ’χεις ανάγκη για να ζήσης.

Τραγουδάμε τον εθνικό ύμνο. Μα ξάφνου εκεί στην κόψη, υψωμένα βλέπω στον αέρα ένα δάσος ματσούκια. Και τρομερή η ορμή τους που με ξερό κρότο πέφτουν πάνω σε ώμους και κεφάλια. Οι ανθρωποφύλακες! Κάνουν έφοδο!

Όλοι είμαστε ένα σώμα που αναδεύει, χτυπιέται και σφαδάζει εμποδισμένο μέσα στον ζουρλομανδύα του διαδρόμου. Κι απ’ τα κόκαλα που κροτούν ξερά στο ματσούκι βγαλμένες ξεπετιούνται πλήθος κάργες οι οιμωγές και χτυπιούνται λυσσασμένα στα ντουβάρια και στον θόλο ζητώντας μάταια έξοδο, μα πολλαπλασιασμένες ξαναπέφτουν πάνω μας σαν να μας τις ξερνά καταπρόσωπο τ’ ορθάνοιχτο στόμα της κόλασης.

Πασχίζοντας να βγάλω ένα παπούτσι από το στόμα μου, ανασηκώνομαι για λίγο και το μάτι μου πέφτει τυχαία πάνω σε τέσσερεις φύλακες που έχουν πέσει με μανία πάνω στον Φώτη. Τους ξεφεύγει και χώνεται σ’ ένα κελί όπου είναι κι άλλοι δικοί μας. Οι φύλακες ορμούν και θέλουν να τον τραβήξουν έξω. Αυτός κρατιέται απ’ ό,τι βρη μπροστά του. Του ξεσκαλώνουν τα πόδια. Μένουν τα χέρια σκαλωμένα σε δυο κλινοδίποδα. Τα ξεσκαλώνουν κι αυτά. Αρπάζεται με τα δόντια απ’ την κουβέρτα. Οι φύλακες τον τραβάνε. Θέλουν προφανώς να τον απομονώσουν και να τον σακατέψουν. Τον σέρνουν κι αυτός σέρνει με τα δόντια του την ματωμένη κουβέρτα. Ο Μανώλης κι ο Χάρης της περιφρούρησης ορμάνε να κλείσουν τον δρόμο στους φύλακες με τα θεόρατα κορμιά τους. Φθάνω κι εγώ μπουσουλώντας. Πέφτουμε κι οι τρεις πάνω στον Φώτη. Μια ματσουκιά στο κεφάλι και χάνω τον κόσμο. Βλέπω τις μύτες των παπουτσιών μου. Με σέρνουν απ’ τις μασχάλες. Δίπλα μου ταξιδεύει κι ο Φώτης. Μας πετάνε και τους δυο στο μπουντρούμι της απομόνωσης. Σκοτάδι. Δεν υπάρχει ούτε φεγγίτης. Βογκάμε κι οι δυο κατάχαμα. Ακούω ξάφνου τον Φώτη. Μόλις καταλαβαίνω τα λόγια του μέσα απ’ το πρησμένο στόμα του. Πέτρο, μ’ ακούς; Μουγκρίζω.

[...]


Η μονή των ασωμάτων O Ξενοφών Κομνηνός γεννήθηκε το 1950 στην Θεσσαλονίκη. Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Η μονή των Ασωμάτων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Διαβάστε μία κριτική της Μάρης Θεοδοσοπούλου για το μυθιστόρημα Η μονή των Ασωμάτων στην εφημερίδα Το Βήμα. Άλλα έργα του είναι το μυθιστόρημα Τα παιδιά του Λειδινού (εκδόσεις Έντομο, 1992, Θεσσαλονίκη) και το αφήγημα Προλεγόμενα στον αιώνα (περιοδικό Ίνδικτος, τεύχος 16, 2002). Ο Ξενοφών Κομνηνός ασχολείται επαγγελματικά με τη μετάφραση. Δείτε στη σελίδα της βιβλιοnet τα βιβλία που έχει μεταφράσει.

Ανδρέας Κεντζός, 9 ανέκδοτα ποιήματα

Oedipus-Sphinx Red-figure kylix by Douris

 

Σ' εσένα

 

Τίποτα σ' εσένα δεν βρήκα

 

Έτσι μεγάλωσες τη δίψα μου όμως

και νιώθω πιο ζωντανός

 

 

Ησυχία

 

Ησύχασε ψυχή μου

και μην απορείς

και μην εξίστασαι

 

Ό,τι δεν κατάλαβες

είναι καλό

 

 

Ο ποιητής

 

Πήρε αρκετά μηνύματα

όλα επαινετικά και ωραία

για όσα έγραψε και γράφει

(και σας ευχαριστεί ιδιαιτέρως)

 

Δεν πήρε το ένα μήνυμα που περίμενε

αυτό το εύγε

Πάψε να γράφεις και όσα έγραψες ξέχνα τα

 

 

Ιερέας

 

Ήταν ένας απλός ιερέας

Να τελειώνουμε με τις εκκλησίες

αυτόν τον αιώνα είναι πια αδιανόητες

λένε και ίσως έχουν δίκιο

(μου είπε)

αλλά πού θα κρύψετε όταν έρθει η ώρα

τα μαχαίρια της επανάστασης;

 

 

Σοφία

 

Ξύπνησε

και είδε τον εραστή της

 

Κοντός ήταν

φαλακρός

και τραύλιζε στο «αγάπη μου»

 

Σε νίκησα Έρωτα

σκέφτηκε

 

 

Ανδρόγυνο

 

Σʼ αυτόν το χώρο που ζήσαμε

(τρώγοντας ο ένας τις σάρκες και τα σκατά του άλλου)

και θα πεθάνουμε μαζί

οι επόμενοι μπορούν να έρθουν

να κατοικήσουν απλά και ωραία

Καθόλου απολύμανση δεν θα χρειαστεί

 

 

Γνώση

 

Έγινε το κάλεσμα

«Ας κάνει ένα βήμα μπροστά όποιος θέλει» ακούστηκε μια φωνή

Ακίνητοι ο Άνδρας και η Γυναίκα

Καλού κακού έκαναν τους πεθαμένους

Το Μήλο είχε την ωριμότητα- έπεσε

 

 

Τυφλός τύραννος Ι

 

Ευτυχώς υπάρχει γεωμετρία

υπάρχουν σχήματα

 

Δείτε για παράδειγμα τι ωραία πάω

μʼ αυτά τι ωραία μπορώ

 

Είδατε;

 

Και τώρα πάρτε μου τα σχήματα

αφήστε μου χώρο να πέσω να χαθώ

 

 

Τυφλός τύραννος ΙΙ

 

Ξέρω το σημείο του σώματος

όπου αισθάνεται κανείς μηδέν πόνο

 

Είναι κάπου στην κόρη του οφθαλμού

όταν με τρόμο αντικρίζει και την παραμικρή βελόνα

 

 

 

 

Ανδρέας Κεντζός - Συγκεκριμένα ποιήματα Ο Ανδρέας Κεντζός γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή Συγκεκριμένα ποιήματα. Η Logotexnia21 τον ευχαριστεί πολύ για την άδεια να δημοσιεύσει στις σελίδες της ανέκδοτα ποιήματά του.

 


© Logotexnia 21 + Andreas Kentzos

Gottfried Keller, Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο

Kleider 

[Αποσπάσματα]

Μια ψυχρή μέρα του Νοέμβρη, ένας φτωχός ραφτάκος περπατούσε στη δημοσιά για την Γκόλνταχ, μια μικρή πλούσια πόλη που απέχει λίγες μόνο ώρες από την Ζελντβίλα. Ο ράφτης δεν είχε τίποτα στην τσέπη του, παρά μόνο μια δαχτυλήθρα, την οποία, λόγω παντελούς έλλειψης κάποιου κέρματος, στριφογύριζε αδιάκοπα ανάμεσα στα δάχτυλά του κάθε φορά που το κρύο τον ανάγκαζε να χώνει τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του, και τα δάχτυλά του τον πονούσαν πολύ απ’ αυτό το στρίψιμο και το τρίψιμο. Διότι, εξαιτίας του φαλιμέντου ενός αρχιράφτη στην Ζελντβίλα, έχασε και τον μισθό του μαζί με τη δουλειά του, και αναγκάστηκε να ξενιτευτεί. Δεν είχε φάει ακόμα τίποτα για πρωινό, παρά μόνο μερικές νιφάδες χιονιού που έφερνε ο αέρας στο στόμα του, και ακόμα χειρότερα δεν έβλεπε από πού θα ξεφύτρωνε ένα φτωχικό μεσημεριανό. Να ζητιανέψει τού ήταν υπερβολικά δύσκολο, του φαινόταν μάλιστα εντελώς αδύνατον, διότι πάνω από το μαύρο κυριακάτικο κοστούμι του, που ήταν και το μοναδικό του, φορούσε μια φαρδιά, σκούρα γκρι κάπα, επενδυμένη με μαύρο βελούδο, η οποία του προσέδιδε αριστοκρατική και ρομαντική εμφάνιση, προπάντων επειδή τα μακριά μαύρα μαλλιά του και το μικρό μουστάκι του ήταν περιποιημένα, και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν χλομά μεν, αλλά αρμονικά.

Ο τρόπος που συνήθιζε να ντύνεται τού είχε γίνει ανάγκη, δίχως πίσω απ’ αυτό να κρύβεται κάποια κακή ή δόλια πρόθεση· απεναντίας, ήταν ικανοποιημένος όταν του έδιναν ελευθερία κινήσεων και τον άφηναν να κάνει ήσυχος τη δουλειά του· προτιμούσε όμως να λιμοκτονήσει, παρά να αποχωριστεί την κάπα του και τον πολωνικό γούνινο σκούφο του, τον οποίον ήξερε επίσης να φοράει όπως ακριβώς έπρεπε.

Μπορούσε, επομένως, να εργαστεί μόνο σε μεγαλύτερες πόλεις, όπου αυτά τα πράγματα δεν τραβούσαν και πολύ την προσοχή· όποτε περιπλανιόταν, χωρίς να έχει μαζί του κάποιο κομπόδεμα, βρισκόταν σε κατάσταση πολύ μεγάλης ανάγκης. Κάθε φορά που πλησίαζε κάποιο σπίτι, οι άνθρωποι τον παρατηρούσαν με έκπληξη και περιέργεια, και κάθε άλλο παρά να ζητιανέψει περίμεναν απ’ αυτόν· κι έτσι, επειδή, εκτός των άλλων, δεν είχε και λέγειν, τα λόγια του έσβηναν προτού προλάβει να τα ξεστομίσει, με αποτέλεσμα να μαρτυράει για χάρη του παλτού του και να υποφέρει από πείνα τόσο μαύρη, όσο και η βελούδινη φόδρα του τελευταίου.

Καθώς ανέβαινε θλιμμένος κι αδύναμος έναν λόφο, συνάντησε μια καινούργια και ευρύχωρη ταξιδιωτική άμαξα, που ο αμαξάς ενός άρχοντα την είχε παραλάβει στην Βασιλεία και πήγαινε να την παραδώσει στον κύριό του, έναν ξένο κόμη που κατοικούσε κάπου στην ανατολική Ελβετία σ’ έναν παλιό πύργο, τον οποίο είχε μισθώσει ή αγοράσει. Η άμαξα ήταν εξοπλισμένη με κάθε λογής μηχανισμούς για την τοποθέτηση των αποσκευών, και γι’ αυτό φαινόταν να είναι βαριά φορτωμένη, παρότι ήταν εντελώς άδεια. Ο αμαξάς, λόγω του απόκρημνου δρόμου, πήγαινε πλάι στ’ άλογα, και μόλις έφτασε στην κορυφή του λόφου, ξανανέβηκε στο κάθισμά του και ρώτησε τον ράφτη αν ήθελε να μπει στην άδεια άμαξα. Διότι είχε μόλις αρχίσει να βρέχει, κι αυτός με μια ματιά είχε διαπιστώσει ότι ο οδοιπόρος, εξασθενημένος κι ενδεής, πολεμούσε να τα βγάλει πέρα.

Εκείνος δέχτηκε την προσφορά μ’ ευγνωμοσύνη και ταπεινότητα, οπότε και η άμαξα έφυγε γρήγορα με αυτόν μέσα, και σε λιγότερο από μία ώρα πέρασε μεγαλοπρεπέστατα την αψιδωτή πύλη της Γκόλνταχ. Το αριστοκρατικό αμάξι σταμάτησε ξαφνικά μπροστά στο πρώτο πανδοχείο, που λεγόταν «Ο Ζυγός», και στη στιγμή ο υπηρέτης χτύπησε την καμπάνα τόσο δυνατά, που παραλίγο να κοπεί το σχοινί της στα δυο. Τότε, ο πανδοχέας και οι υπηρέτες κατέβηκαν φουριόζοι και άνοιξαν διάπλατα την πόρτα του αμαξιού· παιδιά και γείτονες είχαν ήδη περικυκλώσει την εξαίσια άμαξα, περίεργοι να δουν τι σόι πράγμα θα ’βγαινε μέσα απ’ αυτό το ασύλληπτο κέλυφος, και μόλις ο εμβρόντητος ράφτης ξεπρόβαλε, τελικά, τυλιγμένος στο παλτό του, χλομός και όμορφος και βαρύθυμος, με το βλέμμα στραμμένο στο έδαφος, τους φάνηκε πως ήταν τουλάχιστον μυστηριώδης πρίγκιπας ή γιος κόμη. Ο χώρος ανάμεσα στην άμαξα και την πόρτα του πανδοχείου ήταν στενός και, πέραν αυτού, ο δρόμος είχε σχεδόν κλείσει από τους θεατές. Να έφταιγε, άραγε, η έλλειψη ετοιμότητας ή θάρρους που δεν άνοιξε δρόμο μέσα από το πλήθος και δεν συνέχισε την πορεία του; Δεν έκανε κάτι τέτοιο, παρά αφέθηκε να τον οδηγήσουν μέσα στο πανδοχείο και, εν συνεχεία, στην κορυφή της σκάλας, και αντιλήφθηκε τη νέα ασυνήθιστη θέση του μόνον όταν είχε μεταφερθεί σε μιαν άνετη τραπεζαρία και κάποιος του έβγαζε περιποιητικά το αξιοσέβαστο παλτό του.

«Ο κύριος επιθυμεί να γευματίσει;» ρωτήθηκε. «Θα σερβιριστεί αμέσως· το φαγητό μόλις ετοιμάστηκε!»

Δίχως να περιμένει απάντηση, ο πανδοχέας του «Ζυγού» έτρεξε στο μαγειρείο και φώναξε: «Μα την Ανίερη Τριάδα! Τώρα δεν έχουμε τίποτα, πέρα από βοδινό κρέας και αρνίσιο μπούτι! Την περδικόπιτα δεν κάνει να την κόψω, διότι την έχω τάξει και την προορίζω για τους κυρίους που θα ’ρθουν το βράδυ. Αλλά έτσι είναι! Τη μοναδική μέρα που δεν περιμένουμε φιλοξενούμενο και δεν υπάρχει τίποτα, έπρεπε να έρθει ένας κύριος σαν κι αυτόν! Κι ο αμαξάς έχει ένα οικόσημο στα κουμπιά και η άμαξα μοιάζει με αυτές που έχουν οι δούκες! Κι ο νεαρός είναι τόσο αριστοκρατικός, που δεν ανοίγει καν το στόμα του!»

Ωστόσο, η ήρεμη μαγείρισσα είπε: «Ωραία, ποιος ο λόγος όμως να οδύρεστε, κύριε; Το μόνο που θα βγάλετε κάπως παρακινδυνευμένα είναι η πίτα, που δεν θα την φάει και όλη! Στους κυρίους που θα έρθουν το βράδυ, θα σερβιριστεί σε μερίδες· έξι μερίδες θα τις βγάλουμε όπως και να ’χει!»

«Έξι μερίδες; Μάλλον ξεχνάτε ότι οι κύριοι είναι συνηθισμένοι να τρώνε του σκασμού!» είπε ο πανδοχέας, αλλά η μαγείρισσα συνέχισε ατάραχη: «Κι αυτό θα κάνουν! Ας πάει κάποιος γρήγορα να φέρει μισή ντουζίνα κοτολέτες, που ούτως ή άλλως τις χρειαζόμαστε για τον ξένο, κι ό,τι περισσέψει θα το κόψω κομματάκια και θα το ανακατέψω μέσα στην πίτα, επιτρέψτε μου μόνο να το φροντίσω!»

Μα ο τίμιος πανδοχέας είπε με σοβαρότητα: «Μαγείρισσα, σας έχω ήδη πει ότι σε τούτη την πόλη και σε τούτο το πανδοχείο δεν γίνονται τέτοια πράγματα! Εμείς εδώ είμαστε άνθρωποι σοβαροί και με υπόληψη, και τα καταφέρνουμε μια χαρά!»

«Α, διάβολε, ναι, ναι!» φώναξε τελικά η μαγείρισσα, κάπως ταραγμένη. «Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει! Εδώ είναι δυο μπεκάτσες που τις αγόρασα προ ολίγου από τον κυνηγό και που, στο κάτω κάτω, μπορούμε να βάλουμε αυτές μέσα στην πίτα! Σιγά μην τους πειράξει τους καλοφαγάδες μια περδικόπιτα με γέμιση μπεκάτσας! Έπειτα έχουμε και τις πέστροφες, τη μεγαλύτερη την έριξα στο βραστό νερό με το που ήρθε η παράξενη άμαξα, κι εδώ στο τηγανάκι βράζει κιόλας ο ζωμός· έτσι, λοιπόν, έχουμε ένα ψάρι, το βοδινό, τα λαχανικά με τις κοτολέτες, το ψητό αρνί και την πίτα· δώστε μου μόνο το κλειδί για να μπορέσουμε να βγάλουμε τις κομπόστες, τα τουρσιά και το επιδόρπιο! Και το κλειδί, κύριε!, θα μπορούσατε να μου το δώσετε να το φυλάω με πίστη και τιμή, για να μην χρειάζεται να τρέχουμε διαρκώς στο κατόπι σας και να ερχόμαστε συνεχώς σε τόσο δύσκολη θέση!»

«Αγαπητή μαγείρισσα! Μην το πάρετε στραβά, μα όταν η μακαρίτισσα η γυναίκα μου ήταν στο νεκροκρέβατό της, μ’ έβαλε να της υποσχεθώ ότι τα κλειδιά θα είναι πάντα στα χέρια μου· συνεπώς, αυτό γίνεται για λόγους αρχής και όχι δυσπιστίας. Εδώ είναι τ’ αγγούρια κι εδώ τ’ αγριοκέρασα, εδώ τ’ αχλάδια κι εδώ τα βερίκοκα, αλλά δεν επιτρέπεται να εμφανίσουμε το παλιό γλυκό· να πάει γρήγορα η Λίζε στον ζαχαροπλάστη και να πάρει φρέσκα γλυκάκια, τρία πιάτα, κι αν έχει και καμιά καλή τούρτα, να της την δώσει κι αυτήν μαζί!»

«Μα, κύριε!, δεν μπορείτε, βέβαια, να τα χρεώσετε όλ’ αυτά στον μοναδικό φιλοξενούμενο. Ακόμα και με τις καλύτερες των προθέσεων δεν θα βγάλετε τίποτα έτσι!»

«Δεν πειράζει, είναι ζήτημα τιμής! Δεν θα σημάνει δα και το τέλος μου· από την άλλη μεριά, όταν ένας σπουδαίος κύριος περνάει από την πόλη μας, πρέπει να μπορεί να λέει ότι βρήκε σωστό φαγητό, κι ας ήρθε εντελώς απροσδόκητα και μέσα στον χειμώνα! Δεν πρέπει να μιλούν για μας όπως για τους πανδοχείς της Ζελντβίλα, που καταβροχθίζουν όλα τα καλά και στους ξένους σερβίρουν τ’ αποφάγια! Εμπρός λοιπόν, σβέλτα. Στρωθείτε στη δουλειά!»

[…]

Μέσα από ένα μυροβόλο δάσος σκεπασμένο με πάχνη πετάχτηκε ένας κυκεώνας παρδαλών χρωμάτων και μορφών, και εξελίχθηκε σε πομπή με έλκηθρα, η οποία εκεί ψηλά στις παρυφές των χωραφιών διαγραφόταν πάνω στον γαλανό ουρανό και γλιστρούσε όπως και η άλλη προς το κέντρο της περιοχής· ένα αλλόκοτο θέαμα. Φαινόταν ν’ αποτελείται κυρίως από μεγάλα αγροτικά φορτηγά έλκηθρα, δεμένα ανά δύο, ώστε να χρησιμεύουν ως βάση για ιδιόμορφα κατασκευάσματα και παραστάσεις. Στο μπροστινό όχημα δέσποζε μια κολοσσιαία φιγούρα που απεικόνιζε τη θεά Φορτούνα, η οποία φαινόταν να πετάει στον αιθέρα. Ήταν μια γιγαντιαία αχυρένια κούκλα γεμάτη αστραφτερές χρυσές πούλιες, που η τούλινη φορεσιά της κυμάτιζε στον άνεμο. Στο δεύτερο όχημα όμως υπήρχε ένας εξίσου γιγάντιος τράγος, ο οποίος αποτελούσε μαύρη και ζοφερή αντίθεση προς την Φορτούνα και την καταδίωκε με τα κέρατά του χαμηλωμένα. Ακολουθούσε μια ασυνήθιστη κατασκευή, η οποία αναπαριστούσε ένα σίδερο σιδερώματος δεκαπέντε πόδια ψηλό, έπειτα ένα πελώριο ψαλίδι που ανοιγόκλεινε με τη βοήθεια ενός σπάγκου, βγάζοντας έναν κοφτό ελαφρύ ήχο, και έμοιαζε να βλέπει το καταπέτασμα τ’ ουρανού για γαλάζιο βελούδινο ύφασμα γιλέκων. Ακολουθούσαν κι άλλοι τέτοιοι υπαινιγμοί στη ραφτική τέχνη, και στη βάση όλων αυτών των κατασκευασμάτων, πάνω στα ευρύχωρα έλκηθρα, που το καθένα σερνόταν από τέσσερα άλογα, καθόταν η συντροφιά των ανθρώπων της Ζελντβίλα με πολύ παρδαλές φορεσιές, με δυνατά γέλια και τραγούδια.

Μόλις και οι δύο πομπές ανέβηκαν, συγχρόνως, στην πλατεία μπροστά από το ξενοδοχείο, δημιουργήθηκε μια θορυβώδης σκηνή και μεγάλος συνωστισμός ανθρώπων και αλόγων. Οι κύριοι και οι κυρίες της Γκόλνταχ εξεπλάγησαν και σάστισαν με την αλλόκοτη αυτή συνάντηση· από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι της Ζελντβίλα καμώνονταν για την ώρα τους καλοσυνάτους και τους φιλικά ταπεινούς. Το πρώτο τους έλκηθρο με τη Φορτούνα έφερε την επιγραφή: «Ο Άνθρωπος Κάνει τα Ρούχα», κι έτσι συμπέραινε κανείς ότι όλη αυτή η συντροφιά αναπαριστούσε απλώς ράφτες απ’ όλα τα έθνη και όλες τις εποχές. Ήταν, σαν να λέμε, παρέλαση ραφτάδων ιστορικού και εθνογραφικού χαρακτήρα, η οποία έκλεινε με την αντεστραμμένη και συμπληρωματική επιγραφή: «Τα Ρούχα Κάνουν τον Άνθρωπο!» Διότι στο τελευταίο έλκηθρο με αυτήν την επιγραφή κάθονταν, με άκρα επισημότητα, αξιοσέβαστοι αυτοκράτορες και βασιλιάδες, συμβουλάτορες και λοχαγοί, πραιλάτοι και μοναχές, που ήταν τα δημιουργήματα των ειδωλολατρών και χριστιανών μαστόρων της βελόνας που προπορεύονταν.

[...]


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Εύη Μαυρομμάτη

 

Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Gottfried Keller Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο που κυκλοφορεί σε δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Αυτό είναι το πρώτο έργο του Κέλλερ που μεταφράζεται στα Ελληνικά και αρχίζει να καλύπτει ένα μεγάλο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία όσον αφορά το έργο του Ελβετού συγγραφέα. H Logotexnia21 ελπίζει να ακολουθήσει όσο το δυνατόν συντομότερα και η ελληνική έκδοση του μυθιστορήματος  Der grüne Heinrich [Ο πράσινος Χάινριχ].



Σημείωμα της Εύης Μαυρομμάτη για Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο

Gottfried_Keller_by_Karl_ Stauffer-Bern_Ο Γκότφρηντ Κέλλερ γεννήθηκε στη Ζυρίχη το 1819, όπου και πέθανε σε ηλικία 71 ετών. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και στα πέντε του έχασε τον πατέρα του από φυματίωση. Ξεκίνησε ως ζωγράφος, αλλά χωρίς επιτυχία. Τη ζωγραφική διαδέχτηκε η ποίηση και χάρη στον γερμανό πολιτικό πρόσφυγα στη Ζυρίχη και μαικήνα των γερμανικών γραμμάτων Άντολφ Λούντβιχ Φόλεν, είδε το 1846 τα ποιήματά του να εκδίδονται. Λόγω της καλής υποδοχής που έτυχαν αλλά και χάρη στη μεσολάβηση κυβερνητικών αξιωματούχων και φίλων τού χορηγήθηκε μια υποτροφία για σπουδές στη Χαϊδελβέργη. Στην πορεία διαπίστωσε πως είχε ταλέντο στη μυθιστοριογραφία, και δεν είχε καθόλου άδικο. Το μεγάλο αυτοβιογραφικό έργο του, με τίτλο «Ο πράσινος Χάινριχ», το οποίο του χάρισε αναγνώριση πέρα από τα σύνορα της πατρίδας του , έκανε τον Νίτσε να πει ότι ο Κέλλερ ήταν «ο μοναδικός Γερμανός εν ζωή συγγραφέας».

Σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, τα στοιχεία που αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη δεν είναι μόνον οι περιγραφικές του ικανότητες ή η δηκτικότητα με την οποία σχολιάζει τα διάφορα ζητήματα, αλλά και το απρόβλεπτο χιούμορ του, το οποίο δεν εμφανίζεται σαν «χρυσό βερνίκι σε μια επιφάνεια», αλλά αναδύεται από τα βάθη της μελαγχολικής του ύπαρξης.

Η πλοκή του διηγήματος «Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο» παρακολουθεί την ιστορία ενός φτωχού ράφτη που έχει χάσει τη δουλειά του και απένταρος, παίρνει τον δρόμο για τη γειτονική πόλη Γκόλνταχ. Στην πορεία συναντάει μια μεγαλοπρεπή άμαξα κι ο αμαξάς τού προτείνει να μπει. Ο ράφτης δέχεται την προσφορά. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι στον ράφτη μας αρέσει πολύ το κομψό ντύσιμο. Το κοστούμι και η κάπα που φοράει είναι μεν τα μόνα που διαθέτει, αλλά του προσδίδουν μιαν αριστοκρατική εμφάνιση. Όταν φτάνει, λοιπόν, στην Γκόλνταχ και οι κάτοικοι της πόλης βλέπουν τον καλοντυμένο και περιποιημένο ξένο να προβάλλει από την εξαίσια άμαξα, βγάζουν το συμπέρασμα πως έχουν να κάνουν με έναν πολωνό κόμη. Έτσι, αρχίζουν αμέσως να παρέχουν στον ραφτάκο κάθε λογής περιποιήσεις και εξυπηρετήσεις, τις οποίες εκείνος αποδέχεται αδιαμαρτύρητα, ενώ παράλληλα δειλιάζει να λύσει την παρεξήγηση που έχει δημιουργηθεί. Οι παρεξηγήσεις αρχίζουν να διαδέχονται η μία την άλλη, και σαν να μην έφτανε αυτό, εμφανίζεται στο προσκήνιο και μια πανέμορφη κοπέλα, την οποία ο ράφτης ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Τα διλήμματα, ο φόβος και η ντροπή μπροστά στο ενδεχόμενο της αποκάλυψης ταλανίζουν την ψυχή του ήρωά μας. Συν τοις άλλοις, ένας ερωτικός αντίζηλος που έχει καταλάβει πως κάτι δεν πάει καλά με τον «πολωνό κόμη», βρίσκει τη χειρότερη στιγμή για να του δώσει ένα γερό χτύπημα κάτω από τη μέση…

Εκ πρώτης όψεως, η αφήγηση θυμίζει ανάλαφρο πικάντικο ρομάντζο που πραγματεύεται απλώς την αντίθεση ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι. Ωστόσο, αναπόσπαστο μέρος της πρόζας του Κέλλερ αποτελεί ένας γλυκός, μα ακλόνητος σκεπτικισμός. Ας μην ξεχνάμε ότι ενώ άλλοι συγγραφείς τείνουν να αφηγούνται και να εξηγούν, ο Κέλλερ επιλέγει να δείχνει. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που μεγάλος θαυμαστής του ήταν ο φιλόσοφος Λούντβιχ Βίττγκενσταϊν, ο οποίος σύστηνε στους φίλους του να διαβάσουν το «Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο».

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails