Luigi Pirandello, ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΝΔΟΙΑΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

 Illusion, foto by Khaane

Ο κύριος Αλμπέρτο Χάιντς, από το Μπάφαλο των Ηνωμένων Πολιτειών, αμφιταλαντευόμενος μεταξύ του έρωτά του για τη σύζυγό του και μια εικοσάχρονη δεσποινίδα, σκέφτεται να καλέσει και τη μια και την άλλη σε μια συνάντηση, για να πάρουν μαζί του μια απόφαση.

Οι δυο γυναίκες και ο κύριος Χάιντς βρίσκονται στην ώρα τους στον τόπο της συνάντησης∙ συζητούν για πολλή ώρα, και στο τέλος συμφωνούν.

Αποφασίζουν να θανατωθούν και οι τρεις.

Η κυρία Χάιντς επιστρέφει στο σπίτι∙ αυτοπυροβολείται και πεθαίνει. Ο κύριος Χάιντς, τότε, και η εικοσάχρονη δεσποινίδα-ερωμένη του, βλέποντας πως με τον θάνατο της κυρίας Χάιντς απομακρύνεται κάθε εμπόδιο για την ευτυχή τους ένωση, παραδέχονται πως δεν έχουν πλέον λόγο να αυτοκτονήσουν και παίρνουν την απόφαση να παραμείνουν στη ζωή και να παντρευτούν. Οι δικαστικές αρχές, όμως, παίρνουν διαφορετική απόφαση, και τους συλλαμβάνουν.

Λαϊκότατος επίλογος.

(Βλέπε τις εφημερίδες τής Νέας Υόρκης της 25ης Ιανουαρίου 1921, πρωινή έκδοση.)

*

Ας υποθέσουμε πως ένας ατυχής κωμωδιογράφος έχει την κακή έμπνευση, να μεταφέρει στη σκηνή μια παρόμοια περίπτωση.

Μπορεί κανείς να είναι σίγουρος πως η φαντασία του θα έχει ενδοιασμούς πρώτ’ απ’ όλα να θεραπεύσει με δραστικά τεχνάσματα τον παραλογισμό της αυτοκτονίας της κυρίας Χάιντς, ώστε να την κάνει με κάποιο τρόπο αληθοφανή.

Μπορεί κανείς, όμως, να είναι επίσης σίγουρος, πως, ακόμη και με όλα τα δραστικά τεχνάσματα που επινοούνται απ’ τον κωμωδιογράφο, ενενήντα εννέα στους εκατό κριτικούς δράματος θα κρίνουν παράλογη εκείνη την αυτοκτονία και μη αληθοφανή την κωμωδία.

Διότι η ζωή, λόγω όλων των έντονων παραλογισμών, μικρών και μεγάλων, με τους οποίους ευτυχώς είναι γεμάτη, έχει το ανυπολόγιστο προνόμιο να μπορεί να κάνει δίχως εκείνη την ηλιθιότατη αληθοφάνεια, στην οποία η τέχνη θεωρεί καθήκον της να υπακούει.

Οι παραλογισμοί της ζωής δεν έχουν ανάγκη να δείχνουν αληθοφανείς, διότι είναι αληθινοί. Σε αντίθεση μ’ εκείνους της τέχνης που, για να δείχνουν αληθινοί, έχουν ανάγκη να είναι αληθοφανείς. Και τότε, αφού είναι αληθοφανείς, δεν είναι πλέον παραλογισμοί.

Ένα γεγονός της ζωής μπορεί να είναι παράλογο∙ ένα έργο τέχνης, αν είναι έργο τέχνης, όχι.

Το να εξακολουθεί ένα έργο τέχνης να κατηγορείται για παραλογισμό και μη αληθοφάνεια, στο όνομα της ζωής, είναι απερισκεψία.

Στο όνομα της τέχνης, ναι∙ στο όνομα της ζωής, όχι.

*

Υπάρχει στη φυσική ιστορία ένα βασίλειο που μελετάται απ’ τη ζωολογία, διότι κατοικείται απ’ τα ζώα.

Μεταξύ των τόσων ζώων που το κατοικούν περιλαμβάνεται και ο άνθρωπος.

Και ο ζωολόγος, ναι, μπορεί να μιλήσει για τον άνθρωπο και να πει, επί παραδείγματι, πως δεν είναι ένα τετράποδο μα, ένα δίποδο, και πως δεν έχει ουρά, θέλεις όπως η μαϊμού, θέλεις όπως ο γάιδαρος, θέλεις όπως το παγώνι.

Στον άνθρωπο για τον οποίο μιλά ο ζωολόγος δεν μπορεί ποτέ να συμβεί η συμφορά να χάσει, ας υποθέσουμε, ένα πόδι και να το φτιάξει ξύλινο∙ να χάσει ένα μάτι και να το φτιάξει γυάλινο. Ο άνθρωπος του ζωολόγου έχει πάντα δύο πόδια, εκ των οποίων κανένα δεν είναι ξύλινο∙ έχει πάντα δύο μάτια, εκ των οποίων κανένα δεν είναι γυάλινο.

Και είναι αδύνατον να αντικρούσεις τον ζωολόγο. Διότι ο ζωολόγος, αν του παρουσιάσετε έναν τέτοιον, με ένα ξύλινο πόδι ή ένα γυάλινο μάτι, θα σας απαντήσει πως δεν τον αναγνωρίζει, διότι αυτός δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά κάποιος άνθρωπος.

Είναι αλήθεια, όμως, πως όλοι εμείς, με τη σειρά μας, μπορούμε να απαντήσουμε στον ζωολόγο πως ο άνθρωπος που εκείνος αναγνωρίζει δεν υφίσταται, και πως αντίθετα υφίστανται άνθρωποι εκ των οποίων κανένας δεν είναι όμοιος με τον άλλο και πως μπορεί επίσης να έχουν εξαιτίας κάποιας συμφοράς ένα ξύλινο πόδι ή ένα γυάλινο μάτι.

Αναρωτιέται κανείς σ’ αυτό το σημείο αν θέλουν να θεωρούνται ζωολόγοι ή κριτικοί λογοτεχνίας όλοι εκείνοι οι κύριοι που, κρίνοντας ένα μυθιστόρημα ή μια νουβέλα ή μια κωμωδία επικρίνουν το ένα ή το άλλο πρόσωπο, τη μια ή την άλλη παρουσίαση γεγονότων ή συναισθημάτων, όχι βέβαια στο όνομα της τέχνης όπως θα ήταν σωστό, αλλά στο όνομα της ανθρωπότητας, που φαίνεται να γνωρίζουν τέλεια, λες και πραγματικά υφίσταται θεωρητικά, έξω δηλαδή από την απειράριθμη ποικιλία ανθρώπων ικανών να διαπράξουν όλους εκείνους τους προαναφερθέντες παραλογισμούς, που δεν έχουν ανάγκη να δείχνουν αληθοφανείς, διότι είναι αληθινοί.

*

Εν τω μεταξύ, απ’ την εμπειρία που απ’ την πλευρά μου μπόρεσα να έχω με μια τέτοια κριτική, το ωραίο είναι αυτό: πως, ενώ ο ζωολόγος παραδέχεται πως ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα για το γεγονός επίσης ότι ο άνθρωπος συλλογίζεται και ότι τα ζώα δεν συλλογίζονται, ακριβώς αυτός ο συλλογισμός (δηλαδή αυτό που είναι το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα τού ανθρώπου) σε πολλά δικά μου κάθε άλλο παρά χαρούμενα πρόσωπα φάνηκε πολλές φορές στους κυρίους κριτικούς, όχι υπερβολή ενδεχομένως, αλλά αντίθετα ελάττωμα της ανθρώπινης φύσης. Διότι φαίνεται πως ανθρώπινη φύση, γι’ αυτούς, είναι κάτι που έγκειται περισσότερο στο συναίσθημα παρά στον συλλογισμό.

Θέλοντας, όμως, να μιλήσω έτσι αφηρημένα όπως κάνουν αυτοί οι κριτικοί, δεν είναι άραγε αλήθεια πως ποτέ ο άνθρωπος δεν συλλογίζεται με τόσο πάθος (ή παραλογίζεται, που είναι το ίδιο), όσο όταν υποφέρει, διότι συγκεκριμένα για τα βάσανά του θέλει να βρει τη ρίζα, και όποιον του τα προκάλεσε, και αν και πόσο ήταν σωστό να του τα προκαλέσει∙ ενώ, όταν χαίρεται, πιάνεται από την ευχαρίστηση και δεν συλλογίζεται, λες και το να χαίρεται είναι δικαίωμά του;

Καθήκον των ζώων είναι να υποφέρουν δίχως να συλλογίζονται. Όποιος υποφέρει και συλλογίζεται (ακριβώς επειδή υποφέρει), για ’κείνους τους κυρίους κριτικούς δεν είναι ανθρώπινος∙ διότι φαίνεται πως όποιος υποφέρει είθισται να είναι μονάχα ζώο, και πως μονάχα όταν είναι ζώο είναι γι’ αυτούς ανθρώπινος.

*

Πρόσφατα όμως βρήκα έναν κριτικό, που του είμαι πολύ ευγνώμων.

Σχετικά με την απάνθρωπη και, όπως φαίνεται, αθεράπευτη «εγκεφαλικότητά» μου και την παράδοξη μη αληθοφάνεια των μύθων μου και των προσώπων μου, ρώτησε τους άλλους κριτικούς από πού άντλησαν το κριτήριο για να κρίνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κόσμο τής τέχνης μου.

«Απ’ τη λεγόμενη φυσιολογική ζωή;» ρώτησε. «Μα, τι είναι αυτή αν όχι ένα σύστημα σχέσεων, που εμείς επιλέγουμε μέσα στο χάος των καθημερινών γεγονότων και που αυθαίρετα χαρακτηρίζουμε φυσιολογική;» Εν κατακλείδι πως «δεν μπορεί κάποιος να κρίνει τον κόσμο ενός καλλιτέχνη μ’ ένα κριτήριο που αντλείται από κάπου αλλού και όχι απ’ αυτόν τον ίδιο τον κόσμο».

Πρέπει να προσθέσω, για να δείξω εμπιστοσύνη σ’ αυτόν τον κριτικό σε σχέση με τους άλλους κριτικούς, πως πέρα απ’ αυτό, μάλλον ακριβώς γι’ αυτό, κι εκείνος έπειτα κρίνει δυσμενώς το έργο μου: διότι του φαίνεται, δηλαδή, πως εγώ δεν μπορώ να δώσω αξία και αίσθηση καθολικά ανθρώπινη στους μύθους μου και στα πρόσωπά μου∙ τόσο που να αφήνω αμήχανο όποιον πρέπει να τους κρίνει, εφόσον εγώ δεν προτίθεμαι μάλλον να περιοριστώ στο να αναπαράγω κάποιες παράξενες περιπτώσεις, κάποιες πάρα πολύ ιδιαίτερες ψυχολογικές καταστάσεις.

Εφόσον όμως η καθολικά ανθρώπινη αξία και αίσθηση κάποιων μύθων μου και κάποιων προσώπων μου, μες στην αντίθεση, όπως αυτός λέει, μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, μεταξύ προσωπικής μορφής και της κοινωνικής της εικόνας, έγκειται πρώτ’ απ’ όλα στην αίσθηση και την αξία που αποδίδεται σ’ εκείνη την πρώτη αντίθεση, η οποία, λόγω μιας σταθερής φάρσας τής ζωής, μας αποκαλύπτεται πάντα ασυνεπής, μια και, αναγκαστικά δυστυχώς, κάθε πραγματικότητα του σήμερα προορίζεται να μας αποκαλυφθεί ψευδαίσθηση αύριο, αναγκαία, όμως, ψευδαίσθηση, αφού δυστυχώς έξω απ’ αυτή δεν υπάρχει για εμάς άλλη πραγματικότητα. Εφόσον έγκειται ακριβώς σ’ αυτό, το ότι ένας άνδρας ή μια γυναίκα, που έχουν μπει από άλλους ή από τον ίδιο τους τον εαυτό σε μια λυπηρή κατάσταση, κοινωνικά αφύσικη, όσο παράλογη κι αν φαίνεται, αντέχουν σ’ αυτή, την ανέχονται, την παρουσιάζουν μπροστά στους άλλους, μέχρι που δεν τη βλέπουν, είναι βέβαια λόγω της δικής τους τύφλωσης ή της απίστευτης αφέλειάς τους∙ και γιατί λοιπόν μόλις τη βλέπουν σαν σ’ έναν καθρέφτη που μπαίνει απέναντί τους, δεν την ανέχονται άλλο, νιώθουν εξαιτίας της όλη τη φρίκη και τη θρυμματίζουν ή, αν δεν μπορούν να τη θρυμματίσουν, αισθάνονται να πεθαίνουν εξαιτίας της; Εφόσον έγκειται ακριβώς σ’ αυτό, μια κατάσταση, κοινωνικά αφύσικη, γίνεται αποδεκτή, ακόμη και όταν τη βλέπεις σ’ έναν καθρέφτη, που σ’ αυτή την περίπτωση μας εμφανίζει μπροστά στα μάτια μας την ίδια μας την ψευδαίσθηση∙ και τότε την παριστάνει κάποιος, υποφέροντας εξαιτίας της όλο το μαρτύριο, μέχρι να είναι δυνατή η παράστασή της μέσα από την ασφυκτική μάσκα που επιβάλλουμε σ’ εμάς τους ίδιους ή μας την επιβάλλουν άλλοι ή μας την έχει επιβάλει κάποια σκληρή ανάγκη, μέχρι, δηλαδή, το σημείο που κάτω απ’ αυτή τη μάσκα ένα δικό μας συναίσθημα, πολύ ζωντανό, να μην πληγώνεται τόσο βαθιά, ώστε η επανάσταση στο τέλος να ξεσπάει κι εκείνη η μάσκα να σκίζεται και να ποδοπατιέται;

«Τότε, ξαφνικά» λέει ο κριτικός «ένας ανθρώπινος χείμαρρος πλημμυρίζει αυτά τα πρόσωπα, οι μαριονέτες απροσδόκητα παίρνουν σάρκα και οστά, και λέξεις που καίνε την ψυχή και σκίζουν την καρδιά βγαίνουν από τα χείλη τους.»

Ασφαλώς! Ανακάλυψαν τη γυμνή τους προσωπική μορφή κάτω από εκείνη τη μάσκα που τους έκανε μαριονέτες του εαυτού τους, ή υποχείρια των άλλων∙ που αρχικά τους έκανε να φαίνονται σκληροί, άκαμπτοι, δύστροποι, δίχως τελειότητα, και δίχως λεπτότητα, πολύπλοκοι και απειλητικοί, όπως καθετί που ταιριάζει και μπαίνει όχι με τη θέλησή του, μα κατ’ ανάγκη, σε μια κατάσταση αφύσικη, μη αληθοφανή, παράδοξη, εν ολίγοις τέτοια που στο τέλος αυτοί δεν μπόρεσαν πλέον να την αντέξουν και την κατέστρεψαν.

Ο κυκεώνας, επομένως, αν υπάρχει είναι ηθελημένος∙ ο μηχανισμός, επομένως, αν υπάρχει είναι ηθελημένος∙ όχι όμως από μένα: μα, από τον ίδιο τον μύθο, από τα ίδια τα πρόσωπα∙ και φανερώνεται αμέσως, πράγματι: συχνά σχεδιάζεται σκόπιμα και μπαίνει μπροστά στα μάτια την ίδια στιγμή που πάει να σχεδιαστεί και να ταιριάξει: είναι η μάσκα για μια παράσταση∙ το παιχνίδι των ρόλων∙ εκείνο που θα θέλαμε ή θα έπρεπε να είμαστε∙ εκείνο που στους άλλους φαίνεται πως είμαστε∙ ενώ αυτό που είμαστε δεν το ξέρουμε, μέχρι ενός σημείου, μήτε καν κι εμείς οι ίδιοι∙ η ανόητη, αβέβαιη δική μας μεταφορά∙ η περίπλοκη δημιουργία, που συχνά κάνουμε για εμάς, ή που οι άλλοι κάνουν για εμάς: επομένως, πράγματι, ένας μηχανισμός, ναι, όπου ο καθένας ηθελημένα, επαναλαμβάνω, είναι η μαριονέτα του ίδιου του του εαυτού∙ κι έπειτα, στο τέλος, η κλωτσιά που καταστρέφει το κουκλοθέατρο.

Πιστεύω πως δεν μου μένει παρά να συγχαρώ τη φαντασία μου αφού, με όλους τους ενδοιασμούς της, έκανε να φανούν σαν πραγματικές αδυναμίες ό,τι ήθελε εκείνη: αδυναμίες μιας ψεύτικης δημιουργίας που τα ίδια τα πρόσωπα επέβαλαν στον εαυτό τους και στη ζωή τους, ή που κάποιος άλλος τις επέβαλε γι’ αυτά: εν ολίγοις τις αδυναμίες της μάσκας μέχρι ν’ αποκαλυφθεί γυμνή.

*

Μια μεγαλύτερη παρηγοριά, όμως, μου ήρθε από τη ζωή, ή από την καθημερινή επικαιρότητα, σε απόσταση περίπου είκοσι ετών από την πρώτη δημοσίευση αυτού μου του μυθιστορήματος Ο μακαρίτης Ματτία Πασκάλ, το οποίο ακόμη μια φορά σήμερα επανεκδίδεται.

Ούτε σ’ αυτό, όταν δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά, έλειψε, με ομόφωνη σχεδόν συμφωνία βέβαια, η κατηγορία κάποιου για μη αληθοφάνεια.

Λοιπόν, η ζωή θέλησε να μου δώσει την αίσθηση τής πραγματικότητάς του σ’ ένα μέγεθος πραγματικά υπέροχο, μέχρι και στις ασήμαντες λεπτομέρειες κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που δημιουργήθηκαν αυθόρμητα από τη φαντασία μου.

Να όσα γράφτηκαν στο Corriere della Sera της 27ης Μαρτίου 1920:

 

Ο ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΕΝΟΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ

Μια ασυνήθιστη περίπτωση διγαμίας, οφειλόμενη στον επικυρωμένο αλλά όχι πραγματικό θάνατο ενός συζύγου, αποκαλύφθηκε αυτές τις ημέρες. Ας ανατρέξουμε εν συντομία στο συμβάν. Στην περιοχή τού Καλβαϊράτε στις 26 Δεκεμβρίου 1916 κάποιοι χωρικοί ψάρεψαν από τα νερά στο κανάλι των «Τσίνκουε κιούζε» το πτώμα ενός άνδρα ντυμένου με πουλόβερ και παντελόνι καφέ χρώματος. Για την εξιχνίαση ειδοποιήθηκε η αστυνομία, η οποία άρχισε τις έρευνες. Λίγο μετά το πτώμα αναγνωρίστηκε από κάποια Μαρία Τεντέσκι, γυναίκα ακόμη επιθυμητή γύρω στα σαράντα, και από κάποιους Λουίτζι Λονγκόνι και Λουίτζι Μαγιόλι, για εκείνο του ηλεκτροτεχνίτη Αμπρότζο Καζάτι τού Λουίτζι, γεννημένου το 1869, συζύγου της Τεντέσκι. Ο πνιγμένος πραγματικά έμοιαζε πολύ με τον Καζάτι.

Εκείνη η μαρτυρία, απ’ ό,τι έχει αποδειχθεί τώρα, θα ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα, ειδικά για τον Μαγιόλι και την Τεντέσκι. Ο πραγματικός Καζάτι ήταν ζωντανός! Ήταν, όμως, ακόμη στη φυλακή από τις 21 Φεβρουαρίου του προηγούμενου χρόνου για φθορά ξένης ιδιοκτησίας και εδώ και καιρό, είχε χωρίσει, αν και όχι επίσημα, τη σύζυγό του. Μετά έξι μήνες πένθους, η Τεντέσκι προχωρούσε σε νέο γάμο με τον Μαγιόλι, δίχως να ενοχληθεί από κανέναν γραφειοκρατικό σκόπελο. Ο Καζάτι ολοκλήρωσε την έκτιση της ποινής του στις 8 Μαρτίου του 1917 και μόνος του εκείνες τις μέρες έμαθε πως ήταν… νεκρός και πως η σύζυγός του είχε παντρευτεί ξανά και είχε εξαφανιστεί. Τα πληροφορήθηκε όλ’ αυτά, όταν πήγε στο Ληξιαρχείο στην πλατεία Μισόρι, έχοντας ανάγκη ένα έγγραφο. Ο υπάλληλος, στο γκισέ, αμείλικτα παρατήρησε:

«Μα, εσείς είστε νεκρός! Η νόμιμη κατοικία σας είναι στο κοιμητήριο του Μουζόκκο, 44ος κοινοτικός τομέας, τάφος αρ. 550…»

Κάθε διαμαρτυρία εκείνου που ήθελε να αναγνωριστεί ζωντανός ήταν μάταιη. Ο Καζάτι πρότεινε να αναγνωριστούν τα δικαιώματά του με την… αναβίωση, και αφού διευθετηθεί, όσο τον αφορά, η κοινωνική του κατάσταση, η υποτιθέμενη χήρα που είχε παντρευτεί ξανά θα έβλεπε τον δεύτερο γάμο της ν’ ακυρώνεται.

Εν τω μεταξύ η παράξενη περιπέτεια δεν προκάλεσε θλίψη στον Καζάτι: αντιθέτως, θα λέγαμε πως το πήρε με καλή διάθεση, και επιθυμώντας νέες συγκινήσεις, θέλησε να κάνει μια σύντομη επίσκεψη στον… τάφο του και ως φόρο τιμής προς τη μνήμη του τοποθέτησε πάνω στον τάφο ένα μυρωδάτο στεφάνι και άναψε το καντήλι!

Η υποτιθέμενη αυτοκτονία σ’ ένα κανάλι∙ το πτώμα που έβγαλαν και αναγνώρισε η σύζυγος κι εκείνος που έπειτα θα γινόταν ο δεύτερός της σύζυγος∙ η επιστροφή του ψεύτικου νεκρού κι επίσης ο φόρος τιμής στο μνήμα του! Όλα τα στοιχεία τού γεγονότος, φυσικά δίχως όλα εκείνα που έπρεπε να δώσουν στο γεγονός αξία και καθολικά ανθρώπινη αίσθηση.

Δεν μπορώ να υποθέσω πως ο κύριος Αμπρότζο Καζάτι, ο ηλεκτροτεχνίτης, είχε διαβάσει το μυθιστόρημά μου και πήγε λουλούδια στον τάφο του μιμούμενος τον μακαρίτη Ματτία Πασκάλ.

Η ζωή, εν τω μεταξύ, με την ευλογημένη περιφρόνηση κάθε αληθοφάνειας, μπόρεσε να βρει έναν ιερέα κι έναν δήμαρχο που ένωσαν εις γάμου κοινωνία τον κύριο Μαγιόλι και την κυρία Τεντέσκι, δίχως να φροντίσουν να μάθουν ένα δεδομένο, το οποίο βέβαια θα ήταν πανεύκολο να μάθουν, πως δηλαδή ο σύζυγος κύριος Καζάτι βρισκόταν στη φυλακή και όχι στο χώμα.

Η φαντασία θα είχε ενδοιασμούς, βέβαια, να προσπεράσει ένα τέτοιο δεδομένο∙ και τώρα χαίρεται, αναλογιζόμενη την κατηγορία της μη αληθοφάνειας που ακόμη και τότε της είχε αποδοθεί, να γνωστοποιεί για ποια πραγματική μη αληθοφάνεια είναι ικανή η ζωή, ακόμη και στα μυθιστορήματα που, δίχως να το ξέρει, αντιγράφει από την τέχνη.


Μετάφραση από τα Ιταλικά: Αρχοντία Κυπριώτου


pirandello Ο Ιταλός θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος Λουίτζι Πιραντέλλο πρόσθεσε το παραπάνω κείμενο μετά το τέλος  του μυθιστορήματός του Ο Μακαρίτης Ματτία Πασκάλ το 1921, 16 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος, απαντώντας έμμεσα στους κριτικούς που έκαναν δυσμενή σχόλια για το έργο του. Η παρούσα μετάφραση συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο Ο Μακαρίτης Ματτία Πασκάλ που κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Ίνδικτος σε μετάφραση Αρχοντίας Κυπριώτου.

Tom Schimmeck, Παζλ με κόκκαλα μετά τον βρόμικο πόλεμο

Foto by Arjen Lutgendorff

Η Αργεντινή αναζητεί τα θύματα των στρατιωτικών. Κάτι που όμως δεν ταιριάζει στο show του εξωτερικά ανανεωμένου αρχηγού Κάρλος Μένεμ

Τις περισσότερες φορές έχουνε μείνει μερικά κόκκαλα μόνο. Συχνά είναι αδιευκρίνιστο σε ποιον άνθρωπο ανήκαν. «Εδώ έχει εξαφανιστεί μία ολόκληρη γενιά» λέει ο Luis Fonderbrider «μέχρι τώρα δεν υπήρξε καμιά σοβαρή προσπάθεια να διερευνηθεί αυτό». Ο Luis Fonderbrider ανήκει σε μία ομάδα ιατροδικαστών ανθρωπολόγων, οι οποίοι εδώ και έντεκα χρόνια σκαλίζουν τους ομαδικούς τάφους της Αργεντινής. Μια δουλειά κατά της λήθης.

Ο Fonderbrider ήταν 20, όταν ξεκίνησε να μαθαίνει αυτό το παράξενο επάγγελμα. Ένας φοιτητής που του έλειπαν οι φίλοι του. Φίλοι που είχαν εξαφανιστεί ή όπως συνηθίζεται να λέγεται στην Αργεντινή: «τους είχαν εξαφανίσει». Μια παράφραση γι’ αυτούς που τους εκτέλεσαν ψυχρά και τους έχωσαν σε μαζικούς τάφους, σε βαρέλια που τα είχαν γεμίσει με τσιμέντο και γι΄ αυτούς που τους έπνιξαν στον ποταμό Rio de la Plata, τους νάρκωσαν και τους πέταξαν από αεροπλάνα στον Ατλαντικό.

Είναι ένα χυδαίο παζλ. Αλλά συγχρόνως, λέει ο Fonderbrider, «μια απτή δυνατότητα να κάνεις κάτι». Από τα περίπου 300 στρατόπεδα των φυλακισμένων της στρατιωτικής δικτατορίας εξαφανίστηκαν τουλάχιστον 10.000, ίσως και 30.000 άνθρωποι. Ο φοιτητής και οι συνάδελφοί του –υπό την επίβλεψη ειδικών- ξεκίνησαν να εντοπίζουν τάφους και να ξεθάβουν πόντο-πόντο, κόκκαλο το κόκκαλο, σχολαστικά όπως οι αρχαιολόγοι. Σύγκριναν τα αρχεία των στρατοπέδων με τις επιγραφές των νεκροταφείων, πήραν συνεντεύξεις από συγγενείς και επιζώντες συγκρατούμενους για να μάθουν περισσότερα: Θεραπείες στα δόντια; Παλιά σπασίματα στα κόκκαλα; Τραυματισμοί από χτυπήματα και βασανιστήρια; Ποιον είδαν πού και πότε για τελευταία φορά;

Η ομάδα των ανθρωπολόγων έχει ανοίξει μέχρι σήμερα 500 τάφους, έχει μαζέψει 4.000 φωτογραφίες εξαφανισμένων, έχει περάσει στον υπολογιστή πολλά στοιχεία. Γιατί αυτός ο κόπος; «Μεγαλώνουμε σε μία πολύ άρρωστη κοινωνία» λέει ο Luis Fonderbrider. «Οι δράστες είναι ελεύθεροι. Και όχι μόνο δε έχουν μετανιώσει, αλλά είναι και υπερήφανοι».


Η ανοιχτή πληγή της Αργεντινής

Η στρατιωτική δικτατορία κράτησε από το 1976 μέχρι το 1983. Έκανε έναν «βρόμικο πόλεμο» -δήθεν εναντίον ενός αριστερού αντάρτικου, στην πραγματικότητα κυρίως εναντίον μιας πεφωτισμένης μεσαίας τάξης η οποία ασκούσε κριτική και της ήταν εμπόδιο. Ήταν, ομολόγησε την προηγούμενη εβδομάδα ο στρατιωτικός διοικητής της Αργεντινής στρατηγός Marin Balza, μία «σκοτεινή, σχεδόν ανεξήγητη εποχή».

Όταν κατέρρευσε το καθεστώς των στρατιωτικών –με την αποτυχία της παράλογης περιπέτειας με τα Φόκλαντ- συνεχίστηκε παρ’ όλ’ αυτά η προσπάθεια να διερευνηθούν οι εγκληματικές πράξεις. Μία επιτροπή παρουσίασε ντοκουμέντα για τα εγκλήματα. Εννέα μέλη της χούντας ήρθαν αντιμέτωπα στο δικαστήριο με σχεδόν 800 μάρτυρες. Ο στρατηγός Χόρχε Βιντέλα και ο ναύαρχος Εμίλιο Μασέρα καταδικάστηκαν σε ισόβια. Η λίστα των ποινικών αδικημάτων ήταν μεγάλη: φόνος, απαγωγή, βασανισμός, βαριά κλοπή, πλαστογράφηση ντοκουμέντων, εκβιασμός, απαγωγή ανηλίκων και άλλα πολλά.

Στη συνέχεια επρόκειτο να δικαστούν 2.000 αξιωματικοί, όμως οι στρατιωτικοί αντέδρασαν έντονα. Ο πρόεδρος Raúl Alfonsín συνέταξε βιαστικά έναν νόμο, ο οποίος με διαταγή άφηνε ατιμώρητες τις εγκληματικές ενέργειες. Η δημοκρατία γονάτισε. Δεν άργησε να έρθει ένας δεύτερος, «ο τελεσίδικος νόμος». Τελικά, το 1990, ο διάδοχος του Alfonsín, Κάρλος Μένεμ, απένειμε χάρη στους πραξικοπηματίες.

Μερικές φορές δεν μπορείς να βρεις ούτε ίχνη, ούτε καν κόκκαλα. Κι όμως υπάρχουν μάρτυρες. Το Δεκέμβριο του 1994 στην έξοδο ενός σταθμού του μετρό κάποιος σταματά τον Οracio Verbitzky, διευθυντή της ημερήσιας εφημερίδας «Pagina 12». Στην αρχή ο Verbitzky περνά τον άντρα για συγγενή κάποιου θύματος. Τελικά αποδεικνύεται ότι είναι ο δράστης: ο πλωτάρχης Adolfo Francisco Scilingo.

Αρχικά, λέει ο Scilingo, ήθελε μόνο να βοηθήσει δύο συναδέλφους από το ναυτικό, οι οποίοι εξαιτίας του παρελθόντος τους ως βασανιστές δεν πήραν προαγωγή, αν και ο πρόεδρος Μένεμ είχε εκφράσει με σαφήνεια την επιθυμία του.

Σε εκτενείς συζητήσεις ο Scilingo αποκαλύπτει ένα μέρος από το μυστικό του: Δούλευε στην ESMA, τη Σχολή Μηχανικών Ναυτικού στο Μπουένος Άιρες και περιβόητο κέντρο βασανιστηρίων στην εποχή της χούντας. Δύο φορές πήρε διαταγή να μεταφέρει φυλακισμένους. Τους έφερε στο αεροδρόμιο και εκεί με την πρόφαση ενός εμβολιασμού τους νάρκωσαν. Στο αεροπλάνο τους νάρκωσαν πάλι, τους έγδυσαν και τους πέταξαν στον Ατλαντικό. Κάθε Τετάρτη για δύο χρόνια ξεκινούσαν πτήσεις με 15 έως 20 φυλακισμένους. Σύνολο 1.500 έως 2.000 δολοφονημένοι.

Όσο ο Scilingo πετούσε τα κοιμισμένα θύματα στη θάλασσα, ο γιατρός, ο οποίος έκανε τις ενέσεις, εξαφανιζόταν στο πιλοτήριο για να λύσει το πρόβλημά του με τον όρκο του Ιπποκράτη. Μετά την πτήση ο στρατιωτικός εφημέριος πρόσφερε παρηγοριά: «Έλεγε ότι είναι χριστιανικός θάνατος, επειδή δεν υποφέρουν. Ότι ο πόλεμος είναι πόλεμος και ότι το λέει και η Βίβλος πως η ήρα πρέπει να ξεχωρίζει από το σιτάρι».

Η κοινή γνώμη της Αργεντινής αντέδρασε σοκαρισμένη: Κατ’ αρχάς ένας πρώην στρατιώτης ομολόγησε πως είχε δολοφονήσει φυλακισμένους με τα ίδια του τα χέρια. Αμέσως εκφράστηκαν αμφιβολίες για τη δήλωσή του. Ο Scilingo, απεφάνθη ο πρόεδρος, είναι ένας «απατεώνας».

Η νέα συνείδηση του προβλήματος δεν ταιριάζει στο λαϊκίστικο show του Μένεμ. Βέβαια κάποτε ήταν ο ίδιος στη φυλακή. Σήμερα όμως πλασάρεται ως σταρ – ένας εξωτερικά ανανεωμένος αθλητικός τύπος, ο οποίος παίρνει πρωινό με τον Αλαίν Ντελόν και μοστράρει με την Κλαούντια Σίφερ και με διάφορους του τζετ-σετ. Δύσκολα θέματα να μην θίγονται μόνο. Ο Μένεμ επικοινωνεί με το λαό του μέσω των κουτσομπολίστικων εφημερίδων και της φλύαρης ιδιωτικής τηλεόρασης. Θέλει να επανεκλεγεί στις 14 Μαΐου. Η όλη φλυαρία περί του παρελθόντος απλώς ενοχλεί.

Οι στρατιωτικοί, λέει με οργή ο Μένεμ, θα έπρεπε να πάνε να εξομολογηθούνε αντί να σκαλίζουνε παλιές πληγές. Όποιος ήθελε τότε να ξέρει τι συνέβαινε ήξερε. Και όμως η πλειοψηφία της κοινωνίας προτίμησε να κοιτάζει αλλού. Τις μητέρες και τις γιαγιάδες στην Plaza de Mayo [Πλατεία Μαΐου], οι οποίες κάθε βδομάδα ρωτούσαν για την τύχη των παιδιών και των εγγονιών τους, τις έβγαζαν τρελές. «Por algo será», εφησύχαζαν οι άνθρωποι- σίγουρα κάποιον λόγο θα ’χει η επιμονή τους.

Τώρα οι βρόμικες πληγές βγάζουν πύον. Η ομολογία του Scilingo δεν πιέζει μόνο το στρατό, αλλά στο επίκεντρο βρίσκονται τώρα και οι συνένοχοι, οι ευνοημένοι, οι συνεργοί του –οι γιατροί και οι παπάδες, οι δικαστές και οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι σιώπησαν, συνεργάστηκαν και κερδοσκόπησαν. «Μία νέα γενιά έρχεται», πιστεύει ο δημοσιογράφος Verbitsky, «οι γιοι ανακρίνουν τους πατεράδες τους». Η Αργεντινή, έτσι φαίνεται, τώρα θέλει να μάθει.

Ιδιαίτερα ενοχλημένη δείχνει η καθολική εκκλησία. Πέφτει σε αντιφάσεις. Κάποιοι επίσκοποι βοήθησαν τους κυνηγημένους, κάποιοι ιερείς πλήρωσαν με τη ζωή τους τη συμμετοχή τους. Οι εκκλησιαστικοί ηγέτες όμως υπάκουσαν, έμειναν μόνο σε υπομνήσεις. Ο παπικός νούντσιος έπαιζε τένις με το ναύαρχο της χούντας Μασέρα. Ο επίσκοπος Justo Laguna, ο οποίος συναναστρεφόταν συχνά με τους στρατιωτικούς, σήμερα παραδέχεται ότι αυτό ήταν τελείως ανόητο: «Εξομολογήθηκαν, αλλά ποτέ δεν κατάλαβαν τι σημαίνει ηθική». Οι στρατηγοί ήταν φανατικοί «όπως σε μία σταύρωση».

Το όμορφο λευκό κτίριο της ESMA, της Escuela de Mecánica de la Armada, βρίσκεται στην Avenida de Libertador, μια κεντρική λεωφόρο στο Μπουένος Άιρες. Μικρά καραβάκια με σηκωμένα κατάρτια διακοσμούν το φράχτη από σφυρήλατο σίδερο. Γύρω από το μεγάλο, εξαιρετικά φροντισμένο χώρο είναι τοποθετημένοι δυνατοί προβολείς. Σκυλιά γαβγίζουν, στρατιώτες κοιτάζουν με δυσπιστία μέσα από τις πολεμίστρες στα φυλάκια. Μία ταμπέλα προειδοποιεί: Zona Militar [Στρατιωτική Ζώνη].

Πόσες αλήθειες είναι εδώ ακόμη κρυμμένες; Ο Miguel Angel Lauletta, ένας πρώην επαναστάτης, ο οποίος, ακολουθώντας τους στρατιωτικούς, δούλεψε στο υπόγειο των βασανιστηρίων της ESMA, κατέθεσε ότι όλα τα στοιχεία είναι περασμένα σε μικροφίλμ. Για να σώσει τη ζωή της οικογένειάς του πρόδωσε συναγωνιστές. Ο Lauletta, πιστεύει ο δημοσιογράφος David Cox, ο οποίος του πήρε μεγάλη συνέντευξη, «είναι το προϊόν μιας εκτροχιασμένης, τρελής πλέον κοινωνίας, η οποία απέτυχε με τις βασικές αρχές του ουμανισμού. Δεν παρήγαγε ήρωες, αλλά τέρατα.»

Μέχρι σήμερα πολλοί Αργεντινοί δε γνωρίζουν τι έγινε με τα παιδιά, τους γονείς ή τους φίλους τους. Τι απέγιναν τα παιδιά, τα οποία άρπαξαν από τις δολοφονημένες μητέρες. Κανένας δεν κατάφερε να εξαναγκάσει τους στρατιωτικούς να διαλευκάνουν βασανιστήρια και φόνους, να ανοίξουν τα ντουλάπια, να παραδώσουν τις λίστες, τα φιλμ και τις φωτογραφίες των θυμάτων.

Γιατί δεν υπάρχουν πια πρόθυμοι να καταθέσουν; «Ο στρατός» λέει ο ακτιβιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων Emilio Mignone, «τράβηξε πολλούς μαζί του για να εξασφαλίσει τη σιωπή τους. Έτσι δημιουργήθηκε μία μεγάλη ζοφερή αδελφότητα».

«Ίσως κάποτε ξανακαθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου ένας στρατιωτικός» ελπίζει η Rosa Roisinblit, μία από τις «γιαγιάδες της Πλατείας Μαϊου». Μέχρι τώρα έχουν εντοπιστεί 56 παιδιά εξαφανισμένων, τα οποία υιοθετήθηκαν με το ζόρι και μεγάλωσαν με πλαστή ταυτότητα. Εκατοντάδες ακόμη αναζητούνται. «Δε γνωρίζουμε, εάν αυτοί οι έφηβοι θέλουν να επιστρέψουν στους συγγενείς τους», λέει η κυρία Roisinblit, «αλλά έχουν το δικαίωμα να μάθουν την αλήθεια».

Και όλα εκείνα τα πτώματα; Αξίζει η τεράστια δαπάνη να βρεθούν, να ταυτοποιηθούν, να θαφτούν; «Για τους συγγενείς», λέει o ιατροδικαστής Fonderbrider, «είναι κατ΄ αρχάς μία τρομακτική στιγμή. Ύστερα όμως μπορούν να συνεχίσουν να ζούν. Έχουν έναν τάφο, μπορούν ν’ αφήνουν λουλούδια. Αισθάνονται καλύτερα.»


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Σούλα Ζαχαροπούλου


Το άρθρο του Γερμανού δημοσιογράφου Tom Schimmeck “Knochenpuzzle nach dem schmutzigen Krieg” δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1995 στην εβδομαδιαία εφημερίδα του Αμβούργου Die Woche. Η παρούσα μετάφραση περιλαμβάνεται στο Επίμετρο της ελληνικής έκδοσης του μυθιστορήματος της Τζέννυ Έρπενμπεκ Παιχνίδι με τις λέξεις, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος και αφηγείται την ιστορία ενός κοριτσιού από εκείνα “τα παιδιά εξαφανισμένων, τα οποία υιοθετήθηκαν με το ζόρι και μεγάλωσαν με πλαστή ταυτότητα”.

© Tom Schimmeck + Soula Zacharopoulou

Imran Ayata, Έλβαν


The last drop

Σχεδόν κάθε νύχτα έχω κρίσεις πανικού, εδώ και είκοσι χρόνια περίπου. Πετάγομαι ξαφνικά, τρέμω σ’ όλο μου το σώμα και φοβάμαι, γιατί έχω την αίσθηση ότι θα πεθάνω αμέσως. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα συνειδητοποιώ ότι ήταν μονάχα ένα όνειρο. Όχι, είναι εφιάλτες. Συχνά τελειώνουν μ’ εμένα σ’ ένα ξύλινο φέρετρο να βλέπω τεράστιους σβώλους χώμα να πέφτουν πάνω μου. Ταυτόχρονα ακούω και πώς χτυπάει το μαύρο αυτό χώμα πάνω στο καπάκι του φέρετρου. Ουρλιάζω για βοήθεια, γιατί δε θέλω να με θάψουν ζωντανό. Μετά ξυπνάω έντρομος. Γυρνάω απαλά στο πλάι και σκέφτομαι πότε θα πεθάνω άραγε στην πραγματικότητα και πώς θα είναι οι τελευταίες μου στιγμές.

Τον ανιψιό μου τον Ταγλάν τον θάψανε μια φορά ζωντανό. Επειδή σε μια ανάκριση δε μίλησε και δεν είχε δώσει πληροφορίες για τους κομμουνιστές συντρόφους του, οι αξιωματικοί σκάψανε τον τάφο του παρουσία του. Του έδειξαν ένα φέρετρο για νεκροκρέβατό του. Για τους κρατούμενους που δεν ήταν «συνεργάσιμοι» επινοούσαν κι εφάρμοζαν την εποχή εκείνη κυνικές μεθόδους βασανιστηρίων. Ο Ταγλάν ήταν τόσο αδύναμος από την ψυχολογική πίεση και το βασανιστήριο στο οποίο είχε υποβληθεί προηγουμένως, που άφησε να τον ξαπλώσουν στην κάσα χωρίς να προβάλει αντίσταση. Οι στρατιωτικοί δεν έλεγαν να σταματήσουν να γελάνε, ειδικά όταν καρφώνανε το καπάκι του φέρετρου και θάψανε μετά τον Ταγλάν. Δεν ξέρω γιατί δεν τον άφησαν να πεθάνει, παρά τον βγάλανε απ’ τον τάφο μετά από τρία τέταρτα. Πώς να ’νιωσε ο ανιψιός μου; Μπορούσε μετά από μια τέτοια ιστορία να βρει έστω και κάτι ωραίο στη ζωή; Ερωτεύτηκε ποτέ μετά όπως κάνουν άλλοι; Τι να σκέφτεται ο Ταγλάν κάθε φορά που βλέπει αστυνομικό, είτε με στολή είτε με πολιτικά; Και πώς να αντιλαμβάνεται άραγε τη λαχτάρα για ανθρώπινη αξιοπρέπεια; Δεν το ξέρω. Δε μίλησε ποτέ γι’ αυτό. Με κανέναν. Όπως δε μιλάω κι εγώ ποτέ για τις δικές μου κρίσεις πανικού.

Είμαι 58 χρονών σήμερα· κι αν ζούσα καμιά δεκαριά ακόμα, θα μου φαινόταν πολύ παράξενο. Η ζωή μου κι εγώ είμαστε σαν δυο άσπονδοι εχθροί που μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε. Όχι, δε μ’ αρέσει να παραπονιέμαι, παραείμαι αδύναμος χαρακτήρας για κάτι τέτοιο. Κι απ’ αυτή την ηλίθια ιστορία με τη μοίρα και τα χτυπήματά της έχω μπουχτίσει πια, γιατί σχεδόν δυο δεκαετίες τώρα δεν έχω καταφέρει να την πνίξω στο αλκοόλ.

Βλέπω ξανά και ξανά μπροστά μου τον εαυτό μου με την οικογένειά μου και τους Γκιουνές, τους στενότερους φίλους μας εκείνη την εποχή, να είμαι ξαπλωμένος πάνω σε δυο μεγάλες κουβέρτες με κόκκινα και μπλε καρό, που είχαμε αγοράσει φτηνά στις καλοκαιρινές εκπτώσεις του Woolworth. Είχαμε βρει έναν ωραίο μικρό κόλπο κοντά στο Μπουγιούκ Τσεκμετζέ· τότε μπορούσες ακόμη να κάνεις μπάνιο στη θάλασσα κοντά στην Ιστανμπούλ. Οι Γκιουνές κι εμείς ήμασταν κάτι παραπάνω από απλοί φίλοι, στη Γερμανία είχαμε γίνει μια μεγάλη οικογένεια. Τον Μαχμούτ Γκιουνές τον γνώρισα το 1966 στο Μόναχο. Σαν κι εμένα, είχε έρθει στη Γερμανία ένα χρόνο πριν εργάτης για προσωρινά. Σχεδόν κάθε μέρα τότε αντιμετωπίζαμε νέα ερωτήματα και άγνωστα προβλήματα, τα οποία δεν υπήρχε ελπίδα να ξεπεράσει κανείς μόνος του. Θυμάμαι που τα σαββατοκύριακα τις περισσότερες φορές τα περνούσαμε με άλλες εφτά ή οχτώ οικογένειες μαζί. Συναντιόμασταν στο σπίτι άλλης οικογένειας κάθε φορά, μαγειρεύαμε πολύ και μιλάγαμε, μέχρι που βραχνιάζανε οι φωνές μας. Οι γερμανοί γείτονες μάς περνούσαν για θεόμουρλους, νομίζω. Μπορεί γι’ αυτό να φωνάζανε και την αστυνομία καμιά φορά. Σήμερα δεν γίνονται πια τέτοιες συναντήσεις. Έχουμε γίνει όλοι μας λίγο πιο ανεξάρτητοι, ή και πιο εγωιστές.

Τρώγαμε ένα τεράστιο καρπούζι στην παραλία κοντά στο Μπιουγιούκ Τσεκμετζέ. Είχαμε και άσπρο ψωμί και πρόβιο τυρί. Ο Μαχμούτ προσπάθησε να πείσει τον γιο του Τζεμ ότι ήταν φοβερή ιδέα να έρθει μαζί μας στη Σαμψούντα. Ο Τζεμ όμως δεν είχε όρεξη και προτιμούσε να μείνει στην Ιστανμπούλ, για να παίζει για τις δύο επόμενες βδομάδες ποδόσφαιρο με τους καινούργιους του φίλους από τη γειτονιά.

«Άμα δεν έρθει ο Τζέμο, θα μείνω κι εγώ εδώ», είπε η Έλβαν.

Είπα της κόρης μου ότι αυτό ήταν εκβιασμός και της θύμισα πόσο πολύ είχε πεθυμήσει η γιαγιά της να ξαναδεί όλη την οικογένεια. Δεν ήταν εύκολο να ξεγελάσω την κόρη μου, ειδικά από τότε που έγινε 17 κι άρχισε να παίρνει τη ζωή της πιο πολύ στα χέρια της.

«Αφού πάμε μόνο και μόνο για να δει τον μικρό», είπε η Έλβαν.

Ούτε η γυναίκα μου ήθελε να πάμε στην Σαμψούντα. Ήταν μόνο δική μου επιθυμία. Εγώ ήθελα να μας δουν οι γονείς μου άλλη μια φορά όλους μαζί, κυρίως επειδή ήταν πολύ άρρωστη η μάνα μου και είχα την έγνοια ότι όπου να ‘ναι θα πέθαινε. Ήταν τόσο περίεργοι να δούνε το δεύτερο παιδί μας, που ήρθε στον κόσμο 16 χρόνια μετά την Έλβαν με σύνδρομο Down.

Εκείνη τη νύχτα αναρωτιόμουν πώς τα κατάφερε άραγε η Έλβαν να πείσει τον Τζεμ να έρθει μαζί μας τελικά στη Σαμψούντα. Όπως και να ‘χει, την άλλη μέρα το μεσημέρι αγκαλιάζονταν ευτυχισμένοι λίγο πριν ξεκινήσουμε.

«Το κάνω μόνο γιατί είσαι η μεγάλη μου αδερφή», είπε ο Τζεμ.

Λίγο πριν μπούμε στον αυτοκινητόδρομο που έχει τρεις λωρίδες στο Βελή Εφέντη, εμφανίστηκε ένας νέος άντρας μπροστά στ’ αμάξι μας και ρώτησε αν μπορούσε να μας καθαρίσει τα παράθυρα αντί μικρού κασέ. Συμφώνησα και τον παρατηρούσα πώς γυάλιζε όλα τα παράθυρα μ’ ενθουσιασμό και μεγάλη ακρίβεια, ενώ ταυτόχρονα έλεγε μικρές προσευχές. Καθώς τον παρακολουθούσα, κατάλαβα γιατί είχε κάνει λόγο για κασέ. Το παλικάρι ήταν πραγματικός καλλιτέχνης. Μόλις τελείωσε, μας ξεπροβόδισε λέγοντας ότι ο Αλλάχ θα μας φύλαγε βέβαια από ζημιές κι ατυχήματα, ωστόσο κι εμείς θα έπρεπε να πηγαίνουμε με προσοχή. Κοίταξα στον καθρέφτη και είδα που ο χοντρός νεαρός έριξε έναν κουβά νερό πίσω μας, παλιό τελετουργικό αποχαιρετισμού στην Ανατολία.

Μέχρι το ταξίδι μας στην Σαμψούντα δεν είχα προσέξει ποτέ ότι ο Τζεμ ήταν μεγάλος διασκεδαστής. Έλεγε συνεχώς ανέκδοτα, μιμούνταν κοινούς γνωστούς και σχολίαζε από μνήμης ποδοσφαιρικούς αγώνες του παγκοσμίου πρωταθλήματος της Ισπανίας. Κι επειδή η Έλβαν είπε ότι ήταν χαζό το ποδόσφαιρο, εκείνος άλλαξε άθλημα και μιλούσε για διπλά λουπ, απλό τόλουπ και για το πόσο εξαιρετικά εναρμονίζονταν χορός και μουσική στο ζευγάρι του καλλιτεχνικού πατινάζ Τόρβιλ και Ντιν. Και τότε εισέπραξε θερμό χειροκρότημα από την Έλβαν.

«Κι εσύ, θεία Σέλντα, τι θα ήθελες;», ρώτησε ο Τζεμ.

«Να μου πεις με ποιαν είσαι ερωτευμένος», απάντησε η γυναίκα μου.

«Με τη Μπάγερν Μονάχου», είπε ο Τζεμ.

Περνούσαμε πολύ καλά και δεν καταλάβαμε για πότε προχωρήσαμε τόσο πολύ. Το βράδυ φάγαμε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου «Κορού» κοντά στο Μπολού και κάναμε μια δίωρη στάση. Είπα να διανυκτερεύσουμε σ’ εκείνο το περίφημο ξενοδοχείο πολυτελείας. Όλοι βρήκαν φοβερή την ιδέα, ακόμα και η Σέλντα, που ήταν τότε αντίθετη σε όλα όσα πρότεινα εγώ. Αυτό για μένα σήμαινε ότι ουσιαστικά δεν είχαμε τίποτα πια να πούμε μεταξύ μας. Το τελευταίο, το ανάπηρο παιδί μας κρατούσε το γάμο μας, παρ’ όλο που δε σωζόταν πια. Η κυρία στη ρεσεψιόν μάς ενημέρωσε ότι ήταν κλεισμένοι εδώ κι εβδομάδες. Κι έτσι συνεχίσαμε το ταξίδι μας. Μετά από τρεις ώρες οδήγηση έκλειναν τα μάτια μου. Σταμάτησα σ’ ένα ωραίο πάρκινγκ, περίπου 50 χιλιόμετρα πριν το Τσόρουμ. Κοιμηθήκαμε δύο ώρες στο αυτοκίνητο, ώσπου άρχισε να κλαίει ο μικρός και μας ξύπνησε όλους. Η Έλβαν, ο Τζεμ κι εγώ φρεσκαριστήκαμε στο πάρκινγκ με παγωμένο νερό, που έτρεχε από μια μικρή βρύση. Χαζολογήσαμε λίγο ακόμη από δω κι από κει. Ήτανε λες κι είχε εξαφανιστεί η κούρασή μας. Όταν επιστρέψαμε στο αυτοκίνητο και θέλαμε να μπούμε μέσα, η Έλβαν επέμενε να αλλάξουν θέσεις με τον Τζεμ και να κάτσει μπροστά εκείνος.

«Έλβαν άμπλα, δε χρειάζεται. Μείνε εσύ μπροστά», είπε ο Τζεμ αρνούμενος την προσφορά της.

«Όχι, θ’ αλλάξουμε.»

Ο Τζεμ συμφώνησε να βάλει και ζώνη. Η Έλβαν του την είχε περάσει από πίσω, όταν έβαλα πάλι μπρος. «Αφού δεν είμαστε στη Γερμανία. Εδώ δε βάζει κανείς ζώνη», ισχυρίστηκε ο Τζεμ.

«Δεν έχει σημασία. Βάλ’ τη τη ριμάδα. Σε παρακαλώ», είπε η Έλβαν.

Ο ήλιος ήταν κόντρα, εγώ κατέβασα το σκίαστρο, ο Τζεμ με μιμήθηκε αμέσως κι έβαλε μια κασέτα. Οδηγούσα με σταθερή ταχύτητα στο χαλικόστρωτο δρόμο, που έμοιαζε με μακριά ευθεία γραμμή στο τοπίο. Εκατομμύρια φορές μέχρι σήμερα προσπάθησα να θυμηθώ πώς έγινε κι έχασα ξαφνικά τον έλεγχο του αμαξιού και βουτήξαμε ολόισια στον γκρεμό.

«Ισμεεεεεεετ, θα μας σκοτώσεις όλους», ούρλιαξε η Σέλντα πίσω.

Έκοψα αντανακλαστικά το τιμόνι αριστερά και πρέπει ταυτόχρονα να πάτησα και το φρένο. Το αμάξι άρχισε να ντεραπάρει. Μία. Δύο. Τρεις. Νεκρική σιγή στο αυτοκίνητο. Τη μια στιγμή αιωνιότητα, την άλλη μηδαμινότητα. Όλα σε ένα. Ήταν τα πιο αργά δευτερόλεπτα της ζωής μου. Ήθελα να σταματήσουν και σκεφτόμουν πως έτσι θα είναι, όταν τελειώνει η ζωή. Η τελευταία σκηνή πριν απ’ το μαύρο των τίτλων τέλους. Και πριν προλάβω να τελειώσω τη σκέψη μου, σκάσαμε με όλη μας τη δύναμη πάνω σ’ ένα βράχο.

Μετά τη σύγκρουση ακουγόταν να μουρμουρίζει από το κασετόφωνο ο Φερντί Εζμπεγιέν, που από τότε τον μισώ όσο κανέναν άλλο μουσικό στον κόσμο. Εκτός απ’ αυτόν άκουγα μόνο τις ρόδες του Renault να γυρνάνε στον αέρα. Ένας παράξενος θόρυβος που δεν μπόρεσα ποτέ να ξεπεράσω.

Η πρώτη μου σκέψη πήγε στον Τζεμ. Ο Μαχμούτ κι η Γκιουλουζάρ μάς τον είχαν εμπιστευτεί. Ξέρω πόσο αντίθετος ήταν πάντοτε ο Μαχμούτ στο να ξαναπιάσω τιμόνι μετά από δέκα χρόνια. Έδωσα για δίπλωμα οδήγησης στις αρχές της δεκαετίας του `70. Στην πραγματικότητα δε χρειαζόμουν δίπλωμα, γιατί μπορούσα να πηγαίνω με τα πόδια απ’ το σπίτι στη δουλειά. Σ’ εμάς όμως τους μετανάστες από την Ανατολία ήταν απίστευτη μόδα εκείνη την εποχή να παίρνεις το παλιόχαρτο. Για να είμαι ειλικρινής, έδωσα μόνο και μόνο επειδή ο Μαχμούτ κι οι άλλοι είχαν από καιρό τέτοια άδεια οδήγησης. Δεν ήταν και τόσο απλό. Τα θεωρητικά τα πέρασα αμέσως, την οδήγηση όμως μόνο με την πέμπτη προσπάθεια. Όσο κι αν με κορόιδευαν οι συνάδελφοί μου, εμένα δε μου καιγότανε καρφί. Δε με πείραξε πολύ ούτε το ότι εφτά μήνες μετά ο Μαχμούτ μ’ έπεισε ν’ αφήσω την οδήγηση. Σε μια κυριακάτικη εκδρομή στη λίμνη Κίμζεε, αυτό το είχαμε ξεσηκώσει απ’ τους Γερμανούς, μου μπούκωσε πολλές φορές το χρυσαφί Opel Rekord του Μαχμούτ και στο τέλος δεν κατάφερα να βάλω το σαράβαλο σε μια τεράστια θέση για πάρκινγκ. Κι εκτός απ’ αυτό, στο πήγαινε παραλίγο να πέσω δυο φορές πάνω στο μπροστινό αμάξι. Αυτό εξάντλησε την υπομονή του Μαχμούτ, φοβήθηκε ότι μπορεί να πάθαινα σοβαρό ατύχημα, και μου έδωσε τελεσίγραφο: ή φιλία ή οδήγηση. Επέλεξα τη φιλία μας.

«Τζεμ, Τζεμ. Όγλουμ, πες κάτι, σε παρακαλώ», τον ικέτευσα. Ο Τζεμ γύρισε πολύ αργά προς το μέρος μου, χωρίς να πει κουβέντα. Ανακουφίστηκα. Ο Τζεμ ήταν ζωντανός κι είχε τις αισθήσεις του. Σύρθηκα αναστατωμένος έξω απ’ τ’ αμάξι, γιατί φοβόμουν μήπως πιάσει φωτιά. Μόλις κατάφερα να βγω από το Renault, διαπίστωσα ότι στα ντεραπαρίσματα είχαν ανοίξει οι πίσω πόρτες του αμαξιού. Η Σέλντα, η Έλβαν κι ο Ερκούτ είχαν τιναχτεί έξω απ’ τ’ αμάξι. Ξεκληρίστηκε. Η οικογένειά μου ξεκληρίστηκε, σκέφτηκα και πήγα προς την πλευρά του συνοδηγού. Τράβηξα προσεχτικά τον Τζεμ έξω απ’ τ’ αμάξι. Αυτό πραγματικά δεν ήταν καθόλου απλό, γιατί από τη σύγκρουση είχε πατηθεί κι είχε γίνει σαν τοστ. Κατάφερα ωστόσο με κάποιον τρόπο να απεγκλωβίσω τον Τζεμ από τ’ αυτοκίνητο και να τον ακουμπήσω στην άκρη του δρόμου. Τον αγκάλιασα και του είπα να μην ανησυχεί κι ότι όλα καλά θα πάνε. Ο Τζεμ ήταν κατάχλωμος, ήταν σαν παράλυτος και είπε: «Όλα χάλια θα πάνε». Ύστερα άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Εγώ, σέρνοντας το δεξί μου πόδι, πήγαινα πάνω κάτω στον τόπο του ατυχήματος, για να βρω τους άλλους. Ούρλιαζα να μας σώσουν, ούρλιαζα να μ’ ακούσει ο Αλλάχ, ούρλιαζα να με συγχωρέσουν.

Λίγο αργότερα σταμάτησε ένα πούλμαν, ο οδηγός και οι επιβάτες του έτρεξαν να με βοηθήσουν. Βρήκαν πρώτα τον μικρό, που έκλαιγε σιγανά. Έπειτα ανακάλυψαν τη γυναίκα μου, που έχοντας υποστεί ψυχικό τραύμα ψέλλιζε ασυναρτησίες. Ήταν στα δέκα μέτρα περίπου από την άκρη του δρόμου, δεν μπορούσε να κουνηθεί και αιμορραγούσε στα χέρια και τους ώμους. Η Έλβαν είχε τιναχτεί πιο μακριά απ’ όλους. Ο οδηγός του λεωφορείου την είχε δει πρώτος. Της μίλησε σιγανά. Πλησίασα κι εγώ κι έκανα το ίδιο. Δεν αντιδρούσε καθόλου. Σιγά-σιγά σταμάτησαν κι άλλα οχήματα. Επειδή ασθενοφόρο δεν ερχόταν, η γυναίκα μου, ο μικρός μας Ερκούτ κι ο Τζεμ μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο του Τσόρουμ με Ι.Χ. Με τον οδηγό του λεωφορείου βάλαμε την Έλβαν προσεχτικά σ’ ένα άλλο αυτοκίνητο, που ακολούθησε το σκούρο μπλε Şahin. Η Έλβαν δεν κουνιόταν. Το πρόσωπό της είχε μελανιάσει. Έδειχνε γαλήνια.

Ο αρχίατρος στο επαρχιακό νοσοκομείο είπε ότι είχαν τόσο σοβαρές ελλείψεις στον εξοπλισμό, που δεν μπορούσαν να βοηθήσουν την Έλβαν. Κι ότι η κατάστασή της ήταν κρίσιμη.

«Αν έχετε σχέσεις με τον στρατό, προσπαθήστε να εξασφαλίσετε ένα στρατιωτικό ελικόπτερο και πηγαίνετε την κόρη σας στην Άγκυρα. Κάθε λεπτό μετράει», είπε.

Έχω ταπεινή καταγωγή από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, η οικογένειά μου αντιπολιτεύεται γενιές τώρα τους κρατούντες. Δεν είχα μέσο στο στρατό να βάλω. Δοκίμασα ωστόσο την τύχη μου. Όταν με συνέδεσαν με τον υπεύθυνο αξιωματικό, γεννήθηκε μια μικρή ελπίδα μέσα μου. Τον ικέτευσα για βοήθεια, του έταξα ό, τι είχα και δεν είχα.

«Λυπάμαι. Δεν μπορώ να σας διαθέσω ελικόπτερο», είπε ξερά.

Βάλαμε μπρος με το ασθενοφόρο για Άγκυρα. Πέρασε πολλή ώρα, μέχρι ν’ αφήσουμε πίσω μας το κέντρο του Τσόρουμ. Η Έλβαν ήταν ξαπλωμένη στο φορείο, που πρέπει να ήταν τουλάχιστον εικοσαετίας. Είχε αρχίσει να σκουριάζει. Κρατούσα το χέρι της Έλβαν και προσπαθούσα ν’ ακούσω τη σιγανή της ανάσα. Προσευχόμουν, προσπαθούσα να είμαι δυνατός. Η νοσοκόμα ήταν συμπονετική και μου έδινε δύναμη.

Η Έλβαν δεν τα κατάφερε, πέθανε λίγο μετά το Κίζιλιρμακ. Τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, τις ώρες και τις μέρες μετά τα θυμάμαι αποσπασματικά μόνο. Όταν αγκάλιασα την κόρη μου στο φορείο, δεν υπήρχα εγώ πια, μόνο το πένθος κι η απελπισία μου είχαν απομείνει. Στο δρόμο για την Άγκυρα ο Τζεμ είχε τηλεφωνήσει στον πατέρα του στην Ιστανμπούλ και του είχε πει για το ατύχημα. Ο Μαχμούτ πρώτα μάλλον θα θυμήθηκε ότι είχε ξαναπροσπαθήσει πριν από μερικούς μήνες να με εμποδίσει να οδηγήσω πάλι. Αργότερα έμαθα ότι ο Μαχμούτ είχε πείσει τον γιο του να έρθει μαζί μας στη Σαμψούντα. Δουλειά του θα ήταν να προσέχει να μη με πάρει ο ύπνος στο τιμόνι ή να μη συμβεί τίποτα παρόμοιο. Ο Τζεμ θα έπρεπε να μιλάει πολύ και να ζητάει συνεχώς ν’ ακούσει μουσική.

«Μπαμπά, έπαιζε η καινούργια κασέτα του Φερντί Εζμπεγιέν κι εγώ έκανα βλακείες όλη την ώρα», το πρώτο πράγμα που θα είπε ο Τζεμ στον πατέρα του, μόλις τον ξανάδε στο νοσοκομείο του Τσόρουμ μετά το ατύχημα. Ο Μαχμούτ κι η γυναίκα του η Γκιουλουζάρ είχαν ξεκινήσει από την Ιστανμπούλ με φίλους τους αμέσως μόλις έμαθαν για το ατύχημα. Όταν είδε η Γκιουλουζάρ το λιωμένο κόκκινο Renault στον τόπο του ατυχήματος, λιποθύμησε. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θα έβγαινε ποτέ κανείς σώος κι αβλαβής μέσα από εκείνα τα συντρίμμια.

Η αντιπροσωπεία από την Ιστανμπούλ φρόντισε για όλα. Εγώ προσωπικά δεν ήμουν σε θέση να κάνω τίποτα πια. Οι φίλοι μας μετέφεραν τη σορό στην Ιστανμπούλ με το λεωφορείο. Τη γυναίκα μου την πήγανε αεροπορικώς στο Γερμανικό Νοσοκομείο της Ιστανμπούλ. Ήταν έξι μέρες σε κώμα. Οι γιατροί διέγνωσαν, εκτός από ισχυρό ψυχικό τραύμα, τέσσερα σπασμένα πλευρά, σπάσιμο στο πόδι και πληγές σ’ όλο το σώμα. Ο Ερκούτ, εκείνη την εποχή μόλις 14 μηνών, δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά. Ο Τζεμ τη γλίτωσε με ελαφρείς τραυματισμούς, ήταν όμως για αρκετό καιρό ακόμα σοκαρισμένος και φοβόταν να μπει σε αυτοκίνητο.

Αποφασίσαμε να κηδέψουμε την Έλβαν στην Ιστανμπούλ, όσο ακόμα ήταν σε κώμα η Σέλντα. Ούτε ο Τζεμ ήταν στην κηδεία. Σήμερα δεν μπορώ πια να το εξηγήσω, τον είχαμε όμως αφήσει απ’ έξω, γιατί πιστεύαμε πως δε θα το άντεχε. Του στερήσαμε τη δυνατότητα να αποχαιρετίσει την άμπλα του. Όταν άρχισε η Σέλντα να αντιλαμβάνεται και πάλι τον εαυτό της και το περιβάλλον της, έπρεπε να της πω ότι η κόρη μας δε ζούσε πια. Ποτέ μου δεν είχα φοβηθεί συζήτηση τόσο πολύ. Στην απελπισία μου ζήτησα βοήθεια από τον γερμανό γιατρό.

«Εσείς πρέπει να της το πείτε. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν μεγάλο λάθος», είπε ο γιατρός, το όνομα του οποίου δεν μπορώ να θυμηθώ.

Ο Μαχμούτ κι η Γκιουλουζάρ δε μ’ άφησαν δευτερόλεπτο μόνο μου εκείνες τις μέρες. Περίμεναν στο νοσοκομείο έξω απ’ το δωμάτιο της Σέλντα, όταν μπήκα, για να της πω την πιο τρομακτική αλήθεια. Κάθισα κοντά στο κρεβάτι της Σέλντα. Ήταν σαν ετοιμοθάνατη.

«Πώς είσαι:»

«Έχω ανυπόφορους πόνους. Πού είναι η Έλβαν κι ο Ερκούτ;»

«Ο Ερκούτ είναι στην αδερφή σου την Αϊτέν.»

«Κι η Έλβαν;»

«Η Έλβαν…»

«Τι έπαθε η Έλβαν;»

«Η Έλβαν…»

«Ισμεεεεετ. Μίλα. Τι έπαθε η κόρη μου;»

«Η… Έλβαν.»

«Ισμεεεεεεετ. Τι έπαθε η Έλβαν; Θέλω να τη δω.»

«Σέλντα, η Έλβαν δεν επέζησε απ’ το ατύχημα.»

Παρ’ όλο που η Σέλντα δεν μπορούσε καλά-καλά ν’ αναπνεύσει, ούρλιαξε τόσο δυνατά, που όρμησαν αμέσως στο δωμάτιο η Γκιουλουζάρ κι ο Μαχμούτ. Είδαν τη γυναίκα μου να με χτυπάει αδύναμη ασταμάτητα και να ουρλιάζει συνέχεια «Δολοφόνε».

Ο Μαχμούτ μ’ έβγαλε απ’ το δωμάτιο. Εγώ κατέρρευσα στο διάδρομο του νοσοκομείου. Η Γκιουλουζάρ κι η Σέλντα έκλαιγαν μέχρι την άλλη μέρα το πρωί.

Η γυναίκα μου από κει κι έπειτα δε μου έλεγε λέξη πια. Έξι βδομάδες αργότερα γυρίσαμε χωριστά αεροπορικώς στη Γερμανία. Εγώ μετακόμισα σ’ ένα μικρό δυάρι στο Βέστεντ κι άρχισα να ψάχνω παρηγοριά στο αλκοόλ. Δεν υπήρξε βράδυ που να μην ήπια μισή ντουζίνα Άσμπαχ με κόκα-κόλα, μέχρι να μπορέσω σιγά-σιγά να ξεχάσω τις εικόνες του ατυχήματος, το πρόσωπο της κόρης μου και την ταφή της στο νεκροταφείο Ζιντζιρλί-κουγιού. Έκοψα τη φιλία που είχα με τον Μαχμούτ και την οικογένειά του, γιατί μου έσπαγαν τα νεύρα οι προσπάθειές του να με κρατήσει μακριά απ’ το αλκοόλ. Δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιο λόγο δεν ήθελε να παραδεχτεί πως δε μου έμενε τίποτ’ άλλο για να τ’ αντέξω όλα αυτά. Βρήκα καινούργιους φίλους που το καταλάβαιναν καλύτερα. Έπιναν μαζί μου και μου γνώρισαν τουρκάλες ιερόδουλες, που με το αζημίωτο με παρηγορούσαν στα γυμνά τους στήθια. Για περισσότερα πράγματα δεν ήμουν ικανός εκείνη την εποχή. Το διαζύγιο με τη Σέλντα προχώρησε μέσω των δικηγόρων μας. Δεν εμφανίστηκε ούτε καν στη δίκη, γιατί δεν άντεχε να με βλέπει, όπως έμαθα αργότερα. Στην αίθουσα του δικαστηρίου θυμήθηκα που παλιότερα βλέπαμε με τη Σέλντα παρέα το «Γάμοι ενώπιον δικαστηρίου» στην τηλεόραση κι απορούσαμε με την ψυχραιμία με την οποία χώριζαν ενώπιον δικαστηρίου τα ζευγάρια στη Γερμανία. Για εμάς ήταν κάτι παραπάνω από παράδοξο εκείνη την εποχή.

Η Σέλντα πήρε την επιμέλεια του Ερκούτ κι εγώ έπρεπε να πληρώνω διατροφή. Χρειάστηκα πέντε χρόνια, για ν’ αρχίσω να πιάνω σιγά-σιγά τι συνέβαινε μ’ εμένα και την καθημερινότητά μου. Από θαύμα δεν έχασα εκείνη τη δύσκολη εποχή τη δουλειά μου στο τυπογραφείο Σμιτ, παρ’ όλο που έλειπα συχνά, δούλευα αφηρημένος κι έκανα πολλά λάθη.

Το καλοκαίρι του 1988 πήγα για δεύτερη φορά μετά το ατύχημα στη Σαμψούντα. Έμεινα δυο βδομάδες στο Λάντικ, για να πάω μετά με το λεωφορείο στην Ιστανμπούλ. Εκεί συναντήθηκα τη δεύτερη μέρα με τον Φικρέτ σ’ ένα μπαρ στο δρομάκι Ιμάμ Αντνάν, μια πάροδο της γνωστής λεωφόρου Ιστικλάλ. Είχαμε καιρό να ιδωθούμε και γι’ αυτό είχαμε και κάμποσα να πούμε. Ο Φικρέτ ήπιε εκείνο το βράδυ πολύ ρακί κι άσχημο σέρι. Σε μια μικρή σκηνή έπαιζε μια μπάντα συναισθηματικά τραγούδια, που ενθάρρυναν το φιλαράκι μου να πίνει ακόμα πιο πολύ. Εγώ ήπια δύο ποτήρια λευκό κρασί τότε που ανταμώσαμε.

Όταν ο Φικρέτ κι εγώ φύγαμε απ’ το μπαρ, του πρότεινα ν’ αφήσουμε το αυτοκίνητο και να πάρουμε ταξί να πάμε σπίτι.

«Αδερφέ, εδώ είναι Ιστανμπούλ κι όχι Μόναχο. Αν το αφήσουμε εδώ το όχημα, μέχρι αύριο θα ‘χει εξαφανιστεί. Σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων να ψάξεις, δε θα βρεις κανέναν να στοιχηματίσει το αντίθετο. Δεν μπορείς να οδηγήσεις;»

«Όχι. Δεν οδηγάω από το ατύχημα και μετά.»

«Αυτό όμως δε γίνεται να κρατήσει αιώνια. Πρέπει να το ξεπεράσεις. Αυτή είναι μια καλή ευκαιρία: είμαι εγώ μαζί σου, η διαδρομή έχει σχετικά λίγη κίνηση αυτή την ώρα και μέχρι το Μπακίρκεϊγ είναι δυο βήματα.»

Δεν ξέρω γιατί συμφώνησα εκείνη τη νύχτα να κάτσω στο τιμόνι. Ίσως ήθελα ν’ απελευθερωθώ απ’ το ατύχημα κάνοντας άλλο ένα βήμα παρακάτω. Όπως και να ‘χει, ξεκινήσαμε απ’ την πλατεία Ταξίμ για το Αξαράιγ, για να συνεχίσουμε μετά προς Μπακίρκεϊγ. Ο Φικρέτ φαινόταν να ξέρει καλά το δρόμο, με οδηγούσε σίγουρος μέσα στην Ιστανμπούλ τη γλυκιά αυγουστιάτικη νύχτα. Στους δρόμους δεν υπήρχε ψυχή. Αρχικά οδηγούσα πολύ φοβισμένος, έπειτα προσεχτικά.

«Ισμέτ, έχεις όρεξη για ένα υπνωτικό;», έτσι έλεγε ο Φικρέτ το τελευταίο ποτηράκι πριν τον ύπνο.

«Όχι, άσ’ το καλύτερα. Φτάνουμε, δε φτάνουμε;»

«Ναι, εκεί στο δεύτερο δεξιά.»

Έστριψα στην πάροδο που μου είπε. Το αμάξι άρχισε ξαφνικά να γλιστράει και βρήκε με δύναμη το μπροστινό φτερό μιας παρκαρισμένης BMW από την οποία έβγαινε εκείνη τη στιγμή ο οδηγός. Λόγω της σύγκρουσης, πόρτα και πλαίσιο τον συνέθλιψαν. Ο Τόλγκα Ντεμίρ, που εκείνο το βράδυ γιόρτασε μαζί με τους γονείς του και μερικούς φίλους σ’ ένα εστιατόριο την αποφοίτησή του από το ελίτ πανεπιστήμιο Μπογάζιτσι της Ιστανμπούλ, πέθανε δυο μέρες μετά. Μια τουρκική εταιρεία χόλντινγκ του είχε ήδη προσφέρει μια επικερδή δουλειά μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του με τιμητική διάκριση.

Προφυλακίστηκα. Μες στην απελπισία μου παρακάλεσα το δικηγόρο μου να έρθει σ’ επαφή με τον Μαχμούτ στο Μόναχο, παρ’ όλο που η φιλία μας είχε διαλυθεί κι είχαμε χρόνια που δεν μιλούσαμε. Είχα θυμηθεί ότι ο Μαχμούτ ήξερε κάποιον πολιτικό της τοπικής αυτοδιοίκησης της Ιστανμπούλ με μεγάλη επιρροή. Μόνο με καλές διασυνδέσεις είχα πιθανότητες για δίκαιη δίκη. Περίεργο που προσπαθούσα να οργανώσω βοήθεια, αν και ήμουν έτοιμος να δεχτώ οποιαδήποτε ποινή. Καταστράφηκα, γιατί αφαίρεσα τη ζωή νέου ανθρώπου για δεύτερη φορά. Πρώτα της Έλβαν, έπειτα του Τόλγκα, που, όπως κι η κόρη μου, θα είχε μάλλον μεγάλα σχέδια για το μέλλον.

Ξεχνάμε κι απωθούμε πολλά πράγματα στη ζωή μας, εγώ τουλάχιστον το έχω κάνει. Αλλά την έκφραση που είχαν οι γονείς του Τόλγκα στη δίκη τη βλέπω κάθε μέρα μπροστά μου. Μέχρι σήμερα. Η διαδικασία ήταν για όλους ένα αίσχος. Η απόφαση δεν ήταν δίκαιη, τη γλίτωσα με ήπια ποινή. Ο πολιτικός της τοπικής αυτοδιοίκησης είχε δώσει τον καλύτερό του εαυτό.

Αποφάσισα να μην ξαναπάω στην Τουρκία. Το Μόναχο έγινε πια η πόλη μου. Πίσω στη Γερμανία, ήθελα να ευχαριστήσω τον Μαχμούτ που χωρίς ενδοιασμούς έβαλε τον γνωστό του να με βοηθήσει στη δίκη. Εκείνος αρνήθηκε να μου μιλήσει. Ο Μαχμούτ δεν πρόκειται να μου συγχωρέσει ποτέ ότι μετά το ατύχημα στο Τσόρουμ έπιασα φιλίες με ανθρώπους που κατά τη γνώμη του δεν ήταν φίλοι κι ότι έψαξα στήριγμα σε πόρνες, αντί να φροντίσω τη Σέλντα και τον Ερκούτ. Δε με πίστεψε ποτέ ότι η Σέλντα με είχε ήδη ξεγράψει για πάντα από τότε που ήταν στο Γερμανικό Νοσοκομείο. Πριν από τρία χρόνια η Σέλντα κι ο Ερκούτ εγκαταστάθηκαν στο Ιζμίρ. Εγώ δεν το βρίσκω καλή ιδέα, αλλά είμαι ο τελευταίος που θα ρωτήσουν την άποψή του στην συγκεκριμένη περίπτωση. Παλιότερα ονειρευόμουν να ζήσω κάπου στις τουρκικές ακτές της Μεσογείου μετά τη σύνταξη, για να περάσω τα τελευταία μου χρόνια στην πατρίδα, ας πούμε. Σήμερα δε μου λέει τίποτα πια η φλυαρία περί πατρίδας. Όποτε βλέπω την Τουρκία σε κάποιο χάρτη, η ματιά μου χάνεται στα σημεία που είναι σημειωμένα το Τσόρουμ κι η Ιστανμπούλ. Αυτό πρέπει να το συνηθίσω.

Ο Τζεμ έκανε ασυνήθιστη καριέρα για παιδί μεταναστών. Τώρα είναι διπλωμάτης και ζει στο Όσλο παντρεμένος με μια νορβηγίδα ιδιοκτήτρια γκαλερί. Ο Τζεμ σπούδασε διεθνές δίκαιο κι ήταν ασκούμενος στο Υπουργείο Εξωτερικών. Πρέπει να άφησε πολύ καλή εντύπωση εκεί, για να του προσφέρει ένας τμηματάρχης θέση προϊσταμένου, όπου θα φρόντιζε για ζητήματα σχετικά με την Τουρκία. Το αρνήθηκε λέγοντας στον ανώτερό του πως δεν είναι ειδικός σε θέματα Ανατολής. Πήγε σε άλλο τμήμα και πήρε γρήγορα προαγωγή. Στη γερμανική πρεσβεία στο Όσλο θα φροντίζει μάλλον για τις γερμανο-σκανδιναβικές οικονομικές σχέσεις. Η μικρότερη αδερφή του η Φουντά είναι καθηγήτρια σε αμερικανικό πανεπιστήμιο. Είμαι σίγουρος ότι ο Μαχμούτ κι η Γκιουλουζάρ είναι πραγματικά περήφανοι για τον Τζεμ και τη Φουντά. Είχαν πάθει εμμονή με την ιδέα ότι τα παιδιά μας θα περνούσαν καλύτερα στη ζωή τους απ’ ό, τι εμείς, αν έπαιρναν καλή μόρφωση. Γι’ αυτό σκοτώνονταν στη δουλειά δεκαετίες ολόκληρες στο Μόναχο. Πόσο είχαν χαρεί τότε που η Έλβαν πήγε μετά το δημοτικό στο γυμνάσιο. Προσπαθούσαν συνεχώς να κάνουν πλύση εγκεφάλου στον Τζεμ να πάρει την Έλβαν για παράδειγμα. Εκείνη την εποχή όμως ο Τζεμ ένα μόνο πράγμα είχε στο μυαλό του, να γίνει ποδοσφαιριστής στη Μπάγερν Μονάχου. Μέρα έμπαινε, μέρα έβγαινε, εκείνος κλώτσαγε την μπάλα σε γκαραζόπορτες και τοίχους σπιτιών κι ονειρευόταν να μοιάσει στον Ερχάν Ενάλ, που ήταν ο πρώτος Τούρκος που φόρεσε την ιερή φανέλα. Οι επιτυχίες της Έλβαν στο σχολείο φαίνονταν να τον εκνευρίζουν. Θυμάμαι που εκείνη την εποχή ο Τζεμ έλεγε την Έλβαν «σπασίκλω άμπλα». Η Έλβαν το έπαιρνε χαλαρά κι έλεγε: «Εσύ θα γίνεις μεγάλος ποδοσφαιριστής, θα βγάζεις πάρα πολλά λεφτά κι εγώ θα γίνω δικηγόρος και θ’ αγωνίζομαι για δικαιοσύνη.» Μετά το θάνατο της Έλβαν ο Τζεμ δεν ξανάπαιξε ποδόσφαιρο. Πρώτα έγινε καλός μαθητής, έπειτα άριστος φοιτητής νομικής. Ένας φίλος μου που ξέρει κι αυτός καλά τον Μαχμούτ μού είπε πρόσφατα πως σ’ ένα οικογενειακό γλέντι ο Τζεμ ήπιε λίγο παραπάνω και είπε, λέει, δακρυσμένος ότι σπούδασε νομικά στη μνήμη και της Έλβαν λιγάκι.

Μπορείς να ζεις μόνο μέσα στις αναμνήσεις; Μάλλον όχι. Το να ζεις όμως χωρίς αυτές είναι λιγάκι σαν να βγαίνεις απ’ το σπίτι χωρίς παπούτσια. Φυσικά μού είπε όλος ο κόσμος να κάνω ψυχοθεραπεία. Αρνιόμουνα πάντα, γιατί ξέρω την αφορμή και τους λόγους για τη ζωή μου που είναι σκατά. Είναι τόσο ξεκάθαροι, γιατί να πρέπει να τους μοιραστώ μ’ έναν ψυχίατρο; Και για ποιο πράγμα να είναι η θεραπεία; Για τη μοναξιά; Για την έλλειψη χρημάτων; Για την κατάθλιψη; Για την αφωνία; Για όλα αυτά μαζί;

Μερικές φορές ονειρεύομαι να κοιμηθώ καλά, χωρίς εφιάλτες, χωρίς κρίσεις πανικού, χωρίς φόβους θανάτου. Γιατί με κάνουν να νιώθω πιο μόνος ακόμα.

Χθες τη νύχτα ήπια πολύ μετά από καιρό. Κι αυτό μάλιστα σ’ ένα ορθάδικο μπαρ με αποπνικτική ατμόσφαιρα κοντά στο σταθμό του τρένου. Δεν ξέρω γιατί άρχισα πάλι να πέφτω με τα μούτρα στο μεθύσι. Μάλλον επειδή την ίδια μέρα πριν από είκοσι χρόνια ακριβώς συνέβη κοντά στο Τσόρουμ το φριχτό εκείνο ατύχημα. Χθες τα ’τσουξα μ’ έναν Σέρβο, που μου έλεγε ότι στον πόλεμο τού σκότωσαν την κόρη μπροστά στα μάτια του. Είχε προσπαθήσει μάταια να ρίξει το σώμα του μπροστά της, για να βρει αυτόν αντί για εκείνην η σφαίρα.

Εγώ παραείμαι δειλός.

Εγώ φοβάμαι το θάνατο.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μαριάννα Χάλαρη


imran_ayata Ο Imran Ayata γεννήθηκε το 1969 στο Ουλμ, σήμερα ζει στο Βερολίνο, διευθύνει ένα Πρακτορείο Επικοινωνίας, είναι συγγραφέας και DJ. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στη Φρανκφούρτη και διατέλεσε συντάκτης του περιοδικού Die Beute. Politik und Verbrechen (Η Λεία. Πολιτική και Έγκλημα). Έχει δημοσιεύσει σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους στη Γερμανία και την Τουρκία. Ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της αντιρατσιστικής οργάνωσης Kanak Attak. Η συλλογή διηγημάτων Hürriyet Love Exrpess (Kiepenheuer & Witsch, 2005), στην οποία συμπεριλαμβάνεται το διήγημα “Elvan”, είναι το πρώτο του βιβλίο.

© Logotexnia 21 + Imran Ayata + Marianna Chalari

Αλέξανδρος Κ.- Το ΕΚΕΒΙ, το ΕΚΕΜΕΛ, ο Φραντς Κάφκα και ο Έζρα Πάουντ…

Ezra Pound, foto by Henri Cartier-Bresson

Διαβάζω ότι το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) αποφάσισε να διακόψει την επιχορήγηση προς το Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης - Λογοτεχνία και Επιστήμες του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ).

Στη σχετική δημοσίευση, στην ΗΜΕΡΗΣΙΑ ON LINE, με τίτλο “Απολύσεις και περικοπές στο ΕΚΕΒΙ” μεταξύ άλλων διαβάζω την άποψη του προέδρου του ΕΚΕΒΙ, κ. Τάκη Θεοδωρόπουλου, η οποία μάλλον επιχειρεί να γίνει μια αποστομωτική απάντηση προς τις διαμαρτυρίες εκ μέρους του ΕΚΕΜΕΛ και φαίνεται να το πετυχαίνει:

«Βάσει του καταστατικού του, το ΕΚΕΜΕΛ έπρεπε να εκπαιδεύει ξένους για την ελληνική γλώσσα. Αυτό έχει νόημα να το ενισχύει το ελληνικό κράτος. Τώρα εκπαιδεύει Ελληνες για ξένες γλώσσες, ενώ η αγορά είναι γεμάτη από τέτοιους μεταφραστές.»

Το καταστατικό του ΕΚΕΜΕΛ δεν το γνωρίζω, όπως δεν γνωρίζω και τον κ. Τάκη Θεοδωρόπουλο. Δυστυχώς η μνήμη μου με προδίδει όταν πρέπει να ανακαλέσει κάποιο όνομα και να το συνδέσει με κάποια ιδιότητα (όλοι οι μαθητές μου το γνωρίζουν).

Ψάχνω, λοιπόν, στο internet και βρίσκω μια πρόσφατη δημοσίευση για τον κ. Τάκη Θεοδωρόπουλο, στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, με τίτλο “Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, πρόεδρος του ΕΚΕΒΙ” και υπότιτλο “Ο Παύλος Γερουλάνος διόρισε νέο Δ.Σ. Η Κατρίν Βελισσάρη παραμένει πάντα διευθύντρια”. Στο εισαγωγικό σημείωμα του άρθρου διαβάζω:

«Ο 56χρονος Τάκης Θεοδωρόπουλος, ο οποίος γνωρίζει το βιβλίο με την πενταπλή ιδιότητα -του συγγραφέα, του κριτικού, του μεταφραστή, του επιμελητή λογοτεχνικών σειρών και του δημοσιογράφου- θα σηκώσει, σε δύσκολους καιρούς, το βάρος του προέδρου του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου».

 

Τώρα αρχίζω και θυμάμαι… Τον κ. Τάκη Θεοδωρόπουλο δεν τον έχω διαβάσει ως συγγραφέα, μεταφραστή, επιμελητή λογοτεχνικών σειρών και δημοσιογράφο, τον έχω διαβάσει όμως ως κριτικό.

Ξαναψάχνω στο internet και βρίσκω μια κριτική του κ. Τάκη Θεοδωρόπουλου, στα ΝΕΑ, για τη βιογραφία του Φραντς Κάφκα από τον Nicholas Murray, με τίτλο “Πόσο καφκικός ήταν ο Κάφκα;” Και ξαναθυμάμαι αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση και τότε, όταν είχα πρωτοδιαβάσει αυτή την κριτική για ένα βιβλίο που ξεπερνούσε τις 500 σελίδες:

«Μια από τις μεγάλες εκπλήξεις μου διαβάζοντας τη βιογραφία του Murray ήταν η πληροφορία ότι ο Κάφκα ήταν ψηλός. Δεν μπορούσα ποτέ να τον φανταστώ ψηλό».

Τα πράγματα αρχίζουν να τακτοποιούνται κάπως στο μυαλό μου…

Στο blog του Γιάννη Η. Χάρη διαβάζω μια ανάρτηση με τίτλο “κλείνει το ΕΚΕΜΕΛ; κλείνουν το ΕΚΕΜΕΛ;”, η οποία περιλαμβάνει και μια επιστολή-έκκληση προς τον Υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού κύριο Παύλο Γερουλάνο, την οποία υπογράφουν “μερικοί κακόπιστοι, που δεν πιστεύουν στις αγνές, πατριωτικές προθέσεις του ΕΚΕΒΙ” και η οποία κλείνει με την εξής φράση:

«Γιατί, “καμιά γλώσσα, κανένας πολιτισμός δεν είναι αυτάρκης. Οι εθνικές λογοτεχνίες αναγεννώνται από τη μετάφραση” (Έζρα Πάουντ)».

Γίνομαι κακόπιστος…

Arthur Schnitzler, Απελευθέρωση

foto_by_Maria_Roussou


[Απόσπασμα]
[…]
Περιπατητές ανηφόριζαν από το λιβάδι προς το πανδοχείο. Κάποιοι χαιρέτησαν καθώς περνούσαν και ένας απ’ αυτούς, ο πιο νέος, κρατώντας ένα παιδί από το χέρι, είπε στον Χάινριχ: «Ωραία μέρα, μαγιάτικη».
Στην αρχή ο Χάινριχ ασυναίσθητα ένιωσε την καρδιά του να φτερουγίζει από χαρά, όπως ένιωθε ορισμένες φορές μπροστά σε τέτοια απλόχερη και αναπάντεχη φιλική συμπεριφορά. Αμέσως το ξανασκέφτηκε, συνειδητοποιώντας ότι ο νεαρός θα ήταν μεθυσμένος από τη γλυκύτητα της μέρας και τη γαλήνη του τοπίου· στα βάθη της ψυχή του, όμως, θα ήταν κι αυτός εχθρικός απέναντί του, όπως όλοι οι άλλοι που περνούσαν από δίπλα του δήθεν χωρίς κακές προθέσεις. Εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει γιατί η θέα εκείνων των χαμηλών λόφων, της βυθισμένης στο ημίφως πόλης, του προκαλούσε τέτοιο γλυκό πόνο και συγκίνηση, παρόλο που ακόμη και οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ σήμαιναν ελάχιστα και σπάνια κάτι θετικό για εκείνον.
Η ομάδα των ποδηλατών κινήθηκε αργά, σφυρίζοντας, στο διπλανό δρομάκι, τα σακάκια τους ανέμιζαν ριγμένα στους ώμους τους, τα εμβλήματά τους έλαμπαν και τα άγρια γέλια τους αντηχούσαν πάνω από τα λιβάδια.
«Απαίσιος λαός», είπε ο Λέο, δίχως να αλλάξει θέση.
Ο Χάινριχ έδειξε κάτω με μια αόριστη κίνηση του κεφαλιού του. «Και αυτοί οι παλιάνθρωποι», είπε σφίγγοντας τα δόντια, «φαντάζονται πως εδώ είναι περισσότερο σπίτι τους παρά σπίτι μας».
«Βέβαια», απάντησε ο Λέο ήρεμα, «αυτοί οι παλιάνθρωποι δεν έχουν και τόσο άδικο».
Ο Χάινριχ γύρισε και του είπε περιφρονητικά: «Συγχωρήστε με, Λέο, προς στιγμήν είχα ξεχάσει ότι επιθυμείτε να θεωρείστε κι εσείς άνθρωπος με ανοχή».
«Ποτέ δεν ευχήθηκα κάτι τέτοιο», αποκρίθηκε ο Λέο χαμογελώντας, «και δεν χρειάζεται να με αντιμετωπίζετε με τέτοια κακεντρέχεια. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να κρατήσει κακία σ’ αυτούς τους ανθρώπους επειδή εκείνοι φαίνονται ντόπιοι, ενώ εσείς κι εγώ ξένοι. Εκφράζουν τελικά το υγιές ένστικτο ενός ανθρωπολογικά και ιστορικά αποδεδειγμένου γεγονότος. Το συμπέρασμα είναι ότι αυτό και οι συνέπειές του δεν αντιμετωπίζονται ούτε με εβραϊκούς ούτε και με χριστιανικούς συναισθηματισμούς». Και γυρίζοντας στον Γκέοργκ, ρώτησε με ευγενικό ύφος: «Δεν συμφωνείτε;»
Ο Γκέοργκ κοκκίνισε, έβηξε αμήχανα, δεν επιχείρησε όμως να απαντήσει, γιατί ο Χάινριχ, που είχε εμφανίσει δύο βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο, πήρε αμέσως πικραμένος τον λόγο: «Το ένστικτο παίζει για μένα τον ίδιο καθοδηγητικό ρόλο όπως και το ένστικτο των κυρίων Γιαλάουντεκ, πατρός και υιού, και το ένστικτο αυτό μου λέει με απόλυτη βεβαιότητα ότι εδώ, ακριβώς εδώ, είναι η πατρίδα μου και όχι σε οποιαδήποτε άλλη άγνωστη χώρα, που δεν μου αρέσει καθόλου μάλιστα από τις περιγραφές, για την οποία τώρα κάποιοι άνθρωποι θέλουν να με πείσουν ότι είναι η πατρίδα μου, με την αιτιολογία ότι οι πρόγονοί μου πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια είχαν ξεκινήσει από εκείνο το μέρος και εξαπλώθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο. Γι’ αυτό αξίζει να παρατηρήσουμε ότι για τους προγόνους του κυρίου Γιαλάουντεκ, αλλά και του φίλου μας, του βαρόνου φον Βέργκεντιν, ο τόπος αυτός δεν ήταν περισσότερο πατρίδα τους απ’ όσο ήταν για τους δικούς μου και τους δικούς σας».
«Μην μου κακιώσετε», αποκρίθηκε ο Λέο, «αλλά η άποψή σας σ’ αυτά τα θέματα είναι κοντόφθαλμη. Σκέφτεστε πάντα τον εαυτό σας και το επουσιώδες γεγονός –συγγνώμη για την έκφραση περί επουσιώδους γεγονότος– ότι είστε ένας ποιητής που έτυχε να μιλά γερμανικά, επειδή γεννήθηκε σε γερμανική χώρα, και έτυχε να γράφει για τους Αυστριακούς και τις συνθήκες ζωής τους, επειδή ζει στην Αυστρία. Σε πρώτη φάση, όμως, το πρόβλημα δεν αφορά ούτε εσάς ούτε εμένα ούτε εκείνους τους λίγους Εβραίους κρατικούς υπαλλήλους που δεν πήραν προαγωγή ούτε εκείνους τους λίγους Εβραίους εθελοντές που δεν έγιναν αξιωματικοί ούτε τους Εβραίους λέκτορες που δεν έγιναν ποτέ ή άργησαν να γίνουν καθηγητές. Αυτά είναι δυσκολίες δευτερεύουσας σημασίας θα έλεγα· εδώ έχουμε να κάνουμε με τελείως διαφορετικούς ανθρώπους, που τους γνωρίζετε ελάχιστα ή και καθόλου, για πεπρωμένα πάνω στα οποία, σας διαβεβαιώ, αγαπητέ Χάινριχ, πάνω στα οποία σίγουρα, παρά την υποχρέωσή σας άλλωστε, δεν έχετε ακόμη στοχαστεί σε βάθος. Σίγουρα όχι... Διαφορετικά δεν θα μιλούσατε για όλα αυτά τα πράγματα τόσο επιφανειακά και με τόσο... εγωιστικό τρόπο». Στη συνέχεια αφηγήθηκε τις εμπειρίες του από το σιονιστικό συνέδριο στη Βασιλεία, στο οποίο είχε συμμετάσχει την περασμένη χρονιά, που του έδωσε την ευκαιρία να διεισδύσει περισσότερο από ποτέ στην ουσία και στον ψυχισμό του εβραϊκού λαού. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους, που πρώτη φορά τούς έβλεπε από κοντά, η νοσταλγία για την Παλαιστίνη, το ήξερε τώρα, δεν ήταν καθόλου τεχνητή· επιδρούσε μέσα τους σαν ένα αληθινό, άσβεστο και τώρα αναζωπυρωμένο αναγκαστικά συναίσθημα. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία, είχε δει την ιερή οργή να φουντώνει στο βλέμμα τους όταν ένας από τους ομιλητές τούς εξήγησε ότι σταδιακά θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την ελπίδα για την Παλαιστίνη και να αρκεστούν στην εποίκιση περιοχών της Αφρικής και της Αργεντινής. Είδε τότε γέρους άντρες, όχι αμόρφωτους, όχι, καλλιεργημένους, σοφούς άντρες, να κλαίνε, επειδή φοβήθηκαν ότι ακόμη κι αν υλοποιούνταν τα πιο έξυπνα σιονιστικά σχέδια, δεν θα μπορούσαν ποτέ να πατήσουν το πόδι τους στη γη των πατέρων τους, αλλά ούτε και τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους θα είχαν πλέον πρόσβαση εκεί.
Ο Γκέοργκ άκουγε παραξενεμένος και κάπως συγκινημένος. Ο Χάινριχ, όμως, που όσο μιλούσε ο Λέο περπατούσε με μικρά βήματα πάνω κάτω στο λιβάδι, εξήγησε ότι θεωρούσε τον σιονισμό τη χειρότερη μάστιγα που είχε πλήξει ποτέ τους Εβραίους, και τα λόγια του Λέο τον έπειθαν γι’ αυτό περισσότερο από οποιοδήποτε προηγούμενο επιχείρημα ή εμπειρία. Εθνικό αίσθημα και θρησκεία ήταν ανέκαθεν λέξεις που τον πίκραιναν με την επιπολαιότητα και την επίβουλη, μάλιστα, αμφιλεγόμενη σημασία τους. Πατρίδα... ένα αποκύημα της φαντασίας, ένας πολιτικός όρος, μετέωρος, μεταβλητός, απροσδιόριστος. Μόνο το σπίτι είχε πραγματική σημασία, όχι η πατρίδα... Κι έτσι η αίσθηση και το δικαίωμα να έχεις ένα σπίτι ήταν συνώνυμα. Και όσον αφορά τις θρησκείες, η χριστιανική και η εβραϊκή μυθολογία τού άρεσαν εξίσου με την ελληνική και την ινδική· συγχρόνως όμως, καθεμιά του ήταν αφόρητη και απωθητική όταν προσπαθούσε να του επιβάλει το δόγμα της. Με κανέναν δεν ταυτιζόταν, όχι, με κανέναν πάνω στη γη. Ούτε με τους κλαίοντες Εβραίους της Βασιλείας, αλλά ούτε και με τους φωνακλάδες οπαδούς του παγγερμανισμού, που μούγκριζαν στο αυστριακό κοινοβούλιο· ούτε με τους Εβραίους τοκογλύφους, αλλά ούτε και με τους ληστοσυμμορίτες ιππότες αριστοκρατικής καταγωγής· ούτε με τους σιονιστές εμπόρους ρακής, αλλά ούτε και με τους χριστιανοσοσιαλιστές παντοπώλες. Και η συνείδηση του διωγμού που είχαν υποστεί, του μίσους από το οποίο είχαν υποφέρει τον συνέδεε ακόμη λιγότερο μ’ αυτούς τους ανθρώπους, από τους οποίους αισθανόταν πολύ μακριά μέσα του. Αναγνώριζε τον σιονισμό μόνο ως ηθική αρχή και ως κοινωνικό κίνημα, αν μπορούσε πραγματικά να ειδωθεί ως τέτοιο· η ιδέα της ίδρυσης ενός εβραϊκού κράτους, σε θρησκευτική και εθνική βάση, του φαινόταν ανόητη πράξη απείθειας απέναντι στο πνεύμα της ιστορικής εξέλιξης. «Και εσείς από τα βάθη της μακαριότητάς σας», αναφώνησε ακίνητος μπροστά στον Λέο, «δεν πιστεύετε, ότι αυτός ο σκοπός θα επιτευχθεί ποτέ, επειδή δεν το εύχεστε, αν και ο δρόμος αυτός, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, σας ευχαριστεί. Τι είναι για σας η ‘’Παλαιστίνη’’; Ένας γεωγραφικός όρος. Τι σημαίνει για σας ‘’η πίστη των πατέρων σας’’; Μια συλλογή εθίμων, που δεν τηρείτε πια, ενώ τα περισσότερα μάλιστα σας φαίνονται, όπως και σε μένα, γελοία και κακόγουστα».
Μιλούσαν πολλή ώρα, πότε- πότε έντονα και σχεδόν εχθρικά, ύστερα πάλι με ηρεμία και ειλικρινή προσπάθεια να πείσουν ο ένας τον άλλον. Κάποιες φορές, μάλιστα, προς μεγάλη τους έκπληξη κατέληγαν σε κοινή άποψη, για να χαθούν πάλι την επόμενη στιγμή σε μια νέα διαφωνία. Ο Γκέοργκ, ξαπλωμένος στο παλτό του, τους άκουγε με προσοχή. Κάποιες στιγμές αισθανόταν πιο κοντά στις απόψεις του Λέο, που στα λόγια του ένιωθε να πάλλεται η συμπόνια για τους άτυχους ομογενείς του, ενώ την ίδια στιγμή θα γύριζε περήφανος την πλάτη του σε ανθρώπους που δεν τον θεωρούσαν όμοιο τους. Άλλοτε πάλι συναισθηματικά ένιωθε πιο κοντά στον Χάινριχ, που οργιζόταν με την υπερβολική και κοντόφθαλμη συγχρόνως προσπάθεια να μαζευτούν από όλες τις γωνιές της γης όσοι αισθάνονται ότι ανήκουν στη φυλή του Ισραήλ, εκ των οποίων μάλιστα οι καλύτεροι έχουν ανέλθει σε όλους τους τομείς του πολιτισμού της χώρας όπου ζουν, ή έχουν συμβάλει τουλάχιστον σ’ αυτόν, για να πάνε όλοι μαζί σε μια ξένη χώρα, που δεν θα τους θύμιζε καθόλου το σπίτι τους. Ο Γκέοργκ συνειδητοποίησε τότε, πόσο δύσκολο ήταν για εκείνους τους καλύτερους για τους ποίους μιλούσε ο Χάινριχ, για εκείνους ακριβώς, οι οποίοι σχεδίαζαν στην ψυχή τους το μέλλον της ανθρωπότητας, να πάρουν μια τέτοια απόφαση· πόσο πρέπει να πάλευαν ανάμεσα στον φόβο μήπως γίνουν βάρος και στην πικρία απέναντι στην απαίτηση να υποχωρήσουν υπέρ μιας ξεδιάντροπης πλειοψηφίας – ανάμεσα στην εγγενή συνείδηση ότι σπίτι τους ήταν το μέρος όπου ζούσαν και δούλευαν και στην αγανάκτηση που ένιωθαν βλέποντας τον εαυτό τους να διώκεται και να εξυβρίζεται έτσι· πόσο μπερδεμένοι πρέπει να ήταν με την αίσθηση της ύπαρξης, της αξίας και των δικαιωμάτων τους μπροστά στην περιφρόνηση και την καταπόνηση. Για πρώτη φορά ο χαρακτηρισμός Εβραίος, που και ο ίδιος συχνά τον χρησιμοποιούσε απερίσκεπτα, κοροϊδευτικά και υποτιμητικά, άρχισε να αποκτά μια εντελώς νέα και συγχρόνως σκοτεινή διάσταση. Είχε αρχίσει να ξυπνά μέσα του η ιδέα εκείνου του λαού άγνωστης καταγωγής, ο οποίος μιλούσε στον καθένα που προερχόταν από τους κόλπου· όχι λιγότερο σ’ εκείνους που πάσχιζαν να ξεφύγουν από τις ρίζες τους λες και ήταν ντροπή, κάτι κακό ή ένα παραμύθι που δεν τους αφορούσε, αλλά κι σ’ εκείνους που επίμονα ανέτρεχαν σ’ αυτές, όπως ανατρέχει κανείς στη μοίρα, στην τιμή ή σε ένα ιστορικό γεγονός, που έχει αποδειχτεί βάσιμο.
Και καθώς χάθηκε στη θέα των δύο συνομιλητών του και άρχισε να παρατηρεί τις μορφές τους, που διακρίνονταν ανάγλυφες κάτω από τον κοκκινωπό, βιολετή ουρανό, σκληρές, αδιάκοπα κινούμενες γραμμές, του ήρθε, όχι για πρώτη φορά, στο μυαλό ότι ο Χάινριχ, που επέμενε ότι εδώ ήταν το σπίτι του, έμοιαζε στην όψη και στις χειρονομίες με φανατικό ραβίνο, ενώ ο Λέο, που ήθελε να πάει μαζί με τον λαό του στην Παλαιστίνη, του θύμιζε στο πρόσωπο και στην κορμοστασιά το άγαλμα ενός Έλληνα εφήβου που έχει δει κάποτε στο Βατικανό ή στο μουσείο της Νάπολης. Και κατάλαβε πάλι, καθώς τα μάτια του ακολουθούσαν με απόλαυση τις ζωηρές και αριστοκρατικές κινήσεις του Λέο, γιατί η Άννα πριν από χρόνια, εκείνο το καλοκαίρι στη λίμνη, είχε ενθουσιαστεί με τον αδερφό της φίλης της.
Ο Χάινριχ και ο Λέο στέκονταν ακόμη στο λιβάδι, ο ένας απέναντι στον άλλο, και η συζήτηση είχε χάσει πια κάθε ειρμό. Οι προτάσεις έπεφταν με ορμή η μία πάνω στην άλλη, πάλευαν μεταξύ τους, πυροβολούσαν ξυστά και χάνονταν στο κενό – κάποια στιγμή ο Γκέοργκ πρόσεξε ότι άκουγε μόνο τη φωνή τους, δίχως να μπορεί να παρακολουθήσει το περιεχόμενο της συζήτησης.
Ένας πιο ψυχρός άνεμος φύσηξε από την πεδιάδα και ο Γκέοργκ σηκώθηκε από το γρασίδι ανατριχιάζοντας ελαφρά. Οι άλλοι, που είχαν σχεδόν ξεχάσει την παρουσία του, επανήλθαν στην πραγματικότητα και αποφάσισαν να διακόψουν. Το φως της μέρας έπεφτε ακόμη άπλετο στο τοπίο, ενώ ο ήλιος αναπαυόταν βαθυκόκκινος και άτονος πάνω σε ένα μακρουλό βραδινό σύννεφο.
Ενώ στερέωνε το παλτό του στο ποδήλατο, ο Χάινριχ είπε: «Ύστερα από τέτοιες συζητήσεις νιώθω πάντα ανικανοποίητος, μια αίσθηση που εξελίσσεται σε στομαχόπονο. Πραγματικά. Δεν οδηγούν πουθενά. Και τι σημασία έχουν άλλωστε οι πολιτικές απόψεις ανθρώπων, όταν η πολιτική δεν είναι ούτε επάγγελμα ούτε υπόθεσή τους; Μήπως δέχονται την παραμικρή επιρροή στον τρόπο που ζουν και σκέφτονται; Εσείς, Λέο, κι εγώ, εμείς οι δύο, δεν θα κάνουμε ποτέ κάτι διαφορετικό, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό από το να εκπληρώνουμε ό,τι μπορούμε να εκπληρώσουμε σύμφωνα με τον χαρακτήρα και τις ικανότητές μας. Δεν πρόκειται να μεταναστεύσετε ποτέ στην Παλαιστίνη, ακόμη κι αν ιδρυθεί το εβραϊκό κράτος και σας κάνουν αμέσως πρωθυπουργό – ή έστω σας δώσουν μόνιμη θέση πιανίστα».
«Δεν μπορείτε να το ξέρετε αυτό», τον διέκοψε ο Λέο.
«Το ξέρω με απόλυτη βεβαιότητα», είπε ο Χάινριχ. «Γι’ αυτό και δηλώνω ευθέως μπροστά σας ότι παρά την πλήρη αδιαφορία μου για κάθε είδους θρησκευτική έκφανση δεν πρόκειται να βαφτιστώ ποτέ, ακόμη κι αν με αυτό τον τρόπο –πράγμα που σήμερα είναι πιο απίθανο από ποτέ– θα ήταν δυνατόν να ξεφύγω μια για πάντα από τον αντισημιτικό φανατισμό και την κακοήθεια».
«Κι αν ανάψουν πάλι οι φωτιές του Μεσαίωνα...» είπε ο Λέο.
«Σ’ αυτή την περίπτωση», απάντησε ο Χάινριχ, «δεσμεύομαι ειλικρινά να σας υπακούσω πιστά».
«Αυτές οι εποχές δεν πρόκειται να ξανάρθουν», αντιτάχθηκε ο Γκέοργκ.
Οι άλλοι γέλασαν που με τα λόγια αυτά είχε την καλοσύνη, όπως παρατήρησε ο Χάινριχ, να τους καθησυχάσει, στο όνομα της χριστιανοσύνης, για το μέλλον τους.
[…]
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μαρία Ρούσσου
 
Arthur_schnitzler Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημα Απελευθέρωση του Άρτουρ Σνίτσλερ, το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Τόπος σε μετάφραση Μαρίας Ρούσσου. O Άρτουρ Σνίτσλερ γεννήθηκε στις 15 Μαΐου του 1862 στη Βιένη. Εβραϊκής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του. Σε ηλικία μόλις εννέα ετών έκανε τις πρώτες του απόπειρες θεατρικής γραφής. Σπούδασε ιατρική και από το 1888 έως το 1893 εργάστηκε ως βοηθός του πατέρα του στην Πολυκλινική της Βιένης. Μετά τον θάνατο του τελευταίου άνοιξε ιδιωτικό ιατρείο, ώστε να μπορεί να αφιερώνει περισσότερο χρόνο στη συγγραφή. Το 1880 δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα και το 1886 τα πρώτα του κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά, το 1893 ανέβηκε το πρώτο θεατρικό του έργο, το 1894 κυκλοφόρησε η πρώτη του νουβέλα με τίτλο Πεθαίνοντας, το 1901 το πρώτο του διήγημα με τίτλο Η κυρία Μπέρτα Γκάρλαν και το 1908 το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Απελευθέρωση. Υπήρξε μέλος του λογοτεχνικού κύκλου «Νέα Βιένη», στον οποίο ανήκαν γνωστοί λογοτέχνες της εποχής, όπως ο Hugo von Hofmannsthal (1874-1929), ο Felix Salten (1869-1945), ο Richard Beer-Hofmann (1866-1945) και ο Hermann Bahr (1863-1934). Ο Άρτουρ Σνίτσλερ δεν εγκατέλειψε ποτέ τη γενέτειρα του, παρά μόνο για να ταξιδέψει, και πέθανε εκεί στις 21 Οκτωβρίου του 1931. 

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, Ο φόβος τρώει τα σωθικά

Η συνάντηση δυο κόσμων, εξίσου μοναχικών.

foto by Spyros Staveris

Ένας παράνομος εργάτης, δίχως χαρτιά, χαμηλώνει τα μάτια και μένει αμίλητος στις ερωτήσεις του αστυνομικού. Στην έφοδο που πραγματοποιήθηκε στην υπόγεια βιοτεχνία του κέντρου (από τις εκατοντάδες που λειτουργούν, δίχως μέτρα ασφαλείας και υγιεινής) αυτός και είκοσι ακόμα άτομα βρέθηκαν να δουλεύουν για το 1/5 του νόμιμου μεροκάματου - λίγη τροφή και ύπνο σε δωμάτια όπου στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλο.
Η σκηνή έχει την ένταση του δράματος που εξελίσσεται με πολλές παραλλαγές στο επίκεντρο της ελληνικής κοινωνίας.
Η σπουδαία φωτογραφία του Σπύρου Στάβερη, που ήταν παρών στο επεισόδιο, αποδίδει την αμηχανία και τον οίκτο στο βλέμμα του αστυνομικού - αμηχανία και οίκτο που νιώθει ολόκληρη η κοινωνία απέναντι σε ένα ζήτημα που οι πολιτικοί άφησαν να κακοφορμίσει. (Εξαιρώ τις ακρότητες ένθεν και ένθεν, που βδελύσσονται ή αθωώνουν οτιδήποτε σχετίζεται με τους ξένους -είναι πιο μικρές από το θόρυβο που κάνουν.)
Είναι πιθανό ότι ο αστυνομικός έχει κι αυτός λαϊκή καταγωγή -μια δυο γενιές πριν, οι γείτονές του ίσως έμοιαζαν με τον μετανάστη που τώρα σωπαίνει έντρομος μπροστά του. Η θολή βούληση της πολιτείας, ο υπόκοσμος και οι μαφίες που αναπτύχθηκαν στο υπογάστριο της παράνομης μετανάστευσης, αλλά και το ίχνος της ανθρωπιάς που δρα ερήμην, στο βάθος και του πιο αποκτηνωμένου Έλληνα, τον αφήνει σαν εμβρόντητο μπροστά στον ξένο, να αποφασίσει σχεδόν μόνος αν πρέπει να χτυπήσει ή να δώσει χέρι βοηθείας.
Σε ένα κράτος που απουσιάζει, βουλιαγμένο από τη διαφθορά, οι Έλληνες καλούνται να πάρουν μόνοι τους την απόφαση της καθημερινής πολιτικής.
Οι μετανάστες δεν είναι το μόνο ζήτημα. Η επέλαση της νέας φτώχιας αναφαίνει νέα διλήμματα. Τι κάνεις σε ένα κράτος όπου οι ισχυροί εγκληματούν ατιμώρητοι; Η κλοπή είναι σχεδόν θεσμοθετημένη; Τα media είναι το έσχατο μέσο συναλλαγής; Το Κοινοβούλιο είναι ένα θέατρο σκιών και οι βουλευτές κατώτεροι κάθε προσδοκίας;
Οι Έλληνες στέκουν απορημένοι και αμήχανοι σε ένα σκηνικό που αλλάζει γρηγορότερα από ό,τι μπορούν να το ερμηνεύσουν -και το βλέμμα τους δεν έχει μεγάλη διαφορά από το βλέμμα του αστυνομικού της φωτογραφίας.
Τι κάνουμε τώρα, μόνοι, εσύ κι εγώ;
Όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Σε τέτοιες περιπτώσεις πολιτική είναι να στρέφεις την κοινωνία προς τον πολιτισμό και να τη γλιτώνεις από τη βαρβαρότητα.
12.5.2010

Το παραπάνω κείμενο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου είναι το Editorial του 202ου τεύχους της Lifo της 12ης Μαΐου 2010. Η Logotexnia21 τον ευχαριστεί πολύ για την άδεια της αναδημοσίευσης. Μπορείτε να ξεφυλλίστε το 202o τεύχος της Lifo έτσι όπως τυπώθηκε.

Franz Kafka, [Νεαρές κοπέλες στα εργοστάσια πορσελάνης]

broken

[…]

Στις τέσσερεις περιφέρειές μου εμπίπτουν – πέρα απ’ τις υπόλοιπες εργασίες μου – άνθρωποι που πέφτουνε σαν μεθυσμένοι κάτω απ’ τις σκαλωσιές, μέσα στις μηχανές, όλα τα μαδέρια παλαντζάρουνε κι ανατρέπονται, τα πρανή αναχώματα υποχωρούνε, όλες οι σκάλες γλιστράνε, ό,τι δίνεις προς τα πάνω γκρεμίζεται κάτω, ό,τι δίνεις προς τα κάτω σε παίρνει μαζί του και γκρεμίζεσαι κι εσύ. Και σε πιάνει πονοκέφαλος μ’ εκείνες τις νεαρές κοπέλες στα εργοστάσια πορσελάνης, που σωριάζονται ασταμάτητα με πύργους από πιατικά πάνω στα σκαλοπάτια.

[…]


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης


Franz_Kafka Το παραπάνω απόσπασμα είναι από ένα γράμμα του Φραντς Κάφκα στον φίλο του τον Μαξ Μπροντ, γραμμένο το καλοκαίρι του 1909, όταν ο Κάφκα εργαζόταν ως υπάλληλος στο “Ίδρυμα Ασφάλισης Εργατικών Ατυχημάτων για το Βασίλειο της Βοημίας στην Πράγα”. Συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Nicholas Murray “Κάφκα”, που κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Ίνδικτος.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails