Tom Schimmeck, Παζλ με κόκκαλα μετά τον βρόμικο πόλεμο

Foto by Arjen Lutgendorff

Η Αργεντινή αναζητεί τα θύματα των στρατιωτικών. Κάτι που όμως δεν ταιριάζει στο show του εξωτερικά ανανεωμένου αρχηγού Κάρλος Μένεμ

Τις περισσότερες φορές έχουνε μείνει μερικά κόκκαλα μόνο. Συχνά είναι αδιευκρίνιστο σε ποιον άνθρωπο ανήκαν. «Εδώ έχει εξαφανιστεί μία ολόκληρη γενιά» λέει ο Luis Fonderbrider «μέχρι τώρα δεν υπήρξε καμιά σοβαρή προσπάθεια να διερευνηθεί αυτό». Ο Luis Fonderbrider ανήκει σε μία ομάδα ιατροδικαστών ανθρωπολόγων, οι οποίοι εδώ και έντεκα χρόνια σκαλίζουν τους ομαδικούς τάφους της Αργεντινής. Μια δουλειά κατά της λήθης.

Ο Fonderbrider ήταν 20, όταν ξεκίνησε να μαθαίνει αυτό το παράξενο επάγγελμα. Ένας φοιτητής που του έλειπαν οι φίλοι του. Φίλοι που είχαν εξαφανιστεί ή όπως συνηθίζεται να λέγεται στην Αργεντινή: «τους είχαν εξαφανίσει». Μια παράφραση γι’ αυτούς που τους εκτέλεσαν ψυχρά και τους έχωσαν σε μαζικούς τάφους, σε βαρέλια που τα είχαν γεμίσει με τσιμέντο και γι΄ αυτούς που τους έπνιξαν στον ποταμό Rio de la Plata, τους νάρκωσαν και τους πέταξαν από αεροπλάνα στον Ατλαντικό.

Είναι ένα χυδαίο παζλ. Αλλά συγχρόνως, λέει ο Fonderbrider, «μια απτή δυνατότητα να κάνεις κάτι». Από τα περίπου 300 στρατόπεδα των φυλακισμένων της στρατιωτικής δικτατορίας εξαφανίστηκαν τουλάχιστον 10.000, ίσως και 30.000 άνθρωποι. Ο φοιτητής και οι συνάδελφοί του –υπό την επίβλεψη ειδικών- ξεκίνησαν να εντοπίζουν τάφους και να ξεθάβουν πόντο-πόντο, κόκκαλο το κόκκαλο, σχολαστικά όπως οι αρχαιολόγοι. Σύγκριναν τα αρχεία των στρατοπέδων με τις επιγραφές των νεκροταφείων, πήραν συνεντεύξεις από συγγενείς και επιζώντες συγκρατούμενους για να μάθουν περισσότερα: Θεραπείες στα δόντια; Παλιά σπασίματα στα κόκκαλα; Τραυματισμοί από χτυπήματα και βασανιστήρια; Ποιον είδαν πού και πότε για τελευταία φορά;

Η ομάδα των ανθρωπολόγων έχει ανοίξει μέχρι σήμερα 500 τάφους, έχει μαζέψει 4.000 φωτογραφίες εξαφανισμένων, έχει περάσει στον υπολογιστή πολλά στοιχεία. Γιατί αυτός ο κόπος; «Μεγαλώνουμε σε μία πολύ άρρωστη κοινωνία» λέει ο Luis Fonderbrider. «Οι δράστες είναι ελεύθεροι. Και όχι μόνο δε έχουν μετανιώσει, αλλά είναι και υπερήφανοι».


Η ανοιχτή πληγή της Αργεντινής

Η στρατιωτική δικτατορία κράτησε από το 1976 μέχρι το 1983. Έκανε έναν «βρόμικο πόλεμο» -δήθεν εναντίον ενός αριστερού αντάρτικου, στην πραγματικότητα κυρίως εναντίον μιας πεφωτισμένης μεσαίας τάξης η οποία ασκούσε κριτική και της ήταν εμπόδιο. Ήταν, ομολόγησε την προηγούμενη εβδομάδα ο στρατιωτικός διοικητής της Αργεντινής στρατηγός Marin Balza, μία «σκοτεινή, σχεδόν ανεξήγητη εποχή».

Όταν κατέρρευσε το καθεστώς των στρατιωτικών –με την αποτυχία της παράλογης περιπέτειας με τα Φόκλαντ- συνεχίστηκε παρ’ όλ’ αυτά η προσπάθεια να διερευνηθούν οι εγκληματικές πράξεις. Μία επιτροπή παρουσίασε ντοκουμέντα για τα εγκλήματα. Εννέα μέλη της χούντας ήρθαν αντιμέτωπα στο δικαστήριο με σχεδόν 800 μάρτυρες. Ο στρατηγός Χόρχε Βιντέλα και ο ναύαρχος Εμίλιο Μασέρα καταδικάστηκαν σε ισόβια. Η λίστα των ποινικών αδικημάτων ήταν μεγάλη: φόνος, απαγωγή, βασανισμός, βαριά κλοπή, πλαστογράφηση ντοκουμέντων, εκβιασμός, απαγωγή ανηλίκων και άλλα πολλά.

Στη συνέχεια επρόκειτο να δικαστούν 2.000 αξιωματικοί, όμως οι στρατιωτικοί αντέδρασαν έντονα. Ο πρόεδρος Raúl Alfonsín συνέταξε βιαστικά έναν νόμο, ο οποίος με διαταγή άφηνε ατιμώρητες τις εγκληματικές ενέργειες. Η δημοκρατία γονάτισε. Δεν άργησε να έρθει ένας δεύτερος, «ο τελεσίδικος νόμος». Τελικά, το 1990, ο διάδοχος του Alfonsín, Κάρλος Μένεμ, απένειμε χάρη στους πραξικοπηματίες.

Μερικές φορές δεν μπορείς να βρεις ούτε ίχνη, ούτε καν κόκκαλα. Κι όμως υπάρχουν μάρτυρες. Το Δεκέμβριο του 1994 στην έξοδο ενός σταθμού του μετρό κάποιος σταματά τον Οracio Verbitzky, διευθυντή της ημερήσιας εφημερίδας «Pagina 12». Στην αρχή ο Verbitzky περνά τον άντρα για συγγενή κάποιου θύματος. Τελικά αποδεικνύεται ότι είναι ο δράστης: ο πλωτάρχης Adolfo Francisco Scilingo.

Αρχικά, λέει ο Scilingo, ήθελε μόνο να βοηθήσει δύο συναδέλφους από το ναυτικό, οι οποίοι εξαιτίας του παρελθόντος τους ως βασανιστές δεν πήραν προαγωγή, αν και ο πρόεδρος Μένεμ είχε εκφράσει με σαφήνεια την επιθυμία του.

Σε εκτενείς συζητήσεις ο Scilingo αποκαλύπτει ένα μέρος από το μυστικό του: Δούλευε στην ESMA, τη Σχολή Μηχανικών Ναυτικού στο Μπουένος Άιρες και περιβόητο κέντρο βασανιστηρίων στην εποχή της χούντας. Δύο φορές πήρε διαταγή να μεταφέρει φυλακισμένους. Τους έφερε στο αεροδρόμιο και εκεί με την πρόφαση ενός εμβολιασμού τους νάρκωσαν. Στο αεροπλάνο τους νάρκωσαν πάλι, τους έγδυσαν και τους πέταξαν στον Ατλαντικό. Κάθε Τετάρτη για δύο χρόνια ξεκινούσαν πτήσεις με 15 έως 20 φυλακισμένους. Σύνολο 1.500 έως 2.000 δολοφονημένοι.

Όσο ο Scilingo πετούσε τα κοιμισμένα θύματα στη θάλασσα, ο γιατρός, ο οποίος έκανε τις ενέσεις, εξαφανιζόταν στο πιλοτήριο για να λύσει το πρόβλημά του με τον όρκο του Ιπποκράτη. Μετά την πτήση ο στρατιωτικός εφημέριος πρόσφερε παρηγοριά: «Έλεγε ότι είναι χριστιανικός θάνατος, επειδή δεν υποφέρουν. Ότι ο πόλεμος είναι πόλεμος και ότι το λέει και η Βίβλος πως η ήρα πρέπει να ξεχωρίζει από το σιτάρι».

Η κοινή γνώμη της Αργεντινής αντέδρασε σοκαρισμένη: Κατ’ αρχάς ένας πρώην στρατιώτης ομολόγησε πως είχε δολοφονήσει φυλακισμένους με τα ίδια του τα χέρια. Αμέσως εκφράστηκαν αμφιβολίες για τη δήλωσή του. Ο Scilingo, απεφάνθη ο πρόεδρος, είναι ένας «απατεώνας».

Η νέα συνείδηση του προβλήματος δεν ταιριάζει στο λαϊκίστικο show του Μένεμ. Βέβαια κάποτε ήταν ο ίδιος στη φυλακή. Σήμερα όμως πλασάρεται ως σταρ – ένας εξωτερικά ανανεωμένος αθλητικός τύπος, ο οποίος παίρνει πρωινό με τον Αλαίν Ντελόν και μοστράρει με την Κλαούντια Σίφερ και με διάφορους του τζετ-σετ. Δύσκολα θέματα να μην θίγονται μόνο. Ο Μένεμ επικοινωνεί με το λαό του μέσω των κουτσομπολίστικων εφημερίδων και της φλύαρης ιδιωτικής τηλεόρασης. Θέλει να επανεκλεγεί στις 14 Μαΐου. Η όλη φλυαρία περί του παρελθόντος απλώς ενοχλεί.

Οι στρατιωτικοί, λέει με οργή ο Μένεμ, θα έπρεπε να πάνε να εξομολογηθούνε αντί να σκαλίζουνε παλιές πληγές. Όποιος ήθελε τότε να ξέρει τι συνέβαινε ήξερε. Και όμως η πλειοψηφία της κοινωνίας προτίμησε να κοιτάζει αλλού. Τις μητέρες και τις γιαγιάδες στην Plaza de Mayo [Πλατεία Μαΐου], οι οποίες κάθε βδομάδα ρωτούσαν για την τύχη των παιδιών και των εγγονιών τους, τις έβγαζαν τρελές. «Por algo será», εφησύχαζαν οι άνθρωποι- σίγουρα κάποιον λόγο θα ’χει η επιμονή τους.

Τώρα οι βρόμικες πληγές βγάζουν πύον. Η ομολογία του Scilingo δεν πιέζει μόνο το στρατό, αλλά στο επίκεντρο βρίσκονται τώρα και οι συνένοχοι, οι ευνοημένοι, οι συνεργοί του –οι γιατροί και οι παπάδες, οι δικαστές και οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι σιώπησαν, συνεργάστηκαν και κερδοσκόπησαν. «Μία νέα γενιά έρχεται», πιστεύει ο δημοσιογράφος Verbitsky, «οι γιοι ανακρίνουν τους πατεράδες τους». Η Αργεντινή, έτσι φαίνεται, τώρα θέλει να μάθει.

Ιδιαίτερα ενοχλημένη δείχνει η καθολική εκκλησία. Πέφτει σε αντιφάσεις. Κάποιοι επίσκοποι βοήθησαν τους κυνηγημένους, κάποιοι ιερείς πλήρωσαν με τη ζωή τους τη συμμετοχή τους. Οι εκκλησιαστικοί ηγέτες όμως υπάκουσαν, έμειναν μόνο σε υπομνήσεις. Ο παπικός νούντσιος έπαιζε τένις με το ναύαρχο της χούντας Μασέρα. Ο επίσκοπος Justo Laguna, ο οποίος συναναστρεφόταν συχνά με τους στρατιωτικούς, σήμερα παραδέχεται ότι αυτό ήταν τελείως ανόητο: «Εξομολογήθηκαν, αλλά ποτέ δεν κατάλαβαν τι σημαίνει ηθική». Οι στρατηγοί ήταν φανατικοί «όπως σε μία σταύρωση».

Το όμορφο λευκό κτίριο της ESMA, της Escuela de Mecánica de la Armada, βρίσκεται στην Avenida de Libertador, μια κεντρική λεωφόρο στο Μπουένος Άιρες. Μικρά καραβάκια με σηκωμένα κατάρτια διακοσμούν το φράχτη από σφυρήλατο σίδερο. Γύρω από το μεγάλο, εξαιρετικά φροντισμένο χώρο είναι τοποθετημένοι δυνατοί προβολείς. Σκυλιά γαβγίζουν, στρατιώτες κοιτάζουν με δυσπιστία μέσα από τις πολεμίστρες στα φυλάκια. Μία ταμπέλα προειδοποιεί: Zona Militar [Στρατιωτική Ζώνη].

Πόσες αλήθειες είναι εδώ ακόμη κρυμμένες; Ο Miguel Angel Lauletta, ένας πρώην επαναστάτης, ο οποίος, ακολουθώντας τους στρατιωτικούς, δούλεψε στο υπόγειο των βασανιστηρίων της ESMA, κατέθεσε ότι όλα τα στοιχεία είναι περασμένα σε μικροφίλμ. Για να σώσει τη ζωή της οικογένειάς του πρόδωσε συναγωνιστές. Ο Lauletta, πιστεύει ο δημοσιογράφος David Cox, ο οποίος του πήρε μεγάλη συνέντευξη, «είναι το προϊόν μιας εκτροχιασμένης, τρελής πλέον κοινωνίας, η οποία απέτυχε με τις βασικές αρχές του ουμανισμού. Δεν παρήγαγε ήρωες, αλλά τέρατα.»

Μέχρι σήμερα πολλοί Αργεντινοί δε γνωρίζουν τι έγινε με τα παιδιά, τους γονείς ή τους φίλους τους. Τι απέγιναν τα παιδιά, τα οποία άρπαξαν από τις δολοφονημένες μητέρες. Κανένας δεν κατάφερε να εξαναγκάσει τους στρατιωτικούς να διαλευκάνουν βασανιστήρια και φόνους, να ανοίξουν τα ντουλάπια, να παραδώσουν τις λίστες, τα φιλμ και τις φωτογραφίες των θυμάτων.

Γιατί δεν υπάρχουν πια πρόθυμοι να καταθέσουν; «Ο στρατός» λέει ο ακτιβιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων Emilio Mignone, «τράβηξε πολλούς μαζί του για να εξασφαλίσει τη σιωπή τους. Έτσι δημιουργήθηκε μία μεγάλη ζοφερή αδελφότητα».

«Ίσως κάποτε ξανακαθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου ένας στρατιωτικός» ελπίζει η Rosa Roisinblit, μία από τις «γιαγιάδες της Πλατείας Μαϊου». Μέχρι τώρα έχουν εντοπιστεί 56 παιδιά εξαφανισμένων, τα οποία υιοθετήθηκαν με το ζόρι και μεγάλωσαν με πλαστή ταυτότητα. Εκατοντάδες ακόμη αναζητούνται. «Δε γνωρίζουμε, εάν αυτοί οι έφηβοι θέλουν να επιστρέψουν στους συγγενείς τους», λέει η κυρία Roisinblit, «αλλά έχουν το δικαίωμα να μάθουν την αλήθεια».

Και όλα εκείνα τα πτώματα; Αξίζει η τεράστια δαπάνη να βρεθούν, να ταυτοποιηθούν, να θαφτούν; «Για τους συγγενείς», λέει o ιατροδικαστής Fonderbrider, «είναι κατ΄ αρχάς μία τρομακτική στιγμή. Ύστερα όμως μπορούν να συνεχίσουν να ζούν. Έχουν έναν τάφο, μπορούν ν’ αφήνουν λουλούδια. Αισθάνονται καλύτερα.»


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Σούλα Ζαχαροπούλου


Το άρθρο του Γερμανού δημοσιογράφου Tom Schimmeck “Knochenpuzzle nach dem schmutzigen Krieg” δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1995 στην εβδομαδιαία εφημερίδα του Αμβούργου Die Woche. Η παρούσα μετάφραση περιλαμβάνεται στο Επίμετρο της ελληνικής έκδοσης του μυθιστορήματος της Τζέννυ Έρπενμπεκ Παιχνίδι με τις λέξεις, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος και αφηγείται την ιστορία ενός κοριτσιού από εκείνα “τα παιδιά εξαφανισμένων, τα οποία υιοθετήθηκαν με το ζόρι και μεγάλωσαν με πλαστή ταυτότητα”.

© Tom Schimmeck + Soula Zacharopoulou