Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης, Η σιωπή μετά την ανάρτηση ή περί της λογοτεχνικής φθοράς στα μέσα του πλήθους

Foto by André Kertész

Στους ειδήμονες της λογοτεχνίας που δεν έχουν καταλάβει: 
η ζωή είναι φάρσα, θα πεθάνουμε όλοι, και το πιο αντιλογοτεχνικό
 πράγμα είναι να πιστεύεις ότι ξέρεις.

 
Το παρακάτω δεν είναι άρθρο. Είναι μια μικρή παρένθεση μέσα στη σειρά των άλλων κειμένων μου. Γράφω σε πρώτο πρόσωπο και ζητώ συγγνώμη για την αναπόφευκτη αυτοαναφορά μου. Μαζεύω τα θραύσματα μιας παρουσίας που αλλού εκτίθεται, αλλού αγνοείται. Κάποτε νόμιζα πως η γραφή ήταν καταφύγιο, τώρα συνειδητοποιώ πως είναι καθρέφτης που παραμορφώνει. Δεν θα μιλήσω για τους ανθρώπους που φωνασκούν και ασχημονούν, αλλά για εκείνη την αίσθηση της διάχυτης εχθρότητας που αφήνει πίσω της ο θόρυβος. Οι λέξεις μου ταξιδεύουν μέσα σε αυτόν τον θόρυβο, κι εγώ προσπαθώ να θυμηθώ τη σιωπή μου, πριν η ίδια η φράση μου υποταχθεί στη βιασύνη της ψηφιακής ανάγνωσης. 
 
Δεν υπάρχει τίποτε πιο αντιφατικό από τη συνθήκη του συγγραφέα στο διαδίκτυο: ο άνθρωπος της σιωπής, της αναδίπλωσης, της μερικής αποχώρησης από τον κόσμο, βρίσκεται ξαφνικά εκτεθειμένος στο πιο πολύβουο περιβάλλον της εποχής. Εκεί όπου το βλέμμα δεν σταματά αλλά διασπάται, και κάθε λέξη χάνει το βάρος του νοήματος. Η λογοτεχνία, που κάποτε γεννιόταν από την απόσυρση, αναγκάζεται πια να σταθεί μέσα στη ροή του σχολίου. Συχνά νιώθω πως κατοικεί πλέον σ’ έναν χώρο που δεν της ανήκει. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η επιφάνεια προηγείται του στοχασμού και η αυτοπροβολή υποκαθιστά τη δημιουργία. Οι «λογοτεχνικές κοινότητες» μοιάζουν περισσότερο με μικροκλίμακα κοινωνικού ναρκισσισμού παρά με φορείς πνευματικού διαλόγου. Όλοι μιλούν, ελάχιστοι ακούν. Ο λόγος έχει χάσει την αργή του αναπνοή, την ιερότητα του ρυθμού του. Αναπαράγεται αντί να σκέφτεται.
 
Ο Barthes έλεγε πως «η γραφή αρχίζει τη στιγμή που ο συγγραφέας εξαφανίζεται». Κι όμως, στα κοινωνικά δίκτυα, η γραφή αρχίζει ακριβώς εκεί όπου ο συγγραφέας επιμένει να υπάρχει. Με φωτογραφίες, εξηγήσεις, αυτοπαρουσιάσεις, μικρές επιτελέσεις εαυτού. Ένα είδος αντίστροφης λογοτεχνίας, όπου η έκθεση αντικαθιστά την αποχώρηση, και η κοινότητα των «φίλων» υποκαθιστά το σιωπηλό βλέμμα του αναγνώστη. Εδώ δεν υπάρχει διάλογος, αλλά αλληλοπαρακολούθηση. Δεν υπάρχει συνομιλία, αλλά συσσωρευμένη αυτοεπιβεβαίωση. Κάτι βαθιά αλλιώτικο διαπλέκεται στον τρόπο με τον οποίο ο λογοτεχνικός λόγος έχει μεταφερθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η λογοτεχνία, που κάποτε γεννιόταν στο σκοτάδι ενός γραφείου, ανάμεσα σε χαρτιά και σιωπή, τώρα εκτίθεται αβίαστα στον φωτισμό της οθόνης. Και μαζί της εκτίθεται, σαν αθέατο παράπλευρο φως, η τρωτή μικρότητα του ανθρώπου που τολμά να την επικαλεστεί.
 
Δεν πρόκειται για πρόβλημα αισθητικής, αλλά για παθολογία σχέσεων. Οι λεγόμενοι «λογοτεχνικοί κύκλοι» λειτουργούν ως μηχανισμοί επικύρωσης. Αλληλοθαυμασμοί που εναλλάσσονται με ειρωνείες, συμμαχίες που διαλύονται με μια ανάρτηση, ομάδες που δεν σχηματίζονται από το κοινό πάθος για τη γλώσσα, αλλά από την ακόρεστη ανάγκη για αναγνώριση. Ο λόγος εδώ δεν παράγει διάλογο, παράγει ιεραρχίες.
 
Μέσα σ’ αυτά τα πλέγματα επιφανειακής πνευματικότητας, έχει χαθεί εκείνο το θεμελιώδες στοιχείο της κριτικής πράξης: η παιδεία. Δεν αρκεί η πολυλογία, ούτε η ευκολία με την οποία εκφέρεται μια «γνώμη». Το να διαβάζεις δεν σε καθιστά αναγνώστη, όπως το να σχολιάζεις δεν σε καθιστά κριτικό. Η ανάγνωση απαιτεί σεβασμό και σιωπή, όχι θόρυβο. Κι όμως, στα ψηφιακά αυτά περιβάλλοντα, η σιωπή εκλαμβάνεται ως αδυναμία, ενώ ο θόρυβος βαφτίζεται γνώση. Ο στοχασμός χάνει την αξία του. Η φλυαρία τη διεκδικεί.
 
Κάτω από την επιφάνεια της λεκτικής ευφράδειας διακρίνεται μια τεράστια ανασφάλεια: μια επιθυμία κατοχής της τελευταίας λέξης. Η ειρωνεία, ο σαρκασμός, οι υπαινιγμοί, όλα αυτά δεν είναι δείγματα πνευματικής οξύτητας, αλλά τρόποι αυτοάμυνας. Όταν ο λόγος στερεύει από δύναμη, προσφεύγει στη χλεύη. Κι όταν η αδυναμία στοχασμού γίνεται ανυπόφορη, τότε εμφανίζεται η ανάγκη να εξευτελιστεί ο άλλος. Έτσι γεννιέται το ψηφιακό μπούλινγκ: ως προσπάθεια επαναφοράς μιας ισορροπίας που η ίδια η κοινότητα έχει διασαλεύσει.

* 
 
Η οθόνη, ωστόσο, είναι ένας ψυχρός καθρέφτης· αντανακλά τόσο το πρόσωπο όσο και τη σχάση του. Κάθε σχόλιο, κάθε ειρωνική παρατήρηση, κάθε μικρή χειρονομία εξουσίας αφήνει πάνω της το αποτύπωμα μιας εσωτερικής κόπωσης: της ανάγκης να υπάρξει κανείς μέσα από την ακύρωση του άλλου. Κι έτσι, αυτό που ονομάζουμε «λογοτεχνική κοινότητα» καταλήγει να είναι απλώς ένα σύστημα επιβίωσης μέσα στον ναρκισσισμό. Ένα οικοσύστημα όπου η κριτική γίνεται όπλο, η άποψη άμυνα, και η γραφή μια μάσκα. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον που προσποιείται την πνευματική αβρότητα. Η φθορά δεν φαίνεται, αλλά διαρρέει μέσα στις λέξεις.
 
Κι όμως, κάτω από τον θόρυβο των αναρτήσεων υποβόσκει η ίδια ανθρώπινη αγωνία. Η ανάγκη να υπάρξει κάποιος ως φωνή, όχι απλώς ως δεδομένο. Το παράδοξο είναι πως όσο περισσότερο μιλά το πλήθος, τόσο πιο ανείπωτη γίνεται η σιωπή του. Και ίσως εκεί, μέσα σ’ αυτό το ανείπωτο, να επιμένει ακόμα η τελευταία μορφή λογοτεχνίας. Εκείνη που δεν επιθυμεί να αρέσει, αλλά να κατανοήσει.
 
Η παθολογία αυτής της συνθήκης δεν είναι αισθητική, είναι υπαρξιακή. Κάποτε χανόμουν μέσα στη φράση, τώρα νιώθω πως προβάλλομαι μέσα απ’ αυτήν. Δεν μιλώ πια με τη γλώσσα της διάρκειας, αλλά με τη γλώσσα της διακοπής. Οι λέξεις δεν ζητούν κατανόηση, ζητούν επιβεβαίωση. Οι αναγνώσεις δεν γεννούν διάλογο, γεννούν συνενοχές. Σε αυτό το πλαίσιο οι φορείς της λογοτεχνίας γίνονται παράγωγα του βλέμματος, προβάλλονται μέσα από τις οθόνες, και με κάθε λέξη που εκπέμπουν αυτοαναιρούνται. Η ίδια τους η υπόσταση διαρρηγνύεται, και η λογοτεχνία που κάποτε κατοικούσαν μετατρέπεται σε φάντασμα του εαυτού της. Δεν μιλά για τον κόσμο, λειτουργεί ως εικόνα μέσα σε αυτόν.
 
Το πιο ανησυχητικό, βέβαια, δεν είναι η κακεντρέχεια, αλλά η αναισθησία του λόγου. Το σχόλιο που συκοφαντεί δεν το κάνει πάντα από πρόθεση, αλλά από κεκτημένη ταχύτητα. Το πλήθος, έχοντας εσωτερικεύσει την κίνηση του αλγορίθμου, αντανακλά, δεν επεξεργάζεται. Έτσι, η λογοτεχνική σκηνή γίνεται ένας μηχανισμός αυτόματων αντανακλαστικών, όπου η ευαισθησία εκλαμβάνεται ως αδυναμία και η στοχαστικότητα ως καθυστέρηση. 

* 
 
Συχνά νιώθω πως γράφω με διπλή ένταση, σχεδόν οντολογική· «κάπου γελιέμαι μα εκεί κιόλας υπάρχω απόλυτα», όπως θυμάμαι τον στίχο του Καρούζου. Από τη μία, η ανάγκη να υπάρξω μέσα στο βλέμμα των άλλων, η επιθυμία να συνεισφέρω έστω και μερικά πράγματα στα ελληνικά γράμματα, να συμμετέχω στην εκδοτική διαδικασία –όχι ως εκδότης, αλλά ως κάποιος που αγαπάει να τροφοδοτεί τη γραφή. Από την άλλη, η εσωτερική κλίση μου προς τη σιωπή, τη συμπύκνωση, τη βραδύτητα του ουσιώδους λόγου. Οι δύο αυτές κινήσεις σπανίως συμφιλιώνονται, κι όμως από τη σύγκρουσή τους γεννιέται ο αληθινός χαρακτήρας μου. Το να εμφανίζομαι με αγαθό λόγο σε χώρους όπου κυριαρχεί ο θόρυβος και η ειρωνεία —και να δέχομαι χλεύη— είναι σχεδόν αναμενόμενο. Πόσο επώδυνο ωστόσο, γιατί η έκθεση απογυμνώνει κάθε συγγραφέα.
 
Σε αυτό το επιταχυνόμενο κενό, κάθε έννοια παιδείας διαλύεται. Και δεν εννοώ τη γνώση, αλλά εκείνον τον λεπτό ρυθμό του νου που του επιτρέπει να κινείται μέσα στον κόσμο των νοημάτων χωρίς να τον καταστρέφει. Οι κοινότητες αυτές έχασαν τον ρυθμό τους. Η ανταλλαγή ιδεών αντικαταστάθηκε από ασύνετο θόρυβο. Μέσα σ’ αυτό τον ορυμαγδό, μαθαίνω να φοβάμαι τη σκέψη, να τη μεταφράζω σε άμεση απάντηση, σε άμυνα.
 
Οι ψηφιακές κοινότητες έχουν απωλέσει αυτόν τον ρυθμό. Αντί για αναστοχασμό παράγουν έναν συνεχή ανταγωνισμό ευφυολογίας. Και πίσω από κάθε τέτοιο ανταγωνισμό υποφώσκει ο φόβος της αφάνειας, της σιωπής, της μη-αναγνωρισιμότητας. Ο φόβος που κάνει τον συγγραφέα να παύει να είναι συγγραφέας. Απέναντι σε αυτό, θαρρώ πως η μόνη πράξη αντίστασης είναι η επιστροφή στη σιωπή. Σε αυτή τη μπλανσονική σιωπή που γεννά τον λόγο από την απουσία, που αρνείται να «ανταπαντήσει». Σε αυτήν επιστρέφω.
 
Η κοινότητα των συγγραφέων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν συνιστά πια χώρο ανταλλαγής, έχει γίνει σκηνή. Το «εγώ» απλώνεται σε κάθε ψηφιακή επιφάνεια, ζητώντας την επιβεβαίωση του βλέμματος των άλλων, ενώ η ίδια η γλώσσα εκπίπτει από φορέας νοήματος σε φορέα παρουσίας. Δεν υπάρχει τίποτε πιο αντι-λογοτεχνικό από αυτό. Γιατί η λογοτεχνία, στην ουσία της, είναι πράξη ταπείνωσης του εγώ, όχι επίδειξής του. Δεν γράφεται για να αποδείξει, αλλά για να κατανοήσει. Δεν ανήκει σε κύκλους, αλλά σε σιωπές. Η φθορά που βλέπουμε στα μέσα δεν είναι η φθορά του λόγου, αλλά της ανθρώπινης ακεραιότητας μπροστά στην οθόνη.
 
Η πραγματική λογοτεχνία αρχίζει όταν δεν έχεις πια τίποτα να υπερασπιστείς. Όταν το κείμενο παύει να είναι επιχείρημα και γίνεται τρόπος ύπαρξης. Η γραφή δεν ζητά δικαίωση, μόνο διάρκεια. Η εποχή μας, γεμάτη από αποστόλους της ανάγνωσης, «κριτικούς» χωρίς βιογραφικά και «συγγραφείς» χωρίς σιωπή, μοιάζει να έχει ξεχάσει αυτό το αυτονόητο: πως η αλήθεια του λόγου δεν ανήκει σε κανέναν κύκλο, σε καμία ανάρτηση, σε κανένα πλήθος. Ανήκει μόνο εκεί που κάποιος εξακολουθεί να γράφει όχι για να φανεί, αλλά για να μην χαθεί.
 
Συνεχίζω να γράφω, ίσως από φόβο μην ξεχάσω πώς ήταν η φωνή μου πριν τη σκορπίσω. Πριν τη μετρήσουν, πριν τη σχολιάσουν, πριν χαθεί μέσα στη χοάνη των άλλων φωνών που λένε τα ίδια χωρίς να συναντιούνται ποτέ. Γράφω για να θυμηθώ τη στιγμή που η λέξη είχε ακόμη βάρος, που η ταυτότητα δεν είχε ακόμη διαχυθεί σε εικόνες, σχόλια, αναδημοσιεύσεις. Κι όσο περισσότερο γράφω και μιλώ, ακόμα και τώρα, τόσο πιο πολύ νιώθω τη φωνή να μικραίνει, να χάνεται μέσα στο θόρυβο που ονομάζουμε «επικοινωνία». Κάποτε πίστευα πως πριν από κάθε λόγο υπήρχε ένα βλέμμα στραμμένο προς τα μέσα, τώρα ξέρω πως η φωνή μου επιστρέφει στον κόσμο ξένη. Κι όμως, μέσα από το πλήθος και τη διασπορά, μέσα από τη φθορά των λέξεων, εξακολουθεί να ψάχνει εκείνη τη σιωπή που τη γέννησε. Εκεί, στην άκρη της φράσης με περιμένει —ήσυχη, όπως πριν αρχίσω να μιλώ.
 
 
 
 
 
 
 
 
Ο Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975 και ζει στον Πειραιά. Σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ. Οι πρώτες του λογοτεχνικές απόπειρες φιλοξενήθηκαν από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα. Το 2012 ίδρυσε το Πρότυπο Κέντρο Γερμανικής Γλώσσας Ich liebe Deutsch. Υπό την αιγίδα του δημιουργήθηκαν εννέα χρόνια αργότερα οι εκδόσεις Περικείμενο Βιβλία, στις οποίες  κυκλοφόρησαν και οι πεζογραφικές συλλογές του Είδωλα (2021) και Επικράτειες (2024). Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε και η μελέτη του Το Μαμούθ και ο Αναβάτης, η οποία αποτελεί δομική ανάλυση της γερμανικής γλώσσας για ελληνόφωνους μελετητές.
 
Στη Logotexnia21 δημοσιεύονται ένα απόσπασμα από τα Είδωλα και ένα απόσπασμα από τις Επικράτειες, τα οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ και εδώ.
 
Η φωτογραφία που κοσμεί την ανάρτηση είναι του φωτογράφου André Kertész.

Γιάννης Δρούγος, Παραμύθια



Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς

   Μετά μεγάλωσα, μεγάλωσαν οι νύχτες και μαζί μεγάλωσαν κι οι γονείς μου κι αρρώστησαν κι έμεινα δίπλα τους να τους διαβάζω παραμύθια με αίσιο τέλος. Ο ουρανός δεν χωρούσε άλλες αλήθειες κι έκλεισε τα σύνορά του κι έμεινα στη γη με το κεφάλι σκυφτό να βλέπω πού πατάω και να μετράω πόσα βήματα απέμεναν ώσπου να φτάσω στη θάλασσα να βαφτίσω παλιό ό,τι άφησα πίσω. Κι εκεί στα πρώτα νερά με περίμενε η εκδίκηση μ’ ένα μαχαίρι και μου ’πε να κόψουμε στα δυο την άμμο: μισή ζωή μισή θάνατος. Μα πώς κόβεται στα δυο το απέραντο, τη ρώτησα κι απάντησε ο ουρανός απλώνοντας μια κόκκινη σημαία σαν τετράγωνο ήλιο που έφτασε η φλόγα του ως τα χαρακώματα κι έληξε ο πόλεμος. Κι εκεί οι δικοί μου γίνανε πάλι παιδιά, πριν καν γνωριστούν, πάνω στην άμμο έχτιζε ο καθένας με τ’ ακροδάχτυλά του μια ζωή προορισμένη να ρημάξει κι έναν κήπο που θ’ άνθιζε με το άναρχο κλάμα των άστρων. Κι είπα. Τότε. Είπα. Σκέφτηκα. Είπα. Να ρίξω δίχτυα στ’ ανοιχτά να ψαρέψω μελλούμενα κι ένστικτα κούφια που ενωθήκανε και γεννήσανε ένα σπίτι από φύκια.

   Για χρόνια συνομιλούσα με τους επισκέπτες της νύχτας και τους ανέλυα τα παραμύθια για τον κόσμο που δεν με χωρούσε γιατί ήτανε βαριά η κληρονομιά των δέντρων. Τι να μοιραστώ και τι να μοιραστώ από το ψέμα που ’βρεχε άδικο σε τρύπια στέγη και τ’ άδικό του πότιζε τους τοίχους, τον ύπνο, τα λερωμένα σεντόνια και τα γυαλιστερά κειμήλια. Για χρόνια παραμύθιαζα το δέρμα μου μη μου το φάει η σκουριά κι έμεινα σώμα μισό με ένα γάντζο για χέρι να κατεβάζω τ’ αστέρια να ρίχνω το ασήμι τους σε καινούργια παραμύθια.

   Τώρα πια δεν μου ανήκει τίποτα. Τώρα πια δε μου ’χει μείνει ούτε μια χούφτα χώμα ν’ αποχαιρετήσω την αγάπη που μου μάθανε να δίνω. Τώρα πια είμαι ένα στόμα τάφος με σταυρό κεντημένο τρεις συλλαβές και μισή καταραμένη προσευχή. Τώρα πια διαβάζω παραμύθια χωρίς λαλιά σε γερασμένα παιδιά που το παρόν τους σκαλίζει ρίζες και γυρισμούς γιατί τελειώνει ο χρόνος. Τώρα πια γράφω παραμύθια με τ’ αριστερό. Τώρα πια δεν κοιμάμαι. Γιατί χόρτασα ύπνο. 

   Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. 



Ο Γιάννης Δρούγος γεννήθηκε το 1977 στο Καρπενήσι. Ζει και εργάζεται στη Λαμία στον χώρο του βιβλίου και διατηρεί το ιστολόγιο into my books...
Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται τα κείμενά του «Αντίστροφα», «Εγκλεισμός», «Ανεπίδοτο», «Sense of forgiveness», 
«Η κόκκινη ομπρέλα», 
«Δέντρο» και «post it».

Η φωτογραφία που κοσμεί την ανάρτηση είναι έργο της Käthe Kollwitz (1867-1945) του 1921.

Volker Braun, Αυτό που πραγματικά θέλουμε

 
Επειδή ο Χόρχε, λερωμένος, κουρασμένος, παραμονεύοντας ακόμα στην Αβενίδα Ατλάντικα, οι συναλλαγές ήταν κανονισμένες, άπλωσε το ελεύθερο χέρι του (τικ ήτανε) σ’ έναν περαστικό, σαν πεινασμένη γλώσσα ή σαν ταυτότητα της άχρηστης, επικίνδυνης ύπαρξής του, εκείνος, αντί να λοξοδρομήσει πάνω στα λεπτά μυτερά του παπούτσια, τον κοίταξε με βλέμμα διαπεραστικό και τον τσουβάλιασε κι αυτόν και το μικρό κουλό του: ο Μπόρχες κράτησε σφιχτά, έτσι όπως τον είχε πιασμένο, μέσα σ’ ένα περίσσεμα ανυπακοής! και λίγο μεθυσμένος από την μπίρα που είχε πιει στα γρήγορα στην μπαράκα*, τον λεχρίτη από το λεπτό μελαμψό του μπράτσο και τον οδήγησε, μετά από μια ανταλλαγή λέξεων: πώς λέγεσαι, πόσων χρονών είσαι, σχεδόν βίαια διασχίζοντας το οδόστρωμα, κατευθείαν στην είσοδο ενός σπιτιού και πέρασε τον ζόρικο νεαρό μπροστά από τον θυρωρό βάζοντάς τον μέσα στο φωτεινό ασανσέρ που γλιστρούσε στον τελευταίο όροφο. 
     Ο Μπόρχες, περνώντας πολλές σιδερένιες πόρτες, έσπρωξε το αγόρι μέσα στο ατελιέ του. Άφησε το τηλέφωνο να χτυπάει (όλος ο κόσμος είχε πληροφορηθεί την παρουσία του)· ο ίδιος αφιερώθηκε στον φοβισμένο επισκέπτη του. Μιγάς, αινιγματικό, έμπειρο πρόσωπο, τα μπρατσάκια με μεγάλα χέρια γωνιώδη, τα γόνατα πληγιασμένα, καλυμμένα με κακάδι. Το κοντομάνικο μπλουζάκι κρεμόταν έξω από το παντελόνι, τα αθλητικά παπούτσια σκισμένα. Δεν ξέρεις από τρόπους, ρώτησε ο Μπόρχες και προσπέρασε την ερώτηση, έπρεπε να παραθέσει μια αιτία γι’ αυτήν. Έφαγες. Πλύσου, είπε και άνοιξε στον τύπο την πόρτα του μπάνιου και ο Χόρχε, ανασφαλής για τις προθέσεις του γέρου, έβγαλε τα ρούχα του προκλητικά αργά. Ο Μπόρχες έφτιαξε τη θερμοκρασία του νερού κι έριξε μέσα ένα αιθέριο έλαιο, που το χτύπησε να κάνει αφρό. Πλύσου, διέταξε, από την κορφή ώς τα νύχια. Ο Χόρχε ακολούθησε απρόθυμα την οδηγία, έκανε ντους με κρύο νερό κι έπρεπε να τριφτεί με μια μεγάλη απαλή πετσέτα, που του πέταξε ο κύριος πάνω στους ώμους του. Ύστερα ο Μπόρχες τού έφερε ρούχα, το γέρικο μικροκαμωμένο κορμί του ταίριαζε με του αγοριού κι εκείνο έπρεπε να χωρέσει στο παντελόνι και στο μπουφάν, παλεύοντας με τα δάκρυά του από ντροπή. Αυτές οι προετοιμασίες τού προξενούσαν δυσαρέσκεια· και για ποιο λόγο γίνονταν; Ο Μπόρχες, εντούτοις, έβαλε αυτόν, που μεμιάς είχε γίνει ντροπαλός, σ’ ένα μικρό δίχως παράθυρα δωμάτιο, έβγαλε ποτήρια και πιάτα κι ετοίμασε ένα λιτό απογευματινό, προτρέποντάς τον αυστηρά να φάει. Τότε ανακάλυψε, μέσα στη χούφτα τού Χόρχε, που άρα κατά τη διάρκεια όλων των διαδικασιών δεν την είχε ανοίξει, ένα ξυραφάκι και ο Χόρχε, πιασμένος στα πράσα, απαθής, χαμογέλασε γαλίφικα.
     Εκείνη τη στιγμή έγινε σαφές στον Μπόρχες ότι δεν θα ξαπόστελνε το θήραμά του ξανά, ούτε σήμερα ούτε αύριο. Ελόγου του έπρεπε να μοιραστεί το διαμέρισμα με το τέρας. Πιάστηκαν στην παγίδα και οι δύο· εξαιτίας των αντανακλαστικών τους είχαν πέσει μέσα· αόρατος ο ένας για τον άλλον. Τους χώριζαν εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια, ήταν συγκαιρινοί. Δεν μπορούσε (σκέφτηκε με επιείκεια ο Μπόρχες) να αλλάζει κανείς διαρκώς δρόμο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βγάλει τη νύχτα. 
     Έδειξε στον νεαρό μια θέση να κοιμηθεί και ο ίδιος πήγε να ξαπλώσει στην κάμαρά του. Ο Χόρχε υπέμενε τις αβέβαιες καταστάσεις κι έψαξε για τα πράγματά του αλλά δεν τα βρήκε στη σάλα. Σκόνταψε πάνω σε σωρούς από βιβλία, δίσκους σερβιρίσματος, σε μια ραφιέρα, πάνω στην οποία θρόιζε το ριζόχαρτο. Για ποιον λόγο ήταν εδώ; Δεν συνήθιζε να υποτάσσεται στη θέληση του οποιουδήποτε. Άλλους, μεγαλύτερους, τους κυριαρχούσε αυτό το πάθος· όταν ήταν σουρωμένοι τα πάντα ήταν αδιάφορα γι’ αυτούς, μαστουρωμένοι το έκαναν αυτό. Στην παραλία, στο πόστο 8, ένας άντρας τού πρόσφερε χρήματα, όλο και περισσότερα, μέχρι που εκείνος δεν μπορούσε πια ν’ αντισταθεί. Ήταν ένας τρόπος να βγάζει χρήματα χωρίς να δεσμεύεται. Με κλεψιές ή με συνάλλαγμα κέρδιζε πιο μελετημένα, πιο τολμηρά τα ρέις του. Είχε κανείς τον έλεγχο της κατάστασης. –Κύλησε, μέσα στις μαλακές πιτζάμες, πάνω στο κλινάρι· έπρεπε να τις βγάλει, του ανήκαν; Άχρηστες ερωτήσεις. Ο γιακάς μύριζε απροσδιόριστα γλυκά, τέντωσε τον λαιμό του προς τα έξω. Πού να κατουρήσει; Έπρεπε να κατουρήσει. Φοβήθηκε όμως πως ο κύριος μπορεί ν’ άκουγε την αδεξιότητά του. Για λεφτά δεν είχε γίνει λόγος, τον είχε εξαπατήσει; Ελόγου του αδιαφορούσε παντελώς για το αν του την είχαν φέρει, αν τον είχαν εκμεταλλευτεί. Αύριο, το χάραμα, θ’ αποσπάσει με τη βία την έξοδό του· σκέφτηκε οργισμένος μέχρι που τον κατέβαλε ο ύπνος.

[...]



Μετάφραση από τα Γερμανικά: Σούλα Ζαχαροπούλου

 
* Ταβέρνα, εστιατόριο, καπηλειό (σ.τ.μ).




Το παραπάνω απόσπασμα είναι από την τρίτη και τελευταία ιστορία της σπονδυλωτής νουβέλας Αυτό που πραγματικά θέλουμε του Φόλκερ Μπράουν, που κυκλοφόρησε τον Μάιο από τις εκδόσεις Έναστρον σε μετάφραση Σούλας Ζαχαροπούλου. Οι τρεις ιστορίες φέρουν τους τίτλους «Αυτό που πραγματικά θέλουμε», «Έτσι έχουν τα πράγματα» και «Τι έρχεται;» και εκτυλίσσονται αντίστοιχα στην Ιταλία, τη Σιβηρία και τις φαβέλες της Βραζιλίας.

Στο «Σημείωμα της μεταφράστριας» διαβάζουμε μεταξύ άλλων: 
«Αν και οι τρεις ιστορίες διαδραματίζονται σε διαφορετικό τόπο και χρόνο συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους εάν τις δούμε υπό το πρίσμα της αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης υποκειμένου-κοινωνίας. Το υποκείμενο εντάσσεται σε μια κοινωνική πραγματικότητα, σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, είναι απόρροια αυτής της εξέλιξης και καλείται να δώσει τη δική του απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα της εποχής του. Κοινό σημείο και των τριών ιστοριών είναι το ερώτημα αν αυτό που ζούμε είναι όντως αυτό που πραγματικά θέλουμε, αν είναι αυτό που πραγματικά αξίζει να ζούμε. Το ερώτημα τίθεται επανειλημμένως, σχεδόν βασανιστικά, και ενδεχομένως να τεθεί από τον καθένα μας μετά την ανάγνωση αυτού του μικρού αλλά ιδιαίτερα επίκαιρου και ανήσυχου βιβλίου. Στο τέλος μένει να δούμε και να αναλογιστούμε τι έρχεται…»

Από το «Σημείωμα της μεταφράστριας» αντλούμε και τις παρακάτω βιογραφικές πληροφορίες για τον Φόλκερ Μπράουν: 
«Ο Φόλκερ Μπράουν γεννήθηκε στη Δρέσδη στις 7 Μαΐου τού 1939. Ο πατέρας του πέθανε τις τελευταίες ημέρες του πολέμου αφήνοντας πίσω του τους πέντε γιους και τη γυναίκα του. Ο Μπράουν μεγάλωσε μέσα στα χωράφια και στα ερείπια, όπως ο ίδιος περιγράφει στο τελευταίο του βιβλίο. Έμαθε τι είναι δουλειά, απομακρύνοντας ερείπια μετά τη λήξη του πολέμου. Αργότερα εργάστηκε σε τυπογραφείο και σε υπαίθριες και υπόγειες εξορύξεις. Οι εμπειρίες που απέκτησε εκεί είναι φανερό ότι επηρέασαν τη γλώσσα των γραπτών του. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, εποχή που ουσιαστικά ξεκίνησε να ασχολείται με τη συγγραφή. Αρχικά έγινε γνωστός ως ποιητής και δραματουργός. Μαζί με τον Χάινερ Μύλλερ ανήκε στους κορυφαίους της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας [...]
     Έγραψε πολλά ποιήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια και θεατρικά έργα. Tο 2015 έγραψε και το Demos, Die Griechen/Die Putzfrauen [Δήμος, οι Έλληνες/οι καθαρίστριες] που είχε ως θέμα την πολυτάραχη περίοδο του 2012-2015 στην Ελλάδα. Το θεατρικό αυτό έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ τον Απρίλιο του 2016. [...]
     Στα χρόνια τής ΓΛΔ στάθηκε κριτικά απέναντι στις επιλογές του κυβερνώντος κόμματος [Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας/SED], μέλος του οποίου ήταν και ο ίδιος. Πολεμήθηκε για την κριτική του αυτή στάση, ακόμη και αν ποτέ δεν αποζήτησε τις καπιταλιστικές σχέσεις ως εναλλακτική οικονομική-πολιτική λύση. Αντιθέτως ανήκε σε εκείνους που αναζητούσαν και επεδίωκαν έναν άλλο δρόμο ανάπτυξης του σοσιαλισμού στη ΓΛΔ. [...] Εξίσου κριτικά στέκεται ο συγγραφέας μέχρι σήμερα απέναντι στην αδικία και στη βαρβαρότητα που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη εποχή».
 

Γιάννης Δρούγος, post it


Χαρτάκια. Παντού μικρά κίτρινα χαρτάκια post it που τα κολλάς για να σου υπενθυμίζουν τη ζωή σου.
 
Ν α  θ υ μ η θ ώ.
 
Ν α  μ η ν  ξ ε χ ά σ ω να θυμηθώ: Γενέθλια, γιορτές, επετείους, ονόματα, ημερομηνία δόσης δανείου, νοίκι, ρεύμα, ασφάλιστρα αυτοκινήτου. Τελειώνουν τα ζυμαρικά στο ντουλάπι, τελείωσε το λάδι, τελείωσε το χαρτί υγείας. Ο μήνας έχει 15 κι έχω ξεμείνει πάλι.
 
Σήμερα ξύπνησα στραβά, αγαπημένο μου ημερολόγιο. Όλα μου φαίνονται βουνό. Τα μικρά, τα καθημερινά, τα ασήμαντα. Τίποτα δε μπορώ ν’ αντιμετωπίσω. Σηκώθηκα και στάθηκα στη μέση του σαλονιού, λες κι είχα χάσει τον προσανατολισμό μου, ένα πράγμα. Έφτιαξα καφέ, άναψα τσιγάρο, έσβησα τσιγάρο, μπήκα για ένα κρύο ντους, να πέσει κρύο νερό στο κεφάλι μου να συνέλθω. Να θυμηθώ. Τι πρόβλημα έχω; Πού έχω να πάω; Κοιτάζω τα post it με τη σειρά. Α, βέβαια. Κυριακή 15 Απριλίου, να πάω να δω τον ξάδερφό μου τον Αλέκο στα Μέγαρα, έχει τα γενέθλιά του σήμερα. Τα πρώτα του γενέθλια μετά το χωρισμό του. Πρέπει να πάω, οφείλω να είμαι δίπλα του.
   Μαγικά τα κίτρινα χαρτάκια! Μου υπενθυμίζουν πόσο καλός άνθρωπος μπορώ να γίνω προσφέροντας αλληλεγγύη και συμπαράσταση την κατάλληλη ώρα και μέρα!
 
Είμαι κουρασμένος, αγαπητό μου ημερολόγιο. Εξουθενωμένος. Αλλού πατάω κι αλλού βρίσκομαι. Παντού γύρω μου βλέμματα, βήματα και λέξεις που σέρνονται βαριά. Στέλνουμε ατελείωτα μηνύματα χωρίς αποστολέα σε ανύπαρκτο παραλήπτη. Χωρίς λόγο. Έτσι, για να ξορκίσουμε την αθλιότητα του εαυτού μας.
 
Ανοίγω λίγο τηλεόραση και παίζουν διαφημίσεις. Τηλεοπτικά σποτ μιας ζωής σ’ έναν άλλο πλανήτη: άνθρωποι ξεκούραστοι, ανέμελοι, χαμογελαστοί, όμορφοι, με καθαρά ρούχα και μαλακά κρεβάτια. Οικογένειες αγαπημένες γύρω απ’ το τραπέζι γευματίζουν μαζί και τα μούτρα τους στάζουν ευδαιμονία και αγάπη. Ήρωες χωρίς προβλήματα, αφού για κάθε τους πρόβλημα υπάρχει το κατάλληλο προϊόν να τους δώσει άμεσα τη λύση. Παλιότερα είχα γράψει σ’ ένα post it να θυμηθώ να μη βλέπω διαφημίσεις γιατί μου σκαλίζουν πληγές και με φέρνουν αντιμέτωπο με τη μιζέρια μου. Αλλά μου αρέσει κιόλας να παίρνω μάτι τις ξένες ζωές, με κάνει να θυμώνω και να ’χω ένα λόγο να παλεύω, μα έλα, που με πιάνει τα ήσυχα βράδια το παράπονο, γιατί να μην έχω το ένα τέταρτο της ζωής των άλλων, γαμώ την τύχη μου την άτυχη.
   Οι ήρωες των διαφημίσεων δεν έχουνε κατάθλιψη, δεν έχουν ν’ αντιμετωπίσουν μια έξωση στο κοντινό μέλλον, η γκόμενά τους δεν τους παράτησε στα πρώτα οικονομικά ζόρια, δεν έχουνε ρέστα και λάθη να μετρήσουνε, δεν έχουν ανάγκη ν αποδείξουνε τίποτα σε κανέναν, δεν ψάχνουν να βρούνε δικαιολογίες, δεν φοβούνται να δούνε το είδωλό τους στον καθρέφτη, δεν τους κυβερνάνε άχρηστοι, δεν μονολογούνε μες στ’ άγρια χαράματα, δεν έχουνε τύψεις για τίποτα, δεν επιτρέπουνε στις βρισιές να εξουσιάζουν τις προσευχές τους, δεν μπερδεύουνε τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα, δεν βάζουνε τα όνειρά τους στη ναφθαλίνη, δεν κάνουν εκπτώσεις στα συναισθήματα, δεν κουβαλάνε στους ώμους κληρονομιά οικογενειακών σταυρών, δεν τους έχει στοιχειώσει μια σύγκρουση τρένων, δεν έχουνε νεκρούς να τους κλαίνε εις τους αιώνας των αιώνων. Έχουν τέλειες μέρες και νύχτες, τέλειες οικογένειες, τέλεια σπίτια και δόντια που αστράφτουνε!
 
Επιθυμώ διακαώς, αγαπημένο μου ημερολόγιο, να χιμήξω να μπω μες στην οθόνη της τηλεόρασης, ν’ αρπάξω μια απ’ αυτές τις ηλίθιες, αυτάρεσκες καλλονές που πίνουνε μια γουλιά καφέ κι έπειτα χαμογελάνε σαν να βιώνουνε το πρώτο οργασμικό ρίγος, ν’ αρπάξω απ’ το σβέρκο κι εκείνους τους οικογενειάρχες των δευτερολέπτων που ταΐζουνε στο στόμα τη σύζυγο και τα παιδιά τους φρυγανιές με φρέσκο βούτυρο κι ακριβή μαρμελάδα, ανταλλάσσοντας ενθουσιώδεις καλημέρες και φιλαρέσκειες, να τους μπουκώσω το στόμα με χαρτάκια post it, να τους πνίξω, να τους σκοτώσω με μικρές σημειώσεις της άνοστης κι αποτυχημένης ζωής μου.
 
 
 
 
 
Ο Γιάννης Δρούγος γεννήθηκε το 1977 στο Καρπενήσι. Ζει και εργάζεται στη Λαμία στον χώρο του βιβλίου και διατηρεί το ιστολόγιο into my books...
Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται τα κείμενά του «Αντίστροφα», «Εγκλεισμός», «Ανεπίδοτο», «Sense of forgiveness»,
«Η κόκκινη ομπρέλα» και «Δέντρο».
 
 
 
 
 
 
 





Κωνσταντῖνος Καβάφης, Η πόλις











Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κι είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμμένη.
Ο νους μου ώς πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις —
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κόχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
 
 
[1910*]