[...]
ΟΛΓΑ 3: […] Ἡ Ὄλγα καὶ ὁ Ὀρέστης κοιμηθήκανε ἀγκαλιὰ
Ἦταν τὸ πρῶτο βράδυ
Τὰ σώματα ἦρθαν κοντά· κοντὰ κοντὰ
Ἀνάμεσά τους δὲν περνοῦσε ἀέρας, δὲν περνοῦσε χῶρος, δὲν περνοῦσε σκιὰ
Κοιμήθηκαν γλυκὰ καὶ ὀνειρεύτηκαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον
Τὸ ἑπόμενο βράδυ ξανὰ
Καὶ τὸ τρίτο ξανά
Ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπόμενα βράδια ἡ Ὄλγα πετάχτηκε μέσα στὴ νύχτα ἀργὰ
Τὴν ξύπνησε ὁ δικός της ὁ ἦχος
Ἄ!
Ὁ Ὀρέστης κοιμότανε δίπλα γλυκὰ
Εἶχε δεῖ στὸν ὕπνο της τὸν Αἵμονα νὰ τῆς χαμογελᾶ μὲ κομμένο τὸ ἕνα του χέρι σχιστὰ
Ξάπλωσε πάλι, ἀγκάλιασε τὸν Ὀρέστη κοντὰ κοντὰ
Ἀνάμεσά τους περνοῦσε ὅσο ἀπ’ τὸ στόμιο μιᾶς φλογέρας-ἀέρας
Κοιμόταν κι ἄκουγε τὸν ἀέρα νὰ τσιρίζει ἀνάμεσά τους νὰ σφυρᾶ
Τὸ ἑπόμενο βράδυ κοιμηθήκανε πάλι κοντὰ κοντὰ
Μέσα στὴ νύχτα ὁ Ὀρέστης δὲν μπορεῖ ν’ ἀναπνεύσει
Ἡ Ὄλγα τοῦ κλείνει τὴ μύτη, τοῦ ἀνοίγει τὸ στόμα· καλύτερα τώρα
Ἀφήνει τὸ χέρι της μέσα στὸ στόμα του καὶ κοιμήθηκαν πάλι ἀγκαλιά, μὲς στὴ νύχτα νὰ μὴν τὸ κλείνει τὸ στόμα ξανὰ
Τῆς δαγκώνει ξαφνικὰ τὸ χέρι δυνατὰ
Τὴν Ἠλέκτρα εἶδε στὸν ὕπνο του· ἄσε με, πάρε τὸ χέρι σου ἀπ’ τὸ στόμα μου· εἶμαι καλά
Ὅλη τὴ νύχτα τὸ χέρι της Ὄλγας καίει μετὰ
Ὅλη τὴ νύχτα τὸ σαγόνι τοῦ Ὀρέστη τρίζει μετὰ
Τὴν ἑπόμενη νύχτα κοιμηθῆκαν κοντὰ
Ἡ Ὄλγα βλέπει στὸν ὕπνο της τὸν Αἵμονα νὰ ξαπλώνει ἀπὸ πάνω της· ἔλα, ἀγάπη μου, ἔλα νὰ κάνουμε μαζὶ ὄχι ἕνα, οὔτε δύο,ἀλλὰ τρία παιδιὰ
Ξυπνᾶ παγωμένη
Ἀνάμεσά τους περνοῦσε ἀέρας ὅσο ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα μιᾶς πόρτας ποὺ μπάζει, μπάζει βοριὰ
Τὴν ἑπόμενη κοιμηθῆκαν ξανὰ
Ἀκουμποῦσαν τὰ πόδια· ἀκουμποῦσαν τὰ χέρια· λίγο τὸ χέρι τῆς Ὄλγας στὰ μαλλιά· στριφογυρνοῦσαν συχνὰ
Ὁ Ὀρέστης μουγκρίζει βλέπει στὸν ὕπνο του τὴν Ἠλέκτρα νὰ τοῦ κουνάει τὸ δάχτυλο ρυθμικά· αὐτὸ ποὺ κάνεις εἶναι ἀνήθικο καὶ τὸ κάνεις ξανὰ
Ξύπνησε, ἄχ, μή, μή, μὴ μοῦ βάζεις τὸ χέρι στὰ μαλλιὰ
Τὴν ἑπόμενη νύχτα ἡ Ὄλγα γυρνάει ἀπ’ τὴν ἄλλη πλευρὰ
Βλέπει στὸν ὕπνο της τὸν Αἵμονα· ἀποφάσισε λοιπὸν ἂν μὲ θέλεις ἢ ὄχι κακομαθημένο καὶ τῆς δίνει στὸ πρόσωπο μιὰ μπουνιὰ
Βάζει τὰ κλάματα μέσα στὸν ὕπνο
Τί ἔγινε; ἔλα μου ἀγκαλιὰ
Ὁ Ὀρέστης βλέπει τὴν Ἠλέκτρα νὰ πηδιέται σὲ μιὰ ἀμμουδιὰ
Χτυπάει τὸ χέρι στὸ κρεβάτι· ἡ Ὄλγα τρομάζει· κοιμοῦνται χωριστὰ
Ἡ Ὄλγα πετάγεται πάει μιὰ βόλτα δὲν ἀντέχει τὰ ἴδια ξανὰ
Ὁ Ὀρέστης πετάγεται πάει μιὰ βόλτα δὲν ἀντέχει τὰ ἴδια ξανὰ
Τὸ κρεβάτι μένει ἄδειο μουγκὰ
[…]
ΟΝΕΙΡΟΥΛΑ: Ρούλα!
ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Ρούλα; Ἀπὸ τί;
ΟΝΕΙΡΟΥΛΑ: Ρούλα... ἀπ’ τό... Ὀνειρούλα... γιὰ μένα δὲν ὑπάρχει χρόνος...
ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Τί ἐννοεῖτε;
ΟΝΕΙΡΟΥΛΑ: Γιὰ μένα δὲν ὑπάρχει χρόνος... δὲν ὑπάρχει τώρα...ὅλα συμβαίνουν τώρα ὅλα τὰ πρὶν συμβαίνουν τώρα... δὲ βγαίνω ἀπὸ τὸ σπίτι —δὲν μπορῶ— γιατὶ ὅλα συμβαίνουν τώρα, ὅλα τὰ πρὶν συμβαίνουν τώρα... καθὼς περπατάω περπατάω βλέπω τὰ μέρη ἀπ’ ὅπου πέρασα καὶ βλέπω τὶς στιγμὲς ποὺ πέρασαν σὰν νά ’ναι τώρα ...κάνω ἕνα βῆμα καὶ πηγαίνω ἐκεῖ ποὺ πήγαινα... ἐκεῖ ποὺ ἤμουνα... γι’αὐτὸ διαλέγω πάντα ἄλλες καινούριες διαδρομὲς ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὲς τὶς νέες διαδρομὲς πάντα κάτι θὰ συμβεῖ ποὺ θὰ μ’ ἁρπάξει ὅπως μιὰ λέξη ποὺ θὰ ἀκούσω μιὰ μυρωδιὰ ἕνα χρῶμα καὶ πάλι θά ’ναι σὰν τότε καὶ ποτὲ σὰν τώρα... στέκομαι τότε μπροστὰ ἀπὸ τὴ μυρωδιὰ καὶ τὴν κοιτάω δὲν ξέρω ποῦ νὰ πάω, οἱ φίλοι ποὺ ἔμεναν σ’ αὐτὴ τὴ γειτονιὰ δὲ μένουν πιά, ἄλλοι φύγαν ἄλλοι πεθάναν, ὁ ἀγαπημένος δὲ μοῦ ἀνοίγει πιὰ καὶ μένω... μένω ἀκίνητη γιὰ πάντα... ὥσπου νὰ μοῦ μιλήσει κάποιος νὰ μὲ σκουντήξει κάποιος νὰ πέσει πάνω μου βροχὴ ἢ χιόνι...
ΟΛΓΑ 2: Λὲν γιὰ μιὰ ξένη ἀπ’ τὴ Φρυγία κόρη τοῦ Τάνταλου ποὺ χάθηκε οἰκτρὰ πέτρα ποὺ ἀπὸ μέσα της βλασταίνει σὰν κισσὸς τὴ σφίγγει, τὴν τεντώνει, τὴ σκληραίνει γι’ αὐτὴν λοιπὸν οἱ φῆμες λένε πὼς δὲν τῆς λείπουν χιόνια καὶ βροχὲς καὶ πῶς τὰ δάκρυα κάτω ἀπ’ τὰ φρύδια κλαῖνε κατρακυλοῦν καὶ πλημμυρίζουν τὸ λαιμὸ ἴδια μ’ αὐτὴν σ’ ἀποκοιμίζει ὁ θεὸς
ΟΝΕΙΡΟΥΛΑ: ἢ νὰ μὲ κάψει ὁ ἥλιος... ἢ ἕνα φῶς...
ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: ...
ΟΝΕΙΡΟΥΛΑ: κάποτε σκέφτηκα γιὰ τὸ φῶς... τὸ φῶς ποὺ ταξιδεύει εἶναι πάντα παρόν... ὅ,τι φωτίσεις, μιὰ πέτρα ἔτσι ἢ ἀλλιῶς αὐτὴ θὰ σοῦ δείξει ἄλλη ζωή... ἄλλη ὥρα κι ἐσὺ ἂν ταξίδευες στὸ φῶς θὰ ζοῦσες ὅ,τι ἤθελες ἀπὸ τὸ τότε καὶ τὸ πρὶν καὶ τώρα... τὸ φῶς... ἐμένα ὅμως τὸ δικό μου φῶς φωτίζει πάντα πρίν... πάντα τὸ πρίν... καὶ τὸ δικό μου φῶς εἶναι παλιὸ παλιὸ παμπάλαιο φῶς καὶ μένει πάνω στὶς πέτρες... χρόνια...
ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: ...
ΟΝΕΙΡΟΥΛΑ: ὅπως βαδίζω τὰ βήματά μου εἶναι δύσκολα τὰ πόδια μου κολλᾶνε μὲ τὸ χῶμα καί... δὲν περπατῶ ἐγὼ ὄχι δὲν περπατῶ ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνω βῆμα ἡ γῆ πρέπει νὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ κάτω μου ἕνα βῆμα... πρέπει νὰ τραβηχτεῖ ἡ γῆ ἀπὸ κάτω μου ἕνα βῆμα... γιὰ νὰ κάνω βῆμα... καὶ ξέρεις πόσο δύσκολο εἶναι αὐτό;... κουράζομαι νὰ τὴν τραβάω πίσω μου, βῆμα βῆμα... γι’ αὐτὸ κοιμᾶμαι πολὺ καὶ στὸν ὕπνο μου πάλι βλέπω ὄνειρα ὄνειρα μὲ πρόσωπα ποὺ ἦταν δίπλα μου κι ἔφυγαν ἀγαπημένα μέσα στὸν ὕπνο εἶναι γιορτή, τὰ βλέπω νὰ μιλοῦν νὰ μοῦ χαμογελοῦν καὶ παίζουμε γελᾶμε κάνουμε βουτιὲς μυτιές... καὶ ἀγκαλιὲς χιλιάδες ἀγκαλιὲς μέσα στὸν ὕπνο μου μοῦ λὲν πὼς μ’ ἀγαπᾶνε πὼς δὲ θυμῶσαν μὲ τὰ λάθη μου καὶ πὼς δὲ θύμωσα οὔτε ἐγὼ μὲ τὰ δικά τους, πὼς μ’ ἀγαποῦν καὶ ἀγαποῦν καὶ θά ’ναι πάντα κοντά μου, μοῦ λένε κι ἄλλα λόγια γιὰ τὶς ζωές τους γιὰ τὰ χρώματα καὶ τὸ μέλλον, μοῦ λένε γιὰ τὸ μέλλον, γιὰ τὸ μέλλον ποὺ θά ’ναι γεμάτο λιβάδια καὶ θάλασσα... μόνο λιβάδια καὶ χαρὲς καὶ θάλασσα...
ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ:...
ΟΝΕΙΡΟΥΛΑ: μόνο ποὺ κάποτε μοῦ εἶπαν πὼς τὰ ὄνειρα ἐμεῖς τὰ φτιάχνουμε καὶ εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ μᾶς μιλᾶμε καὶ μόνο ἐμεῖς... καί ...καὶ τότε γέμισα μὲ θλίψη θλίψη κι ἔκλαψα καὶ γέμισα μιὰ θάλασσα... γιατὶ δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀγάπησα ποὺ μοῦ μιλοῦν μὰ ἐγὼ μόνη μου μιλῶ καὶ μ’ ἀγαπῶ καί... μοῦ μιλῶ καὶ μ’ ἀγαπῶ κι ἔτσι ὅταν ξυπνῶ πάλι ἀπὸ κάτω μου ἡ γῆ μου.... δὲν κινεῖται...
ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Κι ἐδῶ; Πῶς βρεθήκατε ἐδῶ;
ΟΝΕΙΡΟΥΛΑ: Εἶδα τὴν Ὄλγα μὲς στὸν ὕπνο μου καὶ μοῦ χαμογελοῦσε... κολυμποῦσε σὲ ὠκεανοὺς χρόνου μακριὰ μακριὰ ἀπὸ δῶ καὶ μοῦ μιλοῦσε... ἔλα, μοῦ φώναζε, ἔλα μαζί μου εἶναι γιορτή... εἶναι τώρα!
ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Καὶ πῶς ξέρατε ὅτι πρέπει νὰ ’ρθεῖτε ἐδῶ;
ΟΝΕΙΡΟΥΛΑ: Εἶναι γιορτὴ εἶναι τώρα... ἄρχισε νὰ κλαίει ἀπὸ χαρά... στὸ τώρα...
ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Σᾶς παρακαλῶ πεῖτε μου... βοηθῆστε με
ΟΝΕΙΡΟΥΛΑ: Ἀφῆστε με... νὰ κλαίω ἀπὸ χαρὰ στὸ τώρα...
ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Εἶναι ἀδύνατον νὰ συνεχίσουμε... Θέ μου... φωνάξτε μου τὴν ἑπόμενη παρακαλῶ... τώρα!
[…]
ΟΛΓΑ 1: Ἡ Ὄλγα βρισκόταν πεσμένη μέσα στὰ αἵματα. Ὁ ἴδιος καὶ ἡ Ὄλγα ἦταν ἕνα· ἕνα καὶ ἕνα... ἕνα! Ξύπνησαν μὲ μιὰ γλυκιὰ ζάλη μέσα στὰ αἵματα, ἕνα, κινήθηκαν ἀργά, ἀνασηκώθηκαν ἀργά. Μέσα ἀπ’ τὸ σῶμα, δίπλα ἀπ’ τὸ σῶμα, σὰν διπλὸ σῶμα καὶ κοίταξαν ὄρθιοι πιὰ τὸ πληγωμένο σῶμα πεσμένο στὰ αἵματα, καθὼς ἐκεῖνοι ἀπομακρύνονταν
ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Ἡ Ὄλγα βρισκόταν πεσμένη μέσα στὰ αἵματα. Ἐγὼ καὶ ἡ Ὄλγα ἤμασταν ἕνα· ἕνα καὶ ἕνα... ἕνα! Ξυπνήσαμε μὲ μιὰ γλυκιὰ ζάλη μέσα στὰ αἵματα, ἕνα, κινηθήκαμε ἀργά, ἀνασηκωθήκαμε ἀργά. Μέσα ἀπ’ τὸ σῶμα, δίπλα ἀπ’ τὸ σῶμα, σὰν διπλὸ σῶμα καὶ κοιτάξαμε ὄρθιοι πιὰ τὸ πληγωμένο σῶμα πεσμένο στὰ αἵματα, καθὼς ἐμεῖς ἀπομακρυνόμασταν
ΟΛΓΑ 1: τί ἔχεις, καημένε κόρα- ι κα ὠὶ
καὶ σκούζεις καὶ φωνά- ι ζεις ὠὶ
μήνα διψᾶς γιὰ αἵμα- ι τα ὠὶ
μήνα πεινᾶς γιὰ λέ- ι σια ὠὶ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: (διαβάζει γράμμα τῆς Ὄλγας) Ἀγαπημένε, ψίχα τῆς ψυχῆς μου, Ὀρέστη μου, χαίρομαι· ποὺ λείπεις· χαίρομαι ποὺ ἔφυγες· τώρα δὲ μοῦ εἶσαι πιὰ βάρος· τώρα δὲν περιμένω νὰ εἶσαι· ἁπλῶς εἶσαι· μακριά· χαίρομαι ποὺ δὲ θὰ μὲ δεῖς νὰ γερνάω· ποὺ ἀποφύγαμε τὰ πτώματα·χαίρομαι· καὶ μὴ γυρίσεις· νὰ μὴ σὲ δῶ νεκρό· νὰ μὴ δῶ νεκρή τὴ ζωή μου· μακριὰ εἶσαι ὅ,τι ἤθελες νὰ εἶσαι· κοντὰ ἤσουν ὅ,τι δὲν μπόρεσες νὰ εἶσαι· μεῖνε μακριά· χαίρομαι
Ὑστερόγραφο
Μέσα εἶμαι ἀπὸ πτώματα γεμάτη στοιβαγμένα δὲ χρειάζομαι ἄλλο κανένα καὶ προπάντων ὄχι τὸ δικό σου μεῖνε μακριά, ἀπὸ μένα τὰ ὑπολείμματα θέλουν ἀνακομιδή, σκούπα καὶ φαράσι ποῦ εἶναι τὸ κατσόινο;
Ἔχει γεράσει;
Ἄχ, σκούπιζε καὶ συγύριζε τὰ ἀσήκωτα τὰ σώματα
Μὰ πῶς τὸν κουβάλησες νεκρὸ ἀπὸ τὸ βουνό, ἀπ’ τὸ χιόνι
Τὸν μοιρολόγαγα
Ἐγώ, δὲν ἔχω τὴν ἀναπνοὴ
Ξεκίνα μ’ ἕνα ἄ
Τὸ πτῶμα...
Ἤθελα νά ’ρθεις στὴ σπηλιὰ ποὺ πήγαινα μικρὴ καὶ μονολόγαγα μὰ ἦταν γεμάτη πτώματα σὲ γνώρισα κι ἄρχισα νὰ καθαρίζω, νὰ σκουπίζω μὰ μέχρι νὰ καθαριστῶ
ἔγινες ἐσὺ πτῶμα κι ἁπλώθηκες φαρδιὰ πλατιὰ τὸ πιὸ βασιλικὸ ἀπ’ ὅλα τὸ πιὸ βαρὺ ἀσήκωτο ἀπ’ ὅλα καὶ σ’ τό ’πα· μεῖνε μακριὰ
Τὰ πτώματα μᾶς πνίξαν ὣς τὰ χείλη μιλᾶμε καὶ δὲ λέμε λέξεις λέμε πτώματα
Ξέρεις πὼς ὅ,τι πικρὸ μοῦ εἶπες δὲ μοῦ ἀνήκει· εἶναι τὰ πτώματα τῶν λέξεων ποὺ εἶχες ἢ δὲν εἶχες πεῖ· εἶναι τὰ μαθημένα λόγια σου· ἔτσι σμίγουμε· ἔτσι ζοῦμε· ἔτσι χωρίζουμε· λὲς σὲ θέλω· σ’ ἀγαπῶ κι ὕστερα δὲ σὲ ἀντέχω κι ὕστερα πάλι σὲ θέλω· σ’ ἀγαπῶ κι ὕστερα δὲ σὲ ἀντέχω· πάρε τὶς νεκρὲς λέξεις ἀπὸ πάνω μου καὶ μεῖνε μακριά μου· στὴ σπηλιὰ δὲ θὰ ’ρθεῖς γιατὶ τὸ χῶρο σου τὸν ἔχει καταλάβει ὁ νεκρός σου· ἴσως ἐγὼ κι ἐσὺ ὅταν πεθάνουμε συναντηθοῦμε νέοι τότε θά ’ναι γιορτή· ἐγὼ κι ἐσὺ ἐλεύθεροι ἀπὸ λέξεις
[…]
ΟΛΓΑ 3: Ἡ Ὄλγα πετάγεται πάει μιὰ βόλτα δὲν ἀντέχει τὰ ἴδια ξανὰ
Ὁ Ὀρέστης πετάγεται πάει μιὰ βόλτα δὲν ἀντέχει τὰ ἴδια ξανὰ
Τὸ κρεβάτι μένει ἄδειο μουγκὰ
Βρέχει-βρέχει τρελὰ
Ὁ Ἐλέφας φοβᾶται μόνος του μὲς στὸ σπίτι τριγυρνᾶ. Ἀπὸ τὸ κρεβάτι ἀκούει μουρμουρητὰ
Δὲν εἶναι κανεὶς ἀλλὰ μπαίνει πάνω στὸ κρεβάτι ἀκούει μουρμουρητὰ κάνουν ἔρωτα· κοιμοῦνται· τσακώνονται· δέρνονται· ἀνταλλάσσουν λόγια φρικτὰ δὲν τοὺς ξέρει ἀλλὰ τοὺς ξέρει δὲν εἶναι ἡ Ὄλγα κι ὁ Ὀρέστης εἶναι ὁ Αἵμονας καὶ ἡ Ἠλέκτρα· χωρίσανε σκληρὰ
Δὲν γνωρίζονται χαζούλη Ἐλέφα ὁ Αἵμονας καὶ ἡ Ἠλέκτρα, δὲ χωρίζουνε σκληρὰ
Ὄχι, ὄχι τὸ ξέρω ἀλλὰ μᾶλλον θά ’κανα λάθος ἕνα δάκρυ ἀπ’ τὸ δεξὶ μάτι ἕνα δάκρυ ἀπ’ τὸ ἀριστερὸ μάτι
Τί ἔχει; ρωτάει ἡ Ὄλγα
Ἀλλεργία, λέει ὁ Ὀρέστης, τοῦ βάζω κολλύριο συχνὰ
Ἄσε με νὰ κοιμηθῶ μαζί σου ἀπόψε ἔλα νὰ προσπαθήσουμε ξανὰ Μεῖνε ἀλλὰ τὸ πρωὶ ἔχω δουλειὰ
Κοιμοῦνται στὸ ἴδιο κρεβάτι
Ἀνάμεσά τους ἡ χαράδρα τοῦ Βίκου μὲ ὅλες της τὶς διακλαδώσεις κρύο-ἐρημιά
Ὁ Ἐλέφας χαίρεται δὲν κλαίει πιὰ
Ξυπνᾶνε
Δὲν ἀκουμπήθηκαν τὴ νύχτα οὔτε μιὰ φορὰ
Ὁ Ἐλέφας χάρηκε πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλους ποὺ κοιμήθηκες ἐδῶ σήμερα, λέει ὁ Ὀρέστης μὲ τὸ κομμένο χέρι χαμογελώντας πικρὰ
Αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, λέει ἡ Ὄλγα κουνώντας τὸ δάχτυλο ρυθμικὰ καὶ δείχνει τὰ δυὸ βαθουλώματα στὸ κρεβάτι δεξιὰ κι ἀριστερὰ
Ὁ Ἐλέφας μπαίνει στὸ δωμάτιο κουνώντας χαρούμενα τὴν οὐρὰ
Πάνω στὸ κρεβάτι ἀνάμεσα ἀπ’ τὰ βαθουλώματα χιλιάδες ποτηράκια ἀναμνηστικὰ ἀπὸ τὰ ταξίδια τοῦ χρόνου σπασμένα τριμμένα μυτερὰ γυαλιὰ
[…]