Miranda July, Ομάδα κολύμβησης
Αυτή είναι η ιστορία που δεν σου έλεγα όταν τα είχαμε. Ρωτούσες και ξαναρωτούσες συνέχεια, και οι υποθέσεις σου ήταν ιδιαίτερα ζωηρές και συγκεκριμένες. Το Μπελβεντέρε είναι σαν τη Νεβάδα, όπου η πορνεία είναι νόμιμη; Πέρασα όλη τη χρονιά γυμνή; Με είχαν σπιτώσει; Η πραγματικότητα άρχισε να στερεύει. Και με τον καιρό κατάλαβα πως αν η αλήθεια ήταν τόσο άνοστη, μάλλον δεν θα τα ’χαμε για πολύ ακόμα.
____________________
Ποτέ δεν ήθελα να ζήσω στο Μπελβεντέρε, αλλά δεν ήθελα με τίποτα να ζητήσω λεφτά από τους γονείς μου για να μετακομίσω. Κάθε πρωί ξυπνούσα σοκαρισμένη που θυμόμουνα ότι ζούσα μόνη μου σ’ αυτή την πόλη, που δεν ήτανε καν πόλη, ήταν τόσο μικρή. Μερικά σπίτια κοντά στο βενζινάδικο, και περίπου ένα μίλι πιο κάτω ένα μίνι μάρκετ, αυτό ήταν. Δεν είχα αυτοκίνητο, δεν είχα τηλέφωνο, ήμουν είκοσι δύο, και έγραφα στους γονείς μου κάθε βδομάδα και τους έλεγα ότι δήθεν δούλευα σε ένα πρόγραμμα που το λέγανε Γ.Ν.Ω.Σ.Η. Διαβάζαμε σε νέους που ανήκαν σε «ευπαθείς κοινωνικές ομάδες». Ήταν ένα κυβερνητικό πιλοτικό πρόγραμμα. Ποτέ δεν αποφάσισα τι σήμαιναν τα αρχικά Γ.Ν.Ω.Σ.Η. αλλά κάθε φορά που έγραφα «πιλοτικό πρόγραμμα», ένιωθα περήφανη για την ικανότητά μου να χρησιμοποιώ τέτοιες φράσεις. Ή, ας πούμε, «έγκαιρη παρέμβαση».
Η ιστορία δεν θα ’ναι και πολύ μεγάλη, γιατί το καταπληκτικό μ’ αυτή τη χρονιά είναι ότι δε συνέβη σχεδόν τίποτα. Οι κάτοικοι του Μπελβεντέρε νόμιζαν ότι με λένε Μαρία. Δεν είχα πει ποτέ ότι με λένε Μαρία, αλλά κάπως έγινε η αρχή, και μετά μου φαινόταν άθλος το να πω σε όλο τον κόσμο το πραγματικό μου όνομα. Ακόμα κι αν όλος ο κόσμος ήταν τρεις άνθρωποι. Αυτοί οι τρεις άνθρωποι ήταν η Ελίζαμπεθ, η Κέλντα, και ο Τζακ Τζακ. Δεν ξέρω γιατί το Τζακ ήταν διπλό, και δεν είμαι πολύ σίγουρη για το όνομα Κέλντα, αλλά κάπως έτσι ακουγόταν, οπότε αυτόν τον ήχο έβγαζα όταν ήθελα να τη φωνάξω. Αυτούς τους τρεις τούς ήξερα επειδή τους έκανα μαθήματα κολύμβησης. Εδώ είναι το πραγματικό ζουμί της ιστορίας, γιατί, εννοείται, πως κοντά στο Μπελβεντέρε δεν υπήρχε κανένας υδάτινος όγκος, ούτε πισίνα. Μιλούσαν γι’ αυτό στο μίνι μάρκετ μια μέρα, και ο Τζακ Τζακ, που μάλλον έχει πεθάνει τώρα, γιατί ήταν ήδη από τότε πολύ γέρος, έλεγε ότι δεν πειράζει γιατί έτσι κι αλλιώς αυτός και η Κέλντα δεν ήξεραν κολύμπι και το πιθανότερο θα ήταν να πνιγούν. Η Ελίζαμπεθ ήταν ξαδέλφη της Κέλντα, νομίζω. Και η Κέλντα ήταν η γυναίκα του Τζακ Τζακ. Ήταν όλοι τους γύρω στα 80, τουλάχιστον. Η Ελίζαμπεθ έλεγε ότι ένα καλοκαίρι είχε κολυμπήσει πολλές φορές, όταν ήταν κοριτσάκι και είχε επισκεφτεί μια ξαδέλφη της – προφανώς όχι την ξαδέλφη Κέλντα. Ο μόνος λόγος που μπήκα στην κουβέντα ήταν επειδή η Ελίζαμπεθ ισχυριζόταν ότι για να κολυμπήσεις πρέπει να μπορείς να αναπνέεις κάτω από το νερό.
Αυτό δεν είναι αλήθεια, φώναξα. Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις που είχα πει φωναχτά εδώ και βδομάδες. Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά λες και ζητούσα από κάποιον να βγει μαζί μου ραντεβού. Απλά κρατάς την αναπνοή σου.
Η Ελίζαμπεθ έδειξε να εκνευρίζεται, αλλά μετά είπε ότι αστειευόταν.
Η Κέλντα είπε ότι φοβόταν να κρατήσει την αναπνοή της γιατί είχε έναν θείο κάποτε που πέθανε επειδή παρακράτησε την αναπνοή του σε έναν διαγωνισμό κρατήματος αναπνοής.
Ο Τζακ Τζακ ρώτησε αν όντως το πίστευε αυτό, και η Κέλντα απάντησε, ναι, ναι το πιστεύω, και ο Τζακ Τζακ είπε, ο θείος σου πέθανε από εγκεφαλικό, δεν ξέρω πως σου ’ρχονται αυτές οι ιστορίες, Κέλντα.
Μετά σταθήκαμε για λίγο εκεί, στη σιωπή. Με ευχαριστούσε πολύ αυτή η συντροφικότητα και ήλπιζα να συνεχιστεί, κι έτσι έγινε γιατί ο Τζακ Τζακ είπε: Ώστε έχεις κολυμπήσει!
Τους είπα για όταν ήμουν στην ομάδα κολύμβησης, στο Λύκειο, και πως είχαμε διαγωνιστεί σε εθνικό επίπεδο, αλλά αποκλειστήκαμε νωρίς από ένα καθολικό σχολείο. Φαίνονταν να ενδιαφέρονται πάρα πολύ για την ιστορία μου. Ούτε καν το είχα σκεφτεί όλο αυτό σαν ίστορια πριν από ’κείνη την ημέρα, αλλά τώρα μπορούσα να δω πως ήταν όντως μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, γεμάτη δράμα, χλωρίνη και άλλα πράγματα για τα οποία η Ελίζαμπεθ, η Κέλντα και ο Τζακ Τζακ είχαν παντελή άγνοια. Η Κέλντα ήταν αυτή που είπε ότι ευχόταν να υπήρχε μία πισίνα στο Μπελβεντέρε, γιατί ήταν προφανώς όλοι πολύ τυχεροί που μία προπονήτρια κολύμβησης ζούσε στην πόλη τους. Δεν είχα πει ότι ήμουν προπονήτρια, αλλά κατάλαβα τι εννοούσε. Ήταν κρίμα.
Μετά συνέβη κάτι πολύ περίεργο. Κοιτούσα τα παπούτσια μου στο καφέ πλαστικό πάτωμα και σκεφτόμουν ότι αυτό το πάτωμα μάλλον δεν έχει πλυθεί εδώ και εκατό χρόνια, και ξαφνικά ένιωσα ότι θα πέθαινα. Αλλά αντί να πεθάνω είπα: Μπορώ να σας μάθω να κολυμπάτε. Και δε χρειαζόμαστε πισίνα.
Βρισκόμασταν δύο φορές την εβδομάδα στο διαμέρισμά μου. Όταν έρχονταν, έβαζα τρία μπωλ με χλιαρό νερό στη σειρά, στο πάτωμα, και ένα τέταρτο μπροστά τους, το μπωλ του προπονητή. Επειδή υποτίθεται ότι κάνει καλό να σνιφάρεις χλιαρό αλατισμένο νερό και επειδή σίγουρα θα σνίφαραν κατά λάθος, έβαζα και αλάτι στο νερό. Τους έδειξα πώς να βάζουνε τη μύτη τους και το στόμα τους στο νερό, και πώς να παίρνουν αναπνοή στο πλάι. Μετά βάλαμε και τα πόδια στο παιχνίδι, και μετά τα χέρια. Παραδέχτηκα ότι αυτές δεν ήταν οι ιδανικές συνθήκες για να μάθουν να κολυμπούν, αλλά τους επισήμανα το ότι ακόμα και οι Ολυμπιακοί κολυμβητές έτσι προπονούνται, όταν δεν έχουν πρόσβαση σε πισίνα. Ναι ναι ναι, αυτό ήταν ψέμα, αλλά το χρειαζόμασταν γιατί ήμασταν τέσσερις άνθρωποι ξαπλωμένοι στο πάτωμα της κουζίνας, κλωτσώντας δυνατά λες και ήμασταν νευριασμένοι, έξω φρενών, λες και ήμασταν απογοητευμένοι και συγχυσμένοι, χωρίς να προσπαθούμε να το κρύψουμε. Η αίσθηση της κολύμβησης έπρεπε να επιβληθεί με σαφείς, δυνατές λέξεις. Η Κέλντα χρειάστηκε αρκετές εβδομάδες για να βάλει το πρόσωπό της στο νερό. Δεν πειράζει, δεν πειράζει, της έλεγα. Θα σε ξεκινήσουμε με σανίδα. Της έδωσα ένα βιβλίο. Είναι απόλυτα φυσιολογικό να προβάλλεις αντίσταση στο μπωλ, Κέλντα. Είναι το σώμα σου που σου λέει ότι δεν θέλει να πεθάνει. Δεν θέλει, έλεγε εκείνη.
Τους έμαθα όλα τα στυλ που ήξερα. Η πεταλούδα ήταν απλά απίθανη, δεν έχεις δει τίποτα παρόμοιο. Νόμιζα ότι το πάτωμα της κουζίνας θα υποχωρούσε και θα γινόταν υγρό και θα έφευγαν μακριά, με τον Τζακ Τζακ να τους οδηγεί. Έδειχνε τρομερό ζήλο. Μετακινούνταν όντως στο πάτωμα, μαζί με το μπωλ. Έκανε γύρους όλο σαματά μέχρι την κρεβατοκάμαρα και πίσω, γέμιζε σκόνη και ιδρώτα, και η Κέλντα τον κοιτούσε με θαυμασμό, κρατώντας το βιβλίο και με τα δυο της χέρια και απλά ακτινοβολούσε. Κολύμπα προς τα ’μένα, της έλεγε, αλλά αυτή φοβόταν πολύ, και η αλήθεια είναι ότι για να κολυμπήσει κανείς στην ξηρά χρειάζεται απίστευτη δύναμη στον κορμό.
Ήμουν από αυτούς τους προπονητές που κάθονται στο πλάι της πισίνας αντί να μπουν μέσα, αλλά ήμουν συνεχώς επάνω τους. Εάν μπορώ να το πω, χωρίς να ακουστεί υπερφίαλο, το νερό ήμουν εγώ. Έκανα να πάντα να δουλεύουν. Μιλούσα συνεχώς, σαν δασκάλα αερόμπικ, και σφύριζα με τη σφυρίχτρα ανά συγκεκριμένα διαστήματα θυμίζοντάς τους ότι φτάνουν στην άκρη της πισίνας. Γυρνούσαν όλοι μαζί και πήγαιναν προς την άλλη μεριά. Όποτε η Ελίζαμπεθ ξεχνούσε να χρησιμοποιήσει τα χέρια της φώναζα: Ελίζαμπεθ! Τα πόδια σου είναι πάνω αλλά το κεφάλι σου πάει κάτω! Και έτσι άρχιζε να χτυπάει με μανία τα χέρια της για να ανέβει στην επιφάνεια. Χάρη στην εξαιρετικά λεπτομερή και πρακτική προπονητική μου μέθοδο, όλες οι βουτιές ξεκινούσαν με την τέλεια στάση. Ισορροπούσαν στο γραφείο μου, και με ένα τίναγμα του κορμού κατέληγαν πάνω στο κρεβάτι μου. Το κρεβάτι ήταν μόνο για λόγους ασφαλείας. Εξακολουθούσε να αποτελεί βουτιά, εξακολουθούσε να αποτελεί παραίτηση από την περηφάνια του θηλαστικού και εναγκαλισμό της βαρύτητας. Η Ελίζαμπεθ πρόσθεσε έναν κανόνα, έπρεπε να κάνουμε έναν ήχο κάθε φορά που πέφταμε. Αυτό παραήταν δημιουργικό για τα γούστα μου, αλλά ήμουν ανοιχτή στις καινοτομίες. Ήθελα να είμαι μια δασκάλα που μαθαίνει από τους μαθητές της. Η Κέλντα έκανε τον ήχο που κάνει ένα δέντρο όταν πέφτει, εφ’ όσον το δέντρο αυτό είναι θηλυκό. Η Ελίζαμπεθ έβγαζε «αυθόρμητους ήχους» που ήταν κάθε φορά οι ίδιοι, και ο Τζακ Τζακ έλεγε, Μπόμπα! Στο τέλος του μαθήματος σκουπιζόμασταν και ο Τζακ Τζακ μού έσφιγγε το χέρι. Η Κέλντα και η Ελίζαμπεθ μου άφηναν εκ περιτροπής ένα ζεστό πιάτο, κάτι μαγειρευτό, ή μακαρόνια. Αυτή ήταν η ανταλλαγή κι έτσι δεν χρειάστηκε να βρω άλλη δουλειά.
Ήταν μόνο δύο ώρες τη βδομάδα, αλλά όλες οι άλλες ώρες της εβδομάδας αναλώνονταν για αυτές τις δύο. Τρίτη και Πέμπτη πρωί ξυπνούσα και σκεφτόμουν: Έχω μάθημα κολύμβησης. Τα υπόλοιπα πρωινά, ξυπνούσα και σκεφτόμουν: Δεν έχω μάθημα κολύμβησης. Όποτε έβλεπα κάποιον από τους μαθητές μου έξω, ας πούμε στο βενζινάδικο, έλεγα κάτι του τύπου: το κατακόρυφο το δουλεύεις; Και μου απαντούσε: μάλιστα, κυρία προπονήτρια!
Το ξέρω ότι σου είναι δύσκολο να με φανταστείς σαν κάποια που την αποκαλούν «προπονήτρια». Είχα μία πολύ διαφορετική ταυτότητα στο Μπελβεντέρε, και γι’ αυτό μου ήταν τόσο δύσκολο να το συζητήσω μαζί σου. Ποτέ δεν είχα αγόρι εκεί. Δεν έκανα καθόλου τέχνη, δεν ήμουν καθόλου καλλιτεχνική. Ήμουν κάτι σαν αθλήτρια. Όχι σαν, ήμουν εντελώς αθλήτρια – ήμουν η προπονήτρια της ομάδας κολύμβησης. Αν πίστευα ότι αυτό θα σου φαινόταν έστω και λίγο ενδιαφέρον θα σ’ το είχα πει πολύ νωρίτερα, και ίσως να τα ’χαμε ακόμα. Έχουν περάσει τρεις ώρες από τότε που σε είδα στο βιβλιοπωλείο με εκείνη τη γυναίκα με το άσπρο παλτό. Υπέροχο άσπρο παλτό. Προφανώς είσαι κιόλας απόλυτα χαρούμενος και ολοκληρωμένος, παρ’ όλο που χωρίσαμε μόλις πριν δύο εβδομάδες. Δεν ήμουν καν σίγουρη ότι είχαμε χωρίσει, μέχρι που σε είδα με εκείνη. Έδειχνες αφάνταστα μακριά από μένα, σαν να ήσουν στην απέναντι όχθη μιας λίμνης. Μια κουκίδα τόσο μικρή που δεν είναι ούτε αρσενική ούτε θηλυκή, ούτε νέα ούτε γερασμένη: απλά χαμογελάει. Ποιος μου λείπει τώρα, απόψε; Η Ελίζαμπεθ, η Κέλντα και ο Τζακ Τζακ. Έχουν πεθάνει, γι’ αυτό μπορώ να είμαι σίγουρη. Αδιανόητα θλιβερό συναίσθημα. Πρέπει να είμαι η πιο θλιμμένη προπονήτρια κολύμβησης όλων των εποχών.
Μετάφραση από τα Αγγλικά: Στέφανος Ντρέκος
Για την Miranda July
Μπορεί να ζήσω – από Εκείνον πιο πολύ
Μα Εκείνος πρέπει – παραπάνω –
Γιατί έχω δύναμη για να σκοτώνω,
Κι όχι τη δύναμη – για να πεθάνω –
[Emily Dickinson]
Η Miranda July γεννιέται στις 15 Φεβρουαρίου του 1974 από πατέρα Εβραίο και μητέρα προτεστάντισσα, συγγραφείς και οι δύο. Μεγαλώνει μέσα σ’ ένα λεγόμενο New Age περιβάλλον, η δε οικογενειακή επιχείρηση είναι ένας μάλλον διάσημος για το είδος εκδοτικός οίκος με εγχειρίδια αυτοβοήθειας, βιβλία για ανατολικές θρησκείες, παραψυχολογία, σουφισμό, Γιουνγκ, κτλ. Είναι συνεπώς τουλάχιστον εντυπωσιακό το γεγονός ότι ένα κορίτσι που εξ απαλών ονύχων περιδινείται σ’ ένα περιβάλλον τόσο ετερόκλητο και εν δυνάμει καταστροφικό, καταφέρνει να δώσει μορφή στον αγώνα της ν’ αναδυθεί στην επιφάνεια κατά το δυνατόν συμπαγής. Και δεν είναι τυχαίο που προσπαθεί να οικοδομήσει τον εαυτό της χρησιμοποιώντας τόσο διαφορετικά μέσα: συγγραφέας, κινηματογραφίστρια, performance artist, video artist, αλλά και εμπνεύστρια δυναμικών project στο διαδίκτυο τα οποία φιλοξενούνται σε χώρους όπως το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και το Guggenheim.
Οι ιστορίες της July μπορούν να διαβαστούν σαν ένα είδος ερωτικών επιστολών οι οποίες δομούνται γύρω απ’ αυτό το εσωτερικό ράγισμα. Οι γυναίκες και οι άντρες ψελλίζουν τις εξομολογήσεις τους γεμάτοι ενοχές – όλη η ζωή του ασεβή είναι μια τύψη, ακούμε στον Ιώβ (κληρονομιά πατρική)· απ’ την άλλη αναζητούν με ακούραστη επιμονή ένα εξωτερικό σημάδι που θα συγκολλήσει τα σπαράγματά τους (κληρονομιά μητρική). Οι ερωτικές επιστολές έχουν σαν σκοπό αυτό που έχουν πάντα οι ερωτικές επιστολές, το πύρωμα, το μοίρασμα, την κατάδυση στον άλλον, ωστόσο είναι ασυνήθιστα επιθετικές: ξεκαθαρίζουν εξαρχής στον παραλήπτη τους ότι αυτό που του προσφέρεται είναι ένας άνθρωπος διαλυμένος, συμφοριασμένος, σχεδόν άυλος, δίχως να αφήνουν περιθώριο για μια ανατροπή της εικόνας ή, έστω, την αφομοίωσή της μέσα στην εικόνα του άλλου. Η July χρησιμοποιεί το bizarre, το λοξοκοίταγμα στις λεπτομέρειες, την παραλλαγή της κοινοτοπίας, τον πλάγιο λόγο, προκειμένου να σμιλέψει τα πρόσωπά της με τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνονται με την πρώτη ματιά ευάλωτα, κερματισμένα, απεγνωσμένα για αγάπη. Τα ζωγραφίζει με χέρι ελαφρύ, τα καρφιτσώνει σε εικόνες και σκηνές γνώριμες, οικείες στη Δύση του κέντρου ή της περιφέρειας, για να τα φέρνει αντιμέτωπα με αναπάντεχες ριπές του αλλόκοτου οι οποίες απειλούν κάθε στιγμή να τα γκρεμίσουν. Το χαρακτηριστικό και απολαυστικό χιούμορ της July δίνει αρχικά την εντύπωση ότι πρόκειται γι’ ανθρώπους ας πούμε κανονικούς, ενίοτε λίγο αφελείς, υπερβολικά ευαίσθητους, με μια βαθειά ανάγκη να συνυπάρξουν με κάποιον άλλον (ή κάποιους άλλους). Εάν όμως τους ξανακοιτάξει κανείς με την απαραίτητη δυσπιστία, θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα είδος περίτεχνα εγωιστικών πλασμάτων τα οποία –παρότι δεν έχουν συνείδηση του εγωισμού τους– δεν είναι διατεθειμένα να παραχωρήσουν τον οικείο τους εαυτό αμαχητί. Το υλικό που τους ορίζει και τους ωθεί στην αναζήτηση ενός άλλου προσώπου, και που δεν είναι άλλο παρά μια μορφή εσωτερικής αιμορραγίας – ή μοναχικού πόνου, είναι το ίδιο που εμποδίζει την πολυπόθητη συνάντηση: η αιμορραγία είναι ο τρόπος τους ν’ αναπνέουν και άλλον τρόπο δεν γνωρίζουν.
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν πρόκειται ασφαλώς για μια σαδιστική προσωπικότητα που έχει σκοπό να παγιδεύσει στη δυστυχία της όποιον βρεθεί στο διάβα της με πρόσχημα τον έρωτα. Το ζήτημα είναι άλλης τάξης και έχει να κάνει με όσα η γενιά μας κληρονόμησε και πασχίζει να διατηρήσει. Εάν δηλαδή το ζήτημα ήταν κάποτε ο ιδεώδης έρωτας μες στον οποίο θα διακινδυνεύσουμε την απώλεια του εαυτού μας, σήμερα έχει αλλάξει τους όρους του, κι αυτό επειδή είχαμε τόσον χρόνο να ακούμε μόνο τον εαυτό μας ώστε η μοναξιά διεκδίκησε και κατοχύρωσε θέση θεμελίου, ρίζωσε τόσο βαθειά μες στα κύτταρά μας ώστε κάθε μυρωδιά που αναδύουμε –όσο λεπτή και καρυκευμένη– παραπέμπει στην οικειότητα του ενός, όχι στο άρωμα των δύο. Ας πούμε ότι ήταν μυρωδιά από λιβάνι, γράφει ο Πεντζίκης, και λίγο παρακάτω: Εξακολουθώ να το πιστεύω και σήμερα, πως αυτές οι τρομακτικές φανερώσεις γίνονται μονάχα στη μοναξιά. Αν δεν το πίστευα, δε θα ’χα κάμει σκοπό της ζωής μου την προσπάθεια να την τσακίσω και να παντρευτώ. Ένας άνθρωπος δίπλα σου αλλάζει την εικόνα του κόσμου που μπορείς να δεις. Οι γυναίκες και οι άντρες της July είναι πιστοί στη σταυροφορία του έρωτα, και παρότι αγαπούν τον συντριμμένο εαυτό τους όσο τίποτε άλλο, έχουν τη γενναιότητα και την ειλικρίνεια ν’ αποζητούν το αναποδογύρισμα του κόσμου τους. Η ματαιότητα της σταυροφορίας τους χτίζεται με συγκινητική επιμέλεια από την Miranda July, και επειδή ο κυνισμός δεν έχει καμία θέση στο έργο της, βλέπουμε πού και πού να φανερώνονται –μέσα απ’ τις ρωγμές– ερωτικά καλέσματα άλλων εποχών, μικρά αλλά ισχυρά και παλλόμενα, σαν αναμνήσεις αμοιβαιότητας.
Γιάννης Αστερής
Το διήγημα «Ομάδα κολύμβησης» της Αμερικανίδας Miranda July (γεν. 1974) είναι από τη συλλογή διηγημάτων No one belongs here more than you και είναι ένα από τα διηγήματα που συμπεριλήφθησαν στην παράσταση Κανείς δεν ανήκει εδώ περισσότερο από σένα της θεατρικής ομάδας Phantom Pain και που είναι τα μοναδικά κείμενα της Miranda July που έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά. Από το πρόγραμμα της παράστασης είναι και το κείμενο του Γιάννη Αστερή. Δείτε κάποια αποσπάσματα από την παράσταση εδώ. Διαβάστε για τη ζωή και το έργο της πολυτάλαντης Miranda July στη WIKIPEDIA.
Στις σελίδες της Logotexnias21 δημοσιεύεται επίσης το διήγημα της Miranda July «Αυτό το άτομο». Η Logotexnia21 ευχαριστεί πολύ τον Στέφανο Ντρέκο για την άδεια δημοσίευσης των κειμένων της παράστασης.