Χρίστος Κυθρεώτης, Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί

 

[...]

 

Για ποιόν λόγο συμβαίνουν όλα αυτά;

 

Έχουν περάσει πέντε χρόνια από τα γεγονότα που περιγράφω σ’ αυτή την ιστορία. Ήταν το τέλος του δεκαετίας κι εγώ ήμουν τριάντα χρονών. Λίγο καιρό νωρίτερα, είχα τα γενέθλιά μου και θυμάμαι πως τα είχα περάσει μόνος στο σπίτι. Είχα μείνει όλο το βράδυ στον καναπέ, χωρίς μουσική, χωρίς τηλεόραση, χωρίς βιβλία, με ένα ποτήρι ουίσκι στο τραπεζάκι δίπλα μου. Θυμάμαι πως κοιτούσα το ποτήρι και ταυτόχρονα αναρωτιόμουν πώς είχα φτάσει σ’ αυτό τον καναπέ να κοιτάω αυτό το ποτήρι. Πώς είχε γίνει και από τις χιλιάδες διαδρομές που θα μπορούσε να ακολουθήσει η ζωή μου, εγώ είχα διαλέξει –ή, τέλος πάντων, είχα διανύσει– τη μοναδική που θα μπορούσε να με φέρει εκείνο το βράδυ σε εκείνον τον καναπέ να κοιτάω αυτό το ποτήρι. Αντιλαμβάνομαι βεβαίως πως τέτοιου είδους σκέψεις είναι τελείως συνηθισμένες σε ανθρώπους που έχουν γενέθλια. Οι γιορτές, οι επέτειοι και τα παρόμοια προσφέρονται ιδιαιτέρως για αποτιμήσεις και απολογισμούς, οπότε αναπόφευκτα κοιτάς πίσω και αναρωτιέσαι: «Για ποιον λόγο συμβαίνουν όλα αυτά;». Το θέμα είναι πως εγώ εκείνη την εποχή έθετα διαρκώς στον εαυτό μου αυτό το ερώτημα. Δεν νομίζω πως ήμουν ο μόνος. Όποιος, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί για τις καθημερινές του μετακινήσεις λεωφορεία είναι βέβαιο πως συχνά πυκνά έχει παρόμοιες ανησυχίες. Η ώρα που χτυπάει το ξυπνητήρι προσφέρεται επίσης ιδιαίτερα.

 

Υποτίθεται πως η ανάγκη για επιβίωση εξηγεί πάρα πολλά. Ωστόσο όλοι έχουμε την τάση να ζητάμε κάτι παραπάνω από μια ακολουθία εισπνοών και εκπνοών που θα μας οδηγήσει στον τάφο. Και κάπου εκεί αρχίζουν οι περιπλοκές. Ορισμένοι είναι ευχαριστημένοι με την αναρρίχησή τους στην κοινωνική ιεραρχία μέσω του επαγγελματικού στίβου. Εγώ δεν είμαι απ’ αυτούς. Οι περισσότεροι άνθρωποι που έχω γνωρίσει δεν είναι απ’ αυτούς. Ίσως κάποτε τα πράγματα να ήταν διαφορετικά –και ίσως τώρα που γράφω να έχουν ήδη αρχίσει να ξαναγίνονται έτσι–, την εποχή στην οποία αναφέρομαι ωστόσο αρκετοί άνθρωποι είχαν αρχίσει να σνομπάρουν την επαγγελματική επιτυχία, όπως επίσης τα πρότυπα του ευτυχισμένου οικογενειάρχη, του περιζήτητου εργένη και τα λοιπά. Ίσως αποτελούσε δείγμα προόδου: Η ζωή δεν χωρούσε πλέον στα άρθρα των περιοδικών. Από την άλλη, όμως, ήταν και πηγή μπελάδων. Δεδομένου ότι η ικανότητα των ανθρώπων να φαντασιώνονται πως η ζωή αξίζει τον κόπο είναι ανεξάντλητη, οι φιλοδοξίες που παλιά εκφράζονταν μέσα από το επαγγελματικό πεδίο, τώρα διοχετεύονταν αλλού. Κάποιοι ανέπτυξαν την τάση να φαντάζονται απίθανα πράγματα για τους εαυτούς τους – πράγματα που στο παρελθόν σου επιτρεπόταν να ισχυριστείς μόνο αν ήσουν έξι χρονών. Πρόσωπα που μέχρι χτες θεωρούσες φυσιολογικά ανακαλύπτουν ξαφνικά πως είναι ζωγράφοι, ποιητές, ηθοποιοί, ειδικοί στην κατά Γιουνγκ ψυχανάλυση, γενικά παραγνωρισμένες μεγαλοφυΐες. Είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγει κανείς από αυτή την τάση. Πάρτε για παράδειγμα εμένα. Όλα αυτά μου προκαλούν φρίκη – ωστόσο να που κάθομαι τώρα και γράφω αυτή την ιστορία. Δεν πρόκειται για καμιά φοβερή ιστορία, δεν υπάρχουν ανατροπές και κορυφώσεις. Είναι απλά η ιστορία της παραίτησής μου από όλα αυτά τα πράγματα που είχα κερδίσει μέχρι τότε και που τα ήξερα και που ήταν μια χαρά για μένα – αλλά εγώ δεν τα ήθελα.

 

Το θέμα λοιπόν ήταν το εξής: Η ζωή, όπως την ξέραμε, δεν ήταν αρκετή.

 

[...]

 

Φυσικά, δεν ήμουν πάντα έτσι. Θυμάμαι μια εποχή που η θέα μιας όμορφης γυναίκας μπορούσε να μου κόψει την ανάσα. Εδώ που τα λέμε, θυμάμαι μια εποχή που οτιδήποτε μπορούσε να μου κόψει την ανάσα. Βρισκόμουν σε μια μόνιμη υπερδιέγερση σχετικά με τον κόσμο, ήθελα όλος ο κόσμος να περάσει μέσα από μένα ή, αντίστροφα, εγώ να διαλυθώ μέσα σ’ αυτόν. Μέρος μόνο αυτού του συναισθήματος ήταν η σεξουαλική επιθυμία. Αρκούσε να βρεθώ στο ίδιο μέρος με μία γυναίκα που μου άρεσε και να αρχίσω να συζητώ μαζί της, και τότε, αργά ή γρήγορα, όποιο κι αν ήταν το θέμα της συζήτησης, όλο των πεδίο των σεξουαλικών δυνατοτήτων ξεδιπλωνόταν στο μυαλό μου. Φυσικά, οι κοπέλες σπανίως συμμερίζονταν αυτή την οπτική και τότε οι απογοητεύσεις ήταν τεράστιες. Αφού ξεκίνησα να δουλεύω στην εταιρεία και οι πρώτοι μου μισθοί άρχισαν να αθροίζονται στον τραπεζικό μου λογαριασμό, αφού μια αύρα επιτυχίας και αυτοπεποίθησης άρχισε να με συνοδεύει, διαπίστωσα πως οι γυναίκες γίνονταν σταδιακά όλο και πιο πρόθυμες να κοιμηθούν μαζί μου. Όμως δεν ήταν το ίδιο. Περνούσα όλη μου τη μέρα δουλεύοντας και το πρόβλημα δεν ήταν η κούραση. Το πρόβλημα ήταν η υποψία πως ξόδευα όλη μου την ενεργητικότητα σε μία μάχη που δεν με ενδιέφερε την ίδια ώρα που ο πραγματικός πόλεμος μαινόταν κάπου άλλου: στο ενδιαφέρον κομμάτι του κόσμου, απ’ το οποίο εγώ είχα αποκλειστεί. Τα χρήματα που κέρδιζα άρχισαν να μοιάζουν περισσότερο με αποζημίωση παρά με αμοιβή. Δεν πληρωνόμουν τόσο για τις υπηρεσίες που προσέφερα, όσο για το γεγονός ότι είχα αποδεχθεί να ζήσω τη ζωή μου σε ένα αδιανόητα χαμηλό επίπεδο ζωτικότητας. Ένα βράδυ, την ώρα που μια κοπέλα ξάπλωνε δίπλα μου, κι εγώ ως συνήθως δεν μπορούσα να κοιμηθώ, μου πέρασε απ’ το μυαλό η ιδέα πως και η κοπέλα επίσης ήταν μέρος αυτής της αποζημίωσης. Συνειδητοποίησα πως το τελευταίο διάστημα η σεξουαλική μου ζωή έμοιαζε με παραλήρημα. Δεν προσπαθούσα πλέον να αντλήσω χαρά ή έστω ικανοποίηση από τις γυναίκες –δεν έμπαινε βέβαια κανένα θέμα να τις αγαπήσω ή να με αγαπήσουν–, το μόνο που ήθελα ήταν να κερδίσω την αίσθηση πως έπαιρνα πίσω το θαμπό και μακρινό αντίγραφο ενός πράγματος που για κάποιον λόγο δεν μπορούσα πραγματικά να αποκτήσω. Ένιωσα μέρος μια γελοίας και μάταιης διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας πρέπει πρώτα να κόψεις το χέρι σου πριν σου δώσουν το δικαίωμα να κρατήσεις αυτό που θέλεις.

 

Φυσικά αυτές οι σκέψεις δεν θα μπορούσαν να προμηνύουν τίποτα το καλό. Περίπου ένα μήνα αργότερα βρισκόμουν στην τουαλέτα ενός μπαρ και μια νεαρή δικηγόρος που είχα γνωρίσει πριν από λίγα λεπτά έβαλε το χέρι της στον καβάλο του παντελονιού μου. Το μόνο που ένιωσα ήταν μια κάπως ενοχλητική αίσθηση πίεσης στους όρχεις μου και η ακόμα πιο ενοχλητική βεβαιότητα πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μου σηκωθεί. Τρομοκρατήθηκα. Δεν θα ισχυριστώ πως ήταν η πρώτη φορά που μου συνέβαινε, αλλά παλιότερα ο λόγος ήταν πάντα η αμηχανία ή το άγχος ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, πολύ συνηθισμένο και παροδικό. Τώρα ήταν σαφές πως βρισκόμουν μπροστά σε κάτι καινούριο, σε κάτι που δεν είχα δοκιμάσει ποτέ στο παρελθόν και που δεν είχα καν φανταστεί ότι υπάρχει. Επρόκειτο για μια αδιαμφισβήτητη και απόλυτη και θηριώδη απουσία πόθου. Η κοπέλα της οποίας το χέρι βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια μου ήταν πολύ όμορφη, ωστόσο εγώ δεν ήθελα τίποτα απ’ αυτήν. Αυτή τι ήθελε από μένα; Ακολούθησε ένα διάστημα στη διάρκεια του οποίου έζησα σαν ερημίτης. Οποιαδήποτε σκέψη για νέες γνωριμίες μου προκαλούσε εξάντληση, όσο για τις σεξουαλικές μου ορμές, όταν γίνονταν ανυπόφορες, τις κατέπνιγα με τον αυνανισμό και το αλκοόλ. Αυνανιζόμουν όταν δεν πήγαινε άλλο, όταν οι αδένες μου πρήζονταν και σκλήραιναν και με πονούσαν. Αυνανιζόμουν όπως σπάει κανείς ένα απόστημα. Έπειτα γνώρισα την Ιωάννα, και προς στιγμήν ένας συμβιβασμός ανάμεσα στον σεξουαλικό πόθο και την προσωπική μου αξιοπρέπεια φάνηκε εφικτός. Αλίμονο, όμως, η θεραπεία αποδείχτηκε προσωρινή. Αργά ή γρήγορα, όλες οι ψευδαισθήσεις αίρονται και η ζωή αποκαλύπτεται στις πραγματικές της διαστάσεις, ως αυτό που είναι. Δεν είναι και για να τρελαίνεται κανείς από τη χαρά του.

 

[...]

 

Φωτογραφία εξωφύλλου Μισέλ Φάις Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το διήγημα «Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί», το οποίο περιλαμβάνεται στην πρώτη προσωπική συλλογή διηγημάτων του Χρίστου Κυθρεώτη μια χαρά, που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2014 από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο Χρίστος Κυθρεώτης γεννήθηκε το 1979 στη Λευκωσία και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακά στο εργατικό δίκαιο. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο ΕΚΕΒΙ με διδάσκοντα τον Μισέλ Φάις. Από το 2003 εργάζεται ως δικηγόρος, ενώ ασχολείται και με την κριτική λογοτεχνίας (Εφημερίδα των Συντακτών, The Book's Journal, protagon.gr). Το 2007 το διήγημά του «Σκόνη από κιμωλία», το οποίο περιλαμβάνεται επίσης στη συλλογή διηγημάτων μια χαρά, απέσπασε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό των εκδόσεων «Πατάκη», «Hotel Μετανάστευση», και δημοσιεύθηκε στον συλλογικό τόμο Είμαστε όλοι μετανάστες. Το διήγημά του «Αναζήτηση» έχει δημοσιευτεί στον συλλογικό τόμο Χαμένοι στο διαδίκτυο (Πατάκης, 2008), ενώ το διήγημά του «Σημάδι στο μπράτσο», το οποίο συμπεριλήφθηκε στη συλλογή διηγημάτων Φανταστείτε το μέλλον σας σε μια πόλη που αλλάζει (Ιανός, 2009), αφού απέσπασε το πρώτο βραβείο στον ομώνυμο διαγωνισμό που διοργάνωσαν Τα Νέα και το Βρετανικό Συμβούλιο τον Νοέμβριο του 2008 με θέμα τον διαπολιτιστικό διάλογο, συμπεριλαμβάνεται επίσης στην πρώτη προσωπική του συλλογή διηγημάτων. Διαβάστε στον παρακάτω δεσμό μια μίνι συνέντευξη του Χρίστου Κυθρεώτη στην εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής.

Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύεται επίσης το εξαιρετικό διήγημα του Χρίστου Κυθρεώτη «Μια στιγμή κάτω από το φως του Ιουνίου», το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην Εφημερίδα των Συντακτών τον Ιούλιο του 2014, και συγκεκριμένα στο θερινό παράρτημα «Καλοκαίρι, μια συνάντηση» στο «Ανοιχτό βιβλίο», το οποίο επιμελείται ο Μισέλ Φάις.