Hermann Hesse, Οι σημειώσεις του Χάρρυ Χάλλερ

Illustration zu "Der Steppenwolf" von Wolfgang März

Μόνο για τρελούς

Η ημέρα είχε παρέλθει, έτσι ακριβώς όπως παρέρχονται οι ημέρες· την είχα περάσει όπως όπως, την είχα σκοτώσει γλυκά, με τον πρωτόγονο και συνεσταλμένο τρόπο μου να εξασκώ την τέχνη της ζωής· είχα εργαστεί κάποιες ώρες, είχα ξεφυλλίσει παλιά βιβλία, δυο ώρες είχα πονέσει, όπως ακριβώς πονούν οι ηλικιωμένοι άνθρωποι, είχα πάρει ένα σκονάκι κι είχα χαρεί που οι πόνοι ξεγελάστηκαν, είχα απολαύσει ένα καυτό λουτρό κι είχα ρουφήξει την ακριβή ζεστασιά, τρεις φορές είχα παραλάβει το ταχυδρομείο κι είχα κοιτάξει όλες τις αχρείαστες τις επιστολές και τα δελτάρια, είχα κάνει τις ασκήσεις αναπνοής μου, τις ασκήσεις σκέψης όμως σήμερα από νωθρότητα τις είχα παραλείψει, μίαν ώρα είχα κάνει περίπατο κι είχα ανακαλύψει ωραία, λεπτεπίλεπτα, πολύτιμα δείγματα από συννεφάκια σχεδιασμένα στον ουρανό. Ήταν πολύ όμορφο αυτά, όπως ακριβώς η ανάγνωση παλιών βιβλίων, όπως η απόλαυση του ζεστού λουτρού, αλλά –εν συνόλω– δεν ήταν ακριβώς μια γοητευτική, μια αστραφτερή ημέρα ευτυχίας και χαράς, παρά μια από εκείνες τις ημέρες, έτσι όπως έμελλαν εδώ και πολύ καιρό τώρα πλέον να είναι για μένα οι φυσιολογικές και οι συνηθισμένες: μετρίως ευχάριστες, απολύτως υποφερτές, ανεκτές, χλιαρές ημέρες ενός ηλικιωμένου ανικανοποίητου κυρίου, ημέρες δίχως ιδιαίτερους πόνους, δίχως ιδιαίτερες έγνοιες, δίχως ουσιαστική στενοχώρια, δίχως απόγνωση, ημέρες κατά τις οποίες ακόμα και το ερώτημα μήπως έχει έρθει η ώρα ν’ ακολουθήσεις το παράδειγμα του Άνταλμπερτ Στίφτερ και να πάθεις κάποιο ατύχημα στο ξύρισμα το ζυγίζεις αντικειμενικά και ήρεμα δίχως αναστάτωση ή αισθήματα φόβου.

Όποιος έχει γευτεί τις άλλες ημέρες, τις κακές, εκείνες με τις κρίσεις της αρθρίτιδας ή τις άλλες μ’ εκείνον τον κεφαλόπονο τον άσχημο, τον ριζωμένο πίσω απ’ τις κόρες των ματιών, που κάθε δραστηριότητα του ματιού και του αφτιού διαβολεμένα τη μεταμορφώνει από χαρά σε ταλαιπωρία, ή εκείνες τις ημέρες που η ψυχή πεθαίνει, εκείνες τις χείριστες ημέρες του εσωτερικού κενού και της απόγνωσης, όπου, καταμεσής της κατεστραμμένης και απομυζημένης από τις ανώνυμες εταιρείες γης, ο κόσμος των ανθρώπων και επονομαζόμενος πολιτισμός ντυμένος την κίβδηλη και χυδαία τενεκεδένια πανηγυριώτικη λάμψη του μας χαμογελά χλευαστικά βήμα βήμα σαν εμετικό, συγκεντρωμένος και τραβηγμένος στην άκρον άωτον του ανυπόφορου μέσα στο άρρωστο Εγώ του – όποιος έχει γευτεί εκείνες τις κολασμένες τις ημέρες είναι πολύ ικανοποιημένος με τέτοιες φυσιολογικές και μισερές ημέρες σαν τη σημερινή, ευγνώμων κάθεται δίπλα σε μια ζεστή σόμπα, ευγνώμων διαπιστώνει διαβάζοντας την πρωινή εφημερίδα ότι μήτε και σήμερα ξέσπασε κάποιος πόλεμος, μήτε επιβλήθηκε κάποια νέα δικτατορία, μήτε αποκαλύφθηκε καμία ιδιαίτερα ακραία αθλιότητα στην πολιτική και την οικονομία, ευγνώμων κουρδίζει τις χορδές της σκουριασμένης λύρας του για έναν μετρημένο, έναν αρκούντως χαρούμενο, έναν σχεδόν χαρμόσυνο ευχαριστήριο ψαλμό, με τον οποίο κάνει τον αμίλητο, γλυκό, κάπως ναρκωμένο με βρώμιο μισερό θεό του της ικανοποίησης να πλήττει, και μέσα στον χλιαρό και πυκνό αέρα εκείνης της ικανοποιημένης πλήξης, εκείνης της απουσίας πόνου που αξίζει πολλές ευχαριστίες μοιάζουν οι δυο τους, ο μισερός θεός που βαριεστημένος συναινεί κουνώντας το κεφάλι κι ο ελαφρώς γκριζαρισμένος μισερός άνθρωπος που τραγουδά τον υπόκωφο ψαλμό, σαν δίδυμοι ο ένας με τον άλλον.

Είναι ωραίο πράγμα η ικανοποίηση, η απουσία πόνου, αυτές οι υποφερτές σκυφτές ημέρες, όπου μήτε πόνος μήτε τέρψη τολμά ν’ αρθρώσει μια κραυγή, όπου τα πάντα ψιθυρίζουν μόνο και νυχοπερπατούν. Μόνο που στην περίπτωσή μου δυστυχώς ισχύει ότι εγώ ακριβώς αυτή την ικανοποίηση δεν την αντέχω, ότι έπειτα από ένα μικρό διάστημα μου γίνεται αβάσταχτα μισητή και βδελυρή κι εγώ γεμάτος απόγνωση αναγκάζομαι να τρέπομαι σε φυγή προς άλλες θερμοκρασίες, ει δυνατόν στον δρόμο των αισθημάτων της τέρψης, αλλά σε περίπτωση ανάγκης και στον δρόμο των πόνων. Όποτε έμεινα για λίγο δίχως τέρψη και δίχως πόνο και ανέπνευσα τη χλιαρή, άνοστη υποφερτή ατμόσφαιρα των επονομαζόμενων καλών ημερών, μετά μες στην παιδιάστικη ψυχή μου σηκώνεται ένας τόσο επώδυνος και οικτρός άνεμος, που τη σκουριασμένη λύρα της ευγνωμοσύνης την εκσφενδονίζω στο ικανοποιημένο πρόσωπο του υπναλέου θεού της ικανοποίησης και προτιμώ να αισθανθώ έναν σωστό διαβολεμένο πόνο να καίει μέσα μου παρά εκείνη την ευκολοχώνευτη θερμοκρασία δωματίου. Και πάραυτα φουντώνει μέσα μου ένα άγριο πάθος για δυνατά αισθήματα, για θεάματα, μια οργή για τούτη τη φκιασιδωμένη, την πεζή, την κανονισμένη και αποστειρωμένη ζωή και μια σφοδρή επιθυμία να κάνω κομμάτια κάτι, ένα εμπορικό κατάστημα ας πούμε ή έναν καθεδρικό ναό ή τον ίδιο μου τον εαυτό, να κάνω παράτολμες ηλιθιότητες, να τραβήξω τις περούκες από κάνα δυο λατρευτικά είδωλα, να εφοδιάσω κάνα δυο επαναστατημένα σχολιαρόπαιδα με το πολυπόθητο εισιτήριο για το Αμβούργο, ν’ αποπλανήσω ένα μικρό κορίτσι ή να στρίψω το λαρύγγι σε μερικούς εκπροσώπους της αστικής κοσμικής τάξης. Διότι αυτά μισούσα, απεχθανόμουν κι απευχόμουν απ’ όλα βέβαια ολόψυχα: εκείνη την ικανοποίηση, εκείνη την υγεία, την άνεση, εκείνη τη φροντισμένη αισιοδοξία του αστού, εκείνη την παχυλή ευδόκιμη πειθαρχία του μετρίου, του φυσιολογικού, του μέσου όρου.

Με τέτοια διάθεση έκλεισα λοιπόν τούτη την ανεκτή ημέρα της ρουτίνας σαν έπεφτε το σούρουπο. Δεν την έκλεισα με τον φυσιολογικό κι ευκολοχώνευτο τρόπο για έναν άνθρωπο που υποφέρει από κάτι, να αφεθώ να αιχμαλωτιστώ απ’ το κρεβάτι το ετοιμασμένο κι εφοδιασμένο με μια θερμοφόρα για δόλωμα, παρά βάζοντας τα παπούτσια μου γεμάτος δυσθυμία ανικανοποίητος και αηδιασμένος από το λιγοστό μου έργο της ημέρας, φόρεσα το πανωφόρι μου και μες στο σκοτάδι και την ομίχλη πήγα στην πόλη, για να πιω στο καπηλειό «Το ατσαλένιο κράνος» αυτό που οι άντρες που πίνουνε σύμφωνα με μια παλιά σύμβαση το λένε «ένα ποτηράκι κρασί».

Έτσι κατέβηκα λοιπόν τη σκάλα απ’ τη σοφίτα μου, εκείνα τα σκαλοπάτια της ξενιτιάς που δύσκολα τ’ ανεβαίνεις, εκείνα τα παντελώς αστικά, τα σκουπισμένα, καθαρά σκαλιά μιας ευυπόληπτης πολυκατοικίας για τρεις οικογένειες, στης οποίας τη στέγη έχω εγώ το ησυχαστήριό μου. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό, αλλά εγώ, ο άπατρις λύκος της στέπας και μοναχικός εχθρός του μικροαστικού κόσμου, εγώ πάντοτε κατοικώ στα σωστά αστικά σπίτια, αυτός είναι ένας παλιός συναισθηματισμός δικός μου. Δεν κατοικώ μήτε σε παλάτια μήτε σε σπίτια προλετάριων, παρά διαρκώς ακριβώς σ’ αυτές τις ευυπόληπτες, άκρως πληκτικές, άψογα διατηρημένες φωλιές των μικροαστών, όπου μυρίζει λίγο τερεβινθίνη και λίγο σαπούνι και όπου ο άλλος τρομάζει, αν τραβήξει καμιά φορά την πόρτα του σπιτιού να πέσει βαριά στην κλειδωνιά ή αν μπει μέσα με βρώμικα παπούτσια. Την αγαπώ αυτή την ατμόσφαιρα δίχως καμία αμφιβολία από τα παιδικά μου χρόνια, και η κρυφή αποθυμιά μου για κάτι σαν πατρίδα με οδηγεί, άπελπι, ολοένα σ’ αυτούς τους παλιούς ηλίθιους δρόμους. Τώρα βέβαια, κι εμένα μ’ αρέσει η αντίθεση την οποία κάνει η ζωή μου, η μοναχική, η άστοργη και κυνηγημένη, η παντελώς ατακτοποίητη ζωή μου, με αυτό το οικογενειακό και αστικό περιβάλλον. Μ’ αρέσει ν’ αναπνέω στη σκάλα εκείνη τη μυρωδιά της ηρεμίας, της τάξης, της καθαριότητας, της υπόληψης και της ημερότητας, η οποία παρά το μίσος μου για τους αστούς πάντα έχει για μένα κάτι συγκινητικό, και μ’ αρέσει μετά να περνώ το κατώφλι του δωματίου μου, όπου όλα αυτά σταματούν, όπου ανάμεσα στις στοίβες των βιβλίων είναι σβησμένα τ’ αποτσίγαρα και οι μποτίλιες του κρασιού άδειες, όπου τα πάντα είναι ατακτοποίητα, αφιλόξενα και παρατημένα και όπου τα πάντα, βιβλία, χειρόγραφα, σκέψεις, είναι σημαδεμένα και ποτισμένα απ’ την ένδεια των μοναχικών, απ’ τον προβληματισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, απ’ την αποθυμιά να δοθεί ένα νέο νόημα στη δίχως νόημα πλέον ανθρώπινη ζωή.

Και τότε πέρασα μπροστά απ’ την αρωκάρια. Γιατί στον πρώτον όροφο του κτηρίου αυτού η σκάλα ανεβαίνει μπροστά απ’ τον μικρό χώρο της εισόδου μιας κατοικίας, εκείνη είναι δίχως καμία αμφιβολία ακόμη πιο άψογη, πιο καθαρή και πιο σκουπισμένη από τις άλλες, διότι εκείνος ο μικρός χώρος της εισόδου ακτινοβολεί μια υπεράνθρωπη φροντίδα, είναι ένας απαστράπτων μικρός ναός της τάξης. Πάνω σ’ ένα δάπεδο παρκέ, που ντρέπεται να το πατήσει ο άλλος, υπάρχουν δυο λεπτεπίλεπτα σκαμνιά και πάνω σε κάθε σκαμνί μία μεγάλη γλάστρα, στη μια έχει μια αζαλέα, στην άλλη μια αρκετά επιβλητική αρωκάρια, ένα υγιές, γερό δέντρο μεγίστης τελειότητας για να φέρνει τα παιδιά ο πελαργός, και ακόμα κι η τελευταία της βελόνα στο τελευταίο της κλαδί αστράφτει φρεσκοπλυμένη. Ενίοτε, όταν ξέρω ότι περνώ απαρατήρητος, χρησιμοποιώ εκείνο το σημείο ως ναό, κάθομαι σ’ ένα σκαλοπάτι πάνω απ’ την αρωκάρια, γαληνεύω λίγο, σταυρώνω τα χέρια και κοιτάζω κατανυκτικά προς τα κάτω εκείνο τον μικρό κήπο της τάξης, του οποίου η συγκινητική διατήρηση και η μοναχική γελοιότητα μ’ αγγίζει κάπως στην ψυχή μου. Φαντάζομαι πίσω από εκείνο το χώρο της εισόδου, τρόπον τινά στον ιερό τον ίσκιο της αρωκάριας, μια κατοικία γεμάτη αστραφτερό μαόνι και μια ζωή γεμάτη υπόληψη κι υγεία, με πρωινό εγερτήριο, εκπλήρωση υποχρεώσεων, μετρημένα εύθυμες οικογενειακές γιορτές, κυριακάτικο εκκλησιασμό κι από νωρίς κατάκλιση.

Με προσποιητή ζωηράδα πήρα τα νοτισμένα ασφαλτοστρωμένα στενά, δακρυσμένα και πένθιμα κοιτούσαν τα φώτα των φαναριών μέσ’ απ’ τη δροσερή θολούρα της υγρασίας και ρουφούσαν τα φώτα που αντικατοπτρίζονταν νωθρά στο μουσκεμένο έδαφος. Μου ήρθαν στον νου τα νιάτα μου τα λησμονημένα – πώς τις αγαπούσα εκείνον τον καιρό τέτοιες σκοτεινές και θολές βραδιές στο τέλος του φθινοπώρου και το χειμώνα, πόσο άπληστα και μεθυστικά ροφούσα εκείνον τον καιρό τις διαθέσεις της μοναξιάς και της μελαγχολίας, όταν νύχτες ολόκληρες, τυλιγμένος στο πανωφόρι μου, περπατούσα με βροχή και θύελλα μέσα στην εχθρική, γυμνή από φύλλα φύση, μοναχικός ήδη από εκείνον τον καιρό, αλλά γεμάτος βαθιά απόλαυση και γεμάτος στίχους, τους οποίους ύστερα υπό το φως του κεριού στην κάμαρά μου, καθισμένος στην κόχη του κρεβατιού, κατέγραφα! Τώρα, αυτά είχαν περάσει, εκείνο το ποτήρι το είχα πιει και δεν μου το ξαναγέμισε κανένας πια. Ήταν κρίμα αυτό; Δεν ήταν αυτό κρίμα. Τίποτα που είχε περάσει δεν ήταν κρίμα. Κρίμα ήταν το τώρα και το σήμερα, όλες εκείνες οι αμέτρητες οι ώρες κι οι ημέρες που τις έχανα, που μόνο τις υπέφερα, που μήτε δώρα μήτε συγκινήσεις έφερναν. Αλλά δόξα τω Θεώ, υπήρχαν κι εξαιρέσεις, υπήρχαν ενίοτε, σπανίως, κι άλλες ώρες, εκείνες έφερναν συγκινήσεις, έφερναν δώρα, έριχναν τους τοίχους και έφερναν εμένα απολωλότα πάλι πίσω στη ζωντανή καρδιά του κόσμου. Θλιμμένος κι όμως βαθιά μέσα μου παρακινημένος έψαξα να θυμηθώ το τελευταίο βίωμα αυτού του είδους. Ήταν σε κάποιο κονσέρτο, έπαιζαν μια εξαίσια παλιά μουσική, εκεί μεταξύ δύο μέτρων σ’ ένα κομμάτι πιάνο που το έπαιζαν ξύλινα πνευστά μού ανοίχτηκε πάλι ξαφνικά η πόρτα για το επέκεινα, είχα ανέβει στους ουρανούς και είχα δει τον Θεό επί το έργο, είχα υποφέρει μακάριους πόνους και δεν αντιστεκόμουν σε τίποτα πια στον κόσμο, δεν φοβόμουν τίποτα πια στον κόσμο, είχα αποδεχθεί τα πάντα, είχα δώσει στα πάντα την καρδιά μου. Δεν είχε κρατήσει πολύ, ίσως ένα τέταρτο της ώρας, αλλά ξανάρθε στον ύπνο μου εκείνη τη νύχτα κι από τότε, όλες τις μονότονες ημέρες, άρχιζε να φέγγει κρυφά πότε πότε, το έβλεπα ενίοτε για κάποια λεπτά ξεκάθαρα να περνά σαν ένα χρυσαφένιο θεϊκό σημάδι απ’ τη ζωή μου, σχεδόν πάντα παραχωμένο βαθιά μες στις ακαθαρσίες και τα χώματα, μετά πάλι να φεγγοβολά μέσα σε χρυσαφένιες σπίθες, να φαίνεται πως δεν θα χαθεί ποτέ πια κι εν τούτοις σύντομα πάλι βαθιά χαμένο. Μια φορά μού συνέβη νύχτα ν’ αρχίσω ξαφνικά ενώ ήμουν ξαπλωμένος ξύπνιος να λέω κάποιους στίχους, στίχους που παραήταν ωραίοι και θαυμάσιοι, για να σκεφτώ να τους καταγράψω, που το πρωί δεν τους θυμόμουν πια και που ωστόσο έμεναν κρυμμένοι μέσα μου σαν το βαρύ καρύδι μέσα σ’ ένα παλιό σπασμένο τσόφλι. Μια φορά πάλι ήρθε ενώ διάβαζα έναν ποιητή, ενώ σκεφτόμουν μια σκέψη του Ντεκάρτ, του Πασκάλ, μιαν άλλη φορά άρχισε πάλι να λάμπει και κατευθύνθηκε αφήνοντας πίσω του ένα χρυσαφένιο χνάρι στους ουρανούς, όταν ήμουν στης αγαπητικιάς μου. Αχ, είναι δύσκολο να βρεις αυτό το σημάδι του Θεού μέσα σ’ αυτή τη ζωή που κάνουμε, μέσα σ’ αυτή την τόσο πολύ ικανοποιημένη, τόσο πολύ αστική, τόσο πολύ δίχως πνεύμα εποχή, με θέα αυτά τ’ αρχιτεκτονικά κατασκευάσματα, αυτά τα καταστήματα, αυτή την πολιτική, αυτούς τους ανθρώπους! Πώς να μην είμαι ένας λύκος της στέπας και άξεστος ερημίτης μέσα σ’ έναν κόσμο απ’ του οποίου τους σκοπούς εγώ δεν συμμερίζομαι κανέναν, απ’ του οποίου τις χαρές καμία δεν μου λέει κάτι εμένα! Εγώ δεν μπορώ μήτε σ’ ένα θέατρο μήτε σ’ έναν κινηματογράφο ν’ αντέξω πολλή ώρα, δεν μπορώ καν μια εφημερίδα να διαβάσω, σπανίως κάποιο σύγχρονο βιβλίο, δεν μπορώ να καταλάβω τι τέρψη και τι χαρά είναι αυτή που ψάχνουν οι άνθρωποι μέσα στα φισκαρισμένα τα τρένα και τα ξενοδοχεία, στα φισκαρισμένα τα καφέ με την αποπνικτική διαπεραστική μουσική, στα μπαρ και τα βαριετέ των κομψών πολυτελών πόλεων, στις παγκόσμιες τις εκθέσεις, στις ουρές των αυτοκινήτων, στις διαλέξεις γι’ αυτούς που διψούν για μόρφωση, στα μεγάλα τα στάδια –εγώ όλες αυτές τις χαρές, οι οποίες θα μου ήταν βέβαια προσιτές και για τις οποίες χίλιοι άλλοι κοπιάζουνε και στριμώχνονται, δεν μπορώ να τις καταλάβω, να τις συμμεριστώ. Και αυτά αντιθέτως που συμβαίνουν σ’ εμένα στις σπάνεις ώρες της χαράς μου, αυτά που για εμένα είναι ηδονή, βίωμα, έκσταση και προαγωγή, αυτά τα γνωρίζει και τα ψάχνει και τ’ αγαπά ο κόσμος το πολύ πολύ στα ποιήματα, στη ζωή τα θεωρεί τρελά. Και στην πραγματικότητα, αν έχει δίκιο ο κόσμος, αν αυτή η μουσική στα καφέ, αυτές οι μαζικές οι διασκεδάσεις, αυτοί οι αμερικανότροποι άνθρωποι που ικανοποιούνται με τόσο λίγα έχουν δίκιο, τότε εγώ έχω άδικο, τότε εγώ είμαι τρελός, τότε εγώ είμαι πράγματι ο λύκος της στέπας, όπως με έλεγα συχνά, το θηρίο το απολωλός σ’ έναν ξένο κι ακατανόητο για εκείνο κόσμο, που δεν βρίσκει πια την πατρίδα, την όρεξη και την τροφή του.

Με τούτες τις συνηθισμένες σκέψεις συνέχισα να περπατώ στον μουσκεμένο δρόμο, σε μια απ’ τις πιο ήσυχες και πιο παλιές περιοχές της πόλης. Εκεί έστεκε απέναντι, απ’ την άλλη πλευρά του στενού, μες στο σκοτάδι ένα παλιό γκρίζο πέτρινο τείχος, που πάντα μ’ άρεσε να το βλέπω, έστεκε πάντα τόσο παλιό κι αφρόντιστο εκεί, ανάμεσα σε μια μικρή εκκλησία κι ένα παλιό νοσοκομείο, στην άγρια επιφάνειά του ξεκούραζα συχνά τα μάτια μου την ημέρα, λίγες υπήρχαν τόσο ήσυχες, όμορφες, σιωπηλές επιφάνειες στο εσωτερικό της πόλης, όπου βέβαια κατά τα άλλα σε κάθε τετραγωνικό μέτρο ένα κατάστημα, ένας δικηγόρος, ένας εφευρέτης, ένας γιατρός, ένας κουρέας ή ένας γητευτής κάλων σού φώναζε τ’ όνομά του. Και τώρα πάλι έβλεπα το παλιό το τείχος ήσυχο μες στην ηρεμία του, κι ωστόσο κάτι είχε αλλάξει πάνω του, είδα έναν μικρό όμορφο πυλώνα μ’ ένα οξυκόρυφο τόξο στο μέσον του τείχους και παρανόησα, διότι όντως δεν θυμόμουν πια αν εκείνος ο πυλώνας υπήρχε πάντα εκεί ή είχε προστεθεί πρόσφατα. Φαινόταν παλιός δίχως καμία αμφιβολία, παμπάλαιος· μπορεί η μικρή κλειστή πύλη με τη σκούρα ξύλινη πόρτα της να οδηγούσε πριν από αιώνες κιόλας σε κάποια κοιμισμένη αυλή μοναστηριού κι αυτό να έκανε και σήμερα ακόμα, έστω κι αν δεν υπήρχε πια το μοναστήρι, και πιθανόν εγώ να την είχα δει τη θύρα εκατό φορές κι απλώς δεν την είχα προσέξει ποτέ, ίσως να ήταν φρεσκοβαμμένη και γι’ αυτό να μου έκανε εντύπωση. Πάντως κοντοστάθηκα και κοίταξα προσεκτικά απέναντι, δίχως όμως να περάσω απέναντι, ο δρόμος ενδιάμεσα είχε μαλακώσει τρομερά και ήταν μουσκεμένος· έμεινα πάνω στο πεζοδρόμιο και κοιτούσα απλώς απέναντι, όλα ήταν ήδη πολύ σκοτεινά, και μου φάνηκε ότι γύρω γύρω απ’ την πύλη ήταν πλεγμένο ένα στεφάνι ή κάτι άλλο πολύχρωμο. Και τότε, όταν προσπάθησα να δω καλύτερα, είδα πάνω απ’ τον πυλώνα μια φωτεινή πινακίδα, που πάνω της ήταν, έτσι μου φάνηκε, γραμμένο κάτι. Κούρασα τα μάτια μου, και τελικά παρά τις λάσπες και τα νερά πέρασα απέναντι. Τότε είδα πάνω απ’ τον πυλώνα στο παλιό γκριζοπράσινο του τείχους ένα σημείο φωτισμένο, και πάνω απ’ το σημείο εκείνο περνούσαν κινούμενα πολύχρωμα γράμματα κι εξαφανίζονταν μετά αμέσως πάλι, έβγαιναν πάλι και χάνονταν. Τώρα, σκέφτηκα, έχουν καταχραστεί για τα καλά κι αυτό το παλιό όμορφο τείχος για να το κάνουνε φωτεινή ρεκλάμα! Εν τω μεταξύ αποκρυπτογραφούσα μερικές από τις λέξεις που εμφανίζονταν φευγαλέα, δύσκολα διαβάζονταν και τις μισές έπρεπε να τις μαντεύεις, τα γράμματα έβγαιναν με άνισα κενά μεταξύ τους, πολύ ξεθωριασμένα κι αδύναμα, κι έσβηναν πολύ γρήγορα. Ο άνθρωπος που ήθελε μ’ αυτά να κάνει τη δουλειά του δεν ήταν ικανός, ήταν ένας λύκος της στέπας, ο φουκαράς· γιατί άραγε έβαλε τα γράμματά του να παίζουν εδώ σ’ αυτό το τείχος μες στο πιο σκοτεινό στενάκι της παλιάς πόλης, αυτή την ώρα, με βροχερό καιρό, όπου κανένας δεν περνούσε από ’δω, και γιατί άραγε αυτά ήταν τόσο φευγαλέα, τόσο πεταχτά, τόσο δύστροπα και δυσανάγνωστα; Αλλά για στάσου, τώρα τα κατάφερνα, τη μια μετά την άλλη μπόρεσα να πιάσω κάποιες λέξεις, έλεγαν:

Μαγικό θέατρο

Είσοδος όχι για τον καθένα

-όχι για τον καθένα

Προσπάθησα ν’ ανοίξω την πύλη, το βαρύ παλιό πόμολο δεν κουνήθηκε όσο κι αν το πίεσα. Το παιχνίδι με τα γράμματα είχε τελειώσει, ξαφνικά είχε σταματήσει, θλιμμένο, έχοντας συναισθανθεί τη ματαιότητά του. Έκανα μερικά βήματα προς τα πίσω, πάτησα βαθιά μέσα στις λάσπες, δεν έβγαιναν γράμματα πια, το παιχνίδι είχε σβήσει, πολλή ώρα έμεινα να στέκομαι μες στις λάσπες και περίμενα, μάταια.

Τότε, όταν τα παράτησα και είχα ήδη επιστρέψει στο πεζοδρόμιο, έσταξαν μπροστά μου ένα δυο χρωματιστά φωτεινά γράμματα πάνω στην άσφαλτο που τα καθρέφτιζε. Διάβασα:

Μό – νο – για – τρε – λούς!

Τα πόδια μου ήταν μούσκεμα και κρύωνα, εν τούτοις έμεινα για λίγο ακόμα να περιμένω. Τίποτα πια. Ενώ στεκόμουν και σκεφτόμουν πόσο όμορφα είχαν εμφανιστεί πάνω απ’ το νοτισμένο τείχος και την άσφαλτο που λαμπύριζε μαύρη τα λεπτεπίλεπτα πολύχρωμα φάσματα των γραμμάτων, μου ήρθε ξαφνικά πάλι στον νου ένα απόσπασμα από τις προηγούμενες σκέψεις μου: η παρομοίωση για το χρυσαφένιο σημάδι που άρχισε να λάμπει και που τόσο ξαφνικά έφυγε πάλι μακριά κι εξαφανίστηκε.

Κρύωνα και συνέχισα να περπατώ, ονειρευόμενος εκείνο το σημάδι, γεμάτος αποθυμιά για την πύλη που οδηγούσε σε ένα μαγικό θέατρο, μόνο για τρελούς. Είχα εν τω μεταξύ μπει στην περιοχή της αγοράς, όπου δεν έλειπε η βραδινή η διασκέδαση, κάθε δυο βήματα ήταν κρεμασμένο κι ένα πλακάτ και μια ταμπέλα διαφήμιζε: Γυναικεία ορχήστρα – Βαριετέ – Κινηματογράφος – Χοροεσπερίδα -, αλλά όλα αυτά δεν ήταν τίποτα για μένα, ήταν για τον «καθένα», για τους φυσιολογικούς, τους οποίους άλλωστε έβλεπα και παντού να στριμώχνονται ορδές στις πόρτες. Παρ’ όλα αυτά η θλίψη μου είχε υποχωρήσει λίγο, με είχε όντως συγκινήσει ένας χαιρετισμός του άλλου κόσμου, ένα δυο χρωματιστά γράμματα είχαν χορέψει κι είχαν παίξει πάνω στην ψυχή μου κι είχαν αγγίξει κρυμμένες συγχορδίες, μια αναλαμπή απ’ το χρυσαφένιο σημάδι είχε γίνει πάλι ορατή.

[...]

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης


Hermann_Hesse_1927_Photo_Gret_Widmann Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Γερμανού συγγραφέα Έρμανν Έσσε(1877-1962) Ο λύκος της στέπας [Der Steppenwolf], το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1927. Από το 1923 ο Έρμανν Έσσε είχε πολιτογραφηθεί Ελβετός πολίτης. Το 1967 ο Γερμανός John Kay, μετανάστης στον Καναδά, επηρεασμένος από το μυθιστόρημα του Έρμανν Έσσε, άλλαξε το όνομα της μπάντας The Sparrow, στην οποία συμμετείχε, σε  Steppenwolf. Διαβάστε στη σελίδα της βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον πολυμεταφρασμένο στα Ελληνικά συγγραφέα και δείτε τα βιβλία του που έχουν εκδοθεί στα Ελληνικά.


© Logotexnia21+ Alexandros Kypriotis

Andrea Carraro, Δεν υπάρχει άλλος χρόνος

"Mike". Foto  by Leroy Skalstad

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ

Περνάω μέσα από ένα μισοσκόταδο πυκνό και σχεδόν διαυγές. Ακούγεται ο συνεχής θόρυβος της κίνησης δέκα ορόφους πιο κάτω. Προχωράω ακουμπώντας στα έπιπλα, στους τοίχους τού διαδρόμου, στις σκληρές ράχες της εγκυκλοπαίδειας που προεξέχει απ’ το έπιπλο της βιβλιοθήκης, ανοίγω την πόρτα και μού ’ρχεται μια έντονη μυρωδιά από κόπρανα, ούρα και φάρμακα, κρατάω την αναπνοή μου αλλά είναι μάταιο, εκείνη η μυρωδιά πλημμυρίζει τη βαριά ατμόσφαιρα, δεν πρέπει να κοιτάξω προς τα δεξιά, όπου είναι ξαπλωμένος εκείνος στο κρεβάτι της αγωνίας, όμως το μάτι με την άκρη του βλέπει και καταγράφει ατάραχο, αμείλικτο, είναι με αθλητικό φανελάκι και πάνα, ξαπλωμένος στο πλάι, ένα σεντόνι κουβαριασμένο στο κάτω μέρος τού κρεβατιού, τα σκελετωμένα του ποδαράκια λυγισμένα, προσποιείται ότι κοιμάται μα δεν κοιμάται, αν πλησίαζα θα παρατηρούσα ότι τα βλέφαρά του δεν είναι εντελώς κλειστά, μου προκαλούν φόβο εκείνα τα μισάνοιχτα μάτια πάνω στη μαξιλαροθήκη, ποιον Χριστό να σκέφτεται κάποιος που έχει μπροστά του μονάχα την ταλαιπωρία και τον θάνατο;, δεν μπορώ να το αντέξω, προτιμάω να μην κοιτάζω, έτσι προσπερνάω το κάτω μέρος τού κρεβατιού χωρίς να γυρίσω καθόλου προς το προσκέφαλο, σκύβω, μαζεύω από κάτω την πάπια και ξανασηκώνομαι, γυρίζω κι ετοιμάζομαι να απελευθερωθώ μια και καλή από εκείνη την ανυπόφορη μπόχα όταν η φωνή τού πατέρα μου, πιο χαμηλή όμως, ακόμα πιο εξασθενημένη και αδύναμη απ’ ό,τι συνήθως, σχεδόν σαν αναστεναγμός, μου κάνει:

«Δεν καταφέρνεις να γράψεις…»

«Τελευταία γράφω λίγο, μπαμπά».

«Εμμμ…»

«Είναι που…» γυρίζω, και τον κοιτάζω τελικά, εκείνο το αποστεωμένο κεφάλι βυθισμένο στο μαξιλάρι, τα πόδια άσπρα, αδύνατα και μακριά σαν βέργες. «Είναι που δεν έχω τίποτα να γράψω…»

«Είναι κι αυτό ένα θέμα για μυθιστόρημα».

«Ποιο;»

Σηκώνω τους ώμους προσποιούμενος ότι δεν κατάλαβα. Η συνηθισμένη κίνηση. Την κάνω πάντα, την κάνουμε όλοι, κανένας δεν του έλεγε μια φορά κατάμουτρα εκείνη την αλήθεια που παρ’ όλ’ αυτά ο ίδιος τη γνώριζε πάρα πολύ καλά. Πάντοτε φράσεις μισές, στενόχωρα υπονοούμενα. Να λοιπόν, αυτή τη στιγμή βλέπω καθαρά στο μέλλον. Ένα παγερό προαίσθημα που το βαραίνει ένα προμήνυμα: εκείνος νεκρός κι εγώ να μην καταφέρνω πια να ζήσω.

[...]

«Λοιπόν, εγώ πάω» κάνει η μάνα μου κατεβαίνοντας με κόπο από το αυτοκίνητο. «Θα προσπαθήσω να κάνω γρήγορα».

«Να κάνεις όση ώρα θέλεις. Με την άνεσή σου. Η Ρόζα κι ο μικρός είναι στο κέντρο για ψώνια με την πεθερά μου, κι εγώ δεν έχω να κάνω κάτι σήμερα το πρωί».

Σκύβει, κοιτάζει απ’ το παράθυρο:

«Είσαι όντως σίγουρος ότι δεν θες νά ’ρθεις;… Μόνο για μια στιγμή, θα κάνεις τον σταυρό σου και θα γυρίσεις στ’ αυτοκίνητο».

«Όχι, μαμά, δεν νιώθω ακόμα έτοιμος».

«Μα, έχουν περάσει τρία χρόνια…»

Της κάνω νόημα να φύγει κι απομακρύνεται με τα λουλούδια στο χέρι προς τον διάδρομο του νεκροταφείου με τα δέντρα. Προχωράει αργά, λιγάκι σκυφτή. Πλησιάζουν και γι’ αυτή τα γηρατειά. Έκλεισε τα εξήντα ένα της χρόνια, δεν της μένει και πολύ να ζήσει. Βέβαια, τα σημάδια των γηρατειών της δεν μου δίνουν την ίδια αίσθηση της απίστευτης θλίψης που μου έδιναν εκείνα του πατέρα μου. Το συναίσθημα που τρέφω γι’ αυτή είναι διαφορετικό, πιο αδερφικό αλλά πιο εύθραυστο. Ποτέ μου δεν τη μίσησα, ίσως αυτή η λεπτομέρεια κάνει τη διαφορά. Πάντοτε ένιωθα για εκείνη ένα προφανές συναίσθημα υιικής αγάπης. Για τον πατέρα μου είναι διαφορετικά.

[...]

Η μάνα μου γυρίζει, το μακιγιάζ στα μάτια της είναι πασαλειμμένο, έριξε το αναζωογονητικό της κλάμα. Και τώρα τα πάντα μπορούν να συνεχιστούν. Έτσι μπορείς να γλιτώσεις, έτσι. Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να τα καταφέρω. Να κλαις όταν πρέπει να κλάψεις. Να γελάς όταν πρέπει να γελάσεις. Να ξεσπάς όταν πρέπει να ξεσπάσεις.

Φυσάει τη μύτη της, μου λέει να φύγουμε. Διασχίζουμε σιωπηλά, αργά τους μεγάλους διαδρόμους τού νεκροταφείου με τα δέντρα, ανάμεσα από πολυτελή παρεκκλήσια και χωράφια με ταφόπλακες μπηγμένες στο έδαφος.

Αφού φτάνουμε κάτω από το σπίτι, μου κάνει:

«Γιατί, Πάολο, δεν θες να επισκεφτείς τον τάφο τού πατέρα σου; Πες το μου επιτέλους μια φορά».

«Γιατί με κάνει να υποφέρω πάρα πολύ».

«Με στεναχωρεί, ξέρεις! Με στεναχωρεί να σκέφτομαι ότι θα είναι έτσι και μ’ εμένα…»

«Σε παρακαλώ, μαμά, μη μιλάμε γι’ αυτά τα πράγματα».

«Εντάξει».

Με φιλάει, κατεβαίνει από το αυτοκίνητο, περνάει τον δρόμο ανασφαλής, φοβισμένη και σκυφτή σαν γριούλα. Τελικά κλαίω.

[...]

Το πρώτο μπάνιο τού χρόνου. Το νερό είναι ακόμα κρύο, δεν φανταζόμουν ότι θα είχε αυτή τη θερμοκρασία. Θα μπορούσα να κάνω πίσω, κανείς δεν μου το απαγορεύει. Αντίθετα συνεχίζω. Ρίγη σε ολόκληρο το κορμί μου, η πέτσα στα χέρια μου έχει σηκωθεί, τα αρχίδια μου έχουν μουδιάσει. Βρέχω τα μαλλιά μου και γονατίζω όπως κάνουν οι κυρίες. Τελικά κάνω βουτιά και κολυμπάω, κολυμπάω. Δεν θέλω και πολύ για να κουραστώ.

Λίγες απλωτές ακόμα και θα έφτανα στον τσιμεντένιο κυματοθραύστη. Με ποιο σκοπό όμως; Τότε δεν υπήρχε, τουλάχιστον δεν υπάρχει στις αναμνήσεις μου. Στη μνήμη μου έχουν παραμείνει η ωραία μυρωδιά τού πατέρα μου, τα μεγάλα του χέρια που με σήκωναν στους ώμους του, οι επιβλητικές διαστάσεις της βίλλας που κάλυπτε όλο τον χώρο τού όρμου, η βαθιά φωνή του, κοίτα, εκείνες είναι μάλλον οι προβλήτες που αγκυροβολούν τα πλοία, εκείνες οι καλύβες… και μετά οι φιγούρες της μάνας μου και του θείου μου να σηκώνουν τα μανίκια τους στην προκυμαία.

Επιπλέω ανάσκελα. Νομίζω ότι σ’ όλη μου τη ζωή ποτέ δεν είχα κλάψει ενώ έκανα μπάνιο. Κλαίω επειδή έχω την ηλικία τού πατέρα μου. Επειδή εκείνος δεν υπάρχει πια και αντιμετωπίζω μόνος μου τη θάλασσα. Επειδή ο γιος μου κάποια μέρα θα με δει να πεθαίνω. Αρκεί όμως να βουτήξω το κεφάλι μου και τα δάκρυα θα εξαφανιστούν. Σε λίγο θα βγω και κανείς δεν θα καταλάβει τίποτα. Θα φταίει η αλμύρα που κοκκίνισαν τα μάτια μου. Η θάλασσα δεν προδίδει, τα ξεπλένει όλα.


Μετάφραση από τα Ιταλικά: Αρχοντία Κυπριώτου


Carraro Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Andrea Carraro  Δεν υπάρχει άλλος χρόνος που κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίνδικτος. Ο Αντρέα Καρράρο γεννήθηκε το 1959 στη Ρώμη. Γράφει κριτικές για βιβλία σε εφημερίδες και περιοδικά. Το συγγραφικό του ντεμπούτο γίνεται με το βιβλίο A denti stretti/Σφίγγοντας τα δόντια, (Gremese, 1990). Το 1994 εκδίδεται το μυθιστόρημά Il branco/Η συμμορία, και μαζί με τον σκηνοθέτη Marco Risi θα δημιουργήσουν την ομώνυμη ταινία, που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας. Το 2002 εκδίδεται το μυθιστόρημα Non c’è più tempo/Δεν υπάρχει άλλος χρόνος. Δοκίμια και διηγήματά του φιλοξενούνται σε λογοτεχνικά περιοδικά από το 1989.

Ανδρέας Κεντζός, Ημέρα πρώτη

The Dreamers


Πρώτη φορά βρίσκεται σ’ ένα μέρος άγνωστος μεταξύ αγνώστων και το απολαμβάνει. Μένει σε μια περιοχή με βρώμικες παλιές πολυκατοικίες. Καθόλου δεν τον νοιάζει, αρκεί που είναι κοντά σε λεωφόρο. Του αρέσει να ξυπνάει ακούγοντας την κίνηση στον δρόμο. Και επιπλέον, από κάτω περνά η συγκοινωνία για την πανεπιστημιούπολη.

Μοιάζει ατελείωτη η εβδομάδα που απομένει μέχρι να ξεκινήσει η χρονιά. Την παραμονή δεν λέει να κλείσει μάτι. Στριφογυρίζει και ο ύπνος τον βρίσκει τα χαράματα. Ωστόσο το πρωί δεν νιώθει καθόλου κουρασμένος.

Ημέρα πρώτη, δεν είναι ακριβώς όπως τη φανταζόταν. Πρώτα απ’ όλα έχει συννεφιά. Δεύτερον, στο προαύλιο της σχολής δεν υπάρχει ψυχή. «Άργησα», σκέφτεται, παρόλο που σύμφωνα με το ρολόι είναι στην ώρα του. Ανεβαίνει γρήγορα τη σκάλα. Μέσα στο κτίριο ησυχία. Περνάει από την γραμματεία. Δυο κυρίες εκεί τακτοποιούν φακέλους. «Μάθημα δεν έχει;» ρωτάει. «Και βέβαια έχει», του λένε με χαμόγελο, «στα αμφιθέατρα».

Στα αμφιθέατρα δεν είναι κανείς, μόνο στο κυλικείο είναι δυο τρεις παρέες. Σκέφτεται να ρωτήσει αν συμβαίνει κάτι. Διστάζει, δεν θέλει να δείχνει καινούργιος. Ευτυχώς τελικά δεν χρειάζεται. Μια κοπέλα εισβάλλει ξαφνικά και βάζει τις φωνές. Τεντώνει το χέρι και τους δείχνει το παράθυρο. Για μια πορεία, λέει, για διαμαρτυρία και να μη λείψει κανείς.

Οι παρέες συνεχίζουν τον καφέ και την κουβέντα τους, εντελώς ανεπηρέαστες.

Τη λένε Σοφία και σπουδάζει νομικά. Κατεβαίνουν μαζί στη στάση και παίρνουν το λεωφορείο για το κέντρο.

«Θα είναι η διαδήλωση της δεκαετίας», τον διαβεβαιώνει, «θα δεις». Και προσθέτει κοιτάζοντας τον ουρανό: «Μακάρι μόνο να μη βρέξει».

«Δεν θα βρέξει», τη διαβεβαιώνει αυτός.

Και πράγματι, όχι μόνο δεν βρέχει αλλά κάπου ξεπροβάλει και λίγο ήλιος.

Έξω από την Εθνική Βιβλιοθήκη έχουν φτιάξει μια πρόχειρη εξέδρα. Κάποιος έχει ανέβει και βγάζει έναν πύρινο λόγο, καλώντας τον κόσμο να πει όχι στα καταστροφικά μέτρα που με αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις προσπαθεί να επιβάλει η κυβέρνηση.

Ύστερα ξεκινούν όλοι μαζί για την πλατεία Συντάγματος και τη Βουλή, την οποία η Αστυνομία δεν είναι σε καμία περίπτωση διατεθειμένη να τους αφήσει να πλησιάσουν.

Κάποιοι πετούν πέτρες, η Αστυνομία απαντάει με δακρυγόνα. Μετά κάνει έφοδο και χτυπάει αδιάκριτα αγόρια και κορίτσια.

«Πάμε να φύγουμε», της λέει.

«Ναι», κουνάει το κεφάλι της. Σφίγγεται πάνω του.

Στην Αθήνα, την πόλη που γέννησε τη δημοκρατία, αυτός νιώθει τώρα βασιλιάς.



Ο Ανδρέας Κεντζός γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του Συγκεκριμένα ποιήματα. Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε επίσης να διαβάσετε 9 ανέκδοτα ποιήματα του Ανδρέα Κεντζού, όπως επίσης και τα διηγήματα «Τριλογία» και  «Κρίση».


© Logotexnia 21 + Andreas Kentzos

Αλέξανδρος Κ., Κάθε φορά - Η αχαριστία της ψυχής

Egon Schiele_1912_Selbstporträt mit gesenktem Kopf

Κάθε φορά


Αν είναι να διαλέξει ανάμεσα στις κρίσεις πανικού που τον πιάνουν και στις σκέψεις που κάνει αυτός μετά τις κρίσεις πανικού που τον πιάνουν, δεν είναι σίγουρος τι να διαλέξει. Κι ούτε και είναι σίγουρος ότι μπορεί να διαλέξει τελικά. Ούτε αυτός ούτε κανένας άλλος.

Έτσι κι αλλιώς όλα μαζί ένα κουβάρι γίνονται. Κι αυτός μες στο κουβάρι.

Όταν όμως έρχεται εκείνη η στιγμή κι ο αέρας στα πνευμόνια του τελειώνει και στα μηνίγγια του χτυπάει η καρδιά του κι αυτός αρχίζει να γλείφει τα χείλια του το ένα με το άλλο και τα μάτια του θολώνουνε και γύρω του δεν βλέπει, τότε ξέρει ότι πεθαίνει.

Τότε ξεχνάει το κουβάρι.

Τότε θυμάται ότι έχει καιρό να μιλήσει σε άνθρωπο γι’ αυτές τις κρίσεις.

Και συνειδητοποιεί ότι έτσι κι αλλιώς πεθαίνει μόνος του κι αυτός όπως πεθαίνουν όλοι.

Γιατί αυτός κάθε φορά πεθαίνει.


 Pablo Picasso , Woman with the crow _1904

Η αχαριστία της ψυχής


Μην τον λυπάσαι. Είν’ αχάριστος. Η αχαριστία της ψυχής είναι πολύ κακό πράμα. Αμαρτία είναι. Έτσι της έλεγε η γιαγιά της. Ο άνθρωπος πού ’ναι σκατόψυχος καλό δεν βλέπει στη ζωή του. Και όπως το έλεγε η γιαγιά της έτσι έγινε. Και τώρα αυτή κάθεται και τον κοιτάει. Και μέσα της, αν τη ρωτήσει κανείς, δεν ξέρει αν τον λυπάται. Γιατί είναι εύκολο να το λες: Μην τον λυπάσαι. Είν’ αχάριστος. Δεν είναι όμως εύκολο να το κάνεις. Και όπως τον κοιτάει της φαίνεται ότι κάτι θέλει να της πει. Αλλά δεν μπορεί. Παίρνει τα μάτια της από πάνω του και γυρίζει στο παράθυρο. Κι απ’ το παράθυρο βλέπει έξω στην αυλή. Και όπως βλέπει έξω στην αυλή, βλέπει και τη συκιά και βλέπει και τη γιαγιά της να κάθεται κάτω απ’ τη συκιά, στην ψάθινη καρέκλα, και δίπλα της βλέπει τον εαυτό της. Το πρόσωπό της μούσκεμα. Η μύτη της όλο μύξες. Κι ακούει πάλι τη γιαγιά της. Μην τον λυπάσαι. Είν’ αχάριστος. Η αχαριστία της ψυχής είναι πολύ κακό πράμα. Αμαρτία είναι. Ο άνθρωπος πού ’ναι σκατόψυχος καλό δεν βλέπει στη ζωή του. Και τότε γυρίζει και τον κοιτάει πάλι. Και μέσα της, αν τη ρωτήσει κανείς, δεν ξέρει αν τον λυπάται. Γιατί είναι εύκολο να το λες: Μην τον λυπάσαι. Είν’ αχάριστος. Δεν είναι όμως εύκολο να το κάνεις. Και όπως τον κοιτάει της φαίνεται ότι κάτι θέλει να της πει. Αλλά δεν μπορεί. Παίρνει τα μάτια της από πάνω του και γυρίζει στην πόρτα. Κι από την πόρτα βλέπει έξω στην κουζίνα. Και όπως βλέπει έξω στην κουζίνα, βλέπει και το τραπέζι το μεγάλο και βλέπει και τη μάνα της να κάθεται στο τραπέζι, στην ψάθινη καρέκλα. Το πρόσωπό της μούσκεμα. Η μύτη της όλο μύξες. Και βλέπει και τον πατέρα της να σηκώνεται και να δίνει μια στο τραπέζι με τα χέρια του και να το ρίχνει κάτω. Και τα πιάτα να πέφτουνε στο πάτωμα και να σπάνε. Και τα ρεβίθια να χύνονται στο πάτωμα. Και τα κουτάλια ανάποδα. Κι ακούει πάλι τη γιαγιά της. Μην τον λυπάσαι. Είν’ αχάριστος. Η αχαριστία της ψυχής είναι πολύ κακό πράμα. Αμαρτία είναι. Ο άνθρωπος πού ’ναι σκατόψυχος καλό δεν βλέπει στη ζωή του. Και τότε γυρίζει και τον κοιτάει πάλι. Και μέσα της, αν τη ρωτήσει κανείς, δεν ξέρει αν τον λυπάται. Γιατί είναι εύκολο να το λες: Μην τον λυπάσαι. Είν’ αχάριστος. Δεν είναι όμως εύκολο να το κάνεις. Και όπως τον κοιτάει της φαίνεται ότι κάτι θέλει να της πει. Αλλά δεν μπορεί. Και τότε το παίρνει απόφαση. Σηκώνεται. Δεν ξέρει αν θα το μετανιώσει. Σηκώνεται και πάει στο δωμάτιό της. Σκύβει κάτω απ’ το κρεβάτι και βγάζει μια βαλίτσα. Ανοίγει την ντουλάπα της κι αρχίζει να βγάζει όλα τα ρούχα της και να τα βάζει μες στη βαλίτσα. Ανοίγει και τα συρτάρια στη σιφονιέρα, ένα ένα, και βγάζει όλα τα εσώρουχα και τα βάζει μες στη βαλίτσα. Κι απ’ τη βιασύνη της τα έχει βάλει όπως να ’ναι. Και η βαλίτσα δεν κλείνει. Κι έτσι όπως προσπαθεί να κλείσει τη βαλίτσα την πιάνουνε τα κλάματα. Το πρόσωπό της μούσκεμα. Η μύτη της όλο μύξες. Και τότε το παίρνει απόφαση. Τίποτα δεν θα πάρει. Παίρνει μόνο την τσάντα της και βγαίνει από το σπίτι. Και όπως περνάει μπροστά απ’ τη συκιά σκέφτεται μήπως έπρεπε τουλάχιστον να του κλείσει τα μάτια. Αλλά δεν μπορεί. Κι ακούει πάλι τη γιαγιά της. Μην τον λυπάσαι. Είν’ αχάριστος. Η αχαριστία της ψυχής είναι πολύ κακό πράμα. Αμαρτία είναι. Ο άνθρωπος πού ’ναι σκατόψυχος καλό δεν βλέπει στη ζωή του. Και βλέπει πάλι την εικόνα του, με ανοιχτά τα μάτια, να φαίνεται ότι κάτι θέλει να της πει. Αλλά δεν μπορεί. Και μέσα της, αν τη ρωτήσει κανείς, δεν ξέρει αν τον λυπάται.



ΝΗΣΙΔΕΣ_#8 Τα κείμενα "Κάθε φορά"  και "Η αχαριστία της ψυχής" του Αλέξανδρου Κ. δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά μαζί με το κείμενο "Τα κλειδιά του" στο 8ο τεύχος του περιοδικού  ΝΗΣΙΔΕΣ υπό το γενικό τίτλο "Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων" την άνοιξη του 2012. Στη Logotexnia21 δημοσιεύεται επίσης το διήγημά του "Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι" και το "Τραγούδι από τον δεύτερο όροφο". Το περιοδικό τέχνης & λόγου ΝΗΣΙΔΕΣ  εκδίδεται στη Ρόδο και διανέμεται σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία του νομού Δωδεκανήσου  («Δέντρο», «Ακαδημία», «Θαλασσινός») και της Αθήνας («Εστία», «Ιανός», «Λεμόνι»).

Virginia Woolf, Ο πάτρονας και ο κρόκος

Απόστολος Γιαγιάννος-Κρόκος-2011

Οι νέοι και οι νέες που αρχίζουν να γράφουν λαμβάνουν γενικά την εύλογη μα άκρως ανέφικτη συμβουλή, ό,τι γράφουν να το γράφουν όσο συντομότερα γίνεται, όσο σαφέστερα γίνεται, χωρίς να έχουν κατά νου τίποτε άλλο πέρα από το να λένε ακριβώς ό,τι έχουν κατά νου. Κανείς δεν προσθέτει σε αυτές τις περιπτώσεις το μόνο χρήσιμο πράγμα: «Κανόνισε να διαλέξεις έξυπνα τον πάτρονά σου», αν και αυτή είναι η ουσία όλου του ζητήματος. Διότι ένα βιβλίο γράφεται πάντα για κάποιον που θα το διαβάσει, και αφού ο πάτρονας δεν είναι απλώς ο ταμίας, αλλά και κατά έναν πολύ λεπταίσθητο και πονηρό τρόπο ο υποκινητής και ο εμπνευστής αυτών που γράφονται, έχει τεράστια σημασία να είναι ο κατάλληλος άνθρωπος.

Ποιος είναι όμως ο κατάλληλος άνθρωπος – είναι άραγε ο πάτρονας που θα βγάλει ό,τι καλύτερο υπάρχει από τον εγκέφαλο του συγγραφέα και θα γεννήσει τον πιο ετερόκλητο και ισχυρό γόνο για τον οποίον δύναται ο συγγραφέας; Οι διάφορες εποχές έχουν δώσει διαφορετικές απαντήσεις σε τούτο το ερώτημα. Οι Ελισαβετιανοί, για να το πούμε χονδροειδώς, επέλεγαν να γράφουν για την αριστοκρατία και το κοινό του θεάτρου. Ο πάτρονας του 18ου αιώνα συνδύαζε το πνεύμα του καφενείου με τον βιβλιοπώλη της οδού Γκραμπ.[1] Τον 19ο αιώνα οι μεγάλοι συγγραφείς έγραφαν για τα περιοδικά και τις αργόσχολες τάξεις. Βλέποντας και επευφημώντας τα θαυμάσια αποτελέσματα αυτών των διαφορετικών συμμαχιών, το όλο θέμα φαντάζει αξιοζήλευτα απλό και ηλίου φαεινότερο σε σύγκριση με τη δική μας δυσχέρεια – εμείς, για ποιους πρέπει να γράφουμε; Διότι το παρόν απόθεμα πατρόνων είναι ασύγκριτα ποικιλόμορφο και συγκεχυμένο: είναι ο ημερήσιος Τύπος, ο εβδομαδιαίος Τύπος, ο μηνιαίος Τύπος· το αγγλικό κοινό και το αμερικάνικο κοινό· το κοινό των bestseller και το κοινό των worst-seller· το κουλτουριάρικο κοινό και το θερμοκέφαλο κοινό· τώρα, όλες οι οργανωμένες και αυτοσυνείδητες οντότητες μπορούν, μέσα από τα διάφορα φερέφωνα που διαθέτουν, να κάνουν γνωστές τις ανάγκες τους και αισθητή την επιδοκιμασία ή την απαρέσκειά τους. Έτσι, ο συγγραφέας που συγκινήθηκε βλέποντας τον πρώτο κρόκο στους κήπους του Κένζιγκτον πρέπει, προτού βάλει την πένα πάνω στο χαρτί, να διαλέξει, μεταξύ πολλών ανταγωνιστών, εκείνον τον πάτρονα που θα του ταιριάζει καλύτερα. Είναι μάταιο να πει: «Απόρριψέ τους όλους. Σκέψου μόνο τον κρόκο σου», αφού η γραφή είναι μια μέθοδος επικοινωνίας, και ο κρόκος που δεν μοιράζεται είναι ένας ατελής κρόκος. Ο πρώτος άνθρωπος μπορεί να έγραφε μόνο για τον εαυτό του, όπως μπορεί να κάνει και ο τελευταίος, αλλά αυτό αποτελεί εξαίρεση και μάλιστα διόλου αξιοζήλευτη, και οι μπούφοι καλοδέχονται τα έργα του, αν οι μπούφοι μπορούν να τα διαβάσουν.

Δεδομένου, λοιπόν, ότι κάθε συγγραφέας έχει ένα κάποιο κοινό στην άκρη της πένας του, ο υψηλόφρων θα πει ότι πρέπει να είναι ένα ενδοτικό κοινό που να αποδέχεται υπάκουα ό,τι ο συγγραφέας θέλει να του προσφέρει. Όσο εύλογη κι αν ακούγεται αυτή η θεωρία, είναι άκρως ριψοκίνδυνη. Διότι σε αυτήν την περίπτωση, ναι μεν ο συγγραφέας έχει συνείδηση του κοινού του, αλλά είναι ανώτερος αυτού – πρόκειται για έναν άβολο και ατυχή συνδυασμό, όπως αποδεικνύεται στα έργα του Σάμιουελ Μπάτλερ, του Τζορτζ Μέρεντιθ και του Χένρι Τζέιμς. Έκαστος εξ αυτών απεχθανόταν το κοινό· έκαστος εξ αυτών επιθυμούσε ένα κοινό· έκαστος εξ αυτών αποτύγχανε να έχει ένα κοινό· και έκαστος εξ αυτών επέρριπτε την αποτυχία του στο κοινό με μια αλληλουχία, που σταδιακά εντεινόταν, από αιχμές, ασάφειες και επιτηδεύσεις τις οποίες κανείς συγγραφέας, αν είχε έναν πάτρονα αντάξιό του και φίλο, δεν θα είχε θεωρήσει αναγκαίο να επιβάλλει. Οι κρόκοι τους, κατά συνέπεια, είναι βασανισμένα φυτά, όμορφα και λαμπερά, αλλά έχουν κάτι ξινισμένο πάνω τους, δύσμορφο, μαραζωμένο από τη μια πλευρά, υπερώριμο από την άλλη. Λίγος ήλιος θα τους έκανε πολύ καλό. Πρέπει άραγε να σπεύσουμε προς το αντίθετο άκρο και να δεχτούμε (έστω στη φαντασία μας) τις κολακευτικές προτάσεις που μπορεί να μας κάνουν οι διευθυντές των Times και της Daily News – «Είκοσι λίρες προκαταβολή για τον κρόκο σας σε ακριβώς εκατόν πενήντα λέξεις, να ανθίζει την ώρα του πρωινού πάνω σε κάθε τραπέζι από τη μια άκρη της Βρετανίας ως την άλλη[2] πριν από τις εννιά αύριο το πρωί, και να έχει πάνω του το όνομα του συγγραφέα»;

Αρκεί όμως ένας κρόκος, και για να φέγγει τόσο μακριά, να κοστίζει τόσο πολύ και να έχει πάνω του κι ένα όνομα, δεν πρέπει άραγε να είναι ένας λαμπερότατος κίτρινος κρόκος; Οι εφημερίδες αναμφίβολα πολλαπλασιάζουν τους κρόκους. Αν όμως κοιτάξουμε κάποιο από αυτά τα φυτά, θα δούμε ότι συνδέονται ελάχιστα με το αρχικό κίτρινο ή μοβ λουλουδάκι που ξεπετάγεται ανάμεσα στα χορτάρια των κήπων του Κένζιγκτον κάθε χρόνο στις αρχές Μαρτίου. Ο κρόκος της εφημερίδας είναι ένα εκπληκτικό, μα πολύ διαφορετικό φυτό. Γεμίζει ακριβώς τον χώρο που του έχει καταμεριστεί. Ακτινοβολεί μια χρυσή λάμψη. Είναι φιλικό, καταδεκτικό, συμπονετικό. Έχει επίσης ωραίο φινίρισμα, καθώς μη νομίζετε πως η τέχνη του δικού μας «κριτικού θεάτρου» των Times ή του κυρίου Λιντ της Daily News είναι εύκολη. Δεν πρέπει να περιφρονούμε το γεγονός ότι μπαίνουν σε λειτουργία εκατομμύρια εγκέφαλοι στις εννιά το πρωί, ότι σε δύο εκατομμύρια μάτια προσφέρεται κάτι λαμπερό, ζωογόνο και τερπνό. Μα η νύχτα φτάνει και τα άνθη ξεθωριάζουν. Τα κομματάκια γυαλιού χάνουν τη λάμψη τους αν τα βγάλετε από τη θάλασσα, οι σπουδαίες πριμαντόνες ουρλιάζουν σαν ύαινες αν τις κλείσετε σε τηλεφωνικούς θαλάμους, και τα πιο έξυπνα άρθρα, όταν βγαίνουν από το στοιχείο τους, γίνονται σκόνη και θρύψαλα.

Η δημοσιογραφία που βαλσαμώνεται για να γίνει βιβλίο δεν διαβάζεται. Επομένως, ο πάτρονας που θέλουμε θα μας βοηθήσει να γλιτώνουμε τα λουλούδια μας από την αποσύνθεση. Αλλά αφού οι ιδιότητές του διαφέρουν από εποχή σε εποχή, και χρειάζεται ιδιαίτερη ακεραιότητα και ιδιαίτερο φρόνημα για να μην τυφλωθεί από τις βλέψεις ή να μην εξαπατηθεί από τις πεποιθήσεις του ανταγωνιστικού κοινού, η εύρεση ενός πάτρονα είναι μία από τις βασικές δοκιμασίες στη δουλειά του συγγραφέα. Το να ξέρει κανείς για ποιον γράφει σημαίνει το να ξέρει πώς να γράφει. Κάποιες από τις ιδιότητες ενός σύγχρονου πάτρονα είναι απλούστατες. Σήμερα ο συγγραφέας έχει ανάγκη, είναι προφανές, έναν πάτρονα με τη συνήθεια να διαβάζει βιβλία παρά με τη συνήθεια να παρακολουθεί θέατρο. Στις μέρες μας, επίσης, πρέπει να γνωρίζει τη λογοτεχνία άλλων εποχών και φυλών.

Ωστόσο, οι ιδιάζουσες αδυναμίες και τάσεις μας απαιτούν από αυτόν κι άλλες ιδιότητες. Για παράδειγμα, υπάρχει το ζήτημα της απρέπειας, το οποίο μας ταλανίζει και μας προβληματίζει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τους Ελισαβετιανούς. Ο πάτρονας του 20ού αιώνα δεν πρέπει ποτέ να σοκάρεται. Πρέπει να διακρίνει αλάνθαστα τον σβώλο κοπριάς που κολλά στον κρόκο της αναγκαιότητας από τον σβώλο κοπριάς που έχει επαλειφθεί πάνω του για επίδειξη. Συνάμα πρέπει να μπορεί να κρίνει εκείνες τις κοινωνικές επιρροές που αναπόφευκτα παίζουν μεγάλο ρόλο στη μοντέρνα λογοτεχνία, και να μπορεί να πει ποιες συμβάλλουν στην ωρίμανση και την ενδυνάμωση, και ποιες αναστέλλουν και στειρώνουν. Επιπλέον, πρέπει να μπορεί να αποφαίνεται πάνω στη συγκίνηση, ενώ χρησιμότερος από οτιδήποτε άλλο θα είναι στο να προφυλάσσει τον συγγραφέα από τον συναισθηματισμό, από τη μια πλευρά, και από τη δειλία να εκφράσει το συναίσθημά του, από την άλλη. Είναι χειρότερο, θα πει ο πάτρονας, και ίσως πιο τετριμμένο, να φοβάται κανείς το συναίσθημα από το να νιώθει υπερβολικά πολύ. Μπορεί ακόμα να προσθέσει κάτι για τη γλώσσα και να επισημάνει πόσες λέξεις χρησιμοποιούσε ο Σέξπιρ και πόση γραμματική παραβίαζε ο Σέξπιρ, ενώ εμείς, παρότι έχουμε βάλει τα δάχτυλά μας δήθεν συνεσταλμένα πάνω στα μαύρα πλήκτρα του πιάνου, δεν έχουμε βελτιωθεί αισθητά σε σχέση με το Αντώνιος και Κλεοπάτρα. Κι αν καταφέρετε να ξεχάσετε εντελώς το φύλο σας, θα πει, τόσο το καλύτερο. Ένας συγγραφέας δεν έχει φύλο.

Όλα αυτά όμως λέγονται παρεμπιπτόντως – είναι στοιχειώδη όσο και αμφισβητήσιμα. Η βασική ιδιότητα του πάτρονα διαφέρει, και εκφράζεται μόνο με εκείνη τη βολική λέξη που ωστόσο κρύβει πολλά: «ατμόσφαιρα». Ο πάτρονας πρέπει οπωσδήποτε να διασπείρει και να περικλείει τον κρόκο σε μιαν ατμόσφαιρα που να τον παρουσιάζει ως το πλέον σημαντικό φυτό, έτσι ώστε η παραποίησή του να είναι ένα σκάνδαλο ασυγχώρητο εφ’ όρου ζωής. Πρέπει να μας κάνει να νιώθουμε ότι ένας και μόνο κρόκος, αν είναι πραγματικός, του αρκεί. Ότι δεν θέλει να τον διδάσκουμε, να τον εξυψώνουμε, να τον διατάζουμε ή να τον βελτιώνουμε. Ότι ζητά συγνώμη που ώθησε βίαια τον Κάρλαϊλ σε φωνασκίες, τον Τένισον στα ειδύλλια και τον Ράσκιν στην τρέλα. Ότι είναι πλέον έτοιμος να εξαφανιστεί ή να διατρανωθεί έτσι όπως το απαιτούν οι συγγραφείς του. Ότι τον συνδέει μαζί τους ένας λώρος που είναι κάτι παραπάνω από ομφάλιος. Ότι είναι πράγματι δίδυμοι, ο ένας πεθαίνει αν ο άλλος πεθαίνει, ο ένας ακμάζει αν ο άλλος ακμάζει. Ότι η μοίρα της λογοτεχνίας βασίζεται στην πετυχημένη συμμαχία τους. Όλα αυτά αποδεικνύουν, όπως είπαμε εξαρχής, ότι η επιλογή ενός πάτρονα είναι μέγιστης σημασίας. Πώς όμως να διαλέξει κανείς σωστά; Πώς να γράφει καλά; Αυτά είναι τα ερωτήματα.[3]


Μετάφραση από τα Αγγλικά - σημειώσεις: Γιώργος Λαμπράκος


[1] Grub Street: πολυσύχναστος δρόμος του Λονδίνου όπου ζούσαν άνθρωποι των γραμμάτων, συνήθως του περιθωρίου.
[2] Η Γουλφ γράφει την έκφραση «από το Τζον ο’ Γκρόουτς έως το Λαντς Εντ», όπου βρίσκονται το πιο βόρειο και το πιο νότιο σημείο της Βρετανίας, αντίστοιχα.
[3] Αυτό το σύντομο, μα περιεκτικό δοκίμιο της Βιρτζίνια Γουλφ περιλαμβάνεται στη γνωστότερη συλλογή δοκιμίων της, με γενικό τίτλο The Common Reader (1925 – με τον ίδιο τίτλο, η Γουλφ δημοσίευσε το 1935 μία δεύτερη σειρά δοκιμίων). Τα ζητήματα που θέτει η Γουλφ είναι ακόμα πιο επίκαιρα στις μέρες μας, αφού στα μέσα προβολής και διάδοσης του γραπτού λόγου, τα οποία αναφέρει, έχει προστεθεί το κυρίαρχο Διαδίκτυο. Σε ποια είδη πάτρονα/ αναγνώστη απευθύνονται, και πρέπει να απευθύνονται πλέον οι συγγραφείς στην ψηφιακή εποχή; Διαφέρουν από τους πρότερους πάτρονες/ αναγνώστες, και από ποιες απόψεις; Με ποιον τρόπο μπορεί και πρέπει να κοστολογείται ο ηλεκτρονικός «κρόκος» κάθε συγγραφέα; Αυτά (κι άλλα) είναι τα ερωτήματα.

Virginia_Woolf_ H Virginia Woolf γεννήθηκε το 1882 στο Λονδίνο και αυτοκτόνησε το 1941. Διαβάστε στη σελίδα της βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τη συγγραφέα και δείτε τις εκδόσεις των βιβλίων της που έχουν κυκλοφορήσει στα Ελληνικά.


© Logotexnia 21 + Γιώργος Λαμπράκος

Ευτυχία Παναγιώτου, 2 ποιήματα από τη Μαύρη Μωραλίνα

 Dying_Tulip_Foto_by_Aleš Čerin

σας δίνει το ελεύθερο

σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.

κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.

με τ’ αριστερό στην κοιλιά, λέω χάιλ σημαία.




και πυροβολούν αλύπητα.

κανείς δεν με βρίσκει.



εστιάζουν σε ό,τι λέγεται

—κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, μπλα μπλα—

και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες.



εγώ όμως ζω

— χορεύω χάος

με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ.



σ’ έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.

για να σώσει η φωτιά της απ’ τα δακρυγόνα 

ό,τι αξίζει.



κάπως έτσι αναπνέω.

πώς να το πω απλά;



μέσα στον κόσμο χάνεις

μόνο νύχτες.

                   

ανθρωπογραφία της Francesca Woodman, Αμερικανίδας

φωτογράφου που αυτοχειριάστηκε στα 22 της, θέτοντας

τέλος στο ταλέντο της


μια λάμψη κάτω απ’ τα σεντόνια.

χέρι φωτογραφίζει άλλο χέρι που κάποτε έγραφε.

ό,τι είναι αδύνατο να ειπωθεί αληθινά

τρυπιέται απ’ το μυαλό.

ίσως κάτι συνταρακτικό

όσο μια ρωγμή, όσο η ανάσα



             — εγκάθετη

             μελωδία σε σύστημα τυφλό.

χέρι μέσα σε χέρια

κι ένα κλικ

επώδυνο,

             μουσική οργάνων· τρυπά το στομάχι.

εμετός στην κλίνη, βυθισμένη σε ώρα ησυχίας.

θα τη μαλώσει πάλι η νοσοκόμα, μα κρούει το κουδουνάκι·

νοσταλγεί κάποιον που να ’ρχεται.




ό,τι συνέβηκε ήτανε λέξεις

μια εξοχή του μυαλού της σε καλώδιο.



αργοκινεί τον σπασμένο της γοφό,

έναν τρυποκάρυδο πιστό,

παρόντα στην τελετή, που ’ναι γιορτή,

λευκό φοράει βικτοριανό φόρεμα.

(ο πατέρας χορεύει μπρος στο παράθυρο.

ο αδελφός υποβολέας του ρυθμού.

βήμα δεν χάνεται, η μητέρα τραγουδά,

κι όλα είναι τόσο χαρμόσυνα),

τόσο χαρμόσυνα δίχως εμένα



αυτό που δεν μπορώ να δω



το λένε χαρά



(βασανιστικά βήματα και φάλτσες φωνές

γύρω από ’να ακουστικό, και κλάματα)

μια λέξη μου —π’ αγωνιά κι όλα πάλι συσκοτίζονται.



η κόρη μας εθισμένη στα χρώματα



κάτι αδύνατο να ειπωθεί

ειλικρινά

ανθρώπινο εντελώς.

 Ευτυχία Παναγιώτου, Μαύρη Μωραλίνα

Τα παραπάνω ποιήματα της Ευτυχίας Παναγιώτου είναι από τη δεύτερη ποιητική συλλογή της Μαύρη Μωραλίνα, η οποία κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος. Η Ευτυχία Παναγιώτου γράφει για τον εαυτό της: "Γεννήθηκα στη Λευκωσία, τον Απρίλιο του 1980. Σπούδασα Φιλοσοφία στην Αθήνα και Νεοελληνικά στο Λονδίνο, στην ουσία σπουδάζω ακόμα ανάγνωση και γραφή. Ρισκάρω και ζω στην Αθήνα ασχολούμενη με την επιμέλεια εκδόσεων, τη μετάφραση και τις βιβλιο-αναγνώσεις. Μάλλον γιατί οι λέξεις έχουν κάτι που δεν έχει η ζωή (γνωστό είναι πως η ζωή χωράει πολλά που δεν χωράνε οι λέξεις). Κάποια στιγμή, χρειάστηκε να δημιουργήσω, με ό,τι λέξεις και ό,τι ζωή είχα μέσα μου, το βιβλίο μέγας κηπουρός. Στην πορεία ανακάλυψα κάτι σαν alter ego, την Anne Sexton. Έπειτα εφηύρα και γνώρισα τη Μαύρη Μωραλίνα, που έγινε το δεύτερο βιβλίο μου. Νομίζω πως η ποίηση είναι ο λόγος που χαμογελώ πολύ." Δείτε τη σελίδα για την Ευτυχία Παναγιώτου στη βιβλιοnet. Επισκεφτείτε το blog της Ευτυχίας Παναγιώτου, όπου μπορείτε να διαβάσετε και κριτικές για το έργο της.

 

Анна Ахматова, 3 ποιήματα από το «Ροζάριο»

 Sunset_by_Subhadip Mukherjee


Περίπατος

Χάθηκε το φτερό στης άμαξας τη σκεπή

Κι εγώ τον κοίταξα στα μάτια.

Σφιγγόταν η καρδιά, δίχως να ξέρει καν

Της θλίψης τις αιτίες.


Το δείλι μ’ άπνοια και θλίψη ήταν δεμένο

Κάτω απ’ τον θόλο του συννεφιασμένου ουρανού

Και σα σκιά ζωγραφιστή

Στο άλμπουμ το παλιό, το δάσος της Βουλώνης.


Βενζίνης μυρωδιά και πασχαλιάς

Μια ταραγμένη ηρεμία …

Το γόνατο μου άγγιξε και πάλι

Δίχως το χέρι να σκιρτήσει καν.


Μάιος 1913

 

Αϋπνία

Τριγύρω θλιμμένα νιαουρίζουν τα γατιά

Ήχους βημάτων ακούω από μακριά …

Με νανουρίζουν τα γλυκά σου λόγια

Τρεις μήνες τώρα δεν κοιμάμαι πια.


Μαζί μου είσαι και πάλι αϋπνία, μαζί μου!

Αναγνωρίζω την ακίνητη μορφή σου.

Έτσι δεν είναι ομορφονιά; Έτσι δεν είναι κλέφτρα;

Θαρρείς πως άσχημα σου τραγουδώ;


Λευκό πανί το παραθύρι κλείνει

Και γαλανό το μισοσκόταδο απλώνει…

Είδηση μακρινή μη σε παρηγορεί;

Γιατί μαζί σου νιώθω καλά;


Χειμώνας 1912, Τσάρσκογιε Σελό

 


Εξομολόγηση

Σιωπηλός συγχώρεσε τα κρίματά μου.

Λυκόφως βιολετί κάνει να σβήνουν τα κεριά.

Βαρύ το πετραχήλι πέφτει πάνω

Στους ώμους και την κεφαλή.


Μην είναι η φωνή που λέει: «Κόρη! σήκω …»

Χτυπάει η καρδιά πιο δυνατά…

Το άγγιγμα χεριού απ’ το υφάδι πάνω

Εκείνης, που ταραγμένα, προσκυνά.


1911, Τσάρσκογιε Σελό


 

Μετάφραση από τα Ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης


  

Άννα Αχμάτοβα, Ροζάριο

 

Τα παραπάνω ποιήματα "Περίπατος", "Αϋπνία", "Εξομολόγηση" σε μετάφραση Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη είναι από την ποιητική συλλογή της Άννας Αχμάτοβα (1889-1966) «Ροζάριο» (1914), η οποία κυκλοφορεί σε δίγλωσση έκδοση στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Φίλντισι. Διαβάστε για τη ζωή και το έργο της Άννας Αχμάτοβα στη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ. Δείτε τη σελίδα για την ποιήτρια στη βιβλιοnet. Επισκεφτείτε το blog του μεταφραστή Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη, samizdat project.

Jenny Erpenbeck, Αμαρτωλοί καιροί

 

http://pixdaus.com/single.php?id=230930&from=email

Μια γριά γυναίκα πλησιάζει το σπίτι. Κουβαλάει μια μεγάλη άσπρη πλαστική σακούλα στο χέρι, που μέσα της κάτι πεταρίζει. Γύρω στα πεντακόσια μέτρα από το σπίτι κοντοστέκεται κι αρχίζει να μιλάει σ’ αυτό που πεταρίζει μέσα στη σακούλα. Βλέπεις, λέει, εκεί πέρα είν’ το σπίτι. Σηκώνει τη σακούλα, που δεν είναι διάφανη, ψηλά, λες και το πλάσμα που είναι πιασμένο εκεί μέσα παρ’ όλ’ αυτά βλέπει. Πίσω, βλέπεις, το κτήμα είναι λίγο κατηφορικό προς το στάβλο. Η καφετιά κι η μαύρη εδώ πρέπει να ’ναι του γείτονα, και κατεβάζει πάλι τη σακούλα. Έτσι σαν την καφετιά την παρδαλή έμοιαζε και το μοσχάρι που στεκότανε πλάι στ’ αγόρι μου. Τ’ αγόρι μου ήτανε πεσμένο κάτω και το μοσχάρι στεκότανε στα πόδια του, λέει. Λέει: Το σπίτι ανήκει τώρα στη γυναίκα του, σε κείνη και στον εγγονό μου, το λιγομίλητο. Αλλά κείνον δεν τον κρατάει εδώ, κείνος γυρίζει από ’δώ κι από ’κεί. Από τότε. Ήτανε κι αυτός εκεί κείνο το βράδυ. Η γυναίκα του, λέει, τώρα έχει μονάχα γουρούνια, το στάβλο τον έχει αλλάξει. Το στάβλο. Και το σπίτι το σοβάντισε. Η πόρτα ήτανε παλιά εδώ σε τούτη την πλευρά. Και το σπίτι από γκρίζα πέτρα. Τίποτις ιδιαίτερο. Μονάχα η θέα στη θάλασσα. Αλλά ’γώ εκεί πέρα στην Αμερική θα ’χα πεθάνει από τη νοσταλγία. Τώρα εγώ ακόμα ζω, ενώ τ’ αγόρι μου είναι πεσμένο κάτω μες στο στάβλο. Τ’ όπλο, κείνο που βαράνε τα μοσχάρια, πλάι του. Μονάχα ζωντανά μπορείς να ’χεις εδώ, έχει αρκετό χορτάρι. Τι νομίζεις δηλαδή, δεν ήταν με τα σωστά του, μ’ είπε τότε η γυναίκα του. Αγόρι μου, του λέω ’γώ, δεν είν’ καλή γυναίκα του λόγου της. Το βλέπω ’γώ. Αλλά κείνον τον έπεισε να τηνε παντρευτεί. Τη Γιάνε δεν τηνε πήρε, και μετά τίποτις δεν τον ένοιαζε. Δεν ήτανε στα καλά του, μελαγχολία είχε, τ’ αγόρι σου, λέει η γυναίκα του, σηκώνει τ’ όπλο για το μαρκάρισμα απ’ το έδαφος και τ’ ακουμπάει στον τοίχο. Τη μελαγχολία, την έχει από μένανε, λέει η γριά και την πλαστική σακούλα που κουνιέται απ’ το ζωντανό που έχει μέσα της την κρατά γερά στο χέρι της. Εγώ εκεί πέρα θα ’χα πεθάνει από τη νοσταλγία, λέει. Στέκομαι μες στο στάβλο και το βλέπω τ’ αγόρι μου να ’ναι πεσμένο κάτω εκεί πλάι στο καφετί παρδαλό μοσχάρι, να ’ναι πεσμένο κάτω στραβοχυμένο, γιατί μες στο στάβλο δεν έχει χώρο ούτε να πέσεις, βλέπω την τρύπα στο σβέρκο του, που δεν ’ναι μικρή, κι ακούω τη γυναίκα του πλάι μου να λέει: Μελαγχολία είχε. Πόσο εύκολα λέει: Είχε. Εγώ μπορούσα να ’χω πάει στην Αμερική, λέει η γριά. Αν δεν είχε τόσο αέρα, το θρόισμα της σακούλας θα ακουγόταν μέχρι το σπίτι. Κείνος που με γκάστρωσε μου το πρότεινε. Τ’ αγόρι μόλις είχε γεννηθεί. Αλλά ’γώ από τη νοσταλγία θα ’χα πεθάνει. Τη Γιάνε δεν τηνε πήρε, γιατί πήγε μ’ έναν Εγγλέζο κείνη, και μετά τίποτις δεν τον ένοιαζε. Έτρωγε κείνη, η γυναίκα του, συνέχεια έτρωγε μονάχα. Γερή ήτανε, μπορούσε να δουλέψει. Αλλά δεν ήτανε καλή γυναίκα. Όταν ήταν ακόμα μικρός ο εγγονός μου, δεν τον βοηθούσε να σηκωθεί άμα έπεφτε κάτω. Μονάχα έλεγε: Άμα πονέσει, θα μάθει πιο γρήγορα. Κι ο εγγονός μου έμαθε γρήγορα, έγινε λιγομίλητος σαν τον πατέρα του. Τώρα γυρίζει από ’δώ κι από ’κεί. Ήτανε κι αυτός εκεί κείνο το βράδυ. Κάθεται μες στο στάβλο στο σκαμνί για τ’ άρμεγμα και σωπαίνει και κοιτάζει τον πατέρα του, που ’ναι πεσμένος κάτω εκεί στραβοχυμένος. Βλέπεις, τώρα δα κάτι κουνιέται πίσω απ’ το παράθυρο. Το πρώτο που ’κανε ήτανε ν’ αλλάξει το στάβλο. Η καφετιά η παρδαλή τρώει το χορτάρι απ’ την ταΐστρα. Τον πυροβολισμό μάλλον τον έχει ξεχάσει κιόλας. Κείνη δεν τηνε νοιάζει άμα ένας άνθρωπος στέκεται στα πόδια του ή είναι πεσμένος κάτω. Βλέπεις, τώρα δα η καφετιά κοιτάζει προς το μέρος μας. Μεγαλώνουνε, οι αγελάδες. Η γυναίκα κι ο εγγονός μου, ο λιγομίλητος, ήταν εκεί κείνο το βράδυ. Εγώ ήμουν στο χωριό. Μες στο σκοτάδι πηγαίνω στο σπίτι απ’ τα λιβάδια, μέσ’ απ’ τις πέτρες, πηγαίνω προς το σπίτι μου, που ’ναι φωτισμένο. Μπαίνω μέσα, αλλά δεν ’ναι κανένας εκεί, με τα φώτα αναμμένα κι αδειανό είναι, πηγαίνω μέσ’ απ’ το σπίτι στο στάβλο, και τότε το βλέπω τ’ αγόρι μου. Βλέπω τ’ όπλο πλάι του, τ’ όπλο που μαρκάρουνε τα μοσχάρια. Αλλά η καφετιά η παρδαλή ζει και τρώει και κοιτάζει προς το μέρος του, τα χείλια της είναι βρεμένα. Η γυναίκα κι ο λιγομίλητος ο εγγονός μου κάθονται δίπλα στον πεθαμένο στο σκαμνί για τ’ άρμεγμα και δεν σηκώνουνε τα μάτια τους σε μένα. Η γυναίκα λέει: Τι νομίζεις, δεν ήτανε στα καλά του, κι είχε μελαγχολία. Αυτό ’ναι το πρώτο που μου λέει. Εγώ το βλέπω τ’ αγόρι μου να ’ναι πεσμένο κάτω εκεί στραβοχυμένο, πεθαμένος δεν χωράει μες στο στάβλο, βλέπω την τρύπα στο σβέρκο του, που δεν ’ναι μικρή, βλέπω τ’ όπλο πλάι του, κείνο που μαρκάρουνε τα μοσχάρια, και κείνη τη στιγμή σηκώνεται πάνω η γυναίκα, σηκώνει τ’ όπλο απ’ το έδαφος και τ’ ακουμπάει στον τοίχο. Όταν τ’ αγόρι μας ήτανε τριών μηνών, ο πατέρας του έκανε κιόλας το γάμο του εκεί πέρα στην Αμερική. Θαρρώ μ’ είχε ρωτήσει άμα θέλω να πάω κι εγώ, επειδή ήτανε σίγουρος πως θα ’λεγα όχι. Εγώ της λέω: Άμα θέλει να σκοτωθεί κάποιος, δεν παίρνει τ’ όπλο για το μαρκάρισμα και πυροβολιέται από πίσω στο σβέρκο. Τότε κείνη λέει: Πρόσεχε τι λες. Κι εγώ λέω: Τόσο μακριά χέρια δεν έχει κανένας άνθρωπος στον κόσμο. Κείνη λέει πάλι μονάχα: Πρόσεχε τι λες. Ο εγγονός μου δεν με κοιτάζει. Ε;, τονε ρωτάω ’΄γώ, αλλά κείνος δεν μ’ απαντάει. Τότες έφυγα. Χωρίς βαλίτσα, χωρίς τίποτις. Απλώς έφυγα. Το σπίτι τώρα ανήκει σε κείνη και στον εγγονό μου. Αλλά κείνος δεν μένει πια εκεί, κείνος γυρίζει από ’δώ κι από ’κεί. Από τότε. Και τώρα πέτα, λέει η γριά γυναίκα, κι ανοίγει την πλαστική σακούλα. Μια κουρούνα πεταρίζει και βγαίνει. Αλλά δεν κάνει κύκλους πάνω από το σπίτι. Ούτε πέφτει πάνω στο σπίτι. Οι πέτρες δεν αρχίζουν ν’ αναπνέουν. Η γη δεν ανοίγει. Το σπίτι δεν πιάνει φωτιά. Η κουρούνα πεταρίζει μόνο μια δυο φορές με τα φτερά της, ταλαντεύεται στον αέρα, μέχρι να θυμηθεί πάλι πώς γίνεται να πετάει, και φεύγει μετά πετώντας προς την ενδοχώρα. Η γριά τη βλέπει να φεύγει, ακόμα κι όταν προ πολλού δεν φαίνεται εκείνη. Την άδεια πλαστική σακούλα, που την πηγαίνει πέρα δώθε ο αέρας κι ακούγεται, την κρατάει ακόμα στο χέρι της. Ακόμα κι όταν έχει σκοτεινιάσει τόσο πολύ που η γριά δεν ξεχωρίζει πια από τις πέτρες ακούγεται ακόμα ο αέρας εκεί που στέκεται εκείνη να πηγαίνει την άδεια τη σακούλα πέρα δώθε.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης


Erpenbeck, Jenny _ Foto by Katharina Behling Η Τζέννυ Έρπενμπεκ γεννήθηκε το 1967 στο Βερολίνο της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας. Στα Ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία της Ιστορία του γερασμένου παιδιού (1999), Σκύβαλα (2001) και Παιχνίδι με τις λέξεις (2004), όλα από τις εκδόσεις Ίνδικτος, ενώ ακυκλοφόρητο παραμένει ακόμη το τελευταίο της μυθιστόρημα Ψυχές και χώματα [σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη, τίτλος πρωτοτύπου: Heimsuchung, 2008]. Το διήγημα «Αμαρτωλοί καιροί» [Gottlose Zeit] το έγραψε το 2006. Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε το διήγημα «Σιβηρία» από τη συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα, το διήγημα «και η ευχή θα εκπληρωθεί», το αυτοβιογραφικό κείμενο «Στο επέκεινα των αχρήστων» και μία συνέντευξή της. Προσεχώς θα δημοσιευτούν στη Logotexnia21 αποσπάσματα από το θεατρικό έργο της Οι γάτες είν' εφτάψυχες (σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη). Επισκεφθείτε τη σελίδα Jenny Erpenbeck translated (Τζέννυ Έρπενμπεκ σε μετάφραση) στο FACEBOOK.


© Jenny Erpenbeck + Alexandros Kypriotis

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails